Dimoula Generator (ΒΕΤΑ Edition)

Μία σούπερ προσφορά του ιστολογίου για τους φίλους μας με καλλιτεχνικές ανησυχίες: Dimoula Generator (BETA edition). Ξέρω ότι πάντα τη θαύμαζες και ποθούσες να γράψεις κι εσύ θρυλικούς στίχους σαν το: να στρογγυλοποιούνται ευθυνότεροι οι πόνοι, ή σαν εκείνο το ωραίο: άφησα να μην ξέρω πώς λύνεται ένα χθες, ή σαν το άλλο: νοσταλγία δισύλλαβη και ένταση μονολεκτική (εκτός αν ζηλεύεις το ανυπέρβλητο: δεν φτάνει που ήσουν ερχομός θερμοκηπίων). Τώρα όμως μπορείς κι εσύ να γράψεις ποίηση Κικής Δημουλά, ναι! Με τον 100% μηχανιστικό αλγόριθμο που προσφέρω εντελώς δωρεάν, μπορείς πλέον να γίνεις πιο Δημουλά κι απ' τη Δημουλά. Ακριβώς, καλά διάβασες! Ο αλγόριθμος δουλεύει τόσο μηχανιστικά ώστε αν ήξερα λίγο κώδικα, θα τον έκανα κανονική γεννήτρια όπως αυτή εδώ. Εμπρός λοιπόν, μια άλλη Κική Δημουλά είναι εφικτή:

1) ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ. Παίρνεις ένα εντελώς κοινότοπο κείμενο από το internet ή από οπουδήποτε. Π.χ. βούτηξα από το www.meteo.gr το ακόλουθο:

ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ

Ιδιαίτερα βροχερός αναμένεται να διατηρηθεί ο καιρός σε αρκετές ηπειρωτικές και θαλάσσιες περιοχές της χώρας μέχρι και την Τρίτη 27/10. Τα φαινόμενα θα είναι κατά περιόδους έντονα, ενώ κατά τόπους θα χαρακτηρίζονται από μεγάλη διάρκεια, λόγω της οποίας είναι πιθανό να προκύψουν προβλήματα. Οι νότιοι άνεμοι στα πελάγη θα φτάνουν σε ένταση τα 6 - 7 μποφόρ, στρεφόμενοι σταδιακά στο Ιόνιο σε ανατολικών διευθύνσεων και στο Αιγαίο σε ανατολικούς έως βορειοανατολικούς με ανάλογες εντάσεις. Η θερμοκρασία θα σημειώσει μικρή πτώση στα κεντρικά, ανατολικά και βόρεια διατηρούμενη ωστόσο σε ελαφρώς υψηλότερα από τα κανονικά για την εποχή επίπεδα.
Καθόλου ποιητικό, έτσι; Μη βιάζεσαι όμως, έχει και συνέχεια:


2) ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ. Χωρίζεις αυθαίρετα τις περιόδους σε επιμέρους στίχους. Μπορείς να εμπιστευτείς το ταλέντο σου, αλλά ακόμα κι αν θέλεις να το κάνεις εντελώς μηχανιστικά, μπορείς να χρησιμοποιήσεις μία γεννήτρια τυχαίων αριθμών. Εγώ έκανα copy-paste το κείμενο σε έγγραφο του Word, μέτρησα την αράδα με τις περισσότερες λέξεις (17 εν προκειμένω, ανάλογα και με τη γραμματοσειρά, τα περιθώρια κ.λπ.) και χρησιμοποίησα αυτήν τη γεννήτρια με min το 1 και max το 17. Προσοχή: δε χωρίζεις το άρθρο από το ουσιαστικό του (ακόμα κι η ποίηση Κικής Δημουλά έχει τα όριά της). Χωρίζεις οπωσδήποτε τις δευτερεύουσες προτάσεις:
ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ

Ιδιαίτερα βροχερός αναμένεται
να διατηρηθεί ο καιρός
σε αρκετές ηπειρωτικές και θαλάσσιες περιοχές
της χώρας
μέχρι και την Τρίτη 27/10.
Τα φαινόμενα θα είναι κατά περιόδους
έντονα
ενώ κατά τόπους θα χαρακτηρίζονται από μεγάλη διάρκεια
λόγω της οποίας είναι πιθανό
να προκύψουν προβλήματα.
Οι νότιοι άνεμοι στα πελάγη θα φτάνουν σε ένταση τα 6 - 7 μποφόρ
στρεφόμενοι σταδιακά
στο Ιόνιο
σε ανατολικών διευθύνσεων και στο Αιγαίο σε ανατολικούς
έως βορειοανατολικούς
με ανάλογες εντάσεις
Η θερμοκρασία θα σημειώσει
μικρή πτώση
στα κεντρικά, ανατολικά και βόρεια
διατηρούμενη ωστόσο σε ελαφρώς υψηλότερα από τα κανονικά για την εποχή
επίπεδα.
Κάπως πιο ποιητικό, δεν εξασφαλίζεις όμως θέση στην Ακαδημία Αθηνών μ’ αυτό. Πάμε στο επόμενο βήμα:

3) ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ. Πηγαίνεις σ' ένα website ομοιοκαταληξιών κι αρχίζεις ν’ αντικαθιστάς ρήματα, επίθετα και ουσιαστικά. Το καλύτερο είναι αυτό. Αντικατέστησε κατά 80%, είναι ένα καλό ποσοστό:
ΑΝΘΡΑΚΩΡΥΧΕΙΟ ΚΑΙΡΟΥ

Ιδιαίτερα στυγερός αναμένεται
να κυοφορηθεί ο καιρός
σε αρκετές αρτηριοσκληρωτικές και ακροθαλάσσιες εσοχές
της νεκροχώρας
μέχρι και την Τρίτη 27/10.
Τα αμφιλεγόμενα θα είναι ιδεατά εμβρυώδους
νεκροσέντονα
ενώ κατά τόπους θα χαρακτηρίζονται από μεγάλη οξυδέρκεια
λόγω της οποίας είναι πιθανό
να ενσκύψουν εμβλήματα.
Οι νότιοι εμπόλεμοι σαρκοφάγοι θα κάνουν σε ένταση τα 6 - 7 ρεκόρ
στρεφόμενοι σταδιακά
στο Αιώνιο
σε μελαγχολικών εκτραχύνσεων και στο Χυδαίο σε αποστολικούς
έως ιεραποστολικούς
με ανάλογες προϊδεάσεις
Η ιδιοσυγκρασία θα αποφλοιώσει
μικρή πτώση
στα φυγοκεντρικά, αλκοολικά και εγχώρια
διατηρούμενη ωστόσο σε ελαφρώς αβέλτερα από τα κανονικά για την συνεκδοχή
υψίπεδα.
Τώρα κάτι λέει, αρχίζει να γίνεται κικηδημουλικό… Το επόμενο βήμα θα σου αρέσει ιδιαίτερα:


4) ΕΞΑΡΣΗ. Θα ξανα-αντικαταστήσουμε ένα ποσοστό από τις προηγούμενες λέξεις με καινούργιες, σούπερ εξεζητημένες (π.χ. αντίθλιψη, απεριέργεια, διαμφισβητώ, δνοφερός κ.λπ), απ' αυτές που μόνο το Αντίστροφο Λεξικό της Αναστασιάδη-Συμεωνίδη ξέρει (και η Κική Δημουλά, φυσικά). Προκειμένου λοιπόν να εντοπίσουμε όλα αυτά τα υπέροχα: νυχτογιός, ζητεία, τζοβαρικό, κοντακιανότητα κ.λπ., που ανοίγουν τις πύλες της Ακαδημίας Αθηνών, θα χρησιμοποιήσουμε το Google και θα πάρουμε από κάθε ομάδα λέξεων, αυτή με τα λιγότερα αποτελέσματα.
Ο αλγόριθμος έχει και παραμέτρους ποιότητας: για light Δημουλά, ξανα-αντικατέστησε ένα 10 - 20%. Για softcore Δημουλά, μπορείς να φτάσεις ως το 40%. Από κει και πάνω γίνεται εντελώς hardcore:
ΑΘΥΡΜΑΤΟΠΟΙΕΙΟ ΚΑΙΡΟΥ

Ιδιαίτερα στυγερός αναμένεται
να ακταιωρηθεί ο καιρός
σε αρκετές αρτηριοσκληρωτικές και ακροθαλάσσιες εσοχές
της νεκροχώρας
μέχρι και την Τρίτη 27/10.
Τα αμφιλεγόμενα θα είναι ιδεατά εμβρυώδους
νεκροσέντονα
ενώ κατά τόπους θα χαρακτηρίζονται από μεγάλη παρέκεια
λόγω της οποίας είναι πιθανό
να ενσκύψουν διαθρυλήματα.
Οι νότιοι αριστερήνεμοι σαρκοφάγοι θα αθιβάνουν σε ένταση τα 6 - 7 ρεκόρ
στρεφόμενοι σταδιακά
στο Αιώνιο
σε μελαγχολικών πραΰνσεων και στο Χυδαίο σε αποστολικούς
έως ιεραποστολικούς
με ανάλογες προϊδεάσεις
Η ιδιοσυγκρασία θα αποφλοιώσει
μικρή πτώση
στα φυγοκεντρικά, αλκοολικά και εγχώρια
διατηρούμενη ωστόσο σε ελαφρώς αβέλτερα από τα κανονικά για την συνεκδοχή
ανεμπαίγνιδα.
Όσο πάει και καλύτερο, ε; Πλέον μένει μόνο ένα βήμα:

5) ΦΙΝΙΡΙΣΜΑ. Ρίχνεις μια τελευταία ματιά, διορθώνεις λίγο τη στίξη, κόβεις κάποιες υπερβολές, κάποιες προτασούλες που περισσεύουν. Δεν είναι δύσκολο, λίγη εμπειρία θέλει, στο φινάλε μπορείς πάντα να εμπνευστείς από ένα τυχαίο ποίημα του ινδάλματός σου:
ΑΘΥΡΜΑΤΟΠΟΙΕΙΟ ΚΑΙΡΟΥ

Στυγερός αναμένεται
να ακταιωρηθεί ο καιρός
σε αρκετές ακροθαλάσσιες εσοχές
της νεκροχώρας.
Τα αμφιλεγόμενα θα είναι ιδεατά εμβρυώδους.
Νεκροσέντονα,
που θα χαρακτηρίζονται από μεγάλη παρέκεια,
είναι πιθανό
να ενσκύψουν διαθρυλήματα.
Οι νότιοι αριστερήνεμοι, σαρκοφάγοι, θα αθιβάνουν ρεκόρ
στρεφόμενοι σταδιακά
στο Αιώνιο
σε μελαγχολικών πραΰνσεων και στο Χυδαίο. Σε αποστολικούς
έως ιεραποστολικούς.
Η ιδιοσυγκρασία θα αποφλοιώσει
μικρή πτώση
στα φυγοκεντρικά και εγχώρια
σε ελαφρώς αβέλτερα για την συνεκδοχή
ανεμπαίγνιδα.
Τέλειο! Συγχαρητήρια, έγινες Κική Δημουλά! Οι δυνατότητες του 100% μηχανιστικού αλγορίθμου είναι απεριόριστες, λειτουργεί 24 ώρες το 24ωρο, ακόμα και τις αργίες. Μη χάνεις την ευκαιρία να γράψεις κι εσύ σαν τη «μεγαλύτερη ελληνίδα ποιήτρια μετά τη Σαπφώ» (κατά Νίκο Δήμου). Ανοίγεις το in.gr να δεις καμιά είδηση; Σκάρωσε ένα ποίημα Κικής Δημουλά στα γρήγορα. Διαβάζεις τις οδηγίες χρήσης πάνω στο αφρόλουτρο; Ξεδίπλωσε το ταλέντο σου σε mode Κικής Δημουλά. Εγώ προχθές συμπλήρωνα κάτι χαρτιά του ΙΚΑ και σε πέντε λεπτά έφτιαξα ποίημα με ουσία και μήνυμα:
ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΕΞΑΫΛΩΣΗ

Η ευλάβεια των στοιχείων που υποβάλλονται
με αυτή την εξαΰλωση
μπορεί να ελεγχθεί με βάση το αρχείο άλλων νουθεσιών
(άρθρο 8, παρ. 4, Ν. 1599/1986)
Με ατομική μου γαλήνη και γνωρίζοντας
τις αρτηριοσκληρώσεις
που προβλέπονται από τις μορφοσυντάξεις
της παρ. 6 του άρθρου 22 του Ν. 1599/1986,
εξαϋλώνω ότι:
……………………………………………………
(1) Αναγράφεται από τον ενδιαφερόμενο ηλεκτρολύτη
ή Ιαχή
ή Πανδαισία
του οσίου τομέα, που απευθύνεται η εξαΰλωση.
(2) Αναγράφεται ταυρομάχος.
(3) «Όποιος εν γνώσει του εξαϋλώνει
ψευδή γεγονότα
ή αρνείται
ή αποκρύπτει τα εωθινά
τιμωρείται με προπηλάκιση τουλάχιστον τριών οδυνών»
Αφήνοντας κατά μέρος την πλάκα, κάπως πρέπει να αντισταθούμε στους κουρασμένους καλλιτέχνες των αδιεξόδων. Τους κουρασμένους πρωθυπουργούς έχουμε δικαίωμα να τους μαυρίζουμε με την ψήφο μας• ας ασκήσουμε το δικαίωμά μας να χλευάζουμε και τους κουρασμένους καλλιτέχνες. Δεν είναι δικαιολογία ότι απεικονίζουν πιστά τη σύγχυση της μεταμοντέρνας μας εμπειρίας. Δεν είναι μόνο θέμα τέχνης, αλλά κάτι πολύ πιο σοβαρό: η ίδια η ζωή μας μετατρέπεται σταδιακά σε ποίηση Κικής Δημουλά, σε τραγούδι Σωκράτη Μάλαμα, κι οι ομώνυμοι καλλιτέχνες συνιστούν ένα ακόμα γρανάζι της μηχανής. Another brick in the wall. Λαέ πολέμα, σου πίνουνε το αίμα. Μη λησμονήσεις το όνειρο, μην εγκαταλείψεις τον αγώνα για μια απλή ζωή.

Διάολε, απλή ζωή!

Με απλούς όρους, απλή σκέψη και απλές συμπεριφορές. Να ξέρεις ποιος είσαι και να αγαπάς αυτό που είσαι. Κι άσε τους εκλεπτυσμένους και τους εξεζητημένους να κάνουν σημαία τον αποπροσανατολισμό τους, η εκλέπτυνση είναι σημάδι ανεπαρκούς ζωτικότητας (Σιοράν). Αυτό είναι το μανιφέστο των Γότθων.

Εγώ ό,τι είχα πια να πω το είπα και γαμώ του όζοντος την τρύπα.

Δοξαστικόν Reloaded

Πριν από δύο χρόνια είχα μια ενόραση. Εμπειρία μεταφυσική. Καθόμασταν με τη Σοφούλα, μια φίλη πιανίστρια, και τραγουδούσαμε στο πιάνο το ανυπέρβλητο Δοξαστικόν από το Άξιον Εστί των Ελύτη/Θεοδωράκη (μπορείτε να το ξαναθυμηθείτε εδώ με Γερμανούς κι εδώ με παιδάκια). Ξαφνικά λοιπόν και πάνω στο στίχο: Οι δορύαιχμες λέξεις και αυτοκτόνες… είδα το φως. Ξαναβαπτίστηκα. Πετάχτηκα επάνω αφρίζοντας και άρχισα να ουρλιάζω: «Μα τι τραγουδάμε; Σε ποιους απευθύνονται αυτά που τραγουδάμε; Στο θεό σου, έχεις δει ποτέ αυτά τα κορίτσια τα ηλιοβόρα και σεληνοβάμονα; Αυτούς τους αγένειους δόκιμους της τρικυμίας;»

Το μυαλό μου γύριζε με χίλιες στροφές. Πήρα αμέσως χαρτί & μολύβι και έγραψα μια καταπληκτική διασκευή του θεϊκού αυτού ποιήματος, σκέτη επανίδρυση της ποίησης. Την ονομάζω: Δοξαστικόν Reloaded. Νομίζω ότι αποτελεί μια ουσιαστική συμβολή στον εξευτελισμό του Οδυσσέα Ελύτη, ενός ανθρώπου που κατέστρεψε τις Ελληνίδες. Διότι οι μανάδες όλων μας, δηλαδή οι κοπέλες της δεκαετίας του ’60 και του ’70, με το που έβγαιναν στη ζωή, υφίσταντο τη δίδυμη τρομοκρατία του Ελύτη και της Βουγιουκλάκη. Θα γίνονταν είτε οι γατούλες με τις ροζ μυτούλες είτε οι πόες της ουτοπίας, τα αγγεία των μυστηρίων, οι εράσμιες κόρες [edit: Σήμερα, 2013, δε με εκφράζουν πια οι παλιές κακίες μου για τη Βουγιουκλάκη. Σήμερα αναγνωρίζω το μεγαλείο της Αλίκης. Τότε που τα 'γραφα, 2009, νόμιζα ότι τα ήξερα όλα. Οι κακίες για τον Ελύτη όμως ισχύουν και σήμερα].

Σήμερα λοιπόν, αγαπημένε αναγνώστη, σου έχω ψυχοκάθαρση και λύτρωση. Έλα, εξομολογήσου το, κάθε φορά που τραγουδούσες για τους σημάντορες ανέμους που ιερουργούνε ή για της Σελήνης το μελάγχρωμα το ανίατο... δεν αισθανόσουν κατά βάθος, ενδόμυχα, υποσυνείδητα, λίγο φολκλορικός; Λίγο Βέλτσος; Ήρθε λοιπόν η ώρα της εκδίκησης. Βάλε την αγγελική μουσική του Θεοδωράκη, τραγούδα πάνω στη μελωδία κι εκτονώσου:

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρώτη
να λαδώσει το άντερο αρπαχτή του πασόκου
καραβάνια στη Λάρισα για το Κιλελέρ
ο λαός δεν ξεχνά Δεξιά τι σημαίνει

Χιμαιροποίκιλτα άνθη και ζαβαρακατρανέμια
Υπουργείο Πολιτισμού στη Μελίνα Μερκούρη
των ψιθύρων επώαση κι άλλες προοδευτικές δυνάμεις
πλήθος κόσμου, υποδοχή, που ξεσπά αυθορμήτως

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ο μεγαλο-πασόκος
το παράτολμο δόντι που τον έκανε άνθρωπο
η Mercedes που αγόρασε, αυτός, γιος υπαλλήλου
οι σωστές γνωριμίες που έπιασαν τόπο

ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ που ιερουργούνε
(τέτοιος στίχος στα σίγουρα θα του φέρει το Νόμπελ)
οι αγρότες που πήρανε τις επιδοτήσεις
όποιου δεν του αρέσει, να κατέβει απ’ το τρένο

Οι αγένειοι δόκιμοι της τρικυμίας
οι μουσάτοι εκπρόσωποι της απεργίας
πρωτοσέλιδο Αυριανής, Αλλαγή εδώ και τώρα
σαν ΠΑΣΟΚ ενωμένο, δυνατό, είναι εδώ

Ο Λαλιώτης, ο Βενιζέλος, ο Τζουμάκας,
ο Τσοχατζόπουλος

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το κόμμα που κοιμάται
πάνω σε σκιά μέτοχου βασικού εταιρείας
τα σκατά των παιδιών με την πράσινη μύγα
(ρε τι γράφει, ο άνθρωπος, για να πάρει το Νόμπελ…)

Οι πεντ’-έξι νταβατζήδες που κάνουν κουμάντο
σαν κρυμμένο λογισμικό κινητού τηλεφώνου
νομοσχέδιο που περνά σε άδεια έδρανα
ως Νατάσσας διατριβή σε φλοιικές λειτουργίες

Η Πετραλιά, ο Ορφανός, ο Ψωμιάδης,
ο Γεράσιμος

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ εορτάζοντας τη μνήμη
των Αγίων Αντρέα και Μητσοτάκη
ψηφοφόροι του Έβερτ επιπέδου Κουλούρη
ιερείς και πουλιά να τραγουδούν το χαίρε:

ΧΑΙΡΕ η Διαπλεκομένη και χαίρε η Κομματική
Χαίρε η Προοδευτική και η Συντηρητική

Χαίρε που στον κουμπάρο οι δουλειές όλες δίνονται
Χαίρε που μ’ ένα τηλεφώνημα οι παραβάσεις σβήνονται

Χαίρε του παραδείσου των δημοσίων έργων η Αγρία
Χαίρε των προμηθειών του στρατού η Αγία

Χαίρε η Κρατικοδίαιτος και Γραφειοκρατική
Χαίρε η Ημέτερη και η Εργολαβική

Χαίρε η που με κόκκινο περνάς
Χαίρε (ποιος χαίρει;) η που με Prada τριγυρνάς

Χαίρε που καταρτίζεις το ψηφοδέλτιο Επικρατείας
Χαίρε που γνωρίζεις το διευθυντή της Υπηρεσίας

Χαίρε η σεμνή και η ταπεινή
Χαίρε η του Κράτους επανιδρυτική

ΤΑ ΝΗΣΙΑ με τα club ως τα ξημερώματα
τα νησιά rooms to let, τα νησιά με τα Zimmer
τα νησιά με πεντάστερα ξενοδοχεία
πούλησε το οικόπεδο για να χτίσει μονάδα

Η Ρόδος, η Σαντορίνη, η Κρήτη,
η Μύκονος

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ο ποιητής του Νόμπελ
που τον έκανε superstar ο Θοδωράκης
που δε δούλεψε ούτε στιγμή στη ζωή του
κρουαζιέρες, ταξίδια και υψηλή διανόηση

Εβδομήντα χρονών κι όμως γκόμενος
δεξιός κι όμως αριστερός
playboy του πνεύματος κι ένα το χελιδόνι
τι ανάγκη έχει αυτός; Τα βρήκε όλα στρωμένα

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το μακρινό τραγούδι
σε χορό Eurovision για τους δώδεκα πόντους
ιαχή μέσ’ στα γήπεδα της Πορτογαλίας
σαν Σινούκ που συντρίβεται στο Δέντρο του Δήμου

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ η πόα της ουτοπίας
τα κορίτσια οι αυριανές κυρα-Κατίνες
τα κορίτσια που παίζουν με το κινητό τους
τα μαλλιά τους ξανθά μα οι ρίζες τους μαύρες

Τα σφιγμένα από τα εφαρμοστά μπλουζάκια
(ζαρωμένα εκεί που το σουτιέν ακουμπάει)
τα κορίτσια τα σαν σαλάμι αέρος
τα φραπεδοβόρα και μπιγκμπραδεροβάμονα

Η Αννίτα, η Καλομοίρα, η Παπαρίζου,
η Άντζελα

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το πάρτι της Γιάννας
που λαθραία το βάφτισαν: «Ολυμπιακοί Αγώνες»
τα βεγγαλικά που καίνε τη Φιλοθέη
ποιο το «νυν» και ποιο το «αιέν» του κόσμου:

Νυν τα αυτιά του Αυτιά, νυν τα μάτια της Στάη
Αιέν της Παναγιωταρέα η τούφα η πλησιφάη

Νυν ο καπνός του τσιγάρου της Λιάνας
Αιέν οι καλεσμένοι στην εκπομπή της Τατιάνας

Νυν η μεγάλη μπάζα και του ύπνου η μιμική
Αιέν είστε για τα μπάζα και Τροπίς η αστρική

Νυν των λαών το αμάλγαμα και το μαύρο ‘89
Αιέν των ασφαλισμένων του ΙΚΑ τα αναδρομικά

Νυν το περίβλημα της Γης και η Εξουσία
Αιέν το κομματόσκυλο που τώρα έγινε εξουσία

Νυν της Δίκης το άγαλμα και το ΔΗΚΚΙ του Τσοβόλα
και ΑΙΕΝ Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ, ΣΤΟ MEGA!
(ευχαριστώ τον Άγιο Βασίλη που μου το ξανάφερε ενώ το 'χα για χαμένο)

The Final Curtain

Σε μια ταινία; Σε κάποιο βιβλίο, ίσως; (θυμίζει Καζαντζάκη). Με τίποτα δεν μπορώ να θυμηθώ πού είδα/διάβασα το ακόλουθο περιστατικό: ένας εγγονός πηγαίνει να δει τον παππού στο νεκροκρέβατό του. Μιλάνε λίγο κι ο ετοιμοθάνατος γέρος αναπολεί τα περασμένα. Μιλάει για τη ζωή του – για τα νιάτα του, τις μάχες που πολέμησε, το γάμο του, διάφορα. Σε κάποια στιγμή τον ρωτάει ο εγγονός: «Παππού, τα έζησες πραγματικά όλα αυτά; Μήπως τα ονειρεύτηκες;». Ο γέρος το σκέφτεται λίγο, τελικά αναρωτιέται κι ο ίδιος: «Έλα ντε… Τα έζησα, άραγε;…»

Το ανθρώπινο σώμα είναι κατά βάση ένα υδατικό διάλυμα, με λίγο άνθρακα, άζωτο, ψευδάργυρο, σίδηρο και διάφορες άλλες τέτοιες βρωμιές. Σε κάποια στιγμή, αυτό το υδατικό διάλυμα μπορεί να προσβληθεί από την αρρώστια της ζωής – ένα σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα, όπως και η σύφιλη. Αναπτύσσει λοιπόν μεταβολική δραστηριότητα, προσπορίζεται πόρους από το περιβάλλον, αποκτά κινητική αυτονομία και ψηφίζει ΚΚΕ. Ευτυχώς, η αρρώστια αυτή θεραπεύεται: η αναπνοή, ο καρδιακός παλμός κι ο μεταβολισμός σταματάνε· ο εγκέφαλος αδρανεί· το πρόσωπο βαθμιαία χλομιάζει, τα μέλη σκληραίνουν, η θερμοκρασία πέφτει, ξεκινά η αποσύνθεση. Αυτή είναι η όψη του θανάτου που με βία μετράει τη γη.

Κάθε μέρα πεθαίνουν 150.000 άνθρωποι παγκοσμίως. Μέχρι να φτάσετε στο τέλος αυτού του κειμένου, θα έχουν πεθάνει περίπου 104 άνθρωποι κάπου στη Γη. Και ορισμένοι από αυτούς θα προλάβουν να δώσουν ένα τελικό μήνυμα, ένα κύκνειο άσμα πριν κλείσει η τελευταία κουρτίνα. Λοιπόν… πάντα με εντυπωσίαζαν αυτά τα επιθανάτια λόγια που επιλέγει να εκφέρει ένας άνθρωπος πριν κάνει το ταξίδι χωρίς επιστροφή. Μπροστά στην αγωνία του επικείμενου θανάτου, ενδεχομένως και του σωματικού πόνου, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα η φράση με την οποία κάποιος κλείνει το βιβλίο της ζωής του. Οι τίτλοι τέλους. Υπάρχουν άφθονες καταγεγραμμένες τέτοιες φράσεις, εδώ μπορείτε να δείτε αρκετές, όμως ποια είναι η πιο εντυπωσιακή;

Ήταν φονιάς, παράνομος της Άγριας Δύσης και τον φώναζαν Τσέροκι Μπιλ (ναι, υπήρξαν πραγματικά αυτά τα παρατσούκλια, όχι μόνο στα Λούκυ Λουκ!) Είκοσι χρονών ήταν όταν τον έπιασαν να τον κρεμάσουν, με επτά φόνους στο ενεργητικό του. Πάνω στο ικρίωμα, τον ρώτησαν αν έχει να πει κάποια τελευταία κουβέντα πριν κρεμαστεί.

Μπείτε στη θέση του και προσπαθήστε να φανταστείτε το σκηνικό: βρίσκεσαι επάνω στην κρεμάλα, το σχοινί της αιωρείται μπροστά σου, κόσμος συγκεντρωμένος γύρω (οι δημόσιοι απαγχονισμοί ήταν δημοφιλέστατα γεγονότα τότε), δίπλα σου ο ιερέας, ο σερίφης με τον βοηθό του, ο δικαστής, όλες οι αρχές της πόλης, εσύ να έχεις τα χέρια σου δεμένα και να ξέρεις ότι σε λίγα λεπτά θα πάψεις να υπάρχεις. Σε ρωτούν αν έχεις να πεις κάτι. Ποιες είναι οι τελευταίες λέξεις της ζωής σου;

«Εδώ ήρθα για να πεθάνω, όχι για να βγάλω λόγο»

Πα να πει, ήρθαμε εδώ να κάνουμε μια δουλειά, δε θα καθίσουμε να παίξουμε τώρα, μη με απασχολείτε με βλακείες. Και το λες αυτό για τον θάνατό σου… Δεν ξέρω γιατί αλλά αυτή είναι η επιθανάτια φράση που με εντυπωσιάζει περισσότερο από όλες όσες έχω διαβάσει. Πολύ πιο μεγαλειώδης από τα διάφορα: «Ω, ελευθερία, ελευθερία, πόσα εγκλήματα έγιναν στο όνομά σου!», απείρως συγκλονιστικότερη από το: «Πατέρα, συγχώρεσέ τους, δεν ξέρουν τι κάνουν», πιο αδιόρατα συναισθηματική κι από το: «Κι εσύ, τέκνον (Βρούτε);».


Εδώ ήρθαμε να κάνουμε μια δουλειά, δε θα καθίσουμε να παίξουμε τώρα…


Το θυμήθηκα διότι διάβασα σήμερα άλλη μία εξίσου συγκλονιστική επιθανάτια ρήση: «Τι; Δηλαδή, αυτό ήταν;»


Γρανίτης

Το πιο εκνευριστικό ήταν ο κόσμος που ερχόταν να τον δει. Στην αρχή δεν είχε πρόβλημα, του άρεσε κιόλας αυτή η αγάπη, όμως από ένα σημείο και μετά η κατάσταση έγινε ανυπόφορη. Το ένα πρόσωπο μετά το άλλο, ξανά και ξανά και ξανά, έμπαιναν στον πέτρινο κύβο κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο, στέκονταν μπροστά του για μισό λεπτό, τον κοιτούσαν με δάκρυα στα μάτια κι έφευγαν για να δώσουν τη θέση τους σε άλλα πρόσωπα. Ακόμα και γράμματα του έστελναν. Του ερχόταν να βάλει τις φωνές και να τους πει να τον αφήσουν ήσυχο, όμως δεν μπορούσε να μιλήσει.

Είχε μετρήσει συνολικά περίπου επτά εκατομμύρια επισκέπτες, ώσπου μια μέρα βαρέθηκε και σταμάτησε να μετράει. Δεν είχε όμως τι άλλο να κάνει, ακίνητος μέσα στο κρυστάλλινο κρεβάτι του, με το δεξί χέρι στην κοιλιά και το αριστερό μόνιμα σφιγμένο σε γροθιά. Μετρούσε λοιπόν συνεχώς – το ύψος του πέτρινου κύβου (δώδεκα μέτρα), το πλάτος του (είκοσι τέσσερα), τα φυτεμένα έλατα μπροστά στον κύβο (δεκαοκτώ), τους στρατιώτες που τον φύλαγαν (από τρεις ως δεκαπέντε, ανάλογα με την εποχή), οτιδήποτε. Ήθελε με κάθε τρόπο να διατηρήσει τη σκέψη του ζωντανή γιατί αυτός πάντα σκεφτόταν ασταμάτητα – ακόμα και τώρα που δεν είχε εγκέφαλο.

Κάποιες φορές αναλογιζόταν την περιπέτεια που τον οδήγησε εδώ, σ’ αυτόν τον γρανιτένιο κύβο. Στην αρχή, τον είχαν παρκάρει βιαστικά σ’ έναν ξύλινο, μέχρι να αποφασίσουν τι θα τον κάνουν. Κατόπιν, ο Ατσάλινος σκέφτηκε να του φτιάξει έναν μεγαλύτερο κύβο. Έφεραν την καλύτερη ξυλεία, οι αρχιτέκτονες έκαναν σχέδια, οι εργάτες δυναμίτισαν το παγωμένο χώμα για να βάλουν τα θεμέλια και κάποια μέρα τον μετακόμισαν στο νέο του σπίτι. Ελάχιστα πρόλαβε να το χαρεί• μετά από λίγα χρόνια ο Ατσάλινος θέλησε να του φτιάξει ένα πέτρινο σπίτι. Καινούργια μετακόμιση πάλι... Αυτή τη φορά ήταν η οριστική, αν εξαιρέσουμε τον πόλεμο όπου τον φυγάδευσαν προσωρινά σε άλλη πόλη για να μην τον χτυπήσουν οι βόμβες. Η αλήθεια είναι πως υπήρξε πολύ κινητικός, ειδικά για κάποιον που είναι νεκρός εδώ και ογδόντα χρόνια.

Στις μία το μεσημέρι έκλειναν οι μπρούτζινες πύλες του κύβου, σταματούσε η παρέλαση αγάπης κι ερχόταν η ώρα της Επιτροπής... Αυτή δε χρειαζόταν μέτρημα• τα χρόνια περνούσαν, τα πρόσωπα άλλαζαν, όμως ο αριθμός των μελών της παρέμενε ο ίδιος: πάντα έξι, πάντα βλοσυροί. Και κάθε μεσημέρι τον έπαιρναν από το κρυστάλλινο κρεβάτι, τον κατέβαζαν στο υπόγειο και οι έξι ιατρικές μπλούζες άρχιζαν τους πειραματισμούς. Επάνω του. Είχε μετρήσει περίπου είκοσι εφτά χιλιάδες εργαλεία που είχαν μπει στο δέρμα του, χίλια οχτακόσια δείγματα που είχαν αφαιρεθεί από τους ιστούς του, κι αν πεις για τις ουσίες που είχαν δοκιμαστεί στο σώμα του, είχε χάσει το μέτρημα. Μετά από κάποιες ώρες τέλειωνε το μαρτύριο και τον έβαζαν πίσω στο κρυστάλλινο κρεβάτι όπου μπορούσε πια να ηρεμήσει. Πάντως, υπήρχε κι ένα καλό με την Επιτροπή: κάθε φορά του άλλαζε κουστούμι.

Στις επετείους άκουγε τις παρελάσεις απ’ έξω και τους λόγους των ομιλητών στη σκεπή του κύβου. Είχε περάσει πια πολύς καιρός από τότε που οι δικοί του οι λόγοι, δυνατοί σαν σφυρί και κοφτεροί σαν δρεπάνι, συγκλόνιζαν τις μάζες. Καμία σχέση με τις σημερινές χιλιοειπωμένες αερολογίες που έκαναν τα πλήθη να βαριούνται. Τα τελευταία χρόνια, πάντως, σταμάτησαν κι οι λόγοι στη σκεπή, τους κατήργησε ο Ερασιτέχνης κι αυτό ήταν το μόνο σωστό πράγμα που έκανε. Ο άχρηστος... Το αίμα του έβραζε κάθε φορά που τον σκεφτόταν – δηλαδή, αυτό το μίγμα από φορμαλδεΰδη, αλκοόλ, γλυκερίνη και ποιος ξέρει τι άλλο που είχε στις φλέβες του αντί για αίμα.

Κι ο καιρός περνούσε χωρίς τίποτα καινούργιο να σπάει τη ρουτίνα... Εκτός από μια μέρα που ξαφνικά εμφανίστηκε ο Ατσάλινος δίπλα του! Σοβαρός, γαλήνιος, ξαπλωμένος κι αυτός σε ένα παρόμοιο κρυστάλλινο κρεβάτι, ο άντρας με το παχύ μουστάκι ήρθε να του κάνει παρέα. Μέτρησαν μαζί κάπου μισό εκατομμύριο επισκέπτες, μέχρι που μια άλλη μέρα μετά από οκτώ χρόνια ήρθαν και του τον πήραν. Δεν ήξερε γιατί το έκαναν αυτό, ούτε και τον ενδιέφερε εξάλλου• ήταν ατάραχος και αιώνιος, πιο νεκρός κι από νεκρός: ήταν ταριχευμένος.

Ο θερμοστάτης δίπλα του έδειχνε μόνιμα 16ο C θερμοκρασία κι ο υγροστάτης 80% σχετική υγρασία. Όταν τέλειωνε το ημερήσιο προσκύνημα χαμήλωναν τον εσωτερικό φωτισμό του κρυστάλλινου κρεβατιού και του έμενε λίγη ώρα να ηρεμήσει μέχρι να έρθει η Επιτροπή. Συνήθως τότε άρχιζε να παρατηρεί τις μικρές, ασήμαντες λεπτομέρειες μέσα στον κύβο: τα πεταμένα τσιγάρα, τις δαχτυλιές στους τοίχους, έναν ιστό αράχνης στο ταβάνι, ένα ζευγάρι μάτια απαλά κλειστά, ένα ξαπλωμένο σώμα που περιγελούσε την αιωνιότητα. Δεν το αγαπούσε πια, ένιωθε γι’ αυτό το ελαφρά κιτρινισμένο μουστάκι και γι’ αυτό το φασματικό πρόσωπο ό,τι νιώθει ένα βιβλίο για το εξώφυλλό του. Μόνο που το συγκεκριμένο εξώφυλλο ήταν απίστευτα σοβαρό. Και κουστουμαρισμένο.

Αυτός δεν τα ήθελε όλα ετούτα, είχε ζητήσει απλώς να τον θάψουν δίπλα στη μάνα του και καληνύχτα. Οι άλλοι ήταν που τον κάνανε μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς – προστατευόταν κι απ' την UNESCO – παρέχοντάς του την αμφίβολη αθανασία ενός Φαραώ. Ή ενός βαμπίρ. Κάποια βράδια όμως, μετά την παρέλαση των θαυμαστών και την ταλαιπωρία της Επιτροπής, στον κύβο έπεφτε απόλυτη ησυχία και τον κατέκλυζαν οι μνήμες... Σκεφτόταν τους παιδικούς του φίλους και τις παλιές συγκινήσεις, τις βόλτες στο Γκόργκι, τον αδερφό του, το αγαπημένο του ποτάμι από το οποίο πήρε και τ’ όνομά του. Τις λεύκες του ποταμού τις θυμόταν ολοζώντανες, αν ήθελε μπορούσε να τις μετρήσει κιόλας, όμως δεν έβρισκε ποτέ το κουράγιο. Θα νοσταλγούσε ακόμα πιο έντονα τις μέρες που χάθηκαν, θα πέτρωνε ακόμα περισσότερο ο γρανίτης του κύβου.

Το Άλογο Του Σρέντινγκερ

(Η Χαρά ξαναχτυπάει! Μετά το απίθανο όνειρό της, ένα ακόμα διηγηματάκι που, αυτή τη φορά, στηρίζεται σε αληθινή εμπειρία της - έτσι τουλάχιστον ισχυρίστηκε η ίδια. Και αν κρίνω από την έκφρασή της την ώρα που μου την έλεγε, θα πρέπει να ήταν η τρομακτικότερη εμπειρία της ζωής της)



Ξέρετε το παράδειγμα με τη Γάτα του Σρέντιγκερ; Αυτό το επιστημονικό τερτίπι που λέει ότι το τετράποδο μέσα στο κουτί δεν είναι ούτε νεκρό ούτε ζωντανό μέχρι ν’ ανοίξεις το καπάκι, και που όταν κάποιος το λέει στην παρέα, όλοι ξύνουν το κεφάλι τους μην ξέροντας τι υποτίθεται ότι πρέπει να καταλάβουν; Λοιπόν, θα σας το εξηγήσω με απλά λόγια πάνω σε μια εμπειρία που είχα παλιότερα• μια εμπειρία που δεν προβλέπεται από την Κλασική Φυσική και πρέπει να ερμηνευτεί κβαντικά.

Ναι, υπάρχουν κάποιες γάτες που αποκτούν υπόσταση μόνο όταν ανοίξεις το καπάκι. Τότε διαπιστώνεις με τι έχεις να κάνεις. Αν φυσικά θέλεις να το δεις, γιατί το ζήτημα είναι ότι σε βλέπει τότε και η γάτα.

Κάτι που δεν έλαβε υπ’ όψη ο Σρέντιγκερ.


* * *

Εκείνο το βράδυ προσπαθούσα να διαβάσω, ενώ από το δωμάτιο της αδερφής μου ακουγόταν τέτοιος θόρυβος που μου έπαιρνε τα αυτιά. Τότε, στα δύσκολα χρόνια της εφηβείας, ήταν αδύνατο να απομονωθώ• απορώ πώς κατάφερα να γράψω καλά στις εξετάσεις. Όπως επίσης και πώς συμβίωσα με την αδερφή μου στο ίδιο σπίτι, με μόνο λίγα εκατοστά τοίχου να χωρίζουν τα δωμάτιά μας. Αξιοσημείωτο που δεν κατέληξε η μια στο χώμα κι η άλλη στη φυλακή.

Δεν ήμασταν πάντα έτσι. Παλιότερα τη Μαρία την είχα για πρότυπο, όπως όλα τα παιδιά είναι καταδικασμένα να θαυμάζουν τα μεγαλύτερά τους αδέρφια. Δεν μπορώ όμως να πω ότι ενθουσιάστηκα με τις λόξες που απέκτησε μεγαλώνοντας: προσκυνήματα σε μοναστήρια, νηστείες, προσευχές… Ισχυριζόταν μάλιστα ότι έβρισκε τη χαρά της ζωής σ’ όλα αυτά.

Εγώ, από τη μεριά μου, προσπαθούσα να της δείξω ότι η χαρά της ζωής βρίσκεται σε μία κοντή φούστα και μία μικροσκοπική μπλούζα («πάλι γυμνή θα βγεις έξω;»), στα βιβλία που μιλούν για πνεύματα και μαγείες («οι αμαρτωλές σολομωνικές σου»), και σ’ αυτή τη μουσική των πολλών κιλοβάτ που χαϊδεύει τ’ αυτιά με λεπτότητα κομπρεσέρ. Όταν έβαζα το στερεοφωνικό στο τέρμα, η Μαρία έπαιρνε ένα ύφος σαν σκηνοθέτης εναλλακτικού κινηματογράφου που του ζητούν να σχολιάσει τον Spiderman. Ανάφερα καθόλου και για τις αφίσες με τους δαίμονες στο δωμάτιό μου; (οι αγιογραφίες στο δικό της θα είχαν βγει από τα ράσα τους). Πάντως, εκείνο το βράδυ, κόντευα εγώ να βγω από τις πιτζάμες μου με τη φασαρία!

Το πράγμα δεν πήγαινε άλλο. Είτε αυτή η αναίσθητη είχε βάλει την τηλεόραση στο τέρμα είτε είχε καλέσει καμιά διακοσαριά μοναχούς να ψάλουν. Θα το μάθαινα αμέσως. Πέταξα θυμωμένη το βιβλίο και πήγα δίπλα να μπήξω τις φωνές. Γεμάτη από σκανδαλιστική ηδονή που θα έκανα κήρυγμα σε μια υποψήφια αγία, άνοιξα την πόρτα της και ούρλιαξα: «Θα κλείσεις επιτέλους την τηλεόρ–»

Η τηλεόραση ήταν κλειστή.

Η αδερφή μου, γονατισμένη στο πάτωμα, προσευχόταν σιωπηλά.

Η φασαρία είχε εξαφανιστεί.

«Τι θέλεις, Βίκυ; Τι είναι;»

«Μα… δεν είχες ανοίξει την τηλεόραση;» ψέλλισα, προσπαθώντας να βάλω τον κόσμο στη θέση του.

«Όχι, κάνω τις δέκα μετάνοιές μου πριν τον ύπνο. Ποια τηλεόραση;»

Έμεινα στήλη άλατος, όπως η υφήλιος το ’56 όταν άκουσε από τα ραδιόφωνά της τον Elvis να τραγουδάει το Heartbreak Hotel. Κι όλη αυτή η φασαρία προηγουμένως; Μουρμούρισα ένα συγνώμη κι έφυγα. Ήμουν σίγουρη πως η Μαρία δεν έλεγε ψέματα (θα ήταν αμαρτία εξάλλου, ου ψευδομαρτυρήσεις), όμως και τ’ αυτιά μου δεν έλεγαν ψέματα, άρα το συμπέρασμα ήταν ότι...;

Μπήκα στο δωμάτιό μου ζαλισμένη. Να που άνοιξα το κουτί του Σρέντιγκερ και βρήκα τη γάτα μέσα να μην είναι ούτε νεκρή ούτε ζωντανή. Έκανε τις δέκα μετάνοιές της, αδιαφορώντας για την κατάφωρη παραβίαση των νόμων της πραγματικότητας και της ηχομόνωσης.

Κι ούτε που φανταζόμουν αυτό που θα συνέβαινε το επόμενο βράδυ…


* * *

Όλοι οι άλλοι στο σπίτι είχαν πάει για ύπνο και μόνο εγώ ήμουν ξύπνια – η ώρα που βάζουν διπλή ταρίφα οι ταξιτζήδες, βγαίνουν τα φαντάσματα και ξενυχτούν οι υποψήφιοι φοιτητές. Η κούπα μου γέμιζε ξανά και ξανά με καφέ, για να εκμεταλλευτώ αυτές τις πιο ήσυχες στιγμές του εικοσιτετραώρου. Το μυαλό μου όμως πήγαινε συνεχώς στη φασματική τηλεόραση που είχα ακούσει το προηγούμενο βράδυ και συχνά έπιανα τον εαυτό μου να φυλλομετράει τις σελίδες του βιβλίου μηχανικά. Όπως εκείνη τη στιγμή που πρόσεξα τα βήματα στη σκάλα.

Το δωμάτιο το δικό μου και της Μαρίας βρίσκονταν στον πάνω όροφο του σπιτιού κι η ξύλινη, εσωτερική σκάλα έτριζε με το παραμικρό. Με τον καιρό, είχα αναπτύξει ένα ραντάρ για το βηματισμό καθενός στην οικογένεια και μπορούσα να καταλάβω ποιος ανέβαινε ή κατέβαινε. Όταν λοιπόν άκουσα τις πατημασιές, έψαξα από συνήθεια να βρω σε ποιανού τη βαδιστική ταυτότητα ανταποκρίνονταν.

Μήπως ήταν η μάνα μου; Μπα, αυτή περπατούσε πιο γρήγορα κι ανάλαφρα. Η αδερφή μου, ίσως; Όχι, η Μαρία προσπαθούσε να μην κάνει θόρυβο, σαν να πήγαινε επίσκεψη ινκόγκνιτο – ενώ τα συγκεκριμένα βήματα δε νοιάζονταν να περάσουν απαρατήρητα. Εξέτασα το ενδεχόμενο να ήταν ο πατέρας μου. Τότε θα έπρεπε να ‘χε βάλει καμιά σαρανταριά κιλά τον τελευταίο καιρό και να προχωρούσε με ρυθμούς Δημοσίων Έργων. Άρα, ήταν ο σκύλος. «Αν αποκλείσεις το αδύνατο, αυτό που μένει είναι αναγκαστικά το αληθινό», έλεγε ο Σέρλοκ Χολμς. Αισθανόμουν όμως λίγο ανήσυχη, παρόλο που με καθησύχαζε μια τέτοια αυθεντία – άσε που δεν είχαμε και σκύλο.

Έστρεψα όλη την προσοχή μου στα περίεργα βήματα, ενώ κοιτούσα απλανώς το βιβλίο – αυτό το βιβλίο που ποιος ξέρει τι δυνάμεις συνωμοτούσαν για να μη μ’ αφήσουν να το διαβάσω. «Δυνάμεις και βλακείες!» διαμαρτυρήθηκε το λογικό μέρος του εαυτού μου, έχοντας δανειστεί τη μορφή του διασημότερου ντετέκτιβ όλων των εποχών. «Κάποιος ξύπνησε και πηγαίνει στην τουαλέτα. Να δεις που στην κορυφή της σκάλας θα στρίψει δεξιά για το μπάνιο. Στοιχειώδες, αγαπητέ μου Ουάτσον». Γέμισε την πίπα του κι έμεινε να με κοιτάζει με συγκατάβαση, ενώ εμένα μ’ έτρωγε η περιέργεια να ανοίξω την πόρτα και να δω τι ράτσας ήταν αυτή η γάτα του Σρέντιγκερ.

Ντουπ – ντουπ – ντουπ (πατημασιές στη σκάλα) – ιιικ – ιιικ (τριγμοί της σκάλας) – ντουπ – ιιικ – ΝΤΟΥΠ – ΝΤΟΥΠ (πολύ βαριές πατημασιές στη σκάλα) – ΙΙΙΚ – ΟΥΦ! (στεναγμός ανακούφισης που θα άφηνε η σκάλα αν είχε μιλιά, όταν οι πατημασιές έφτασαν στον πάνω όροφο). «Συγκεντρώσου στο διάβασμά σου!» είπε το λογικό μέρος του εαυτού μου καπνίζοντας την πίπα του. «Μην ψάχνεις αφορμή για αφηρημάδες. Αν δε γράψεις καλά, θα διαψεύσεις τις ελπίδες των γονιών σου».

Έσκυψα στο βιβλίο μου, υποταγμένη από την αδυσώπητη λογική του, την ίδια στιγμή που τα βήματα στρίβανε – αριστερά. Προς τα εκεί που ήτανε μόνο το δωμάτιό μου και της Μαρίας...

«Θα υπάρχει κάποια εξήγηση!» τηλεφώνησε το λογικό μέρος του εαυτού μου από το Μεξικό που έφυγε για διακοπές. «Κάποια απλή εξήγηση γι’ αυτές τις βαριές πατημασιές που κοντεύουν να διαλύσουν το σπίτι. Θα σου στείλω κάρτα απ’ το Ακαπούλκο, hasta la vista». Κι έκλεισε.

Τα βήματα προχώρησαν στο διάδρομο, βαριά κι απειλητικά σαν σφυγμός βροντόσαυρου. Το Σεισμολογικό Ινστιτούτο θα είχε κηρύξει συναγερμό. Πάγωσα στη θέση μου, ανίκανη να σαλέψω χιλιοστό, κι αναρωτιόμουν αν έφτασε η ώρα να μπήξω τις φωνές. Οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί πλέον, εγώ είχα γίνει η γάτα στο κουτί που δεν ήταν ούτε νεκρή ούτε ζωντανή, αλλά κάτι ενδιάμεσο: γυναίκα στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Κι απ’ έξω, ένας Επιστήμονας ετοιμαζόταν ν’ ανοίξει το καπάκι και να μου δώσει υπόσταση… Μ’ έναν τρανταχτό γδούπο, τα βήματα σταμάτησαν πίσω από την πόρτα μου και είδα το πόμολο να κατεβαίνει.

Ξέρω, είναι αστείο (και δεν προβλέπεται από την Κβαντική Φυσική), όμως εκείνη ακριβώς τη στιγμή έκανα κάτι αδιανόητο για μένα – όχι, δεν άρχισα να τσιρίζω, ευτυχώς για την υστεροφημία μου. Δεν ξέρω πώς μου 'ρθε, το μόνο σημαντικό όμως ήταν ότι λειτούργησε• με λίγα λόγια, άρχισα να λέω το Πάτερ Ημών.

Η πόρτα τελικά δεν άνοιξε, το πόμολο ξανάκλεισε, τα βήματα χάθηκαν, κι εγώ πήρα πάλι το ρόλο του έξυπνου της υπόθεσης. Όσο έξυπνος μπορεί να είναι κάποιος με την καρδιά του να χορεύει ταραντέλα, το στόμα του να χάσκει σαν το Γκραν Κάνυον και τα μάτια του να έχουν γουρλώσει σαν ηδονοβλεψίας σε κλαμπ γυμνιστών. Διότι είπα ότι ‘τα βήματα χάθηκαν’, δε διευκρίνισα όμως ότι ξέσπασαν σε ένα αφηνιασμένο ποδοβολητό από οπλές

Πάντως, το κόλπο έπιασε. Μην το πείτε όμως στη Μαρία, είναι σημαντικό για την υστεροφημία μου.

* * *

Αυτά περί Κβαντικής Φυσικής. Λίγα έχω να προσθέσω από κει και πέρα, εκτός του ότι πούλησα τα βιβλία μου, κατέβασα τις αφίσες και κρέμασα στη θέση τους ημερολόγια της Greenpeace• καλού-κακού, μην παίζεις με τον Σρέντιγκερ αν δε θες να μπλέξεις με τη γάτα του. Η αδερφή μου βέβαια καταχάρηκε, είπε ότι έπιασαν τόπο οι προσευχές της για μένα και όταν τελικά πέρασα στις εξετάσεις, μού έκανε δώρο μια αγιογραφία σε ασημένιο κάδρο με τον Άγιο Στυλιανό. Θα την πουλήσω κι αυτή.

Βλέπω όμως την αμφιβολία στο βλέμμα σας, αναγνωρίζω αυτό το ύφος όλο ανωτερότητα. «Εκείνο το βράδυ τα φαντάστηκες όλα!» θα πείτε, όπως λέει και το λογικό μέρος του εαυτού μου, αυτή τη φορά με τη μορφή τη δικιά σας. Αλλά τι τα θες; Εδώ ολόκληρος Αϊνστάιν δυσπιστούσε απέναντι στην Κβαντική Φυσική, σιγά μην καταφέρω εγώ, η Βίκυ, να αλλάξω τρόπους σκέψης αιώνων... Αλήθεια, όμως, πώς θα εξηγούσατε αυτό που μου είπε η μάνα μου το επόμενο πρωί;

«Τι σ’ έπιασε και τριγυρνούσες το βράδυ με τις μπότες; Ακουγόταν σαν να περπατούσε άλογο μέσα στο σπίτι».



ΥΓ: Αν κάποιος ενδιαφέρεται για ένα υπέροχο έργο τέχνης, χειροποίητο, με ασήμι Britannia 96% καθαρό, ευλογημένο από μοναχό με φήμη θαυματουργού, παρακαλώ να επικοινωνήσει.

Ένας Άλλος Λούκυ Λουκ Είναι Εφικτός

Μια φορά κι έναν καιρό, στην Άγρια Δύση βασίλευε το χάος, η διαφθορά και η ανομία της κεντροδεξιάς διακυβέρνησης.


Οι πολιτικοί ταγοί – νεκροθάφτες των λαϊκών δικαιωμάτων, καταλήστευαν τη δημόσια περιουσία και τις τσέπες των φορολογουμένων…



… κι ακουμπούσαν όλο αυτό το χρήμα σε διαπλεκόμενους, golden boys των MME, golden καλόγερους του Βατοπεδίου κι άλλα εξωθεσμικά οικονομικά κέντρα.



Μάταια ο κόσμος αναστέναζε και ζητούσε δικαιοσύνη. Οι σοσιαλιστές, εκφραστές του λαού και φωνή των μη προνομιούχων, είχαν κλειστεί στη φυλακή της εκλογικής καταβαράθρωσης πληρώνοντας το αμαρτωλό τους παρελθόν – αλλά και τους εσωτερικούς τους διχασμούς: από τη μια, το ρεύμα του εμπαθούς Βενιζέλου, με προσωπικές φιλοδοξίες που καθόλου δεν έκρυβε…


… από την άλλη, το ρεύμα των εκσυγχρονιστών του Σημίτη, αρχιερείς της διαπλοκής και της δημιουργικής λογιστικής.


Τέλος, υπήρχε και ένας που αποτελούσε ρεύμα από μόνος του.



Χειρότερα δε γινόταν... Στα δύσκολα όμως είναι που αναδεικνύονται οι πραγματικοί ηγέτες, οι καταλύτες της αλλαγής, αυτοί που βλέπουν στο μέλλον, που έχουν καινοτόμες ιδέες, όραμα να αναστήσουν το Κίνημα… Και ο Θεός έπλασε τον Γιώργο Παπανδρέου.



Αποφασιστικός και αταλάντευτος, ο Γιώργος πήρε την κατάσταση στα χέρια του και με θαρραλέες κινήσεις έσβησε τις έριδες που κατέτρωγαν τις σάρκες της παράταξης. Κατ’ αρχήν, έβαλε χαλινάρι στην αμετροέπεια του Βενιζέλου.


Κατόπιν, φρόντισε να ξεσκαρτάρει τα βαρίδια της παράταξης.


Τέλος, η αυτοκάθαρση του Κινήματος προχώρησε στα φαντάσματα του παρελθόντος κι ο Σημίτης πήρε πόδι από το Επικρατείας.



Η νέα διακυβέρνηση έγινε πραγματικότητα! Η μεγάλη δημοκρατική παράταξη ξαναγεννήθηκε μέσα από τις στάχτες της κι ο Γιώργος ύψωσε τον ήλιο τον πράσινο στον ουρανό της Άγριας Δύσης. Η μεγάλη αυτή επιτυχία του λαού και των γνήσιων αντιπροσώπων του σφραγίστηκε με ένα jazz κομμάτι, The Blue Blues (Το Μπλουζ των Μπλε):

Οι Μπλε τρομάξανε
Χρώμα αλλάξανε
Ο Παπανδρέου μας άφησε γεια
Τώρα συνέδριο
Ημιυπαίθριο
Βαράει διάλυση η Δεξιά.

Τον είχαν ξεγραμμένο
Λέγαν, "χαρτί καμένο"
Και τον χλευάζανε στα ΜΜΕ
Μ' αυτός τους φέρνει τούμπα
Κι από την κωλοτούμπα
Χάσαν τον μπούσουλα τώρα οι Μπλε.




Ο ηγέτης έφτιαξε αμέσως επιτελείο με άξια και άφθαρτα πρόσωπα για να υλοποιήσει τα αντιεξουσιαστικά του οράματα. Κάλεσε επιστήμονες αναγνωρισμένου κύρους…


…προσέγγισε ενεργές ομάδες πληθυσμού προκειμένου να ψηλαφίσει μαζί τους νέους τρόπους κοινωνικής δραστηριοποίησης…


(κάποιοι είχαν λόγους να είναι δυσαρεστημένοι από την καινούργια τεχνοκρατική εξέλιξη των πραγμάτων)



… ενώ η ποσόστωση εμπλούτισε τις τάξεις της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης με την αφρόκρεμα του γυναικείου στελεχιακού δυναμικού.



Οι αντιεξουσιαστές έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά, σαν ατσάλινο τείχος που αλύγιστο ορμάει στα πεδία των τίμιων μαχών. Έπρεπε ν’ αλλάξουν τον τρόπο λειτουργίας του κράτους, ώστε να γίνει αρωγός του πολίτη και υπηρέτης των συμφερόντων του, για τη ριζική καταπολέμηση της αναξιοκρατίας, της σπατάλης και του κομματισμού.



(Κάποιοι φυσικά έχασαν το τρένο της καινούργιας αντιεξουσιαστικής εξέλιξης των πραγμάτων κι απέμειναν να λένε τον πόνο τους στα κανάλια και στις τηλεοράσεις)


Σοσιαλισμός, όχι βαρβαρότητα! Με τη νέα διακυβέρνηση, η αδιαφάνεια κι η αρτηριοσκλήρωση της κεντροδεξιάς θάφτηκαν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.


Όλα ήταν υπέροχα και αντιεξουσιαστικά, μέχρι που μια μέρα έσκασε μύτη ο μεγαλύτερος εχθρός της τεχνοκρατίας: το βαθύ ΠΑΣΟΚ.


Η σύγκρουση ήταν σφοδρή. Οι βαθιές δομές του Κινήματος απαίτησαν να επιβάλλουν το δικό τους σκοπό στο εξουσιαστικά αντιεξουσιαστικό εγχείρημα και να χορέψουν στο ταψί τους πυλώνες της νέας διακυβέρνησης.



Και η μάχη για έναν σοσιαλισμό με ανακυκλώσιμα υλικά συνεχίζεται ακόμα… Δεν ξέρω να σας πω την κατάληξη, κανείς δεν την ξέρει. Άφθονοι οι εξωτερικοί εχθροί αλλά και οι πεμπτοφαλαγγίτες. Μπορώ μόνο να καταθέσω λίγες jazz συγχορδίες για να τονώσω το ηθικό του Κινήματος στο δύσκολο έργο που επωμίσθηκε:

Δίχως ΜΜΕ, κουμπάρους
Δε χρωστάμε σε κανέναν
Διαδίκτυο και jazz αισθητική
Μ’ αρχηγό Διαμαντοπούλου
Καστανίδη, Σπύρο Βούγια
Που είν’ οι μάνες του λαϊκού στρατού…




(ηθικοί αυτουργοί: JustAnotherGoneOff & lazopolis)

Μάτια Ερμητικά Κλειστά

(Αυτό το πολύ παλιό διηγηματάκι έχει τη δική του ιστορία: πρόκειται για ένα εντυπωσιακό όνειρο που είδε κάποτε η φίλη Χαρά Ζ. Αποφάσισα να του βάλω μια μικρή πλοκή και να το κάνω διήγημα, γιατί πράγματι είναι από τα πιο αξιοσημείωτα όνειρα που έχω ακούσει. Το είχα για χαμένο, όπως και τόσα που κατά καιρούς έχω γράψει, όμως ο Άγιος Βασίλης μού το έφερε απρόσμενα - ευχαριστώ Σ.)


Το σπίτι του παππού ήταν στους λόφους έξω από το χωριό και το ντουλάπι του είχε πάντα γλυκά. Για να φτάσουμε εκεί έπρεπε να κάνουμε μια μεγάλη διαδρομή μέσα από πυρωμένους ελαιώνες και να διασχίσουμε τη ρεματιά με την ξύλινη γεφυρούλα – μια δροσερή όαση με θεόρατα πλατάνια. Οι μεγάλοι ανησυχούσαν όταν πηγαίναμε στον παππού, μας λέγαν συνεχώς να είμαστε σπίτι πριν πέσει το σκοτάδι. Και καθότι οι απειλές δεν έπιαναν, σκάρωναν διάφορα κόλπα να μας φοβίσουν – τους κλασικούς μπαμπούλες. Ο Δήμος, ο πιο μεγάλος από εμάς τους τέσσερις (πήγαινε κιόλας Δευτέρα Δημοτικού), επέμενε πως ήταν παραμύθι αυτό που έλεγαν οι μαμάδες, ότι τάχα βγαίνουν νεράιδες στη ρεματιά το βράδυ και κλέβουν παιδιά. Εγώ, η Βίκυ, διατηρούσα τις επιφυλάξεις μου - όπως κι οι άλλοι δύο της παρέας.

Δε θυμάμαι λοιπόν ποιος πέταξε την ιδέα να επισκεφτούμε τον παππού εκείνο το μεσημέρι. Είχαμε πλατσουρίσει όλο το πρωινό στη θάλασσα, πεινούσαμε κι ο φούρνος ήταν κλειστός. Όπως και να ‘χε πάντως, με το που τέθηκε η προοπτική της μαρμελάδας του κυρ-Παναγιώτη (ο παππούς μου), ψηφίστηκε ομόφωνα. Σαλτάραμε στα ποδήλατα και ξεχυθήκαμε στους δρόμους του χωριού με ενθουσιασμό, τέσσερις μικροί ορισμοί της ανεμελιάς. Βγήκαμε στους ελαιώνες τραγουδώντας δυνατά για να καλύψουμε τη φασαρία των τζιτζικιών. Όταν το μονοπάτι έγινε πολύ ανηφορικό και κακοτράχαλο, αφήσαμε τα ποδήλατα και συνεχίσαμε με τα πόδια. Καθώς περνούσαμε τη ρεματιά μέσ’ στο λιοπύρι, αποφασίσαμε ότι σ’ ένα τέτοιο υπέροχο μέρος δεν μπορεί να φωλιάζουν απαγωγείς παιδιών.

Σύντομα η μαρμελάδα πορτοκάλι είχε φουσκώσει τα στομάχια μας. Ο παππούς, χαρούμενος με την αναπάντεχη παρέα, είχε όλη την καλή διάθεση να μας δείξει λεπτομέρειες του αρμέγματος, της παρασκευής τυριού κι άλλων τέτοιων θαυμάτων. Απορροφηθήκαμε λοιπόν για τα καλά από τα καινούργια μας παιχνίδια, μέχρι που κάποιος παρατήρησε ότι: «…ο ήλιος πέφτει, δε γυρνάμε πίσω;»

Ο κυρ-Παναγιώτης έμεινε να μας κοιτάζει στην πόρτα, περίλυπος κι ευτυχισμένος καθώς φεύγαμε. Ανακαλύψαμε ότι ήμασταν αποκαμωμένοι, γεμάτοι απ’ αυτή τη γλυκιά κούραση που δε χαλάει τη διάθεση κι εγγυάται έναν καλό ύπνο. Ψιλοκουβεντιάζαμε ακούγοντας τα τελευταία τζιτζίκια, ενώ γύρω βράδιαζε και οι σκιές μεγάλωναν. Ο κόσμος άρχισε να μεταμορφώνεται σε κάτι ασαφές και μυστηριώδες.

Σιωπή απλώθηκε σιγά-σιγά στην παρέα, τα στόματα κλείσανε από μόνα τους. Βλέπαμε τον ήλιο να κρύβεται πίσω από τα βουνά, κι όσο σκοτείνιαζε τόσο η σκέψη της ρεματιάς κυριαρχούσε στο μυαλό μας. Όλοι ταχύναμε το βήμα χωρίς να το καταλάβουμε. Είχε φτάσει αυτή η ιδιαίτερη στιγμή που δεν είναι ούτε μέρα ούτε νύχτα και, στην ησυχία του δειλινού, κανείς δεν ήταν σίγουρος πια ότι η ιστορία με τις νεράιδες ήταν εφεύρεση των μεγάλων.

«Παιδιά, πρέπει να τρέξουμε», έσπασε τη σιωπή η Ελισάβετ. Σαν να ήταν το σύνθημα, ξεχυθήκαμε σ’ ένα βιαστικό αγώνα δρόμου με τον ήλιο. Το τέρμα ήταν η ξύλινη γεφυρούλα. Γύρω μας, λιόδεντρα και θάμνοι άλλαζαν σε άγνωστα πλάσματα γεμάτα σκιές, οι μακρινοί λόφοι γίνονταν κατοικίες απροσδιόριστων τεράτων. Πλέον ήταν περισσότερο νύχτα παρά μέρα.

Κάποτε επιτέλους φάνηκε η ρεματιά, όμως το σκοτάδι είχε απλωθεί. Ο ήλιος, νικητής στο κρυμμένο βάθρο του, άφηνε ένα τελευταίο αδύναμο λυκόφως σαν να έλεγε ειρωνικά: «Τώρα θα δείτε τι θα πάθετε!» Τα πλατάνια ήταν γιγάντια κι εμείς ασήμαντοι μπροστά τους, οι μαύρες κορφές χάνονταν στο μισοσκόταδο και ποιος ξέρει τι καραδοκούσε επάνω στα κλαδιά… Τώρα πια δεν έδειχναν καθόλου φιλικά. Το θρόισμα των φύλλων και το βούισμα του νερού έστελναν το μήνυμα: είστε ανεπιθύμητοι εδώ. Η ρεματιά έμοιαζε σαν ένα στόμα έτοιμο να μας καταπιεί.

«Τι θα κάνουμε;»

«Φοβάμαι…»

Ο Σπύρος πετάχτηκε με μια ιδέα, ποιος ξέρει πού την ακουσε ή την σκέφτηκε: «Να πιαστούμε χέρι-χέρι και να κλείσουμε τα μάτια. Είναι ο μόνος τρόπος να μη μας κλέψουν οι νεράιδες. Αν δεν κοιτάξουμε καθόλου, θα τα καταφέρουμε». Όλοι το δεχτήκαμε, χωρίς να ρωτήσουμε γιατί. Ήταν σαν μια ελπίδα μέσα στην απόγνωση.

Σταθήκαμε στο μονοπατάκι μπροστά στη γέφυρα και δώσαμε όλοι τα χέρια. Με βάλανε τελευταία για να με προστατέψουν κι ο Σπύρος ήρθε δίπλα μου. Πριν κλείσω αποφασιστικά τα μάτια, έριξα ένα επίμονο βλέμμα στις σκιές μήπως και ξετρυπώσω κάποια παράξενη κίνηση ή κάποιο αλλόκοτο φως (το ίδιο θα έκαναν κι οι άλλοι, φαντάζομαι). Τίποτα όμως, σκοτάδια μέσα σε σκοτάδια.

Το ανθρώπινο ακορντεόν προχώρησε τυφλά κι αδέξια στο άγνωστο. Ένιωσα κάτω από τα παπούτσια μου το έδαφος να γίνεται αμμώδες και κατάλαβα ότι μπήκαμε στη ζώνη των πλατανιών. Το χέρι του Σπύρου σφιγγόταν στο δικό μου, σχεδόν πονούσα, όμως δε με πείραζε. Ήταν η μόνη σύνδεση που είχα με το οικείο και το ανθρώπινο. Τα αυτιά μου ανίχνευαν κάθε μικροσκοπικό ήχο, ψάχνοντας για κάτι αφύσικο. Από στιγμή σε στιγμή περίμενα πως κάποιο άλλο χέρι, αρπακτικό και σκελετωμένο, θα με γράπωνε.

«Μην κοιτάτε!…» είπε κάποιος από μας, δεν κατάλαβα ποιος, μπορεί κι εγώ. Ακόμα όμως και να πέθαινα, θα κρατούσα σφαλισμένα τα μάτια μου. Περπατούσα στα τυφλά και πρόσεχα με αγωνία το κελάρυσμα του νερού, τα θροΐσματα των πλατανιών, κάποια μακρινά νυχτοπούλια, τον ήχο των παπουτσιών μας πάνω στην ποταμίσια άμμο. Γύρω μου βούιζαν έντομα. Άκουγα κλαδάκια που έσπαζαν, καθώς και κάποιους παφλασμούς – προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι όλα ήταν φυσιολογικά. Κουνούπια με τσιμπούσαν αλλά δεν τολμούσα να τα διώξω, μην τυχόν και το χέρι μου συναντήσει κάτι άλλο…

Πατημασιές πάνω σε ξύλο – ο επικεφαλής έφτασε στη γέφυρα. Εγώ ήμουνα μέσα σε μια θύελλα από μικρά «κρακ» και «πλαφ». Ολονών τα πόδια έκαναν αδέξια βήματα των τριών πόντων ψάχνοντας εξεταστικά το δρόμο, λες και τα μάτια μας είχαν κατεβεί στα παπούτσια. Ήχος από πατημασιές, πολλές πατημασιές, καθώς και το μεταλλικό σύρσιμο της άμμου πάνω στην άμμο – ήταν άραγε φυσιολογικά όλα αυτά; Ένιωθα περικυκλωμένη από παντού, όμως δεν τολμούσα να κοιτάξω. Ο αέρας γύρω μου έσφυζε από ζωή. Είχα την αίσθηση μιας διαρκούς κίνησης, σαν να βρισκόμουν στο μάτι ενός κυκλώνα. Κουράγιο, λίγο ακόμα και θα περάσουμε! Λίγο ακόμα και–

«ΒΟΗΘΕΙΑ, ΜΕ ΠΑΙΡΝΟΥΝ»

Μια κραυγή, ένα τράνταγμα στην αλυσίδα, ο Δήμος έκανε το λάθος. Έσφιξα πεισματικά τα μάτια μου μέχρι να πονέσουν, έσφιξα το χέρι του Σπύρου και προχώρησα με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή. Ο Δήμος, πάει ο Δήμος... Μια παγωμάρα με είχε κυριεύσει και το δέρμα μου μυρμήγκιαζε. Παρουσίες ένιωθα να περνάνε δίπλα μου. Ρεύματα αέρα χάιδευαν το πρόσωπό μου, σαν από αιθέρια φτερά. Άκουγα ψιθυρίσματα που δεν μπορεί να ήταν από τα δέντρα και το νερό, κάτι γινόταν μέσα στη ρεματιά. Δε θα το ‘βλεπα κι ας πέθαινα.

Επιτέλους, έφτασα κι εγώ στη γεφυρούλα. Άρα ο πρώτος στη σειρά θα ‘πρεπε να ήταν κάπου στη μέση και μας έμενε λίγο ακόμα για να–

Κι άλλη κραυγή. Το χέρι του Σπύρου τεντώθηκε, πήγε να ξεκολλήσει από το δικό μου, όμως το άρπαξα μ’ όση δύναμη είχα. Αυτή τη φορά ήταν το ουρλιαχτό της Ελισάβετ, το αναγνώρισα καθώς έσβηνε σιγά-σιγά από μεγάλη απόσταση σπαράζοντας απεγνωσμένα. Την έκλεψαν τη φίλη μου αυτά τα φτερουγίσματα κι οι απόκοσμες φωνές που ακούγονταν πλέον φανερά, χωρίς να κάνουν καμία προσπάθεια να κρυφτούν πίσω από τους νυχτερινούς ήχους της ρεματιάς... Μόνο δύο μείναμε πια επάνω στο αμφιθέατρο των νεράιδων, οι άλλοι χάθηκαν για πάντα.

Η γέφυρα έμοιαζε ατελείωτη κάτω από τα πόδια μου. Πόσα βήματα να είχα κάνει; Πολλά περισσότερα απ' όσα έπρεπε για μια τόσο μικρή γεφυρούλα... Τη φαντάστηκα για μια στιγμή να μακραίνει και να υψώνεται προς το νυχτερινό ουρανό, με το άλλο άκρο της να χάνεται ανάμεσα στ' αστέρια. Την είδα ολοκάθαρα αυτήν την εικόνα. Κι εγώ με τον Σπύρο, δυο μικρόβια επάνω σ' αυτή τη λεωφόρο του απείρου, να βαδίζουμε ατέλειωτα προς το χαμό μας.

«Μη φοβάσαι, Βίκυ» άκουσα τρεμουλιαστά τη φωνή του. «Θα τα καταφέρουμε».

Σκουντουφλήσαμε λίγο ακόμα στη γέφυρα κι επιτέλους την ένιωσα να γίνεται κατηφορική – πλησιάζαμε στο τέρμα. Θα πατούσα μια τρεχάλα και δε θα σταματούσα μέχρι να εξαντληθώ. Κι ας σκόνταφτα σε πέτρες, κι ας έπεφτα κάτω. Αρκεί να έφευγα απ’ αυτό το καταραμένο μέρος και να μην ξαναγυρνούσα ποτέ.

Ξαφνικά το χέρι του Σπύρου χάθηκε. «Βίκυ, με παίρνουν κι εμένα… φύγε εσύ, να σωθείς!» άκουσα το φίλο μου να φωνάζει από κάπου πολύ μακριά. Μου ήρθαν δάκρυα, δεν ήξερα ότι μπορείς να κλαις με τα μάτια κλειστά. Έβαλα φτερά στα πόδια κι έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ίσως και να ούρλιαζα, δεν καταλάβαινα πια τι έκανα. Τα μάτια μου ήταν σφαλισμένα, ένιωθα πως δε θα μπορούσα να τα ξανανοίξω ποτέ στη ζωή μου. Πάτησα πάνω σε χώμα κι όμως συνέχισα να τρέχω, από στιγμή σε στιγμή περίμενα να πέσω πάνω σε κάποιο δέντρο όμως δε μ' ένοιαζε, αρκεί να μην άκουγα πια αυτούς τους τρομερούς ήχους της ρεματιάς. Άφησα πίσω τον νεραϊδότοπο και σταμάτησα να πάρω μια ανάσα.

Άνοιξα τα μάτια μου.



Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Η παιδική μνήμη έπαιξε κι αυτή το ρόλο της στην ιστορία, απωθώντας κάποιες λεπτομέρειες και προσαρμόζοντας όλη την εμπειρία μέσα στον καθημερινό κόσμο του παιχνιδιού. Διότι για μας, τότε, όλα ήταν μαγικά και δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε εύκολα ανάμεσα στη φαντασία και στην πραγματικότητα. Χρειάστηκε η συνδρομή του Σπύρου, του Δήμου και της Ελισάβετ για να τακτοποιήσουμε τα γεγονότα της Νυχτερινής Ρεματιάς – ναι, οι φίλοι μου δε χάθηκαν, τους ξαναβρήκα την επόμενη μέρα – και για να συνειδητοποιήσουμε ότι ο καθένας είχε ζήσει εκείνη την περιπέτεια με τον εαυτό του στο ρόλο του τελευταίου εναπομείναντα επάνω στη γέφυρα…!

Όλοι φάγαμε κατσάδα απ’ τους γονείς όταν φτάσαμε σπίτι, όμως οι γκρίνιες δεν κράτησαν πολύ. Στο κάτω-κάτω, απλώς είχαμε πάει επίσκεψη στον κυρ-Παναγιώτη και ξεχαστήκαμε. Κανείς μεγάλος δε ρώτησε περισσότερα – καλύτερα, γιατί θα μάθαινε για τα φτερουγίσματα και τις απαγωγές. Θα μάθαινε επίσης γι’ αυτό που είδαμε μόλις ανοίξαμε τα μάτια μας, ο καθένας το ίδιο ακριβώς. Φυσικά, ούτε που θα μας πίστευαν. Φαντασιόπληκτους θα μας ανέβαζαν, ψεύτες θα μας κατέβαζαν. Οι γονείς δεν ακούνε τα παιδιά, ιδιαίτερα αν αυτά τους έλεγαν ότι μετά την τρομερή γέφυρα και την τρεχάλα βρέθηκαν:

Σ’ έναν τόπο απίστευτης ομορφιάς με καταπράσινα λιβάδια που απλώνονταν ως εκεί που έφτανε το μάτι. Το προηγούμενο σκοτάδι είχε εξαφανιστεί, τα πάντα ήταν λουσμένα μέσα σ’ ένα απαλό ηλιόφως. Η ρεματιά βρισκόταν πέρα μακριά στο βάθος – πώς κατάφερα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα να τρέξω τόσο πολύ; Δε φοβόμουν, ένιωθα όμορφα σαν να γύρισα σπίτι. Περπατούσα για ώρες, απολαμβάνοντας το πλούσιο γρασίδι, ξέροντας πως τίποτα κακό δε θα μου συμβεί. Σε κάποια στιγμή σκέφτηκα τους γονείς μου που περίμεναν. Σίγουρα θα είχαν ανησυχήσει. Είδα δύο φιγούρες να με πλησιάζουν: δύο θεόρατοι καβαλάρηδες σε άσπρα άλογα, σαν ιππότες του παλιού καιρού. Έφτασαν δίπλα μου και είπαν ότι θα μου έδειχναν το δρόμο για να γυρίσω. Μίλησα μαζί τους, όμως δεν μπορούσα να δω τα πρόσωπά τους. Με οδήγησαν σ’ ένα μονοπάτι, περπάτησα πολύ και σιγά-σιγά ο χώρος γύρω μου άρχισε να σκοτεινιάζει. Τα πράσινα λιβάδια άλλαζαν στους γνωστούς ελαιώνες και ο ουρανός γέμιζε άστρα. Κάποτε έφτασα στο σημείο που είχαμε αφήσει τα ποδήλατα, πήρα το δικό μου και γύρισα.
Ναι, οι γονείς δεν ακούνε τα παιδιά. Ούτε τα παιδιά ακούνε τους γονείς – και καλά κάνουν!

Τα Μυστικά Πλήκτρα

Συνεισφέροντας στον προβληματισμό της προεκλογικής περιόδου, θέλω να καταθέσω κι εγώ κάποιες σχετικές απόψεις:


Ο Wendigo Της Θάλασσας

Το ακόλουθο περιστατικό μού το διηγήθηκε ένα αρκετά γνωστό πρόσωπο. Ήταν πρωί κι έπινε τον καφέ του στο λιμάνι της Μήλου, λίγα μέτρα από τη θάλασσα, όταν ξαφνικά εμφανίστηκαν στο νερό δύο δελφίνια. Άρχισαν να πηδούν, να παίζουν, να κρύβονται και να ξαναβγαίνουν, κι ο φίλος για τον οποίο μιλάω μαγεύτηκε. Έμεινε πολλή ώρα να τα κοιτάζει συνεπαρμένος, ώσπου... «κάνουν ένα τελευταίο ξεπέταγμα, πλησιάζουν και τα δύο μαζί εκεί, στην άκρη του μόλου, σαν να ήθελαν να πουν αντίο, και χάθηκαν μέσ’ στο νερό. Ένιωσα τότε... ένιωσα... όπως δεν είχα ξανανιώσει ποτέ στη ζωή μου. Ήταν ένα συναίσθημα σαν... δεν ξέρω πώς να το πω».

«Τι ακριβώς ήταν; Παιχνιδιάρικη διάθεση;»

«Ναι, εντάξει, ήταν κι αυτό, όμως....»

«Ανεμελιά;»

«Ναι, δηλαδή όχι, όχι ακριβώς…»

«Ελευθερία;»

«Σίγουρα, σίγουρα, όμως ήταν και κάτι άλλο...»

Όλη η παρέα ψάξαμε να προσδιορίσουμε το συναίσθημα, να βρούμε τη σωστή λέξη για να εκφράσει αυτό το κάτι που «δεν είχε ξανανιώσει ποτέ στη ζωή του». Προσπαθήσαμε αρκετά, και στο τέλος τού ζητήσαμε να το περιγράψει ακριβώς όπως το ένιωθε: «Να, το λιμάνι είναι ο κόσμος των ανθρώπων κι η θάλασσα είναι ο κόσμος των δελφινιών, κι αυτά ήρθαν από τον κόσμο τους για λίγα λεπτά εκεί, στο σύνορο των δύο κόσμων, μας χαιρέτησαν και μετά έφυγαν πίσω στα δικά τους, εκεί στα βαθιά, πολύ μακριά από μας, ποιος ξέρει πόσο μακριά...»

Και ξαφνικά το βρήκαμε: «ΑΠΕΡΑΝΤΟΣΥΝΗ!» Μας κοίταξε ικανοποιημένος κι έγνεψε. Αυτό ήταν!


O Wendigo Της Ερήμου
Η έρημος Σονόρα είναι ένα από τα πιο ζεστά μέρη της γης – την ημέρα, γιατί τη νύχτα, η θερμοκρασία πέφτει ακόμα και υπό το μηδέν. Καλύπτει ένα μέρος της Αριζόνα, της Καλιφόρνια, του μεξικανικού βορρά, ενώ μέσα της χωράει περίπου τρεις Ελλάδες. Πρόκειται για μία απέραντη έκταση σκόνης με μία χαρακτηριστική μυρωδιά που δεν περιγράφεται εύκολα και το κάθε τι σ’ αυτήν είναι επικίνδυνο: οι γάτες είναι άγριες, οι αράχνες είναι ταραντούλες, τα φίδια είναι κροταλίες. Ακόμα κι οι σαύρες είναι επικίνδυνες. Ακόμα και τα φυτά είναι γεμάτα αγκάθια. Το πιο επικίνδυνο απ’ όλα φυσικά είναι ο ήλιος, που σε αφυδατώνει και σε σκοτώνει πριν καν το καταλάβεις. Λοιπόν, στη Σονόρα έχουν αναφερθεί πολλά περιστατικά με αυτό που λέμε «το κάλεσμα της άγριας φύσης».

Δεν πρόκειται απλώς για μια ποιητική έκφραση, αλλά για κάτι πολύ πιο απτό. Ας πάρουμε μια τυπική σκηνή: μια ομάδα καουμπόις κατασκηνώνουν για τη νύχτα στη ρίζα ενός μεγάλου βράχου. Βγάζουν λίγο παστό κρέας να φάνε, ανάβουν φωτιά και ψήνουν έναν λαγό που έπιασαν, βολεύουν τ’ άλογα στην άλλη άκρη του βράχου και στρώνουν κάτω τις κουβέρτες τους. Όλα καλά όμως σε κάποια στιγμή αντιλαμβάνονται ότι λείπει ο Τομ. Τον φωνάζουν, τον ψάχνουν και μετά από λίγο τον βρίσκουν πιο πέρα να αφουγκράζεται το σκοτάδι. Τους λέει ότι θα ‘ρθει σε λίγο και να του φυλάξουν μερίδα. Οι καουμπόις φεύγουν κι ο Τομ μένει μόνος του. Επάνω μια θάλασσα αστεριών. Κάτω μια θάλασσα σκόνης. Μέσ’ στο σκοτάδι διαγράφονται οι φιγούρες των κάκτων σαγουάρο, σαν μεγάλα Υ και Ι, ενώ από κάπου ακαθόριστα ακούγεται ένα νυχτοπούλι. Φυσάει ένα ανεπαίσθητο αεράκι, ίσα ίσα θροΐζουν μερικά κλαδιά στους γύρω θάμνους, στον ορίζοντα διαγράφεται η μακρινή οροσειρά των Καταλίνας, όλα είναι τόσο γαλήνια… Ο Τομ περπατάει, δεν ξέρει πού πηγαίνει, αφήνει μακριά πίσω του την κατασκήνωση, φεύγει μέσ’ στην έρημο, παίρνει ένα δρόμο χωρίς επιστροφή. Άκουσε το Κάλεσμα. Τελικά, ο Τομ θα ανακαλυφθεί μετά από βδομάδες στα περίχωρα μιας μακρινής πόλης, σωριασμένος στο χώμα και εξαντλημένος από την πείνα και την αφυδάτωση. Θα περάσει τις τελευταίες του μέρες έγκλειστος σε άσυλο για ψυχοπαθείς.

Λίγο-πολύ όλες οι έρημοι της υφηλίου έχουν να διηγηθούν παρόμοιες ιστορίες. Το Ισλάμ γεννήθηκε όταν ο άγγελος Γαβριήλ παρουσιάστηκε σ’ έναν έμπορο της Μέκκας ονόματι Αμπού αλ Κασίμ Μουχαμάντ ιμπν Αμπντ Αλλάχ ιμπν Αλλάχ ιμπν Αμπντ αλ Μουταλίμπ ιμπν Χασίμ – πιο γνωστός ως Μωάμεθ. Η λέξη «άγγελος» φέρει θετικό φορτίο, στην καθομιλουμένη υποδηλώνει ομορφιά, καλοσύνη και γλυκύτητα. Η εμπειρία όμως του Μωάμεθ με τον Γαβριήλ δεν είχε τίποτα απ’ αυτά• όταν το 610 μ.Χ. ο σαραντάρης έμπορος έφευγε για βδομάδες στην έρημο να διαλογιστεί μονάχος, έβλεπε ένα τιτάνιο πλάσμα, από τη γη ως τον ουρανό. Τα δυο του πόδια ξεπερνούσαν τον ορίζοντα, το κεφάλι του γέμιζε το στερέωμα και όταν έφευγε, ο Μωάμεθ απέμενε σοκαρισμένος, γεμάτος φόβο και δέος. Σύμφωνα με τις εμπειρίες του Προφήτη, η λέξη «αγγελικός» θα έπρεπε να είναι συνώνυμη του «συντριπτικά κολοσσιαίος», ενώ η συνάντηση μ’ έναν άγγελο είναι κάτι που μάλλον θα το φοβόμασταν παρά θα το λαχταρούσαμε.

(Παρενθετικά αναφέρω αυτό που είχα γράψει εδώ, ότι και οι Κον Σονγκ της νοτιοανατολικής Ασίας, όταν πέφτουν σε trance, έχουν μία παρόμοια εμπειρία με το πνεύμα: συνήθως τους παρουσιάζεται ως ένας γίγαντας, ένα πλάσμα ασύλληπτου μεγέθους)


Ο Wendigo Του Οπίου
Ο Τόμας ντε Κουίνσι άρχισε να παίρνει λάβδανο (διάλυμα οπίου σε αλκοόλ) από το 1804 για να αντιμετωπίσει μυϊκούς πόνους που τον βασάνιζαν. Οι πόνοι τελικά πέρασαν, ο ίδιος όμως σταδιακά εθίστηκε στο ναρκωτικό και το συνέχισε με σκαμπανεβάσματα ως το τέλος της ζωής του. Στις περίφημες Εξομολογήσεις του περιγράφει τα «όνειρα» του οπίου• έβαλα τη λέξη σε εισαγωγικά επειδή δεν είναι ξεκάθαρο πόσα από αυτά ήταν όντως όνειρα ή υπναγωγικές καταστάσεις και πόσα ήταν οράματα στον ξύπνιο του. Απομονώνω κάποια χαρακτηριστικά σημεία:

«Σαν να άνοιγε και να φωτιζόταν ένα θέατρο μέσα στο μυαλό μου, που παρουσίαζε κάθε νύχτα θεάματα υπεργήινης λαμπρότητας».

«Κάθε νύχτα μού φαινόταν ότι κατέβαινα, όχι μεταφορικά αλλά πραγματικά, σε βάραθρα και αβύσσους, σε βάθη κάτω από άλλα βάθη, απ’ όπου δε φαινόταν να υπάρχει ελπίδα ανόδου. Είχα δώδεκα Ατλαντικούς πάνω μου».

«Η αίσθηση του χώρου και του χρόνου είχαν έντονα αλλοιωθεί μέσα μου. Κτίρια, τοπία κ.λπ. έγιναν για μένα παραστάσεις τόσο αχανείς ώστε να είναι ακατάλληλο το ανθρώπινο μάτι να τις συλλάβει. Ο χώρος εξογκονώταν κι επαυξανόταν παίρνοντας τις ανείπωτες διαστάσεις του απείρου. Αυτό ωστόσο δε με ανησυχούσε τόσο όσο η αφάνταστη διαστολή του χρόνου. Καμιά φορά μου φαινόταν ότι είχα ζήσει εβδομήντα ή εκατό χρόνια σε μια νύχτα• τι λέω; αισθανόμουν μάλλον ότι είχα περάσει χιλιετία ολόκληρη στο διάστημα αυτό, μια χρονική περίοδο πολύ πέρα απ’ τα όρια οποιασδήποτε ανθρώπινης πείρας».

«Ήταν τέτοιες οι φαντασιώσεις πόλεων και ανακτόρων μέσ’ στον ύπνο μου, που ποτέ ξυπνητό μάτι δεν είδε παρόμοιες παρά στα σύννεφα».

Ο ντε Κουίνσι αφιερώνει μεγάλο μέρος των περιγραφών του στην ονειρική αρχιτεκτονική. Μιλάει για «αχανείς γοτθικές αίθουσες που οι κορυφές τους χάνονταν σε ζοφερά ύψη», για «επάλξεις που στις αεικίνητες κορφές τους είχαν αστέρια» κ.α. Μπορείτε να διαβάσετε τις υπέροχες Εξομολογήσεις ενός Άγγλου Οπιοφάγου εδώ.


Ο Wendigo Των Άστρων

Επαναλαμβάνω τη μαρτυρία μιας λογίστριας που είχα αναφέρει κι εδώ: Προσπαθούσε να τα φέρει βόλτα με τη δουλειά της, τη ζωή της και το παιδί που μεγάλωνε μόνη της, χωρίς πολλά χρήματα, χωρίς πολλή βοήθεια, χωρίς καθόλου ανησυχίες για υπαρξιακά θέματα, μέχρι που κάποιοι φίλοι αποφάσισαν κάποτε να της κάνουν ένα πρωτότυπο δώρο: ένα επαγγελματικό τηλεσκόπιο. Το χρησιμοποίησε στην αρχή από περιέργεια, ξεκίνησε έτσι να κοιτάζει τον νυχτερινό ουρανό, σιγά σιγά η περιέργεια εξελίχθηκε σε ενδιαφέρον και χωρίς να το καταλάβει, ανακάλυψε ότι περνούσε αρκετές ώρες κάθε βράδυ παρακολουθώντας τ' αστέρια. Άρχισε ν’ αναγνωρίζει αστερισμούς και ουράνια σώματα, αγόρασε εκλαϊκευμένα βιβλία αστρονομίας και τα διάβαζε μανιακά στον ελάχιστο ελεύθερό της χρόνο, μετά άρχισε να παίρνει το αυτοκίνητό της και να πηγαίνει στην ύπαιθρο για παρατήρηση, με λίγα λόγια απορροφήθηκε εντελώς. Μέχρι που μια μέρα το έκοψε μαχαίρι. Τα βιβλία μπήκαν στο ράφι και το τηλεσκόπιο θάφτηκε στο πατάρι. Γιατί; Διότι, με τα δικά της λόγια, «η αίσθηση συντριβής που είχα από τα τεράστια μεγέθη του σύμπαντος κόντεψε να με εκτροχιάσει εντελώς, ένιωθα πως όλη η ζωή μου, ο εαυτός μου, το παιδί μου, η δουλειά μου, οι άνθρωποί μου, όλα αυτά δεν είχαν πλέον την παραμικρότερη σημασία».


Τι Είναι Αυτός ο Wendigo;
Έτσι ονομάζω, στο δικό μου λεξιλόγιο, όλες τις παραπάνω εμπειρίες. Η λέξη προέρχεται από ινδιάνικες φυλές των βόρειων ΗΠΑ & Καναδά (Κρη, Οτζίμπουα, Ίνου) και αναφέρεται σε ένα μυθικό πλάσμα με μάτια από φωτιά και καρδιά από πάγο, που τριγυρνάει τις κρύες, ανεμοδαρμένες νύχτες στους ερημότοπους και κατασπαράζει τους μοναχικούς διαβάτες. Είναι ψηλός σαν δέντρο, έχει εφιαλτικό παρουσιαστικό, ενώ μπορεί κάποιος να τον δει μόνο άμα τον κοιτάξει κατά πρόσωπο• γιατί είναι και τόσο λεπτός που χάνεται όταν γυρίσει στο πλευρό. Ο Wendigo έγινε γνωστός το 1910 από το ομώνυμο αριστουργηματικό διήγημα του Algernon Blackwood, στο οποίο ο συγγραφέας παρουσιάζει μία διαφορετική εκδοχή του τέρατος, χωρίς την ανθρωποφαγική του διάσταση. Ο Wendigo του Blackwood είναι κι αυτός ένα ακόμα κάλεσμα της άγριας φύσης, μία ξαφνική ανάγκη που ωθεί κάποιες ψυχές να τα αφήσουν όλα και να το κάνουν τώρα αμέσως, να φύγουν στις ερημιές και να περιπλανιούνται ακατάπαυστα μέχρι «τα πόδια τους να πάρουν φωτιά». Γοητευτικός και φρικιαστικός ταυτόχρονα.



Δηλαδή;
Λοιπόν, όλες οι παραπάνω αφηγήσεις έχουν ένα κοινό: αναφέρονται σε ανθρώπους που βίωσαν μια εμπειρία απείρου. Κάτι απίστευτα τρομακτικό και ελκυστικό ταυτόχρονα, σαν το τραγούδι των Σειρήνων. Κάποιοι δεν άντεξαν και πισωπάτησαν, κάποιοι άλλοι βούτηξαν στα βαθιά και δεν ξαναβγήκαν ποτέ – όχι οι ίδιοι άνθρωποι, τουλάχιστον.

Ας ξεκινήσουμε από τον εν Μήλω φίλο. Τι έγινε εκεί στην άκρη του μόλου; Ο άνθρωπος για τον οποίο μιλάω συνειδητοποίησε για λίγα δευτερόλεπτα το ασύλληπτα τεράστιο μέγεθος της θάλασσας. Δηλαδή, μπορεί να ήξερε – κι εμείς να ξέρουμε – στη θεωρία πόσο μεγάλη είναι, όμως άλλο πράγμα είναι να γνωρίζεις κάτι πληροφοριακά, διανοητικά, κι άλλο να συντρίβεσαι από την αίσθηση εκατομμυρίων τόνων νερού επάνω σου. Παρακολουθούσε γοητευμένος τα δελφίνια και όταν χάθηκαν συνέχισε να τα ακολουθεί με το μυαλό• δε βρισκόταν στο λιμάνι της Μήλου, ήταν στο βυθό με τα δελφίνια. Ώσπου ξαφνικά εκμηδενίστηκε θεσπέσια από την αίσθηση του υδάτινου σύμπαντος επάνω του, είδε φευγαλέα τον Wendigo. Κάτι που ποτέ δε θα πάθαινε αν συνέχιζε απλά να πίνει τον καφέ του και να κοιτάζει το μόλο, σαν τουρίστας. Χρειάζονταν αυτοί οι γοητευτικοί ιεροφάντες να τον μυήσουν στο Μυστήριο της Θάλασσας, κάθε Ευρυδίκη χρειάζεται τον Ορφέα της για να παρασυρθεί.

(Μία ακόμα παρένθεση: νιώθω πως μία παρόμοια εμπειρία Wendigo προσπαθούσε να αποδώσει κι ο D. H. Lawrence στο περίφημο ποίημα του για το φίδι που τον επισκέφτηκε «από τις μαύρες πύλες της μυστικής γης». Να ένας ακόμα γοητευτικός ιεροφάντης)

Ακριβώς το ίδιο ακριβώς έπαθε κι η αστρονόμος της τελευταίας αφήγησης, ο ιεροφάντης στη δική της περίπτωση ήταν η γαλήνια γοητεία του έναστρου ουρανού. Πολλοί έχουμε νιώσει ένα φευγαλέο ψήγμα απείρου όταν διαβάζαμε για το σύμπαν σε εκλαϊκευμένα βιβλία αστρονομίας – «φανταστείτε ένα πορτοκάλι στην Αθήνα κι άλλο ένα στο Παρίσι κ.λπ.». Στην περίπτωση όμως της αστρονόμου, τα ψήγματα αυτά ενώθηκαν κι έδωσαν καθαρό μέταλλο. Η κοπέλα «έκλεισε το θόρυβο της διανοητικής βαριάς βιομηχανίας κι άφησε τη σιωπή του αστρόφωτος να γεμίσει τα αυτιά της». Μόνο που έτσι ήρθε σε επαφή και με την τρομακτική πλευρά του Wendigo. Γιατί όταν ακούς μια μάνα να λέει πως ακόμα και το παιδί της δεν είχε πλέον την παραμικρότερη σημασία – μαζί με όλα τα υπόλοιπα στη ζωή της – καταλαβαίνεις πολύ καλά τη συντριπτική εκμηδένιση της εμπειρίας, τον εκτροχιασμό που καραδοκεί. Η κοπέλα βρέθηκε στο σταυροδρόμι, όμως τελικά διάλεξε την οδό της Αρετής.

Αυτή η αίσθηση της συντριβής μπροστά σε τιτάνια μεγέθη, κυριαρχεί στα οράματα του ντε Κουίνσι. «Ο χώρος εξογκονώταν κι επαυξανόταν παίρνοντας τις ανείπωτες διαστάσεις του απείρου». Καθώς διαβάζει κάποιος τις Εξομολογήσεις, μπορεί να νιώσει την αγωνία του συγγραφέα που δε βρίσκει λέξεις για να περιγράψει τις εμπειρίες του κι αναγκάζεται συνεχώς να προειδοποιεί ότι τα μεγέθη, τα αισθήματα και οι παραστάσεις που βίωσε, είχαν τέτοιο εξωκοσμικό μεγαλείο ώστε δεν αποδίδονται με λόγια.

Η έρημος γεννάει προφήτες, τρελούς, δαιμονισμένους κι αλαφροΐσκιωτους. Γενικά, ο Wendigo συνηθίζει να συχνάζει στους ερημότοπους, σ’ αυτά τα μοναχικά μέρη που καταπίνουν τον άνθρωπο κι εκμηδενίζουν την παρουσία του. Εμφανίζεται στα θύματά του με τη μορφή μιας ξαφνικής αίσθησης απεραντοσύνης, μιας γοητευτικής πεποίθησης ότι πέρα από αυτό το βουνό, αυτήν την πλαγιά, αυτό το ποτάμι, υπάρχει κάτι απίστευτα σαγηνευτικό και πρέπει οπωσδήποτε να πας να το ανακαλύψεις. «Πίσω απ’ τον πρώτο λόφο της ερήμου βλέπω έναν άλλο λόφο, όμως ο κρυμμένος λόφος είναι αυτός που με καλεί».


Πού Το Πας;
Το καναρίνι που έχει περάσει τη ζωή του σε κλουβί, δεν πρόκειται να φύγει ακόμα κι αν μια μέρα βρει ανοιχτό το πορτάκι. Συνηθισμένο μια ζωή στον περιορισμένο του χώρο, τρομάζει με τα μεγέθη που κυριαρχούν εκεί έξω και προτιμά να παραμείνει στην οικεία του στενότητα. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με μας. Τα μεγέθη, οι αποστάσεις, οι χρονικές διάρκειες που καθημερινά βιώνουμε – προσοχή: βιώνουμε, όχι γνωρίζουμε εγκεφαλικά – χτίζουν το κλουβί στο οποίο περνάμε όλη τη ζωή μας. Σε μερικούς ανθρώπους όμως τυχαίνει να κοιτάξουν για λίγο έξω από το κλουβί. Ένα επαγγελματικό τηλεσκόπιο, κάποιο ναρκωτικό, ένας γοητευτικός ιεροφάντης, ένας ερημότοπος ή κάτι άλλο, τους μεταδίδει ξαφνικά μια αίσθηση απεραντοσύνης, μια γεύση αιωνιότητας. Τότε οι άνθρωποι αυτοί γοητεύονται και τρομάζουν ταυτόχρονα. Συνηθισμένοι να βιώνουν αποστάσεις λίγων δεκάδων ή εκατοντάδων μέτρων, συγκλονίζονται όταν κατεβαίνουν σε βάθος «δώδεκα Ατλαντικών». Συνηθισμένοι να βιώνουν χρονικές διάρκειες λίγων ωρών, συγκλονίζονται όταν ζουν «χίλια χρόνια μέσα σ’ ένα βράδυ». Συνήθως πισωπατούν και επιστρέφουν στην οικεία τους ασφάλεια, όμως σίγουρα σημαδεύονται για πάντα από την εμπειρία. Είναι αδύνατο να δεις τον Wendigo και να μην είναι μία από τις σημαντικότερες εμπειρίες της ζωής σου.

Αλήθεια, πόσο περιορισμένη είναι η καθημερινή γκάμα συναισθημάτων μας! Έχουμε πέντε θετικές αποχρώσεις, πέντε αρνητικές αποχρώσεις κι αυτό είν' όλο. Είμαστε μουσικά όργανα με πέντε νότες, πιάνα με πέντε πλήκτρα – τι μελωδία να φτιάξει κανείς; Όταν όμως καταφέρει να εισχωρήσει λαθραία ένα αίσθημα απείρου, τότε ανακαλύπτουμε ότι το πιάνο έχει μυστικά πλήκτρα. Και υπάρχουν τόσο εκπληκτικά συναισθήματα εκεί έξω από το κλουβί, στα μέρη που τριγυρνά ο Wendigo! Τρόμοι και χαρές, νοσταλγίες και γοητείες, μυστήρια και απογνώσεις, αισθήσεις, αισθήσεις, αισθήσεις...


Οπότε λοιπόν, αν το φέρει κάποτε η τύχη ή η κατάρα, αναγνώστη, και διαβείς κάποιον ερημότοπο χωρίς ίχνος ανθρώπινης παρουσίας, χωρίς κορναρίσματα, φωνές, σπίτια, ηλεκτρικά φώτα, χωρίς τίποτα το ανθρώπινο… να ξέρεις πως δεν είσαι μόνος. Ο Wendigo βαδίζει μαζί σου, πάντα πίσω από την πλάτη σου. Είναι πολύ πονηρός και γρήγορος, ξέρει να κρύβεται. Ακόμα κι αν γυρίσεις απότομα, αυτός θα έχει προλάβει να καλυφθεί πίσω από κάποιο δέντρο ή να γυρίσει στο πλευρό ώστε να μην τον δεις. Το νιώθεις όμως ότι κάποιος σε ακολουθεί, το ξέρεις καλά, έτσι δεν είναι; Δε χρειάζεται να το δικαιολογήσεις, εξάλλου το μόνο που ακούς είναι το θρόισμα κάποιων φύλλων – σίγουρα ένα πουλί ή μια περαστική αύρα.

Σίγουρα;