Μικροαστοί, Θα Σας Φάνε Τα Παιδιά Σας

Οι παρέες φτιάχνουν Ιστορία, τραγουδούσε κάποτε ο Σαββόπουλος. Όμως φτιάχνουν επίσης και τρομοκρατία. Οι καφετέριες, τα ουζερί είναι πιο επικίνδυνα κι από μια γιάφκα – αλλά περισσότερα γι’ αυτά θα πούμε παρακάτω. Προς το παρόν, κάντε ένα μικρό τεστ: πώς φαντάζεστε τον μέσο τρομοκράτη της αλ Κάιντα; Τι λογής άνθρωπος είναι, ποιο το βιοτικό του υπόβαθρο και οι εμπειρίες του;

Το κάνατε;

Α, ώστε έτσι τον φαντάζεστε... Ας πάμε να δούμε τι λένε και τα γεγονότα: ο τυπικός αλκαϊντανός λοιπόν είναι νέος, μορφωμένος, κοσμοπολίτης, ανήκει στη μεσαία τάξη (και μάλιστα τείνει προς το ανώτερο τμήμα της), επαγγελματίας με καλή δουλειά, μιλάει αρκετές γλώσσες, μπορεί να είναι παντρεμένος και με οικογένεια, δεν έχει ιστορικό ψυχοπάθειας, δεν ακολουθεί αυστηρούς θρησκευτικούς κανόνες, ο τρόπος ζωής του είναι δυτικοποιημένος, ενώ δεν απασχόλησε ποτέ του τις αρχές. Ένα καλό και ήσυχο παιδί, μ’ άλλα λόγια. Ο τρομοκράτης της διπλανής πόρτας. Δεν το συνειδητοποιούμε αυτό διότι μάλλον συγχέουμε την αλ Κάιντα με τους Ταλιμπάν ή με διάφορους αφιονισμένους μουσουλμάνους ιεροδιδάσκαλους, όμως ένα τέτοιο προφίλ σκιαγραφούν οι έρευνες του δρ. Marc Sageman. Πρώην αξιωματούχος της CIA, διδάκτωρ ψυχιατρικής και καθηγητής στο University of Pennsylvania, ο Sageman μελέτησε πολλές εκατοντάδες βιογραφικά ανθρώπων σχετιζόμενων με την οργάνωση του μπιν Λάντεν (και με άλλες αντίστοιχες ισλαμικές οργανώσεις), και δημοσίευσε τα πρώτα πορίσματά του στο βιβλίο Understanding Terror Networks. «Είναι παρήγορο να πιστεύουμε ότι αυτοί οι άνθρωποι διαφέρουν από μας, καθότι αυτό που έκαναν ήταν απαίσιο. Δυστυχώς, δε διαφέρουν και τόσο πολύ», λέει ο δρ. Sageman.

Οπότε, τι ήταν αυτό που ώθησε κάποιους ανθρώπους σαν εσένα κι εμένα στην τρομοκρατία; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Ο Sageman δίνει, με αρκετές επιφυλάξεις, απλώς ένα μοτίβο που φαίνεται να επαναλαμβάνεται τακτικά στις περιπτώσεις των μελετών του: ένας νέος άνθρωπος σε μια δυτική χώρα, σπουδάζει ή εργάζεται ή έχει γεννηθεί εκεί, εξωτερικά δε του λείπει τίποτα όμως αισθάνεται τη ζωή του άδεια. Σε κάποια στιγμή έλκεται προς το τοπικό τζαμί περισσότερο για να κάνει φίλους, ενώ προηγουμένως δεν έδειξε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θρησκεία. Εκεί είναι που ο νέος γίνεται μέλος παρέας. Βρίσκει τους κατάλληλους συντρόφους για να κλαίνε μαζί τη μοίρα τους και να ελεεινολογούνε την κοινωνία. Κατόπιν, τα φιλαράκια έρχονται σε επαφή με κάποια φονταμενταλιστική πηγή που τους παρέχει σενάριο: φταίει για όλα η διεφθαρμένη Δύση, με την απληστία και την ηθική παρακμή της. Τώρα αρχίζει και βγαίνει νόημα... Η παρέα αναπτύσσει τη δική της μικροκουλτούρα, απομονώνεται όλο και περισσότερο από την κοινωνία, ενώ σε κάποια στιγμή αποφασίζει να αναλάβει δράση και να καθαρίσει τον κόσμο από την ηθική σήψη. Η συνέχεια εκφωνείται στα δελτία ειδήσεων.

Σοκαριστικό ή όχι, δε φαίνεται να είναι η φτώχεια αυτή που γεννά την τρομοκρατία. Ούτε η ανεργία ή η έλλειψη μόρφωσης ή το διαλυμένο οικογενειακό περιβάλλον ή τα βρώμικα σοκάκια του Πακιστάν και της Παλαιστίνης – γεννάνε ίσως ένοπλο αγώνα και πάλη κατά συγκεκριμένων κυβερνήσεων, όχι όμως τα τυφλά, σχεδόν μηδενιστικά χτυπήματα κατά δυτικών στόχων, που έχουμε συνηθίσει να χαρακτηρίζουμε «τρομοκρατικά». Ακούγεται παράδοξο όμως φαίνεται πως η ίδια η Δύση είναι αυτή που γεννά την τρομοκρατία. Ναι, η Δύση με τα πανεπιστήμιά της, τις επιχειρήσεις της, την ευταξία της, το υψηλό βιοτικό της επίπεδο και την αποξένωσή της – που δημιουργεί κλειστές παρέες προς αναζήτηση ταυτότητας και σκοπού, οι οποίες σε κάποια στιγμή αποφασίζουν να αντιγυρίσουν στην κοινωνία τη δυστυχία που εισέπραξαν.

Στην Ελλάδα δε χρειαζόμαστε καμιά αλ Κάιντα, έχουμε τη δική μας εκδοχή τρομοκρατίας: το καλοκαίρι του 2002 συνελήφθησαν τα μέλη της 17Ν (κάποια από αυτά, τουλάχιστον) και τέλειωσε η αιματηρή τους δράση, σε μια υπόθεση με πολλά κενά που ίσως να μη συμπληρωθούν ποτέ – οι τρομοκράτες υποτίθεται ότι έκλεβαν δυναμίτη από νταμάρια να φτιάξουν τις βόμβες τους, εκπαιδεύτηκαν μόνοι τους στα όπλα σε ερημικές τοποθεσίες της Αττικής, δε βρέθηκαν ποτέ τα μεγάλα ποσά που αποκόμισαν από ληστείες τραπεζών, το κουβάρι άρχισε να ξετιλύγεται με τον πυροκροτητή που έσκασε στα χέρια του Σάββα Ξηρού (δηλαδή, ένας έμπειρος βομβιστής μετέφερε τον πυροκροτητή οπλισμένο ή δεν ήξερε πώς να τον τοποθετήσει σε μια βόμβα;). Ποιοι ήταν τελικά αυτοί οι τρομοκράτες–φαντάσματα που σκότωσαν 23 ανθρώπους σε 27 χρόνια; Απλοί άνθρωποι, καλλιεργημένοι, αξιοσέβαστοι επαγγελματίες πολλοί από αυτούς, οικογενειάρχες πολλοί από αυτούς, προερχόμενοι από τη θάλασσα της μεσαίας τάξης, με ενδιαφέροντα και καλλιτεχνικές δραστηριότητες, ακόμα και με φιλανθρωπικό έργο, σεμνοί, τρομοκράτες της διπλανής πόρτας.

Όμως τι ήταν αυτό που ώθησε μεταφραστές, διαφημιστές, μηχανικούς, μεσίτες, οικοδόμους, μελισσουργούς, δασκάλους, αγιογράφους, μουσικούς κ.λπ. να αναλάβουν τέτοια δολοφονική δράση; Δύσκολη ερώτηση. Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αρχίσουμε αποκλείοντας ορισμένες πιθανές απαντήσεις. Η φτώχεια και η ανεργία δε φαίνονται πουθενά στις απολογίες τους να υπήρξαν παράγοντες τρομοκρατίας. Ο αντιδικτατορικός αγώνας δείχνει να έπαιξε έναν ρόλο στους πρεσβύτερους (Γιωτόπουλος, Ψαραδέλλης), όμως ούτε καν στην περίπτωση του Κουφοντίνα – ο οποίος έζησε τη χούντα πιτσιρικάς – δεν υπήρξε παράγοντας τρομοκρατίας, πόσο μάλλον στα νεότερα μέλη. Η ιδεολογική συγκρότησή τους ήταν... φαιδρή! Ακόμα ηχούν στο μυαλό μου τα λόγια του Βασίλη Ξηρού, «οι φραγκάτοι μάς πίνουν το αίμα, οι Αμερικάνοι καταστρέφουν τον κόσμο». Μήπως η ψυχασθένεια; Σε καμία περίπτωση – ίσως μόνο για τον Τέλιο μπορεί να το πει κανείς, αλλά και πάλι «ψυχασθένεια» είναι βαριά λέξη, μάλλον «αστάθεια» ή «αγοραφοβία» ίσως. Μήπως κατά βάση ήταν πληρωμένοι πράκτορες που εκτελούσαν συμβόλαια θανάτου και λήστευαν τράπεζες καμουφλάροντας τις πράξεις τους με πολιτικό μανδύα; Αυτό δεν μπορεί ν’ αποκλειστεί για τα παλαιότερα μέλη (Κουφοντίνας, Γιωτόπουλος). Όμως δε φαίνεται να ισχύει τίποτα τέτοιο για τους νεότερους, που στρατολογήθηκαν, εκτόξευσαν ρουκέτες, συμμετείχαν σε ληστείες, δολοφονίες κ.λπ. χωρίς να λάβουν παρά μόνο ελάχιστα χρήματα οι ίδιοι – και χωρίς να ξέρουν ουσιαστικά το λόγο της δράσης τους! Ο Κουφοντίνας τους ανακοίνωνε μια μέρα ότι θα χτυπήσουν τον Περατικό επειδή απέλυσε κόσμο κι άφησε τόσες οικογένειες στο δρόμο, κι αυτό δείχνει να τους αρκούσε. Οπότε...;

Υπάρχει ένα στοιχείο που φαίνεται κοινό, τόσο στην περίπτωση της αλ Κάιντα όσο και της 17Ν: οι παρέες. Νέοι άνθρωποι που βρίσκονται κάποια στιγμή σε μια κλειστή παρέα κι αποφασίζουν να την κάνουν επίκεντρο της ζωής τους. Όσο διαφαίνεται μέσα από τις καταθέσεις τους, η 17Ν λειτούργησε ως ένας παρεΐστικος θύλακας, ένα καταφύγιο, με το δικό του λεξιλόγιο, τους δικούς του σκοπούς, τη δική του νοηματοδότηση – όλη αυτήν τη «μικροκουλτούρα» που λέει κι ο Sageman. Σε ουζερί και καφετέριες έγιναν στρατολογήσεις, συζητήθηκαν δολοφονίες, επιθέσεις και χτυπήματα. Σε ζαχαροπλαστεία και κάμπινγκ στηλιτεύθηκαν οι φραγκάτοι, οι Αμερικάνοι, οι εξουσιαστικές δομές κ.λπ. ως υπαίτιοι του κακού. Μέσ’ στην υπόγεια την ταβέρνα, μέσ’ σε καπνούς και σε βρισιές (δείχνει να) έγιναν οι μαζώξεις της 17Ν, από ανθρώπους σαν εσένα κι εμένα. Δικαιούμαστε να υποθέσουμε ότι η 17Ν (ή έστω τα νεότερα μέλη της) υπήρξε μια παρέα που πήρε τον εαυτό της πολύ στα σοβαρά; Ένα σύνολο αποξενωμένων ανθρώπων, που αντιγύρισαν στην Ελλάδα κάτι από το δηλητήριο που τους είχε κεράσει; Δεν ξέρω, πολύ πιθανό και να δικαιούμαστε, εσύ τι λες;

Επειδή όμως η Ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα, μετά τη 17Ν ανέλαβε τη σκυτάλη της τρομοκρατίας η Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς (τι κακόγουστη ονομασία! Σαν τίτλος ελληνικού ρομάντζου από τις εκδόσεις Λιβάνη, «Εκατόμβη Μεθυσμένων Αστεριών στη Χαραυγή του Έρωτα», το νέο μυθιστόρημα της Κάλης Καρατζά, κάτι τέτοιο). Είδα, μέσω Buzz, αυτό το άρθρο του Βήματος με τις καταθέσεις των γονιών των υπόπτων. Εδώ οφείλουμε να κρατήσουμε επιφυλάξεις, δεν έχει αποδειχθεί ότι οι συλληφθέντες ήταν πράγματι αυτοί που έβαλαν τις βόμβες και τους εμπρηστικούς μηχανισμούς που αποδίδονται στην οργάνωση. Υπό αυτήν την προϋπόθεση και όσο μπορεί να σκιαγραφηθεί κάτι, φαίνεται ότι δεν διαψεύδεται το μοντέλο: γόνος μεσαίας τάξης – εξωτερικά δεν του λείπει τίποτα σημαντικό – αισθάνεται τη ζωή του άδεια – συγχρωτίζεται στην κατάλληλη παρέα – αναλαμβάνει δράση κατά της κοινωνίας στη βάση ενός ακραίου σεναρίου. Μέχρι εδώ και με πολλές επιφυλάξεις, δε μας παίρνει προς το παρόν να πούμε περισσότερα.

Οπότε;

Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από τη Δύση, το φάντασμα της τρομοκρατίας. Κατηγορήθηκαν γι’ αυτό διάφορες ακραίες ιδεολογίες, θρησκευτικές και πολιτικές, όμως ψυχανεμίζομαι, μαζί με τον Marc Sageman, ότι έχουμε πάρει λάθος δρόμο στις ερμηνείες μας. Το πρόβλημα δεν είναι ακριβώς ο ισλαμικός φονταμενταλισμός ούτε ο μαχητικός αριστερισμός. Ακραίες ιδεολογίες υπάρχουν παντού – αν θεωρείτε, λόγου χάρη, ότι ο Βουδισμός, αυτή η εκλεπτυσμένη θρησκεία της εσωτερικής και εξωτερικής ειρήνης, δεν είναι δυνατόν να έχει επιθετικές συνιστώσες, τότε δεν έχετε ακούσει για τον Βουδισμό Νιχιρέν στην Ιαπωνία ούτε για το ρεύμα Χόα Χάο στο Βιετνάμ. Αλλά και για να πάμε στον τόσο αγαπημένο στη Δύση θιβετιανικό Βουδισμό, δεν έχετε ακούσει για τους περίεργους τύπους της παράδοσης Σουγκντέν και την ΝΚΤ. Επίσης, αν θεωρείτε ότι ο Βουδισμός δεν έχει υπάρξει ποτέ ιμπεριαλιστικός και σταυροφορικός, δεν έχει βάψει ποτέ τα χέρια του στο αίμα, τότε δεν έχετε διαβάσει την ιστορία της Βιρμανίας. Μια χαρά μπορεί κι ο Βουδισμός να γίνει το ιδεολογικό οπλοστάσιο εθνικιστών ή να δώσει υλικό για μανιφέστα τρομοκρατών, όπως μπορεί και ο Χριστιανισμός και η οικολογία κ.λπ.

Δεν υπάρχουν αρχετυπικές ιδεολογίες, απομονωμένες σε κάποιο καθαγιασμένο ύψος, αλλά συγκεκριμένοι άνθρωποι μέσα σε υπαρκτές καταστάσεις, που υιοθετούν ορισμένες ιδεολογίες ανάλογα με τις ανάγκες τους, τις προσαρμόζουν, τις παραλλάσσουν, τις μεταλλάσσουν, ενίοτε τους αλλάσσουν και τα φώτα. Οι ιδέες είναι οι φορείς τους. Και το θέμα δεν είναι η ιδεολογική ακρότητα, αλλά το γόνιμο έδαφος που καλοδέχεται τον σπόρο της. Ορισμένοι άνθρωποι ξαφνικά αρχίζουν να βρίσκουν ελκυστική την εξάγνιση του κόσμου από τα μιάσματα. Η ιδεολογία έρχεται σε δεύτερο χρόνο, να δώσει το σενάριο στις αμοντάριστες σκηνές των εσωτερικών παρορμήσεων.

Δεν πολυσυμπαθώ τον Τζίμη Πανούση, όμως εδώ μου έρχεται στο μυαλό ένας στίχος του: μικροαστοί, θα σας φάνε τα παιδιά σας. Και μαζί με σας θα φάνε και τον επιβάτη στο μετρό της Μαδρίτης, στο λεωφορείο του Λονδίνου, τον τουρίστα στο Μπαλί, τον Θάνο Αξαρλιάν, τον Νατζαφί που ψάχνει στα σκουπίδια, τον τυχαίο περαστικό, όποιον πάρει ο χάρος. Κάτι δεν πάει καθόλου καλά στο δυτικό Κοινωνικό Συμβόλαιο, οι συνταγές που παρέχει – να κάνεις μια καλή δουλειά, να βρεις ένα καλό κορίτσι, είναι ωραίο να έχεις το δικό σου σπίτι, να μάθεις πιάνο, να κάνεις οικογένεια, να εξασφαλίσεις τη σύνταξή σου κ.λπ. – οδηγούνε πολλούς ανθρώπους σε υπαρξιακό αδιέξοδο. Κάποιοι λίγοι από αυτούς, έχουν επιπλέον και ακαθόριστες καταστρεπτικές παρορμήσεις. Άμα πέσουν στην κατάλληλη παρέα, οι παρορμήσεις αυτές αλληλοενισχύονται, μέχρι να γίνουν πράξη.

Τελικά, οι λέξεις δε βοηθάνε, το «τρομοκρατία» είναι λίγο σαν το «Τζακ ο Αντεροβγάλτης»: ένα αμήχανο όνομα που δίνουμε σ’ ένα φαινόμενο, το οποίο ξεπερνάει την κατανόησή μας, απλώς και μόνο για να το αποκαλούμε κάπως, να του βάλουμε έναν τίτλο. Μήπως η 17Ν, η αλ Κάιντα, οι Πυρήνες κ.λπ. είναι σαν την όξινη βροχή, ένα τοξικό παραπροϊόν του σύγχρονου τρόπου ζωής; Που δημιουργείται από την αδυναμία της Δύσης να προσφέρει νόημα και αίσθηση ταυτότητας;

Παραβολή Των Ταλάντων Reloaded

Ο λαός θέλει, ο Ηλίας μπορεί. Μπορεί; Ε ναι, φαντάζομαι, ότι μάλλον μπορεί, ξέρω γω; Τουλάχιστον προσπαθεί. Στη νέα βελτιωμένη έκδοση του Ευαγγελίου λοιπόν, πρόκειται να συμπεριληφθεί και η Παραβολή των Ταλάντων Reloaded. Την παρουσιάζω εδώ σε προδημοσίευση.

(Προσοχή: ακολουθεί πανάθλια αρχαΐζουσα! Αν εντοπίσετε κάποιο σφάλμα – που θα εντοπίσετε, δεν υπάρχει περίπτωση – πείτε το μου)

"Άνθρωπός τις πολιτικός, εκάλεσε τους ιδίους δούλους και παρέδωκεν αυτοίς εκ του δημοσίου ταμείου μέρισμα. Και τω μεν έδωκε πέντε τάλαντα, τω δε δύο, τω δε εν, και απεδήμησεν ευθέως εις το Κοινοβούλιον. Πορευθείς δε ο τα πέντε τάλαντα λαβών πρόεδρος ΠΑΕ εγένετο και ναρκωτικά εμπορεύετο και εις υπερακτίους εταιρείας το λερόν χρήμα εκατέθεσεν ίνα αυτό καθαρόν μεταπράξει, και εποίησεν άλλα πέντε τάλαντα. Ωσαυτώς και ο τα δύο εκέρδησε και αυτός άλλα δύο. Ο δε το εν λαβών απελθών έδωκε εξετάσεις ΑΣΕΠ, κλητήρας εδιορίστηκε σε υπουργείο ο Γιώργος, και απέκρυψε το αργύριον του κυρίου αυτού. Μετά δε χρόνον πολύν έρχεται ο κύριος των δούλων και συναιρεί μετ' αυτών ανοιχτήν διακυβέρνησην. Και προσελθών ο τα πέντε τάλαντα λαβών προσήνεγκεν άλλα πέντε τάλαντα λέγων: Κύριε, πέντε τάλαντα μοι παρέδωκας, ίδε άλλα πέντε τάλαντα προεκλογικήν χορηγίαν σοι χορηγώ.

Έφη αυτώ ο κύριος αυτού: Ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ. Επ’ ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω, είσελθε εις την χαράν της συμμετοχικής δημοκρατίας. Προσελθών δε και ο τα δύο τάλαντα λαβών είπε: Κύριε, δύο τάλαντα μοι παρέδωκας, ίδε αλλα δύο τάλαντα προεκλογικήν χορηγίαν σοι χορηγώ. Έφη αυτώ ο κύριος αυτού: Ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ. Επ’ ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω, είσελθε εις την χαράν της συμμετοχικής δημοκρατίας. Προσελθών δε και ο το εν τάλαντον ειληφώς είπε: Κύριε, έγνων ότι σκληρός ης, θερίζων όπου ουκ έσπειρας και συνάγων όθεν ου διεσκόρπισας, και φοβηθείς απελθών, εις των εγκυκλίων και των χαρτοσήμων την καθημερινήν ανοησίαν κατέστην, μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει ο μισθός να κατεβαίνει, έκρυψα το τάλαντον σου εν τη γη. Ίδε έναν μισθόν δια την πατρίδα διδώς. Αποκριθείς δε ο κύριος αυτού είπεν: Πονηρέ δούλε και κοπρίτη, εάν εις το Δημόσιον καταστείς, κοπρίτης δια βίου μενείς, και τους πολιτικούς διαφθείρεις. Ηδείς ότι θερίζω όπου ουκ έσπειρα και συνάγω όθεν ου διεσκόρπισα, έδει ουν σε βαλείν το αργύριόν μου τοις τραπεζίταις, και ελθών εγώ εκομισάμην αν το εμόν συν τόκω. Άρατε ουν απ' αυτού το τάλαντον και δότε τω έχοντι τα δέκα τάλαντα, μαζί τα φάγαμε.

Τω γαρ έχοντι παντί δοθήσεται και περισσευθήσεται, από δε του μη έχοντος και ο έχει αρθήσεται απ' αυτού [τέλεια φράση, δε χρειάζεται καμία επέμβαση]. Και τον αχρείον δούλον εκβάλετε εις το σκότος το εξώτερον, εκεί έσται το μνημόνιον και η τρόικα και η ανεργία και οι περικοπές και οι πτωχεύσεις και ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων".


Το μπλογκ θα κάνει ένα μικρό διάλειμμα από το ίντερνετ, όμως σε τρία τέρμινα ακριβώς θα είναι και πάλι κοντά σας. Όλα θα πάνε καλά.

Mystery Cart

Πάντα μου άρεσε η έκφραση: μυστήριο κάρο. Σε άλλες εποχές πρέπει να φοριόταν πολύ, σήμερα όμως είναι ουσιαστικά μουσιακή, βρίσκω όλο κι όλο 4 αποτελέσματα στο Google. Αρκετές φορές έχω διστάσει να την πω, αμφιβάλλοντας αν θα την ξέρει ο συνομιλητής μου, ενώ διασκεδάζω με τη σκέψη ενός ξένου, π.χ. Αμερικάνου, που θα προσπαθεί να κατανοήσει το «mystery cart». Η φράση εκφέρεται αργόσυρτα, με θαυμαστικό, αποσιωπητικά, επικεντρωμένη στο –στή– του μυστηρίου, με άλμα που ξεκινά από ένα αρχικό «Ρε» και με διάφορα συνοδευτικά μπαχαρικά, κάπως έτσι: «Ρε, μυστήριο κάρο που είσαι!... (αδερφάκι μου, μάνα μου, δικέ μου κ.λπ.)». Ξεκίνησε προφανώς από τους παλιούς καραγωγείς, όταν πάσχιζαν να καταλάβουν ποιο πρόβλημα έχει το όχημά τους και αρνείται να συμμορφωθεί προς τας υποδείξεις, κάποτε όμως έβγαλε διαβατήριο και πέρασε στην επικράτεια της καθημερινής συνομιλίας, φορτωμένη με το στάτους της μεταφοράς. Πολύ κομψό αυτό, να γεννά μεταφορές ένα μεταφορικό μέσο.

(Μικρή παρένθεση: τα παλιά κάρα είχαν ολόκληρη τεχνολογία επάνω τους, μην τα σνομπάρετε. Χρειάζονταν σούστες κι αμορτισέρ για να απορροφούν τους κραδασμούς, φρένο ικανό να σταματά τον αλογίσιο κινητήρα τους, ακόμα και κάποιο στοιχειώδες διαφορικό για να στρίβουν).

Ένα τέτοιο μυστήριο κάρο λοιπόν είναι και η ευτυχία. Δεν ακολουθεί εύκολα κανόνες. Συνήθως είναι πτητική, εξατμίζεται μετά από λίγο κι αφήνει ξωπίσω της μια τρύπα, παρόμοια μ’ αυτή του Κούβελα στη Θεσσαλονίκη (η Μπίλι Χόλιντει θα έλεγε ότι η ευτυχία είναι ένα φευγαλέο αγρίμι, προτιμώ όμως να τη σκέφτομαι με όρους κάρου, είναι πιο ακίνδυνο από τα αγρίμια). Μπορεί να την πετύχεις εκεί που δεν το φαντάζεσαι, εκεί που δεν προβλέπεται από κανένα συμβόλαιο. Άλλες φορές πάλι, μπορεί να έχεις κάνει όλα όσα οφείλεις, κι όμως στο φινάλε να ανακαλύψεις την απουσία της. Σ’ αυτήν την περίπτωση, παίρνεις το Βιβλίο Οδηγιών της ζωής, το ανοίγεις στο κεφάλαιο Troubleshooting κι αρχίζεις να εφαρμόζεις ένα-ένα τα επισκευαστικά βήματα του αλγορίθμου: «Ελέγξτε το εξάρτημα Χρήματα και σε περίπτωση βλάβης, γίνετε μεγαλοπρομηθευτής του ελληνικού Δημοσίου. Αν λειτουργεί σωστά, τότε ελέγξτε το εξάρτημα Έρωτας και σε περίπτωση βλάβης, κοιταχτήτε στον καθρέφτη ή κάντε την αυτοκριτική σας. Αν κι αυτό λειτουργεί σωστά, τότε προχωρήστε στο εξάρτημα Κοινωνικές Επαφές κ.λπ.». Δοκιμάζεις να κάνεις μόνος σου, όσο μπορείς δηλαδή, την επισκευή, το κάρο όμως συνεχίζει να παραμένει Ελευσίνιο Μυστήριο. Επιχειρείς να επικοινωνήσεις με τον Κατασκευαστή, παίρνεις όμως μόνιμα την απάντηση: «Είστε σε γραμμή προτεραιότητας. Παρακαλούμε, μην κλείσετε αν δεν ακούσετε σήμα κατειλημμένου». Μένεις με μια γεύση τρικυμίας στα χείλη και με μια αίσθηση προδοσίας στην καρδιά, νιώθεις σαν κάποιος να σε εξαπάτησε, σαν να υπέγραψες κάποτε ένα συμβόλαιο και να σε ρίξαν, ενώ εσύ από τη μεριά σου έκανες τα δέοντα. Πού είναι η ευτυχία που σου υποσχέθηκαν; (ποιος; πότε;). Γιατί το μαραφέτι δε λειτουργεί σωστά; Μήπως ήρθε κάποιος κι έκανε δολιοφθορές; Μήπως αυτός ο κάποιος ήταν... η βουλευτής Γκάμπριελ Γκίφορντς;

Το πρόσφατο μακελειό στην Αριζόνα με αγγίζει προσωπικά για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι κάποτε έζησα εκεί, στη συγκεκριμένη πόλη, και μάλιστα σχετικά κοντά στο σημείο που ο Τζάρεντ Λι Λάφνερ άνοιξε πυρ, σκότωσε έξι ανθρώπους και τραυμάτισε άλλους δεκατρείς. Κοιτούσα τις δορυφορικές φωτογραφίες στο Bing και προσπαθούσα να καταλάβω αν ποτέ πήγα στο συγκεκριμένο Safeway που έγινε το κακό.

Ο άλλος λόγος είναι ότι ο αγαπημένος συγγραφέας του δράστη ήταν ο Φίλιπ Ντικ.

Δε μου αρέσει αυτό. Θα ήθελα η πραγματικότητα να ήταν διαφορετική. Θα ήθελα να διάβαζα, για παράδειγμα, ότι τον είχε πορώσει η ρητορική της Σάρα Πέιλιν, οπότε ο τύπος αποφάσισε να καθαρίσει τις ΗΠΑ από τα μιάσματα. Θα ήταν πολύ πιο κινηματογραφικά σωστό, κι αν ήμουν σκηνοθέτης, τέτοιο κίνητρο θα έβαζα πίσω από μία απόπειρα πολιτικής δολοφονίας. Η ζωή όμως δεν είναι κινηματογράφος κι αυτό που διάβασα τελικά, θα είχε απορριφθεί από κάθε σοβαρό παραγωγό του Χόλιγουντ: μια οικογένεια με ιστορικό μανιοκατάθλιψης, ένας ήσυχος και αρκετά φυσιολογικός έφηβος, θα μπορούσε ίσως να είχε γίνει σαξοφωνίστας, έκανε ένα πέρασμα από τα ναρκωτικά, άρχισε να δραπετεύει από την πραγματικότητα, ζούσε στα όνειρά του, ζούσε στο ίντερνετ, στο θολωμένο του μυαλό έμπλεκε θεωρίες συνομωσίας συν υπαρξιακά ερωτήματα συν μαθηματικά συν κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο και κάπου στην πορεία αποφάσισε ότι έχει παγιδευτεί μέσα στον κόσμο του Πάλμερ Έλντριτς. Αυτός κι αν ήταν mystery cart...

Παρόλο που ένας άνθρωπος δε χαρακτηρίζεται από τις λογοτεχνικές και καλιτεχνικές του προτιμήσεις (οι αξιωματικοί των Ναζί που άκουγαν Μπαχ κ.λπ.), ούτε το αντίστροφο φυσικά, καταλαβαίνω ότι πέφτει μια σκιά πάνω στον συγγραφέα και, κατά δεύτερο λόγο, στους φαν του, όταν διαβάζω στη Washington Post: «Loughner's favorite writer was Philip K. Dick, whose science-fiction tales travel a mystical path in which omnipotent governments and businesses are the bad guys and the average man is often lost in an identity-shattering swirl of paranoia, schizophrenia and questions about whether the universe and the individual are real or part of some vast conspiracy». Αισθάνομαι λοιπόν την ανάγκη να ξανατονίσω δυο πράγματα για τον ίδιο τον Ντικ και για όλους εμάς, τα μυστήρια κάρα που επιμένουμε να επιστρέφουμε ξανά και ξανά στα βιβλία του:

Πολλά μπορείς να καταλογίσεις στον συγγραφέα και άνθρωπο Φίλιπ Ντικ. Πάρα πολλά. Διάφορα βιβλία του δεν είναι καλογραμμένα, ο ίδιος πέρασε από την παράνοια, από τα ναρκωτικά, υπήρξε βίαιος απέναντι στην τρίτη του σύζυγο (κι αυτή όμως υπήρξε βίαιη απέναντί του), έπαιξε με άφθονες θεωρίες συνομωσίας και μεταφυσικές ιδέες, σε κάποιες στιγμές κόντεψε να τις πιστέψει κιόλας, για λίγο έγινε καρφί του FBI (ακόμα χειρότερο: νόμιζε πως έγινε καρφί του FBI), διέλυσε τη ζωή του... ήταν μυστήριο κάρο. Όμως ποτέ δεν έπαψε να αγανακτεί με τον πόνο των μικρών ανθρώπων, ακόμα και στις στιγμές της πιο μεγάλης του παράνοιας ή δυστυχίας. Επαναστάτησε κατά της πραγματικότητας όμως, με τα δικά του λόγια: «ποτέ δεν την αποδέχτηκα, η πραγματικότητα δεν ανταποκρίνεται στις αξίες μου». Και η μεγαλύτερή του αξία υπήρξε πάντα η ενσυναίσθηση, το να μπορείς να βάζεις τον εαυτό σου στη θέση του άλλου. Ήταν τόσο κεντρική αυτή η στάση για την ίδια τη ζωή του, ώστε την έκανε ορισμό του ανθρώπου, θεμελιώδη ιδιότητα που διαχωρίζει τον αληθινό άνθρωπο από το ανθρωπόμορφο ον. Υπήρχε όμως και κάτι ακόμα.

Ο Ντικ είχε χιούμορ. Και μάλιστα με την πιο επαναστατική σημασία της λέξης: μπορούσε να γελά με τον εαυτό του, να μην τον παίρνει και πολύ στα σοβαρά. Στο έντονα αυτοβιογραφικό VALIS περιγράφει κάποιες από τις μεταφυσικές εμπειρίες που έζησε, όταν ήρθε σε επαφή με τον Θεό ή με κάτι που είχε τις ιδιότητες του Θεού ή με το εαυτό του από το μέλλον ή με τη νεκρή αδερφή του ή με μια εξωγήινη φυλή εξελιγμένων όντων ή με έναν εξωγήινο δορυφόρο σε τροχιά ή έγινε στόχος τηλεπαθητικών πειραμάτων από τους Σοβιετικούς – ή, πολύ απλά, ήταν θεότρελος. Γι’ αυτό όμως δεν έγινε προφήτης, δεν ξεκίνησε κάποια λατρεία γύρω από το πρόσωπό του. Όλοι οι προφήτες, αρχαίοι ή σύγχρονοι, πλούσιοι ή φτωχοί, παίρναν πολύ στα σοβαρά τον εαυτό τους και την αποστολή που τους ανατέθηκε. Ο Ντικ όμως διατήρησε την ικανότητα να κοροϊδεύει τον εαυτό του, να αμφιβάλλει ακόμα και για τα ιερά & όσιά του. Και πάλεψε πολύ για να το καταφέρει. Κράτησε τη ζωή του – ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα πεύκα.

Ευτυχώς που ο Λάφνερ τουλάχιστον διάβαζε Φίλιπ Ντικ. Αν δεν έκανε κι αυτό, σήμερα θα είχε δολοφονήσει τη μισή Αριζόνα.

Ζουν Ανάμεσά Μας

Αυτήν την απορία την είχα από παλιά: γιατί τα παιδάκια παρουσιάζονται στημένα σαν αγγούρια στις ελληνικές ταινίες και διαφημίσεις; Άχαρα, αφύσικα, ψεύτικα, δεν πείθουν κανέναν (δες εδώ, για παράδειγμα, παιδιά είναι αυτά;). Η διαφορά τους από τα παιδάκια στις αμερικάνικες ταινίες & διαφημίσεις είναι όση και της Αμερικής από την Πλατεία Αμερικής. Παλιότερα νόμιζα ότι οφειλόταν στα ασύμμετρα μεγέθη της ελληνικής με την αμερικάνικη βιομηχανία του θεάματος, ότι μπορείς να εντοπίσεις περισσότερα ταλέντα, να κάνεις περισσότερα γυρίσματα μέχρι να πετύχεις τη σκηνή, αν έχεις από πίσω σου τα κεφάλαια του Χόλιγουντ παρά τον ερασιτεχνισμό της Φίνος Φιλμς. Όμως πλέον έχοντας δει αρκετό μη-ελληνικό και μη-αμερικάνικο υλικό, έχοντας δει ευρωπαϊκές, κορεατικές, πακιστανικές, τριτοκοσμικές ταινίες & διαφημίσεις, καταλήγω στην ισοπεδωτική, μη-αποδείξιμη και αναγκαστικά υποκειμενική διαπίστωση ότι τα παιδάκια-αγγούρια είναι ελληνικό φαινόμενο. Οπουδήποτε αλλού είναι χαριτωμένα και φυσικά, μόνο όταν βγαίνουν στην ελληνική οθόνη δεν πείθουν, λένε τις ατάκες τους σαν τον μαθητή που απαγγέλει το ποίημα στη σχολική γιορτή. Αναγκαστικά λοιπόν πρέπει να δώσω εντελώς διαφορετική ερμηνεία... Ότι είναι οι έλληνες σκηνοθέτες, ηθοποιοί και λοιποί συντελεστές παραγωγής, που δεν ξέρουν πώς να κάνουν ένα παιδάκι να χαλαρώσει, να διασκεδάσει, να μη νιώθει σαν να δίνει εξετάσεις, οπότε να βγάλει και την τσαχπινιά της ηλικίας. Το φαινόμενο τελικά είναι αγροτικό: τα αγγούρια υπάρχουν επειδή υπάρχουν και οι καλλιεργητές τους.

Το επόμενο συμπέρασμα ήταν αμείλικτο, αλλά αναπόφευκτο σύμφωνα με τους κανόνες της τυπικής λογικής, και μου ήταν ήταν τεράστιο το σοκ όταν συνειδητοποίησα ότι ζουν ανάμεσά μας κάποιοι άνθρωποι που δεν έχουν υπάρξει ποτέ τους παιδιά. Γεννιούνται κατευθείαν ενήλικες, οπότε δεν ξέρουν πώς νιώθει ένα παιδί. Δεν καταλαβαίνουν π.χ. ότι αν θέλεις να το βάλεις να κάνει κάτι, πρέπει να προσπαθήσεις να το συναρπάσεις, να το γοητεύσεις, να το συγκινήσεις, αντί να καταφύγεις στην εύκολη λύση – φωνές, απειλές και ξύλο. Να το κάνεις με Δούρειο Ίππο, όχι με κατά μέτωπον επίθεση. Επειδή οι ίδιοι είναι γεννημένοι ενήλικες, αντιμετωπίζουν και το παιδί ως ένα μικρόσωμο ενήλικα, οπότε δεν κατανοούν ότι η παιδική ηλικία είναι μια κανονική καριέρα κι ότι το παιχνίδι παίζει τεράστιο ρόλο σ' αυτήν. Και σίγουρα τους είναι εντελώς ακατάληπτα τα λόγια του Ουΐλιαμ Μπλέικ, ότι για κάθε μωρό που κλαίει κάτω από τη βέργα, η εκδίκηση ήδη γράφεται στο βασίλειο του θανάτου.

*  *  *

- "Στο Δημοτικό είχαμε δάσκαλο τον κ. Γιώργο. Τρώγαμε πολύ ξύλο, ειδικά οι κακοί μαθητές. Μια μέρα ήταν δύο παιδιά που δεν είχαν διαβάσει μάθημα κι ο κ. Γιώργος βγήκε εκτός εαυτού. Φώναζε, τους έδειρε, στο τέλος τους έβαλε στη μέση της αυλής και ζήτησε από εμάς, την υπόλοιπη τάξη, να περνάμε μπροστά τους ένας-ένας και να τους φτύνουμε (!)"
- "Μα καλά, οι γονείς δε λέγαν τίποτα;"
- "Οι γονείς; Αυτοί λέγαν: Δείρ' τον, δάσκαλε, μπας και στρώσει γιατί εμείς δεν μπορούμε να τον κάνουμε κουμάντο".

Πρόκειται για ένα παράδειγμα υπερσύγχρονης παιδαγωγικής που μου διηγήθηκε μια συνομήλικη ψυχή, σαράντα χρονών με την ευρεία έννοια. Περιστατικά σαν κι αυτό δεν ήταν καθόλου μεμονωμένα πριν 30 χρόνια, ειδικά στα δημοτικά σχολεία της επαρχίας ή στις υποβαθμισμένες περιοχές των μεγάλων πόλεων – σε κάτι δυτικά προάστεια, Ασπρόπυργους, Δενδροπόταμους κ.α. – όπου οι δάσκαλοι αντιμετώπιζαν τα παιδιά με την αλαζονία ενός βουλευτή απέναντι στο λαό. Το τρομακτικό όμως δεν ήταν το καθαυτό περιστατικό... Το τρομακτικό ήταν κυρίως το feedback των γονιών, "δείρ' τον, δάσκαλε". Ένας ακόμα γεννημένος ενήλικας, ο 100-χρόνια-μπροστά-ως-δάσκαλος κ. Γιώργος είχε την ψήφο των γονιών για τις προχωρημένες μεθόδους διδασκαλίας του. Είναι πολύ περισσότεροι απ' ό,τι φανταζόμουν αρχικά, τελικά το φαινόμενο είναι πολιτικό: οι βουλευτές υπάρχουν επειδή υπάρχουν και οι ψηφοφόροι τους.

Κάτι τέτοιες παρατηρήσεις και σκέψεις με οδήγησαν, μια μέρα, στο ακόμα πιο σοκαριστικό συμπέρασμα ότι είναι λάθος, όχι, δε ζουν ανάμεσά μας. Εγώ ζω ανάμεσά τους, εγώ και κάποιοι ακόμα, που τουλάχιστον υπήρξαμε παιδιά κάποτε. Τώρα όμως περιφερόμαστε στον κόσμο τους ξένοι και διαφορετικοί, σαν το γάλα μέσ' στις μύγες.

Όμως πώς μπορεί να έχει συντελεσθεί αυτή η εισβολή των γεννημένων ενηλίκων; Προφανώς πιάνουν κάποια πόστα, θέσεις–κλειδιά. Υπάλληλοι ληξιαρχείων, γιατροί, νοσοκόμες σε μαιευτήρια και κλινικές. Παρουσιάζουν αφηγήσεις και φωτογραφίες της, δήθεν, παιδικής τους ηλικίας, συνεννοούνται για να προβάλλουν το ίδιο παραμύθι ως, υποτίθεται, παλιοί συμμαθητές, βγάζουν κάποια παλιά παντελονάκια, μπλουζίτσες κ.λπ. και ισχυρίζονται ότι τα φορούσαν όταν ήταν παιδιά, εμφανίζουν πλαστά βιβλιάρια εμβολιασμών, τέτοια πράγματα. Δε μοιάζει όμως να έχουν τέλεια συνεννόηση μεταξύ τους, αν κρίνω από την ιστορία του κ. Γιώργου. Μάλλον αλληλομυρίζονται κι αναγνωρίζονται συνεχώς, όπως ο χρήστης ναρκωτικών αναγνωρίζει τα βαποράκια μέσα σε μια παρέα αγνώστων. Κι όλα αυτά γιατί μας φοβούνται!... Νιώθουν απειλούμενοι. Φοβούνται τα παιδιά, καθώς κι εμάς που, τουλάχιστον, έχουμε ένα παιδικό ιστορικό. Δεν είναι αυτοί τα τέρατα στον δικό μας κόσμο, όχι. Εμείς είμαστε τα τέρατα στον δικό τους κόσμο. Ούτε που μπορώ να φανταστώ πόσο ξένο, εχθρικό κι απόκοσμο θα φαίνεται ένα παιδί στα δικά τους μάτια.

Είμαστε τέρατα. Ζούμε ανάμεσά τους...