Η Ακροδεξιά Αντεπιτίθεται Ι

Μια φορά κι έναν καιρό, η Ελλάδα ζούσε ευτυχισμένη και ευημερούσα κάτω από την ήπια καθοδήγηση του αγαθού πρωθυπουργού της. Όλος ο κόσμος ήταν χαρούμενος και πάντα με το χαμόγελο στα χείλη. Δηλαδή, όχι όλος ο κόσμος... Στην πόλη της Αθήνας υπήρχε ένα ποταπό, βδελυρό, μοχθηρό υποκείμενο που ξημεροβραδιαζόταν με μία μόνο σκέψη:

«Θέλω να γίνω πρωθυπουργός στη θέση του πρωθυπουργού!» είπε για χιλιοστή φορά ο Πρόεδρος βηματίζοντας νευρικά μέσα στο γραφείο της οδού Καλλιρόης.

«Υπομονή, έρχεται η ώρα του», απάντησε για χιλιοστή φορά ο Άδωνις, που καθόταν στον Η/Υ κι έγραφε κάτι. «Σώπα, Πρόεδρε, και θα γίνει το μεγάλο πήδημα».

«Όλο αυτό λες, ρε Σπύρο...» Ήταν ένα ανοιξιάτικο πρωινό του Μαρτίου, κάπου 2011 χρόνια μετά τη γέννηση του Χριστού. Ο ήλιος έξω είχε καθαρά διακοσμητικό ρόλο, δεν μπορούσε με τίποτα να νικήσει το έντονο κρύο. Από το παράθυρο του γραφείου, η κίνηση κάτω φαινόταν σαν ένα μεγάλο βιοσύστημα, με τους πεζούς στο ρόλο των εντόμων, τα μηχανάκια στο ρόλο των φυσικών τους εχθρών και τα αυτοκίνητα στο ρόλο των θηλαστικών. Μέσα σ’ όλη αυτήν την πανίδα, διερχόταν κι ο μεγάλος πύθωνας της Καλλιρόης, το τραμ.

Ο Άδωνις συμπλήρωσε κάποιες τελευταίες γραμμές στο κείμενο και το πρόσωπό του έλαμψε. «Αυτό ήταν! Έτοιμο!» είπε και πάτησε το κουμπί για εκτύπωση.

Η πόρτα του γραφείου χτύπησε εκείνη τη στιγμή. Ο Πρόεδρος την άνοιξε και κοίταξε τον επισκέπτη, έναν μαλλιά με μεγάλη μύτη, μουστάκι και γυαλιά ηλίου: «Γεια σου, Κωνσταντίνε μου».

«Καλημέρα», χαιρέτισε τους δύο άντρες ο Κωνσταντίνος και μπήκε στο γραφείο. Έβγαλε την περούκα, το ψεύτικο μουστάκι, την ψεύτικη μύτη, τα γυαλιά ηλίου και κάθισε στον καναπέ. «Τι κάνετε;»

«Συνεχίζουμε να μην είμαστε πρωθυπουργοί», αναστέναξε ο Πρόεδρος. «Κατά τ’ άλλα καλά. Πώς ήρθες μέχρι εδώ; Όλα εντάξει;»

«Ναι, μην ανησυχείς», είπε ο Κωνσταντίνος. «Κανείς δε με κατάλαβε. Τίποτα δεν αποδεικνύει ότι συνεχίζουμε να συνεργαζόμαστε».

«Ωραία. Κάτσε ν’ ακούσουμε, ο Σπύρος θα παρουσιάσει το προσχέδιο της καινούργιας μου προεκλογικής εκστρατείας – πρέπει να είμαστε έτοιμοι ανά πάσα στιγμή, καταλαβαίνεις».

«Καταλαβαίνω. Με ποια θεματική;»

«Αυτό που ζήτησα ήταν ένα τρίπτυχο: πρωτότυπη εκστρατεία, επικέντρωση στα πραγματικά προβλήματα του τόπου, άνοιγμα στην Αριστερά και στην Οικολογία. Θέλω κάτι ιδιαίτερο που να απευθύνεται στις μάζες αλλά και στην εκλεπτυσμένη ελίτ, ώστε το κόμμα να εκτιναχθεί εκλογικά, να γίνει το μεγάλο πήδημα».

«Εδώ το ‘χω», είπε ο Άδωνις κι έδειξε τις τυπωμένες κόλλες χαρτί που κρατούσε. «Χρειάζεται βέβαια ανάπτυξη, όμως η ιδέα κι οι βασικές γραμμές είναι έτοιμες».

«Μάλιστα».

«Λοιπόν», ξεκίνησε ο Άδωνις, «επιλέξαμε να επικεντρωθούμε στο μείζον πρόβλημα της υπογεννητικότητας, που μαστίζει την Ελλάδα».

«Μάλιστα».

«Το κεντρικό σύνθημα θα είναι: Ψηφίστε Γιατί Χανόμαστε. Πρόεδρε, θα περιοδεύσεις σε όλες τις μεγάλες ελληνικές πόλεις παρουσιάζοντας τα μέτρα του κόμματος για την υπογεννητικότητα, μαζί με 90 χορεύτριες της κοιλιάς που θα επιδίδονται σε άκρατο προεκλογικό στριπ-τιζ».

«Οι χορεύτριες πού κολλάνε;»

«Αυτές είναι τα μέτρα του κόμματος για την υπογεννητικότητα. Ο λαός απαιτεί την αλήθεια. Κι εσύ, Πρόεδρε, θα του την αποκαλύψεις - άμεση, απέριττη, γυμνή. Όλα στο φως. Θα 'ναι μια πνευματική συνουσία, ένας οργασμός επικοινωνίας με τον απλό πολίτη, πάνω σε γόνιμο έδαφος και σε στενή επαφή».

Ο Άδωνις άλλαξε φύλλο χαρτί και συνέχισε: «Όχι ακόμα μια εκστρατεία μέσα στις τόσες, εδώ μιλάμε για προεκλογική μέθεξη! Ψηφίστε Γιατί Χανόμαστε. Εξασφαλίσαμε τη συνεργασία των πιο προοδευτικών οργανώσεων. Θα περιοδεύσουν μαζί σου στελέχη από τους Εραστές Χωρίς Σύνορα, την Ριζοσπαστική Οικωλογική Σύμπραξη και την Επαναστατική Ομάδα: Διαφορά Στήθους – οι οποίοι, μάλιστα, συμμετείχαν στην ομάδα εργασίας».

Ο Άδωνις πήρε βαθιά ανάσα χωρίς να διακόψει καθόλου το ρυθμό του. «Πριν από τις ομιλίες σου, θα προλογίζει η Οικωλόγος αντιπρόσωπος: Ο έλληνας ψηφοφόρος δεν έχει ερεθισμούς και κίνητρα για τεκνοποίηση, έτσι θα λέει, τώρα όμως του προσφέρουμε 90 ερεθισμούς για να ανεβάσει την προεκλογική αδρεναλίνη του, να δει ό,τι δεν είδε σε κανένα reality show. Τρία λεπτά πρόλογος και κατόπιν βγαίνεις εσύ, Πρόεδρε. Σχεδιάσαμε ήδη τις ομιλίες σου, θα σου δείξω. Να, άκου αυτό το ωραίο: Την υπογραφή σου κι ορισμένα άλλα πράγματα πρέπει να προσέχεις πού τα βάζεις. Ένα απ’ αυτά είναι και η ψήφος σου. Κάνε καλή χρήση της, πάρε προφυλάξεις, ενημερώσου. Η άγνοια σκοτώνει, ενώ η ψήφος θέλει έμπνευση. Έλληνες, Ψηφίστε Γιατί Χανόμαστε!... Λοιπόν, πώς σας φαίνεται;» ρώτησε όλο αγωνία ο Άδωνις. «Την αλήθεια, πείτε ό,τι σκέφτεστε».

Ο Πρόεδρος κι ο Κωνσταντίνος παρέμεναν σιωπηλοί και τον κοιτούσαν.

«Πρωτότυπη προεκλογική εκστρατεία, με άνοιγμα στην Αριστερά, στην Οικωλογία και καταπολέμηση της υπογεννητικότητας. Σίγουρα θα γίνει το μεγάλο πήδημα».

Οι δύο άντρες συνέχιζαν να τον κοιτάνε ανέκφραστοι.

«Χρειάστηκαν τρεις βδομάδες εντατικής δουλειάς από ομάδα εργασίας εννιά ατόμων για να καταλήξουμε στη συγκεκριμένη εκστρατεία».

Κανένας ήχος και καμία κίνηση δεν ήρθε από τους δύο άντρες, που απλώς συνέχιζαν να τον κοιτάνε. Αν ήταν σαββατογεννημένοι, σίγουρα θα τον είχαν ματιάσει. Μετά από πολλή ώρα τελικά ήρθε ένας ήχος: «Αυτό ήταν το καλύτερο που μπορέσατε να σκεφτείτε;» έκανε ο Πρόεδρος.

«Ναι, και μάλιστα απορρίψαμε έντεκα–»

«Καήκαμε».

Η λέξη αντήχησε καφκικά μέσα στο γραφείο. Το μόνο που της έλειπε ήταν μια προσθήκη Βάρναλη: Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα / Προσμένουμε ίσως κάποιο θάμα.

«Δηλαδή, αν κάνω τέτοια προεκλογική εκστρατεία, τότε καλύτερα να το κλείσουμε το μαγαζί!» φώναξε ο Πρόεδρος, που σηκώθηκε και ξανάρχισε να βηματίζει νευρικά: «Όχι το μεγάλο πήδημα, εξωκοινοβουλετική οργάνωση θα καταντήσουμε! – τι λέω; Μη κυβερνητική οργάνωση, πολιτιστικός σύλλογος! Το καλύτερο που μπορέσατε να σκεφτείτε, ε; Μόνο όταν ο σταθμός της Εκκλησίας βάλει ροκ με βλέπω να γίνομαι πρωθυπουργός στη θέση του πρωθυπουργού...»

«Ξέρεις», παρατήρησε ο Κωνσταντίνος, ενώ ο Άδωνις έσκιζε τα χαρτιά του, «ίσως δε χρειάζεται να κερδίσεις τις εκλογές για να γίνεις πρωθυπουργός στη θέση του πρωθυπουργού».

«Εννοείς να...»

«Όχι, δεν εννοώ αυτό. Κάτι άλλο. Είδα κι έμαθα πολλά από την ΚΥΠ, πράγματα που δε γνωρίζει ο κόσμος».

Οι δύο άντρες στράφηκαν με ανανεωμένο ενδιαφέρον.

«Θέλω να πω, όλοι ξέρουν τη μονή του Αγίου Γαβριήλ στο Όρος. Σχεδόν κανείς όμως δεν ξέρει το μυστικό. Οι μοναχοί το κρατάνε επτασφράγιστο», είπε χαμογελώντας ο Κωνσταντίνος. Κατόπιν έκανε μια παύση και συμπλήρωσε: «Μιλάω για το Μύρο της Αμφίπλευρης Διεύρυνσης».

Ο Πρόεδρος κι ο Άδωνις τον κοιτούσαν με ένα ερωτηματικό ζωγραφισμένο στο πρόσωπό τους.

«Η παράδοση λέει για τον Άγιο Γαβριήλ ότι αρχικά ήταν μεγάλος αμαρτωλός», συνέχισε ο Κωνσταντίνος, «ένας έμπορος που νοιαζόταν μόνο για το κέρδος. Ο αδερφός του αντιθέτως ήταν ηγούμενος, πολύ ευσεβής κι ενάρετος. Όλη μέρα προσευχόταν γι’ αυτόν, παρακαλούσε τον Κύριο να σώσει τον άπληστο αδερφό του. Ο Κύριος άκουσε τις προσευχές και πραγματοποίησε το θαύμα της Αμφίπλευρης Διεύρυνσης στα δύο αδέρφια: ο ένας μπήκε στη θέση του άλλου – κυριολεκτικά – οπότε ο Γαβριήλ σώθηκε, και μάλιστα εξελίχθηκε σε άγιο. Έτσι λέει η παράδοση».

«Κι εσύ τα πιστεύεις;»

«Α, δεν ξέρω. Πάντως η μονή του Αγίου Γαβριήλ παρουσιάζει σταθερή κερδοφορία, δίνει κάθε χρόνο μέρισμα κι ετοιμάζεται να εισαχθεί στο χρηματιστήριο. Όμως μια φορά στα χίλια χρόνια, λέει ο θρύλος, στην κρύπτη του Αγίου αναβλύζει Μύρο. Αν το πιουν δύο άνθρωποι, τότε διευρύνονται αμφίπλευρα. Ο ένας μπαίνει στη θέση του άλλου».

«Ωραίο παραμυθάκι».

«Ναι, αρχικά έτσι πιστεύαμε κι εμείς στην ΚΥΠ, μέχρι που κάναμε ορισμένες έρευνες. Για παράδειγμα, έχω στην κατοχή μου μια άκρως απόρρητη έκθεση για τον Μένιο Κουτσόγιωργα. Πώς ήταν δυνατόν ένας τέτοιος σοσιαλιστής να κάνει στροφή 180 μοιρών; Με κουτσονόμους και πλάτες στον Κοσκωτά;»

«Θες να πεις...»

«Ακριβώς! Αυτός που πέθανε μέσα στο ειδικό δικαστήριο δεν ήταν ο Μένιος Κουτσόγιωργας! Τυχαίνει όμως να γνωρίζω ότι το Μύρο κυκλοφορούσε κι αργότερα. Δεν έχεις αναρωτηθεί ποτέ για τον Σημίτη;»

«Τι πράγμα;»

«Πώς ένας αντιστασιακός, ένας βομβιστής, έφτασε να γίνει εκσυγχρονιστής κι αρχιερέας της διαπλοκής;»

Ο Πρόεδρος κι ο Άδωνις τον κοιτούσαν με ένα θαυμαστικό ζωγραφισμένο στο πρόσωπό τους.

«Γι’ αυτό σου λέω, δε χρειάζεται να κερδίσεις τις εκλογές για να γίνεις πρωθυπουργός στη θέση του πρωθυπουργού! Είναι απλό, ας πούμε μια εκδήλωση με καλεσμένο τον Παπανδρέου. Κάποιος του προσφέρει ένα ποτήρι, ορίστε κ. πρωθυπουργέ, αυτός πίνει ανύποπτος και μετά γίνεται ένας εντελώς μα εντελώς διαφορετικός πρωθυπουργός! Εσύ, φυσικά, θα χρειαστεί να εξαφανιστείς, καταλαβαίνεις. Ή τουλάχιστον έτσι θα το δουν όλοι».

Ένα διπλό θαυμαστικό είχε αρχίσει να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο του Προέδρου. «Κι αυτό το Μύρο, που λες, πώς...;»

«Υπάρχει ακόμα στη Μονή. Έχω στην κατοχή μου μια άλλη απόρρητη έκθεση, που παρακολουθεί τη συνολική ποσότητα του ενεργού Μύρου στο πολιτικό σύστημα. Η τελική εκτίμηση είναι ότι απομένουν ακόμα κάπου 140 γραμμάρια, υπεραρκετά για το μεγάλο πήδημα», πληροφόρησε ο Κωνσταντίνος.

Ο Πρόεδρος έτριψε τα χέρια του. «Τέλεια, καταπληκτικά!» Το πρόσωπό του έλαμψε. «Λοιπόν, ας οργανωθούμε», είπε μετά από λίγο, «κάποιος να πάει αμέσως με άκρα μυστικότητα στο Όρος και να διαπραγματευτεί με τους μοναχούς–»

«Σε λίμνες», είπε ο Κωνσταντίνος, «αυτή τη νομισματική μονάδα δέχεται η Μονή του Αγίου Γαβριήλ».

«Α, τότε να στείλουμε κάποιον της Ριζοσπαστικής Οικωλογικής Σύμπραξης», πρότεινε ο Άδωνις. «Αυτοί είναι ειδικοί επί των λιμνών. Ψοφάνε κιόλας να συμπορευτούνε μαζί μας».

«ΟΚ», συμφώνησε ο Πρόεδρος. «Σπύρο, αναλαμβάνεις να το κανονίσεις;» Ο Άδωνις έγνεψε καταφατικά. «Πες τους να στείλουν κάποιον σήμερα. Αύριο να βρίσκεται στο Όρος, μεθαύριο να έχω το Μύρο!»

«Αρκεί να μη σας βάλουν καμιά τρικλοποδιά, ξέρεις, όπως την άλλη φορά, τα Διαμαντόσκυλα...» συμπλήρωσε ο Κωνσταντίνος.

Η λέξη αντήχησε σαν κανονιά στο γραφείο της οδού Καλλιρόης. Έπεσε ένα ξαφνικό ψύχος που έμοιαζε να κατεβάζει τη θερμοκρασία δέκα βαθμούς. «Τι θα κάνουμε μ’ αυτούς;...» βόγγηξε ο Πρόεδρος χωρίς να πάρει απάντηση. «Δεν τους θέλω άλλο στα πόδια μου!»

«Ίσως», πρότεινε διστακτικά ο Κωνσταντίνος, «ίσως υπάρχουν κάποιοι που μπορούν να νικήσουν τα Διαμαντόσκυλα. Ν’ απευθυνθούμε...»

«Πού;»

«Στην πατριωτική οργάνωση Μέλας Ζωμός».

Η λέξη αντήχησε σαν ομοβροντία πυροβολικού στο γραφείο της οδού Καλλιρόης. Έπεσε ένα ξαφνικό πολικό ψύχος που έμοιαζε να κατεβάζει τη θερμοκρασία τριάντα βαθμούς. «Ω!...» έκανε ο Πρόεδρος, «δεν ξέρω, ζόρικα πράματα».

«Αυτοί είναι ανίκητοι!» είπε ενθουσιασμένος ο Άδωνις. «Έχω ακούσει ότι τρέφονται αποκλειστικά με μέλανα ζωμό, οπότε έχουν αναπτύξει τους πατριωτικούς τρικέφαλους και τους εθνικιστικούς τετρακέφαλους σε υπερανθρώπινο βαθμό!»

«Ναι, αλλά εμείς δε θέλουμε σχέση με τη συγκεκριμένη οργάνωση», έκανε σκεφτικά ο Πρόεδρος.

«Θα πάω να τους βρω εγώ», είπε ο Κωνσταντίνος, «έχω επαφές. Εσείς δε θ’ αναμιχθείτε καθόλου».

«Εντάξει, λοιπόν, αφού προθυμοποιείσαι. Ας το κάνουμε έτσι κι ο Θεός μαζί σου».

Το ανοιξιάτικο πρωινό συνέχιζε την πορεία του προς το μεσημέρι. Το κυκλοφοριακό βιοσύστημα της Καλλιρόης μετατοπιζόταν προς μια διαφορετική ισορροπία καθότι αραίωναν τα θηλαστικά, ενώ τα έντομα έτειναν όλο και περισσότερο να συγκεντρώνονται στην κυψέλη της στάσης του μετρό. Ο μεγάλος πύθωνας συνέχιζε να διέρχεται τακτικά, προσπαθώντας μάταια να αρπάξει κάποιο αργοπορημένο θηλαστικό. Ο εντελώς διακοσμητικός ήλιος συνέχιζε να επιτελεί το τυπικό του καθήκον, σαν στρογγυλή σφραγίδα με εθνόσημο στο διοικητικό έγγραφο του ουρανού. Με άλλα λόγια: κανείς και τίποτα δεν υποψιαζόταν τις σκοτεινές συνωμοσίες που εξυφαίνονταν.


*  *  *  *  *  *  *


«Ποιος είναι;»

«Κανένας».

«Πέρνα».

Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε κι ο Κωνσταντίνος βρέθηκε σ’ ένα ημιφωτισμένο χολ, γεμάτο αρχαιοελληνικές προτομές, ξίφη και ασπίδες. Ο τύπος δίπλα του ήταν φουσκωμένος σαν αρκούδα και φορούσε πειρατικό πανί στο ένα μάτι. Με το άλλο, τον κοιτούσε αγριωπά. «Λέγε».

«Θέλω να σας προτείνω μια αποστολή, έρχομαι απ’ το κόμμα και–».

«Εμείς δε θέλουμε σχέσεις με το κόμμα».

«Μα πρόκειται για κοινό εχθρό!» βιάστηκε να συμπληρώσει ο Κωνσταντίνος. «Αν τον εξουδετερώσετε, η χώρα θα γίνει λίγο λιγότερο σοσιαλιστική, σκεφτείτε το!»

Ο κύκλωπας τον περιεργάστηκε σκεφτικά. «Συνέχισε», γάβγισε τελικά.

«Τα Διαμαντόσκυλα», είπε ο Κωνσταντίνος, «εναλλακτικές μορφές ζωής με βάση τον σοσιαλισμό, αυτοί είναι οι πελάτες που σας προτείνω. Όσο κυκλοφορούν στην πιάτσα, κανένα σχέδιο δεν πρόκειται να πετύχει – είτε δικό μας είτε δικό σας».

Ο κύκλωπας έκλεισε το μάτι του και σκέφτηκε λίγο. Αμέσως μετά, το ξανάνοιξε και γρύλισε: «Είσαι σίγουρος ότι είσαι Κανένας;»

«Μα φυσικά».

«Γιατί εμένα μου φαίνεσαι Ένας».

«Είναι το χαϊδευτικό μου», είπε ο Κωνσταντίνος ξεροκαταπίνοντας, «όμως βγαίνει απ’ το Κανένας».

«Δεκτόν». Ο κύκλωπας συνέχιζε να τον κοιτάζει με μάτι–λέιζερ. «Μπορούμε να αναθέσουμε τη δουλειά στον πράκτορά μας για ειδικές αποστολές», δήλωσε τελικά.

«Τέλεια!» είπε ο Κωνσταντίνος. «Λοιπόν, αν βρείτε τους πελάτες–».

«Εμείς τους βρίσκουμε όλους».

«Ναι, σωστά. Όταν λοιπόν τους βρείτε, θα πρέπει να τους... εξουδετερώσετε πλήρως. Διότι έτσι θέλουν τα Διαμαντόσκυλα, μόνο έτσι καταλαβαίνουν: εντός 24 ωρών και εκτελεστικό απόσπασμα».

«Θα εισηγηθώ στον κεντρικό πυρήνα της οργάνωσης», μούγκρισε ο κύκλωπας, «αύριο κιόλας ο πράκτορας θα βρίσκεται στα ίχνη τους».

«Ωραία, πολύ ωραία», είπε ο Κωνσταντίνος. «Οπότε λοιπόν εγώ να πηγαίνω τώρα».

«Πρώτα θα αδερφοποιηθούμε» είπε ο κύκλωπας και πήγε σε μια πλαϊνή πόρτα. «Κάτσε εδώ, μην το κουνήσεις». Ο Κωνταντίνος δεν τόλμησε να κάνει ούτε μισό βήμα. Μετά από ένα λεπτό, ο άνθρωπος–αρκούδα ξαναεμφανίστηκε με ένα βαθύ μπολ στα χέρια του: «Μέλας ζωμός».

Ο Κωνσταντίνος κοίταξε το περιεχόμενο που ήταν παχύρευστο και μαύρο, εντελώς μαύρο, με κωδικό RGB (0,0,0). Ο κύκλωπας κατέβασε ένα ξίφος από τον τοίχο και το έσυρε απαλά στον καρπό του, αφήνοντας λίγες σταγόνες αίμα να στάξουν μέσα στο μαύρο κατασκεύασμα. Κατόπιν έδωσε το ξίφος στον Κωνσταντίνο που αναγκάστηκε να κάνει το ίδιο.

«Πίνουμε τώρα».

Τρεις γερές γουλιές ήταν αρκετές στον κύκλωπα για να κατεβάσει το μισό μπολ. Κατόπιν, το προσέφερε στον άλλον, που το έβαλε στο στόμα του κι άρχισε να καταπίνει. Ένα ρίγος διέτρεξε τη σπονδυλική του στήλη κι οι τρίχες του ορθώθηκαν καθώς το απόλυτο μαύρο κυλούσε κάτω στο λαρύγγι του. Συνέχισε να πίνει με δυσκολία μέχρι που το άδειασε. «Υπέροχο...» έκανε τελικά προσπαθώντας να το κρατήσει στο στομάχι του.


*  *  *  *  *  *  *


«Θα ξεκινήσεις με τρεις λίμνες», είπε ο Άδωνις. «Αν σου κάνουν παζάρια, θ’ ανεβείς στις τέσσερις».

«Έννοια σου, έννοια σου», είπε το στέλεχος των Οικωλόγων, «έχε μου εμπιστοσύνη!»

Ήταν ένας κοντός φαλακρός τύπος, που φορούσε χακί παντελόνι και κάπνιζε τα τσιγάρα δύο μαζί. Είχε ανοίξει την μπαλκονόπορτα για να φεύγει ο καπνός κι ο κρύος μεσημεριάτικος αέρας θύμιζε στους δύο άντρες ότι ο Μάρτης ήταν γδάρτης και κακός παλουκοκάφτης. Το γραφείο της Οικωλογικής Σύμπραξης ήταν στον όροφο ενός νεοκλασικού, με τους τοίχους γεμάτους αφίσες και τα μπαλκόνια γεμάτα γλάστρες με πιπεριές και ντοματιές.

«Το πολύ–πολύ να κατεβάσεις και μια λιμνοθάλασσα ακόμα. Μέχρι εκεί όμως».

«Ξέρω τη δουλειά μου, μην ανησυχείς! Το βράδυ κιόλας θα ‘μαι Ουρανούπολη. Αύριο τα χαράματα πάω Άγιο Γαβριήλ, παραλιακά με σκάφος, να κερδίσουμε χρόνο». Ο κοντός έβγαλε ένα καφέ Samsonite σακ–βουαγιάζ κι άρχισε να πετάει μέσα ρούχα και βιβλία, χωρίς να διακόψει το διπλό κάπνισμα.

«Μπράβο. Κάνε τις διαπραγματεύσεις, δώστε τα χέρια, πάρ’ το Μύρο κι έλα γρήγορα. Κοίτα, δε θα στο δώσουν όλο. Μισό μπουκάλι, δε φαντάζομαι παραπάνω. Θα κρατήσουν το υπόλοιπο, θα σου πουν δεν έχει άλλο».

Ένας πιτσιρικάς μπήκε στο γραφείο και σερβίρισε από ένα ποτήρι ντοματοχυμό στους δύο άντρες. Ο Άδωνις κοίταξε το δικό με αποστροφή, ενώ ο κοντός άρχισε να πίνει λαχταριστά, χωρίς πάλι να διακόψει το διπλό κάπνισμα. «Θα τους ζητήσω και πιστοποιητικό γνησιότητας», είπε στο τέλος.

«Μπράβο. Δε μου λες, όλες αυτές οι αφίσες με τις γυναίκες», ο Άδωνις έδειξε γύρω τους τοίχους, «τι...;»

«Είναι Οικωλογικές».

«Μάλιστα. Κι αυτές δε φοράνε καθόλου, θέλω να πω...»

«Ο άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος αλλά πεθαίνει σκλαβωμένος, είπε ο Ρουσσώ. Εμείς, στη Ριζοσπαστική Οικωλογική Σύμπραξη, λέμε επίσης ότι ο άνθρωπος γεννιέται γυμνός αλλά πεθαίνει ντυμένος. Αυτό όμως διορθώνεται».

«Μάλιστα. Κατάλαβα».

Το στέλεχος των Οικωλόγων κούμπωσε το σακ–βουαγιάζ και σηκώθηκε: «Έτοιμος, έφυγα! Αύριο βράδυ παίρνω το ΚΤΕΛ από Θεσσαλονίκη και την επόμενη μέρα τα χαράματα θα σου ‘χω το Μύρο στο γραφείο σου! Είναι θέμα χρόνου, πες πως έγινε!»

Εκείνο το ανοιξιάτικο μεσημέρι, το κινητό του Προέδρου χτύπησε δύο φορές με το ίδιο ακριβώς μήνυμα από δύο διαφορετικούς αριθμούς: ΟΛΑ ΟΚ, ΚΑΝΟΝΙΣΤΗΚΕ. Και ήταν τόσο γλυκό αυτό το μπιπ των μηνυμάτων, πιο μελωδικό κι από κοντσέρτο του Μπετόβεν.


*  *  *  *  *  *  *


Η Ρούλα δεν είχε ιδέα από κλασική μουσική, ήξερε όμως τον Μπετόβεν. Για την ακρίβεια, την Ενάτη του Μπετόβεν. Για την ακρίβεια, τον Ύμνο στη Χαρά από την Ενάτη του Μπετόβεν. Λογικά, για να υπήρχε η Ενάτη, θα υπήρχε και η Ογδόη και η Εβδόμη κ.λπ. μέχρι και η Πρώτη του Μπετόβεν, όμως όλες αυτές ακόμα κι αν τις ήξερε, δεν ήξερε ότι τις ήξερε. Από μικρή στο κόμμα, οικογενειακή παράδοση, γεννήθηκε μάλιστα τη μέρα που ανέλαβε υπουργός οικονομικών ο Γεράσιμος Αρσένης, γι’ αυτό και οι γονείς της την τάξαν στον Άγιο Γεράσιμο και της έδωσαν το όνομα της Ρούλας Κακλαμανάκη. Η ίδια δεν ήταν αυτής της κατεύθυνσης, στην εφηβεία της σημαδεύτηκε από το σκεπτόμενο ΠΑΣΟΚ, τους εκσυγχρονιστές του Σημίτη, κι άφησε πίσω της το οικογενειακό ΠΑΣΟΚ και τις συγκεντρώσεις με τα Κάρμινα Μπουράνα – το μόνο άλλο κομμάτι κλασικής μουσικής που ήξερε.

Θα την έλεγες πολύ όμορφη κοπέλα, αρκεί να έκανες τον διαχωρισμό του Καντ ανάμεσα στο Φαινόμενο Πράγμα και στο Πράγμα Καθ’ Αυτό (an Sich): μακριά ξανθιά χαίτη (Φαινόμενη Ρούλα) με τις ρίζες βαμμένες μαύρες (Ρούλα an Sich), μάτια μελιά (Ρούλα an Sich) που γίνονταν τεράστια με eyeliner, σκιές και μάσκαρα (Φαινόμενη Ρούλα), μεγάλο και καλογραμμένο στόμα (Ρούλα an Sich) με το σταφύλι του ήλιου στα χείλη της από κραγιόν, μολύβι και lipgloss (Φαινόμενη Ρούλα). Το είχε καταλάβει από μικρή ότι δεν στέκεις αν δεν είσαι ξανθιά και δεν είναι όλα πάνω σου μεγάλα. Δεν ήταν όλα επάνω της μεγάλα κι αυτό το αντιμετώπιζε με δημιουργική λογιστική: ενισχυμένα σουτιέν και κινέζικα φορμάκια που μετατοπίζουν το λίπος της κοιλιάς στο στήθος. Πάντως οι αγουροξυπνημένοι πρωινοί επιβάτες του ΚΤΕΛ Νομού Αττικής στην Πλατεία Αιγύπτου, έβλεπαν σ’ αυτήν μια χορταστική εικόνα ανάπτυξης και ευμάρειας χωρίς να υποψιάζονται τα κρυμμένα ελλείμματα και τα greek statistics.

H Ρούλα κατέβηκε από το λεωφορείο, έπνιξε ένα χασμουρητό και τίναξε μερικές φορές τα χέρια της να ξεπιαστεί. Αυτό το ολονύχτιο ταξίδι από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα ήταν σκότωμα... Λίγος και κακός ύπνος, κούραση και πονεμένος αυχένας. Γιατί στο λεωφορείο πάντα υπάρχει και κάποιος που ροχαλίζει σ’ όλη τη διαδρομή; Η κοπέλα κοίταξε το ρολόι της, είδε ότι ήταν επτά και τέταρτο και συλλογίστηκε πως ίσα–ίσα προλάβαινε να πιει έναν καφέ, να κάνει έναν σαρωτικό ανασχηματισμό στο μακιγιάζ της και να είναι οκτώ η ώρα στο Σύνταγμα, στο περίπτερο της κυβερνητικής καμπάνιας: Ένα Νεφρό Για Την Πατρίδα. Περπάτησε με βαριά βήματα στο χώρο των αποσκευών να πάρει το σακ-βουαγιάζ της, προσπερνώντας έναν κοντό φαλακρό με δύο τσιγάρα στο χέρι που σκουντουφλούσε από τη νύστα. Πού ήταν το σακ-βουαγιάζ; Α, νάτο. Η Ρούλα πήρε το καφέ Samsonite της από τις αποσκευές και το έσυρε ως το διπλανό καφενείο.

Μετά από δέκα λεπτά κι έναν μισοτελειωμένο καφέ, αποφάσισε πως είναι ώρα να φτιάξει τη Φαινόμενη Ρούλα και να ξεκινήσει για το Σύνταγμα. Άνοιξε το Samsonite να πάρει το τσαντάκι με το μακιγιάζ κι έμεινε. Μέσα εκεί αντίκρυσε αντρικά ρούχα (και εσώρουχα), κούτες τσιγάρα, μια σειρά βιβλίων οικωλογικού περιεχομένου, κι ένα μικρό μαύρο κουτί με κλειδαριά. Πήρε λάθος σακ–βουαγιάζ... Γαμώτο! Κάποιος άγνωστος θ’ ανοίξει ανύποπτος το δικό του και θα βρει, αντί για τα ρούχα και τα βιβλία του, το μακιγιάζ και τα κινέζικα φορμάκια της. Πολύ γαμώτο! Και τώρα τι κάνουμε; Η Ρούλα πήρε μερικές χαρτοπετσέτες κι έτρεξε στην τουαλέτα του καφενείου να σώσει οτιδήποτε αν σώζεται από το μακιγιάζ της. Μετά από λίγα λεπτά αγωνίας, αποφάσισε πως ούτε αλλάζει ούτε βουλιάζει, οπότε βγήκε έξω και πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Τώρα ό,τι έγινε έγινε, πάμε στο Σύνταγμα με βάρκα την ελπίδα. Αλήθεια, τι να είχε αυτό το μαύρο κουτί στο Samsonite του οικωλόγου;

Η Ρούλα ξαναγύρισε στην καφέ αποσκευή. Όπως κι η δικιά της, είχε μια θήκη με φερμουάρ στα πλάγια, την άνοιξε και βρήκε μέσα ένα κλειδάκι που φώναζε ότι είναι φτιαγμένο για μικρά κουτιά. Ξεκλείδωσε το μαύρο αίνιγμα και κοίταξε μέσα: ένα χαρτί κι ένα μισογεμάτο μπουκαλάκι πάνω σε στρώσεις από βαμβάκι. Τα περιεργάστηκε με ενδιαφέρον. Πιστοποιητικό γνησιότητας για το Μύρο της Αμφίπλευρης Διεύρυνσης; Η Ρούλα διάβασε το χαρτί και γούρλωσαν τα όχι τόσο μεγάλα με το ημιμακιγιάζ μάτια της. Είναι δυνατόν; Μα τι γράφει εδώ πέρα!

Ξαφνικά το βλέμμα της έπεσε στο ρολόι του καφενείου. Οκτώ παρά είκοσι, φύγαμε! Έκλεισε το Samsonite και πήγε στα ΚΤΕΛ δίπλα να το αφήσει ζητώντας, αν εμφανιστεί ο ιδιοκτήτης του, να το κάνει τράμπα με το δικό της. Το μαύρο κουτί το κράτησε. Αποφάσισε να ρισκάρει με ένα περαστικό ταξί αντί να περπατήσει προς τη στάση του μετρό, και φυσικά έφτασε στο Σύνταγμα ένα τέταρτο καθυστερημένη. Ο Γρηγόρης την περίμενε στο περίπτερο της καμπάνιας φανερά εκνευρισμένος.

«Πού ‘σαι, ρε κορίτσι μου, κι ετοιμαζόμουν να σε πάρω τηλέφωνο...»

«Συγνώμη, συγνώμη, συγνώμη» άρχισε να λέει η Ρούλα, «καθυστέρησε το λεωφορείο, ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, ούτε καφέ δεν ήπια».

Ο Γρηγόρης μούγκρισε αλλά δε σχολίασε. «Πώς τα πήγατε στη Θεσσαλονίκη;» ρώτησε τελικά.

«Άσε, χάλια. Εικοσιέξι νεφρά, οκτώ πνεύμονες, ένα – πώς το λεν αυτό με την ινσουλίνη;»

«Πάγκρεας».

«Ναι, ένα τέτοιο, και τέσσερα συκώτια για την πατρίδα. Κι ένα τηλέφωνο επίσης. Χάλια μαύρα»

«Το τηλέφωνο είναι για την πατρίδα;»

«Το τηλέφωνο μου το ‘δωσε ένας βρωμόγερος που του γυάλισα, ο κύριος Μενέλαος. Συνταξιούχος διπλωματικός ακόλουθος στην Ιαπωνία, λέει. Μπρρρ! Τι να πω για τη Θεσσαλονίκη, ρε Γρηγόρη, 30% κάτω απ’ το στόχο πέσαμε... Ούτε μια καρδιά δε δώσαν».

«Δεν έχει καρδιά αυτή η πόλη».

«Αθήνα και πάλι Αθήνα. Απείλησε κιόλας το λείψανο ότι θα πάρει το αεροπλάνο να ‘ρθει να με βρει. Άκου να δεις! Αυτός είν’ αρχαίος, ρε. Πρέπει να τον προστατέψει η UNESCO, μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς».

Οι δύο σύντροφοι ετοίμασαν το περίπτερο, τα φυλλάδια, τις φόρμες εγγραφής, την οθόνη με το βιντεοσκοπημένο μήνυμα του πρωθυπουργού και τη μεγάλη επιγραφή στην πρόσοψη: Ο Έχων Δύο Νεφρούς Μεταδότω Εν Διά Την Πατρίδα.

«Γρηγόρη, να σε ρωτήσω κάτι;» θυμήθηκε σε κάποια στιγμή η Ρούλα. «Πιστεύεις ότι είναι δυνατόν να αλλάξουν θέση δύο άνθρωποι;»

«Ναι, φυσικά, όπως ο Παπαθεμελής που πήγε απ’ το κόμμα στη Νέα Δημοκρατία κι ο Μάνος που έκανε το ανάποδο».

«Όχι μωρέ, δεν εννοώ αυτό. Να μπει ο ένας στη θέση του άλλου, καταλαβαίνεις; Να αλλάξουν το εσωτερικό τους, πώς να το πω;»

«Ρε Ρούλα, δώσε κάνα φυλλάδιο στον κόσμο κι άσ’ τις βλακείες», έκανε κουρασμένα ο Γρηγόρης.

«Άντε, καλά». Η Ρούλα αφοσιώθηκε στην αποστολή της.

Συγκινούμαι ειλικρινά όταν άνθρωποι του μόχθου με σταματάν στο δρόμο και μου λένε ότι για την πατρίδα προσφέρω κι ένα νεφρό, έλεγε ξανά και ξανά ο βιντεοσκοπημένος Γιώργος Παπανδρέου από την οθόνη. Η ώρα περνούσε και δεκάδες άνθρωποι σταμάτησαν στο περίπτερο να ενημερωθούν και να προσφέρουν τους ιστούς τους για την πατρίδα. Η Ρούλα χρειαζόταν μόλις δύο νεφρά ακόμα για να πιάσει τον στόχο και τότε ήταν που βρήκε να σκάσει μύτη ο κύριος Μενέλαος:

«Κυρία Ρούλα, καλημέρα, πόσο χαίρομαι που σας ξαναβλέπω!»

«Εγώ δε χαίρομαι καθόλου» του απάντησε αυτή από μέσα της. Απ’ έξω είπε ότι πώς, κι αυτή χαίρεται, πολύ ευχάριστο που ξανασυναντιούνται και τι έκπληξη ήταν αυτή, μήπως θέλει να προσφέρει κάνα νεφρό για την πατρίδα; Ο Γρηγόρης παραδίπλα προσπαθούσε να πνίξει ένα χαμόγελο και μιλούσε με κάτι προσκόπους.

«Ήρθα πριν λίγο από τη Θεσσαλονίκη», συνέχισε ατάραχος ο κύριος Μενέλαος. «Ήθελα να σας μιλήσω, κυρία Ρούλα, για κάποια θέματα που πιστεύω ότι θα σας ενδιαφέρουν πολύ». Είχε πατημένα τα –ήντα και μάλιστα βρισκόταν πολύ πιο κοντά στα –όντα παρά στα –άντα. Φορούσε σκούρο κουστούμι και τα γκρίζα μαλλιά του ήταν αραιά, σαν προεκλογική συγκέντρωση των Οικολόγων Πράσινων. Η παρουσία του ανέδινε ένα άρωμα από παλιό χαρτοφύλακα, από γυαλιά πρεσβυωπίας, από αρχείο εγγράφων κλειδωμένο σε σκαλιστό ξύλινο ερμάρι.

«Α, ναι; Πολύ ωραία», σχολίασε η Ρούλα. «Γρηγόρη» σώσε με! ούρλιαξε από μέσα της, «μήπως χρειάζεσαι καθόλου βοήθεια;»

«Όχι, εντάξει, τα καταφέρνω μια χαρά, μην ασχολείσαι» της απάντησε αυτός.

Μια ψηλόλιγνη φιγούρα περπατούσε εκείνη τη στιγμή προς την πλατεία Συντάγματος κι όλα επάνω της φώναζαν ΠΑΣΟΚ. Δεν ήταν μόνο οι εφημερίδες που κρατούσε – Έθνος, Τα Νέα, Το Βήμα, Ελευθεροτυπία, Καρφί, Νίκη. Δεν ήταν μόνο το αγουροξυπνημένο ύφος και το μάτι που γυάλιζε για καφεΐνη, σταλιά σταλιά κι αχόρταγα τον πίνω τον φραπέ μου. Ήταν κυρίως το τεράστιο μουστάκι–τομή στο πρόσωπό του, που προσέδιδε μια σημειολογία αποπυρηνικοποιημένου Δήμου, επαρχιακού φεστιβάλ και οδού Ηρώων Πολυτεχνείου. Ο Χάλογουϊν Τζακ πίεσε τον εαυτό του να διανύσει τις λίγες δεκάδες μέτρων που τον χώριζαν ακόμα από το καφενείο της πλατείας και τη μελέτη των εφημερίδων.

Ξαφνικά χτύπησε η εφαρμογή ChickAlert στο κινητό του. Το έβγαλε και διάβασε την οθόνη: ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΟ ΘΗΛΥΚΟ ΣΤΑ 30 ΜΕΤΡΑ. Όλη η νύστα τού έφυγε μεμιάς. Πέταξε τις εφημερίδες στο πρώτο καλάθι κι άρχισε να βολτάρει γύρω γύρω ακολουθώντας την ένδειξη του ανιχνευτή στο κινητό: 25 μέτρα, 20, 15, 10... Σήκωσε το κεφάλι και την είδε. Καθόταν στο περίπτερο της κυβερνητικής καμπάνιας και μιλούσε μ’ έναν γέρο. Ο Χάλογουϊν Τζακ έβγαλε τα ειδικά βιομετρικά γυαλιά του, τα φόρεσε και τη σκανάρισε:

Θηλυκός φαινότυπος σε ηλικία γονιμοποίησης με άφθονες ενδείξεις υγείας και ικανότητας επιτυχούς κύησης, διαβίβασαν τα γυαλιά στον εγκέφαλό του. «Ωραία γκόμενα!» μουρμούρισε ο Χάλογουϊν Τζακ.

Αναλογία μέσης/γοφών κοντά στο βέλτιστο 0,7 και μεγάλη αμφιλαγόνιος διάμετρος, διαβίβασαν πάλι τα γυαλιά στον εγκέφαλό του. «Και ωραίος κώλος!» ξαναμουρμούρισε ο Χάλογουϊν Τζακ.

Ενδυματολογική επαύξηση φαινοτυπικών δεικτών παραγωγής οιστρογόνου για θηλασμό και επιτυχή κύηση, διαβίβασαν ακόμα μια φορά τα γυαλιά στον εγκέφαλό του. «Χμ... ψεύτικο στήθος», παρατήρησε ο Χάλογουϊν Τζακ. «Δεν πειράζει, ορμάμε!»

«... ήμουν κι εγώ στο κόμμα απ’ τη δεκαετία του ’70 κιόλας», έλεγε εκείνη τη στιγμή ο κύριος Μενέλαος. «Είδα αμέτρητους ανθρώπους. Να ξεκινούν απ’ το μηδέν και να φτάνουν στην κορυφή».

«Α, ναι; Πολύ ενδιαφέρον» απάντησε στωικά η Ρούλα.

«Στην αρχή δεν τους γνώριζε ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας τους, στο τέλος όμως αγόρασαν όλη την πολυκατοικία με τον θυρωρό μαζί. Μπορώ να σας προωθήσω, έχω πολλές επαφές».

«Έτσι, ε;»

«Βεβαίως. Με τις συμβουλές και τις γνωριμίες μου, μια μέρα θα γίνετε γενική διευθύντρια σε υπουργείο. Να βγούμε το βράδυ οι δυο μας, κάπου ήσυχα, και να σας τα πω αναλυτικά».

«Θέλετε να με συμβουλέψετε ή να με γαμήσετε;» τον ρώτησε η Ρούλα γλυκά–γλυκά.

«Μα φυσικά να σας συμβουλέψω, κυρία Ρούλα, δεν εννούσα καθόλου ότι–»

«Ρωτάω, γιατί αν θέλετε να με γαμήσετε, θα χρειαστεί να δώσετε και τα δύο νεφρά για την πατρίδα, να πιάσω τον στόχο», τον πληροφόρησε η Ρούλα. «Ισχύουν ακόμα οι καλές σας προθέσεις;»

«Ε εντάξει τώρα, είπα να κάνω μια καλή πράξη κι εσείς–».

«Μάλιστα, δεν ισχύουν».

«Μα απλώς να βγούμε σήμερα βράδυ σας ζήτησα, να τα πούμε λίγο πιο άνετα...» γκρίνιαξε ο κύριος Μενέλαος.

«Σήμερα βράδυ όμως το κορίτσι είναι πιασμένο», είπε ο Χάλογουϊν Τζακ που εισέβαλε ξαφνικά, «είχαμε πει να πάμε για φαγητό, το ξέχασες;»

«Αχ ναι, σωστά, το ξέχασα εντελώς», έκανε η Ρούλα κοιτώντας τον σωτήρα της, «σήμερα έχω έξοδο...»

«... στην ταβέρνα Ο Μπαξές στο Τουρκολίμανο. Οκτώ η ώρα».

«... ακριβώς. Συγνώμη, κύριε Μενέλαε, μια άλλη φορά». Το άρωμα του παλιού καλού ΠΑΣΟΚ γέμισε τα ρουθούνια της, ένα άρωμα που ήξερε κι από την οικογένειά της. Μέτρησε αστραπιαία τον σωτήρα της από πάνω ως κάτω κι αποφάσισε ότι της θύμιζε τον πατέρα της, καλό σημάδι. Ταβέρνα Ο Μπαξές στο Τουρκολίμανο, οκτώ η ώρα, είπε μέσα της.

«Α, εντάξει, ίσως αύριο θα μπορούσαμε να–» δοκίμασε ο κύριος Μενέλαος.

«Τα λέμε το βράδυ, συντρόφισσα!» είπε ο Χάλογουϊν Τζακ και πριν αποχωρήσει, της πλάσαρε με τρόπο την κάρτα του. «Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες».

«ΟΚ, οκτώ η ώρα!» είπε η Ρούλα.

«Θα σας τηλεφωνήσω αύριο, κυρία Ρούλα», έλεγε ο κύριος Μενέλαος αλλά κανείς δεν του έδινε σημασία, «ακούστε με και δε θα χάσετε».

«Ναι, ασφαλώς» απάντησε η Ρούλα, καθώς κοιτούσε την κάρτα που της άφησε ο καινούργιος της φίλος: Χάλογουϊν Τζακ, αντιδεξιός σύλλογος Τα Διαμαντόσκυλα, ένα τηλέφωνο και μια διεύθυνση κάπου στο Χαϊδάρι. Ο πράσινος ήλιος πάνω δεξιά στην κάρτα, δεν άφηνε καμιά αμφιβολία.


*  *  *  *  *  *  *


«Έπιασα την Μπράντφορντ και την Οσναμπρίκ» εξηγούσε ο Αραφάτ, ένας άντρας απροσδιόριστης ηλικίας με παλαιστινιακό φουλάρι, μακριά μούσια και σκούφο, «αν πιάσω και τη Σιμιζού στον αγώνα 162, βγάζω τη χασούρα». Έδειχνε ένα δελτίο Πάμε Στοίχημα στον Ρόκκο Χοϊδά, που τον άκουγε με ύφος υπέρτατης αποστροφής καθώς μαστόρευε κάτι μικροτσίπ σε μια πλακέτα. «Έρχομαι στα λεφτά μου, αρκεί να κάνει το θαύμα της η Σιμιζού».

«Παίζεις Στοίχημα, ρε Αραφάτ, ενώ την ίδια ώρα η Δεξιά μπορεί να απεργάζεται ακατονόμαστα σχέδια» γκρίνιαξε ο Ρόκκος Χοϊδάς, ένας γκριζομάλλης εξηντάρης. Οι δύο άντρες κάθονταν στο συνεργείο του μικρού μαγαζιού στο Χαϊδάρι, με τους τοίχους του γεμάτους από κατσαβίδια και ξεβράκωτες, ένα μαγαζί που γνωρίζουμε ήδη πολύ καλά.

«Η Δεξιά κοιμάται», είπε ο Αραφάτ, «το Αρχηγείο δεν ειδοποίησε για τίποτα. Άρα και τα μυαλά στη Σιμιζού».

«Η Δεξιά δεν κοιμάται ποτέ! Ο αγώνας συνεχίζεται διαρκώς».

«Χο, σύντροφοι!» έκανε ο Χάλογουϊν Τζακ, που εμφανίστηκε εκείνη τη στιγμή στο μαγαζί. «Ο αγώνας αναβάλλεται, παίζει γυναίκα!»

«Άντε, ρε. Καλή;» ρώτησε ο Αραφάτ. «Πού τη γνώρισες;»

«Στο περίπτερο της κυβερνητικής καμπάνιας, στο Σύνταγμα. Καλή, πολύ καλή. Και συντρόφισσα».

«Για κάνε περιγραφή».

«Να σου πω, νομίζω ότι μπορώ να βοηθήσω» είπε ο Ρόκκος Χοϊδάς, «μισό λεπτό να φέρω την τελευταία μου εφεύρεση». Εξαφανίστηκε στο συνεργείο του βάθους, ενώ ο Χάλογουϊν Τζακ έκανε αναλυτική περιγραφή της Ρούλας στον Αραφάτ. Ο γκριζομάλλης ξαναγύρισε μετά από λίγο μ’ ένα σπρέι κολώνιας: «Σύντροφοι, ιδού ο Φαινομενολογικός Ερμηνευτής».

Τα άλλα δύο Διαμαντόσκυλα κοίταξαν το σπρέι με απορία. «Τι πράμα;»

«Είναι ενισχυτικό πραγματικότητας – κατά βάση, ένας φορητός αρνητικός ιονιστής με ενσωματωμένη μονάδα υψηλής τάσης και χαμηλής έντασης, δυναμοδοτούμενος από μπαταρία ηλίου των 25 kV. Φοριέται σαν κοινή κολώνια και επηρεάζει τα γυναικεία αντιληπτικά κέντρα δημιουργώντας μια εναλλακτική ερμηνεία της πραγματικότητας».

«Πώς δηλαδή;»

«Κάνει και την πιο απλή κουβέντα ν’ ακούγεται βαθυστόχαστη. Και το πιο απλό αστείο να φαντάζει ξεκαρδιστικό. Και την πιο απλή πράξη να αποκτά ρομαντικές προεκτάσεις. Ο Ερμηνευτής προσδίδει βάθος στο γενετήσιο ένστικτο, εκτινάσσοντάς το στη σφαίρα ενός ποιήματος του Δροσίνη».

«Α, ναι;» είπε ο Χάλογουϊν Τζακ. «Δεν ξέρω όμως, φοβάμαι να βάλω τέτοιο πράμα πάνω μου, με τόσο ηλεκτρισμό και kV…»

«Κανένας κίνδυνος αν ακολουθήσεις τις οδηγίες χρήσης. Έχει και άρωμα λεβάντα».

«Σύντροφε», είπε ο Αραφάτ, «θα είμαστε μαζί σου απόψε με το μυαλό. Θα σε συνοδεύουν οι ευχές μας κι εσύ αύριο θα μας τα διηγηθείς όλα. Ο δικός σου αγώνας είναι και δικός μας, ελάτε να δώσουμε τον όρκο!». Βγάλανε γρήγορα το κάδρο με τη Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη. Υπό τη σκιά της, οι τρεις άντρες ακούμπησαν τις παλάμες τους, με τον αντίχειρα και το μικρό δάχτυλο κλειστό, τα τρία μεσαία δάχτυλα τεντωμένα, σχηματίζοντας έτσι το σύμβολο των Διαμαντόσκυλων: έναν Ανατέλοντα Ήλιο με Εννιά Ακτίνες. «Μας οδηγεί!»


*  *  *  *  *  *  *


Το βράδυ στο Τουρκολίμανο κυλούσε όμορφα και για τους δύο συντρόφους. Η Ρούλα ήταν ικανοποιημένη γιατί βρήκε πολύ περισσότερο ενδιαφέρον στον καινούργιο της φίλο απ’ ό,τι περίμενε. Είχε έρθει χωρίς μεγάλες προσδοκίες, όμως ανακάλυψε έναν άντρα ταυτόχρονα απλό αλλά και πολυδιάστατο. Δωρικό κι ανεπιτήδευτο, όμως ευαίσθητο και σοφιστικέ. Έναν άντρα που ήταν αθώος αλλά και περπατημένος, παιδικός αλλά και πατρικός, ήξερε να γίνεται αστείος εκεί που πρέπει, σοβαρός εκεί που πρέπει, να ακούει όταν πρέπει κι όταν μιλάει να λέει μόνο λόγια ουσίας. Πάνω από όλα όμως ήταν γνήσιος, ήταν ο εαυτός του. Καταπληκτικό ραντεβού.

Ο Χάλογουϊν Τζακ ήταν ικανοποιημένος γιατί η βραδιά έδειχνε ότι μπορεί να κλείσει με σεξ.

Σε κάποια στιγμή, η κοπέλα ζήτησε συγνώμη και πήγε στην τουαλέτα. Ο καθρέφτης, ο καλύτερος φίλος της γυναίκας. Στάθηκε μπροστά του κι εξέτασε τη δημόσια παρουσία της: είχε φορέσει το μακρύ κόκκινο φουστάνι, εκείνο που την κάνει να μοιάζει πυρκαγιά. Όλα τα κινέζικα φορμάκια της ήταν στη χαμένη βαλίτσα, οπότε αναγκάστηκε να κάνει λίγη έξτρα δημιουργική λογιστική με χαρτοπετσέτες μέσα στο σουτιέν. Όμως ψυχανεμιζόταν ότι η βραδιά μάλλον θα κατέληγε βιολογική, κι επειδή το σουτιέν είναι ο χειρότερος εχθρός του άντρα, τις έβγαλε και τις πέταξε στο καλάθι. Καλύτερα η εμπορική της αξία να συμβαδίζει με την αντικειμενική της αξία, γιατί αργότερα υπήρχε περίπτωση να γίνει πραγματογνωμοσύνη. Όλα τα υπόλοιπα ήταν στη θέση τους, μακιγιάζ, μαλλιά, κραγιόν, άψογα. Επέστρεψε πίσω στο τραπέζι για τον δεύτερο γύρο. «Ήρθα! Τι λέγαμε;»

«Γι’ αυτό το Μύρο της Αμφίπλευρης Διεύρυνσης που βρήκες», της θύμισε ο Χάλογουϊν Τζακ.

«Α, σωστά. Να, εδώ το ‘χω». Έβγαλε το μπουκαλάκι από την τσάντα της και του το έδωσε. «Μα είναι δυνατόν ν’ αλλάξουν θέση δύο άνθρωποι;! Το πιστεύεις;»

«Βλακείες». Το περιεργάστηκε λίγο και της το επέστρεψε. «Κάνα αφροδισιακό που απευθύνεται σε παντρεμένους. Θα υπάρχουν τίποτα πονηρά υπονοούμενα σ’ αυτήν την Αμφίπλευρη Διεύρυνση». .

«Α, δεν ξέρω, εγώ είμαι ακόμα ελεύθερη».

«Κι έτσι να μείνεις. Ο γάμος είναι μια ρουτίνα και το σεξ των παντρεμένων μια τυπική διαδικασία, χε!» είπε ο Χάλογουϊν Τζακ. Έδιωξε έναν μαύρο που πουλούσε CD κι η Ρούλα θαύμασε την αποφασιστικότητά του. «Μετά τον πρώτο χρόνο, όλα είναι μια φωτοτυπία του σαββατοκύριακου».

«Δηλαδή;» τον ρώτησε αυτή κρεμασμένη από τα χείλη του.

«Ε, καταλαβαίνεις. Η ίδια ακριβώς σκηνή κάθε σαββατοκύριακο, ξανά και ξανά. Πεδίο μάχης: το κρεβάτι. Ταλαιπωρημένα σκεπάσματα, δύο στρατοί να κείτονται αμοιβαία νικητές και νικημένοι. Τα ξέρεις όλα αυτά. Οράματα με φουσκωμένες κοιλιές, με διάφορους φίλους να ρωτάνε αν θα ‘ναι αγοράκι ή κοριτσάκι, και πάντα ο ένας απ’ τους δυο να σκέφτεται ότι ήπιε πάρα πολύ. Στο τέλος, κάποιο χέρι κινείται προς το πορτατίφ, καληνύχτα – καληνύχτα και το δωμάτιο σκοτεινιάζει, THE END. Εντελώς ρουτίνα. Γι’ αυτό σου λέω, υπάρχει λόγος σοβαρός που έμεινα ανύπαντρος. Αυτά μου τύχαν, δυστυχώς, μα τ’ αγαπάω, ευτυχώς, και να ένας λόγος σοβαρός που ‘μαι ωραίος».

Η Ρούλα είχε μείνει να τον ακούει γοητευμένη. Αυτός ο άντρας είχε ουσία! Εντελώς διαφορετικός απ’ όλους όσους είχε γνωρίσει προηγουμένως. Ακόμα κι η κολώνια λεβάντα που φορούσε ήταν ερωτική, ενώ το μουστάκι του είχε κάτι το απροσδιόριστα φαλλικό. «Εμ, το σεξ δεν είναι και το σημαντικότερο σε μια σχέση...» έκανε.

«Σωστά», συμφώνησε ο Χάλογουϊν Τζακ ξαναδιώχνοντας τον μαύρο με τα CD. «Υπάρχουν τόσα άλλα σημαντικότερα».

Φώναξαν το γκαρσόνι, πλήρωσαν και βγήκαν έξω στο βραδινό Τουρκολίμανο. Τα φώτα των καραβιών αντανακλούσαν πάνω στα νερά. «Έχω μια γκαρσονιέρα εδώ κοντά» παρατήρησε ο Χάλογουϊν Τζακ κι η Ρούλα θαύμασε την προνοητικότητά του. Ναι, αυτός σίγουρα ήταν ένας άντρας με προσωπικότητα, ένα αρσενικό που άξιζε να του δωθεί, ώστε η ένωσή τους να έχει διάσταση πέρα από το απλό σωματικό ένστικτο της αναπαραγωγής.

«Δεν ξέρω, νομίζω ότι δεν πρέπει...» του είπε, εννοώντας το αντίθετο.

«Πράγματι, δεν πρέπει» είπε ο Χάλογουϊν Τζακ κοιτώντας για κανένα περαστικό ταξί.

«Πράγματι, δεν πρέπει» είπε κι ο μαύρος με τα CD δίπλα τους. Το πιστόλι στα χέρια του δεν κολλούσε με τίποτα στον προηγούμενο ερωτισμό της βραδιάς. «Θα ‘ρθετε μαζί μου κι οι δυο σας, ούτε κιχ γιατί σας την άναψα» συμπλήρωσε.

Δύο ζευγάρια έκπληκτα μάτια συνάντησαν ένα βλέμμα ξιφομάχου. «Μη με κοιτάτε έτσι, έχω ξανασκοτώσει άνθρωπο». Ο τύπος βρέθηκε πίσω τους με μια σβέλτη κίνηση κι έχωσε το πιστόλι στα πλευρά του Χάλογουϊν Τζακ. «Εμπρός, πάμε!» Η Ρούλα πήγε να διαμαρτυρηθεί, όμως όταν ένιωσε κι αυτή το σκληρό ατσάλι στην πλάτη της προχώρησε σαν υπνωτισμένη.

Οι τελευταίοι πελάτες θα γύριζαν αργότερα στα σπίτια τους και θα σκέφτονταν πως ήταν μια απελπιστικά συνηθισμένη βραδιά• οι άντρες μόνο θα θυμόντουσαν την κουκλάρα με τα κόκκινα, παρέα μ’ έναν απελπιστικά συνηθισμένο τύπο – θα ‘θελαν να ‘ξεραν, τι του έβρισκε;



(συνεχίζεται εδώ)

Η Κατασκευή Της Πραγματικότητας

Συνεχίζοντας τον προβληματισμό των προηγούμενων αναρτήσεων («Ο Χώρος», «Το Κοινωνικό Μνημόνιο», «Ενισχυτικό Πραγματικότητας») με το σύστημα πάμε-στο-άγνωστο-με-βάρκα-την-ελπίδα (να υπάρξει επιτέλους μια κατάληξη): θέλω να δείξω πώς εφαρμόζεται η προηγούμενη συλλογιστική σε συγκεκριμένα πολιτικά ζητήματα, τι πορίσματα βγάζει και πώς επιμερίζει τις ευθύνες, ελπίζοντας ότι δεν πρόκειται για κάτι που βλέπω μόνο εγώ. Αυτό που θέλω να τονίσω σήμερα είναι ότι η πραγματικότητα είναι θέμα ερμηνείας. Το επισημαίνω αυτό και στον ψυχίατρό μου, όταν λέει ότι το γεγονός πως μόνο εγώ βλέπω τα ανθρωπάκια στο δωμάτιο, συνιστά απόδειξη ότι αυτά δεν υπάρχουν. Εγώ προσπαθώ να του εξηγήσω ότι η πραγματικότητα κατασκευάζεται, ότι η δική μου ερμηνεία περιλαμβάνει και το στοιχείο «ανθρωπάκια», όμως μιλάω στο βρόντο, προτιμάνε να με κλειδώσουνε στο δωμάτιο με τους μαλακούς τοίχους παρά ν’ ακούσουν τα επιχειρήματά μου. Πολύ άσχημο αυτό, όταν έχεις ένα σκεπτικό κι ο άλλος αρνείται να το παρακολουθήσει. Χώρια που το δωμάτιο με τους μαλακούς τοίχους είναι γεμάτο ανθρωπάκια. Ελπίζω εσείς να μην είστε σαν τον ψυχίατρό μου.

Ας δούμε πρώτα μια άλλη πραγματικότητα που κατασκευάστηκε βάση της ερμηνείας της: Βρισκόμαστε στο 1974. Η χούντα μόλις έχει πέσει κι ο Καραμανλής έχει αναλάβει. Προκειμένου λοιπόν η Ελλάδα να προχωρήσει μπροστά, έπρεπε να δωθεί μια ερμηνεία γι’ αυτό που έγινε την προηγούμενη επταετία. Ήταν έγκλημα; Κι αν ναι, τότε ποιοι ακριβώς φταίγαν;

Ήταν έγκλημα; Στην περίφημη δίκη της χούντας, υποστηρίχτηκε από τους συνηγόρους των πραξικοπηματιών ότι η επταετία δεν ήταν «χούντα» (αρνητικό), αλλά «επανάσταση» (θετικό), διότι: 1) οι πραξικοπηματίες είχαν αγαθά κίνητρα, 2) είχαν την έγκριση/στήριξη του λαού, έστω σιωπηρά. Οι αιτιάσεις αυτές καταρρίφθηκαν. Το δικαστήριο δέχτηκε ότι οι πραξικοπηματίες είχαν ταπεινά κίνητρα (αρχομανία, ίδιον όφελος κ.λπ.) κι ότι η μη–εκδήλωση μαζικής αντίστασης ήταν προϊόν φόβου, όχι σιωπηρής έγκρισης. Τελέστηκε λοιπόν έγκλημα, άρα η επταετία ήταν «χούντα», δεν ήταν «επανάσταση».

Ποιοι ακριβώς φταίγαν; Αυτό ήταν κάτι που έπρεπε να αποφασιστεί πριν τη δίκη. Η φράση – κλειδί εδώ ήταν αν το έγκλημα της επταετίας υπήρξε «στιγμιαίο» ή «εξακολουθητικό». Το πρώτο σήμαινε ότι ήταν κάτι που τελέστηκε την 21η Απριλίου 1967 και κατόπιν εγκαθιδρύθηκε μια κατάσταση, με βασικό συστατικό της λειτουργίας της τον φόβο. Το δεύτερο σήμαινε ότι το έγκλημα συνέχισε να τελείται κάθε μέρα της επταετίας. Άμεσο συμπέρασμα ενός «στιγμιαίου» εγκλήματος θα ήταν ότι πάρα πολλοί μικροσυνεργάτες της χούντας συνέβαλαν στο έγκλημα επειδή φοβήθηκαν, οπότε είχαν ελαφρυντικό. Άμεσο συμπέρασμα ενός «εξακολουθητικού» εγκλήματος θα ήταν ότι δεν υπήρχε καμία δικαιολογία για τους πάμπολλους μικροσυνεργάτες, ούτε φόβος ούτε τίποτα, όφειλαν να αρνηθούνε οποιαδήποτε συμμετοχή στο έγκλημα. Εκεί λοιπόν έπρεπε να παρθεί μια απόφαση από τον Καραμανλή και την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, πόσο ψηλά θα θέσουν τον πήχυ. Η επταετία ως «στιγμιαίο» έγκλημα σήμαινε ότι θα διωχθούν ποινικά μόνο οι αρχιχουντικοί και κάποιοι από τους διακεκριμένους συνεργάτες τους. Η επταετία ως «εξακολουθητικό» έγκλημα σήμαινε ότι αρκετές εκατοντάδες ή και χιλιάδες άνθρωποι θα οδηγούνταν στο δικαστήριο. Ο Καραμανλής έκρινε ότι η κατάσταση ήταν ακόμα έκρυθμη, με χουντικούς αξιωματικούς στο στρατό, με το βασιλιά να συνωμοτεί από το εξωτερικό, με την Αθήνα περικυκλωμένη από στρατόπεδα κ.α. Ήταν επικίνδυνο να εξαπολυόταν κύμα διώξεων, οπότε αναγκαστικά έπρεπε η επταετία να ήταν «στιγμιαίο» έγκλημα. Δώθηκε ερμηνεία, κατασκευάστηκε πραγματικότητα.

Αλίευσα αυτές τις πληροφορίες από εδώ (διαβάστε το, είναι ενδιαφέρον). Δεν καταφέρομαι εναντίον του Καραμανλή, αναγνωρίζω ότι η κατάσταση τότε ήταν περίπλοκη και δεν υπήρχαν εύκολες αποφάσεις. Αναγνωρίζω επίσης ότι ένα τμήμα του κόσμου, μεγαλύτερο από αυτό που θέλουμε να πιστεύουμε συνήθως, όντως ενέκρινε τη χούντα – ή, τέλος πάντων, δε διαφωνούσε ριζικά μ’ αυτήν. Έπρεπε να γίνει μια δίκη και μάλιστα γρήγορα, για να δωθεί κι ένα μήνυμα σ’ αυτό το (καθόλου αμελητέο) τμήμα του κόσμου ότι όλα όσα ξέρατε να τα ξεχάσετε, από δω κι μπρος θα λειτουργήσουμε διαφορετικά. Ας επιστρέψουμε στο παρόν να σώσουμε οτιδήποτε αν σώζεται:

Πριν λίγο καιρό, ο Θεόδωρος Πάγκαλος αποπειράθηκε να κατασκευάσει πραγματικότητα με τη διαβόητη δήλωση: «μαζί τα φάγαμε (στο πλαίσιο ενός φαύλου πολιτικού συστήματος κ.λπ.)». Κατόπιν ξέσπασε θύελλα αντιδράσεων και κόντρα αντιδράσεων, συζητήσεις επί συζητήσεων για το αν ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης είχε δίκιο ή άδικο, αν υπήρξε ουσιαστική συνενοχή πολιτών – πολιτικών ή αν οι τελευταίοι φέρουν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης, το ρόλο της ψήφου που νομιμοποιεί τους πολιτικούς, το ρόλο της αποχής κ.λπ. Θέλω εδώ να δείξω τον τρόπο που βλέπω εγώ το ζήτημα. Δεν είμαι οικονομολόγος ή πολιτικός αναλυτής, είμαι όμως καταναλωτής πραγματικότητας και, ως τέτοιος, απαιτώ συνέπεια από την ερμηνεία που καλούμαι να υιοθετήσω.

1) Το ερώτημα λοιπόν αν υπήρξε συνενοχή πολιτών–πολιτικών ή, αντίθετα, αν οι τελευταίοι φέρουν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης, μου θυμίζει έντονα το δίλημμα της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας στη μεταπολίτευση, αν η επταετία υπήρξε «στιγμιαίο» ή «εξακολουθητικό» έγκλημα – δηλαδή, με άλλα λόγια, πόσο ψηλά ή χαμηλά θα βάλουμε τον πήχυ. Η απάντησή μου είναι: βάλτε τον όσο ψηλά ή χαμηλά θέλετε, αρκεί να δώσετε γρήγορα μια ερμηνεία. Δεν έχω αντίρρηση να φταίνε μόνο οι πολιτικοί ή να φταίνε μαζί τους και ευρύτατα πληθυσμιακά στρώματα. Είναι απαραίτητο όμως να υπάρξει μια ερμηνεία προκειμένου να προχωρήσει μπροστά η χώρα, σε κάτι διαφορετικό.

2) Για να δωθεί η όποια ερμηνεία, δε φτάνουν μόνο οι δηλώσεις, οι λόγοι στο Καστελόριζο, οι συνεντεύξεις στο Βήμα και η μετάνοια αναγεννημένης Ντόρας που πλέον, με κάποιον μαγικό τρόπο, είδε το φως το αληθινό, πήραμε τη ζωή μας λάθος κι αλλάξαμε ζωή. Όπως είπα και στο «Κοινωνικό Μνημόνιο», ο πολιτικός μιλάει με πράξεις – τόσο με την καθαρά πολιτική του δράση, αλλά και με όλο το μη–λεκτικό μέρος της παρουσίας του. Ακόμα κι οι ζεϊμπεκιές του Παπανδρέου είναι πολιτικές, ενώ οι δικές σας κι οι δικές μου είναι χορευτικές.

3) Τούτων λεχθέντων, η δήλωση του Πάγκαλου ερμηνευτικά στέκει μόνο ως εισαγωγή μιας παραίτησης. «Μαζί τα φάγαμε, στο πλαίσιο ενός φαύλου συστήματος πελατειακών σχέσεων και γενικευμένης διαφθοράς, μπλα μπλα μπλα, οπότε παραιτούμαι και πάω σπίτι μου, δε στάθηκα στο ύψος της εμπιστοσύνης που μου προσφέρθηκε, δωρίζω και το 1/5 της περιουσίας μου στην Ορνιθολογική Εταιρεία και στο Χαμόγελο του Παιδιού να βουλώσω στόματα, μη λεν τίποτα κακοήθεις ότι τα πήρα». Έτσι μάλιστα, στέκει η δήλωση και δημιουργεί ερμηνεία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, βάζεις τον Γιάννη και τη Μαρία στο σκαμνί της υπαιτιότητας. Όμως «μαζί τα φάγαμε» + Πάγκαλος στην πολιτική, δε στέκει. Με Πάγκαλο να παραμένει στην πολιτική, το μόνο που στέκει ερμηνευτικά είναι ότι δεν υπάρχει και μεγάλη διαφορά από την προηγούμενη κατάσταση, ότι δεν έχουμε μεταπολίτευση αλλά κάποια ηπιότερη συνέχεια της χούντας – ας πούμε, κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Τη στιγμή όμως που εκστομίστηκαν αυτά τα λόγια, «φαύλο σύστημα», από το στόμα του πολιτικού, τότε η όλη στάση Πάγκαλου φαλτσάρει. Είναι σαν να λες «σ’ αγαπώ» χαχανίζοντας, σαν να ζητάς συγνώμη καγχάζοντας. Είναι σαν εκείνο που έλεγε ο Κουρασμένος, «αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη» (θυμάστε;). Στο φινάλε, είναι λόγια που δεν υποστηρίζονται από αντίστοιχες στάσεις και πράξεις. Υπάρχει μια τεχνική να λες «σ’ αγαπώ», να ζητάς συγνώμη. Η τεχνική αυτή δεν περιλαμβάνει πάντως χαχανίσματα και καγχασμούς, τούτα είναι για άλλες καταστάσεις. Στους εραστές και στους πολιτικούς μετράνε κυρίως οι πράξεις και οι προσωπικές στάσεις, τα λόγια έρχονται δεύτερα. Αν θες λοιπόν να δημιουργήσεις την ερμηνεία του «σ’ αγαπώ» τότε, πέρα από τα λόγια, την υποστηρίζεις με όλη την υπόλοιπη στάση σου. Αν θες να δημιουργήσεις την ερμηνεία της συνενοχής πολιτικών – πολιτών, τότε αναλαμβάνεις έμπρακτα το μερίδιο της ευθύνης που σου αναλογεί: πηγαίνεις σπίτι σου. Με ομολογία αποτυχίας. Αν είσαι έξυπνος, κάνεις και μια μεγάλη δωρεά σε κάποια φιλανθρωπική οργάνωση.

Αν το καλοσκεφτείτε, το «μαζί τα φάγαμε» του Πάγκαλου ισοδυναμεί με μια υποθετική δήλωση Παττακού: «είχαμε λαϊκή στήριξη». Υπήρξε σίγουρα ένα καθόλου αμελητέο τμήμα του κόσμου που συμμετείχε είτε στο χουντικό σύστημα είτε στο φαύλο σύστημα των προηγούμενων δεκαετιών, είναι δεδομένο αυτό. Αν όμως, ως Πάγκαλος, θέλεις να συμπεριλάβεις κι αυτούς στο έγκλημα, τότε εσύ δεν μπορεί παρά να έχεις τον ρόλο του αρχιχουντικού ή κάποιου διακεκριμένου συνεργάτη. Διότι τελέστηκε έγκλημα, το ξέρουμε όλοι μας, εκτός των άλλων είναι και ομολογημένο, ο Πάγκαλος μίλησε για «φαύλο πολιτικό σύστημα». Ήταν χούντα, όχι επανάσταση. Πού είναι όμως η μεταπολίτευση; Γιατί με τις πράξεις τους οι πολιτικοί δείχνουν ότι συνεχίζουμε με «κυβέρνηση Μαρκεζίνη», δηλαδή με μια ηπιότερη συνέχεια της φαυλότητας;

4) Ναι αλλά οι φαύλοι πολιτικοί ψηφίστηκαν, δεν πήραν πραξικοπηματικά την εξουσία. Το επιχείρημα αυτό δεν στέκει γιατί, όπως είπα και στο «Ενισχυτικό Πραγματικότητας», είναι διαφορετικός ο ρόλος πολιτών – πολιτικών. Το εκλογικό σώμα οφείλει να συμπεριφέρεται ως ένας μικρός θεός που τιμωρεί ή επιβραβεύει την προσωπική ακεραιότητα και τιμιότητα, οι πολιτικοί οφείλουν να παίξουν το ρόλο του δίκαιου πιστού που τηρεί τις εντολές. Από έναν χριστιανό απαιτώ κάποιες έμπρακτες ηθικές στάσεις• δε φτάνει μόνο να ξέρει το Πάτερ Ημών και να πηγαίνει τις Κυριακές στη λειτουργία, απαιτώ π.χ. να κάνει το καλό και να το ρίχνει στον γυαλό χωρίς να αυτοδιαφημίζεται, έχοντας εμπιστοσύνη ότι θα λάβει την ανταμοιβή του από τον Θεό για τη σεμνή στάση που κράτησε. Από έναν (δημοκράτη) πολιτικό απαιτώ εξίσου κάποιες ηθικές στάσεις• δε φτάνουν μόνο οι συνεντεύξεις και το πολιτικό του πρόγραμμα, απαιτώ π.χ. να μην κάνει τα στραβά μάτια στις μεθοδεύσεις των κομματικών του συναδέλφων, έχοντας εμπιστοσύνη ότι θα λάβει την ανταμοιβή του από το εκλογικό σώμα για την ακέραια στάση που κράτησε. Το έχω δει αυτό να συμβαίνει σε τοπικό ή κλαδικό επίπεδο• να αναγνωρίζεται και να επιβραβεύεται η προσωπική ακεραιότητα, ακόμα και από ιδεολογικούς αντιπάλους. Δε θυμάμαι να το έχω δει όμως στην κεντρική πολιτική σκηνή και το απαιτώ. Ο παραλληλισμός χριστιανού και (δημοκράτη) πολιτικού δεν είναι καθόλου υπερβολικός στη σκέψη μου και ειλικρινά δε με ενδιαφέρει καθόλου αν ο πολιτικός είναι σοσιαλιστής ή φιλελεύθερος ή οτιδήποτε. Γιατί όπως είπε κι ο Κύριος προς την Εκκλησία της Λαοδικείας: Οιδά σου τα έργα, όφελον σοσιαλιστής ει ή φιλελεύθερος• ούτως ότι ούτε σοσιαλιστής ούτε φιλελεύθερος ει, αλλά πολιτικός αγύρτης, μέλλω σε εμέσαι εκ του στόματός μου.

Στο φινάλε: Είναι αδύνατο να πει κανείς πόσος κόσμος ενέκρινε τη χούντα. Είναι εξίσου αδύνατο να πει πόσος κόσμος συμμετείχε ενεργά στη φαυλότητα των προηγούμενων δεκαετιών. Το μόνο που μπορεί να γίνει, είναι να δωθεί σ' όλους αυτούς ένα ξεκάθαρο μήνυμα: ξεχάστε ό,τι ξέρατε, τώρα θα λειτουργήσουμε διαφορετικά. Τα μηνύματα όμως δεν δίνονται με συνεντεύξεις στο Βήμα, αλλά με πράξεις και προσωπικές στάσεις - εφόσον πάντα μιλάμε για πολιτικούς με ανάστημα, όχι για το είδος των πολιτικών που ευδοκιμεί στην Ελλάδα: ανθρωπάκια.    

Ωχ, τους ακούω να ‘ρχονται, θα με κλείσουν πάλι στο δωμάτιο με τους μαλακούς τοίχους, δεν το θέλω αυτό το δωμάτιο, είναι πολύ άσπρο κι έχει παντού ανθρωπάκια, τις νύχτες ακούγονται περίεργοι ήχοι, φυτρώνει ένα δέντρο και τα ανθρωπάκια κρέμονται απ’ τα κλαδιά του, βγαίνουν απ’ τις ρίζες του, μην τους αφήσετε να το κάνουν, όχι άλλα ανθρωπάκια, όχι άλλα ανθρωπάκια, όχι άλλα ανθρωπ

Εισπνοή Ανέκπνοη

Κάθε φορά που πηγαίνεις οπουδήποτε, ξέρεις ότι κάποτε θα επιστρέψεις. Κάθε βήμα που κάνεις κουβαλάει μαζί το αντίθετό του• είτε σε 3 ώρες είτε σε 3 μέρες είτε σε 3 χρόνια, θα ξαναπερπατήσεις τον ίδιο δρόμο από την αντίθετη κατεύθυνση, με το δεξί πόδι να πατάει εκεί που πάτησε παλιότερα το αριστερό. Αφήνεις έτσι αχνάρια ενός φανταστικού τέρατος με 10 δάχτυλα στο κάθε πόδι, 5 μπροστά και 5 πίσω. Όλα στη ζωή κάνουν ζευγάρι με το αντίθετό τους: κάθε αναχώρηση έχει και την επιστροφή της, κάθε ανοιγμένη πόρτα ξανακλείνει, κάθε εισπνοή εκπνέεται.

Όταν όμως κάνεις ταξίδι χωρίς γυρισμό, δεν πρόκειται να επιστρέψεις μετά από 3 χρονικές μονάδες και να το ακυρώσεις. Η διαδρομή αυτή είναι μονόδρομος, εισπνοή ανέκπνοη (υπάρχει τέτοια λέξη;). Όμως επειδή η ανθρώπινη καρδιά δεν είναι συνηθισμένη στους μονόδρομους, σαστίζει και παραξενεύεται, η εμπειρία την ξενίζει. Μια περίεργη μελαγχολία, έξαψη, φόβος, ζωντάνια, κρυάδα, ζεστασιά, κάτι τέτοιο, την αρπάζει. Όμως τα αχνάρια που αφήνεις έτσι είναι ανθρώπινα – αυτά με τα 5 δάχτυλα.

Ενισχυτικό Πραγματικότητας

Συνεχίζοντας τον προβληματισμό των προηγούμενων αναρτήσεων («Ο Χώρος» και «Το Κοινωνικό Μνημόνιο»), που γι’ αλλού ξεκίνησε, αλλού πάει, ούτε κι εγώ δεν ξέρω πού πάει τελικά.

Το προσωπικό μου λεξικό στο λήμμα Πραγματικότητα έχει τον εξής ορισμό: Πραγματικότητα = Το τμήμα αυτό της ύπαρξης στο οποίο υπάρχει διάσταση ανάμεσα στην ηθικότητα μιας πράξης και στην επιβράβευσή της. Δηλαδή, η πραγματικότητα είναι έτσι κατασκευασμένη ώστε να μην επιβραβεύει αναγκαστικά την ειλικρίνεια, την τιμιότητα, την ανιδιοτέλεια κ.λπ. με ισόποση ευτυχία. Άλλοτε το κάνει, άλλοτε δεν το κάνει, άλλοτε ανοίγει τέτοιο spread ανάμεσα στην ηθικότητα και την ευτυχία, μεγαλύτερο κι απ’ αυτό των ελληνικών ομολόγων.

Τι δεν είναι πραγματικό, από αυτήν την άποψη; Ας πούμε, οι ταινίες που παράγει με το κιλό το Χόλιγουντ. Διότι πριν ακόμα παρακολουθήσουμε μια τέτοια ταινία, ξέρουμε ότι θα δράσει εντός της ένα κινηματογραφικό κάρμα – ότι ο καλός θα κερδίσει τελικά, ο κακός θα τιμωρηθεί, οι επηρμένοι θα ταπεινωθούν κι οι ταπεινοί θα εξυψωθούν. Γνωρίζουμε εκ των προτέρων ότι θα υπάρξει happy end, απλώς περιμένουμε να δούμε τον τρόπο που θα υλοποιηθεί. Παραείναι καλό για να ‘ναι πραγματικό.

Επίσης, ούτε ο Ιζνογκούντ είναι πραγματικός. Ξέρουμε εκ των προτέρων ότι δε θα γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη, ότι θα έρθουν έτσι τα πράγματα ώστε όσο και να σκυλιάσει, η κακία, η μοχθηρότητα, η ποταπότητά του στο τέλος θα νικηθούν. Αλήθεια, για ρωτήστε τον μεγάλο βεζίρη τι γνώμη έχει για την περίφημη φράση του Κοέλιο, «όταν επιθυμείς κάτι πάρα πολύ, τότε όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να σε βοηθήσει»; Με βάση την εμπειρία του, το επιβεβαιώνει;

Κοιτάζω το ημερολόγιό μου και βλέπω ότι πριν πολλά χρόνια είχα γράψει τη φράση: «Τρεις είναι οι μεγάλες εφευρέσεις της Δύσης, στις οποίες δεν μπορεί ν’ αντισταθεί ο τρίτος κόσμος: η τηλεόραση, το ποδόσφαιρο κι ο χριστιανισμός». Σήμερα δεν θα το έγραφα αυτό, πιστεύω πλέον ότι δεν είναι θέμα Δύσης και χριστιανισμού αλλά, γενικότερα, θέμα μονοθεϊσμού. Οι τοπικές λατρείες και οι αρχαίοι ανιμισμοί δεν μπορούν να αντισταθούνε, σε επίπεδο κοινωνίας, όταν έρχονται σε επαφή με μια από τις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες.

Πέρα εκεί, στις άκρες του βιρμανικού βορρά, υπάρχει η επαρχία των Κατσίν, γνωστοί και ως Τζίνγκπο, Σίνγκπο, Ραουάνγκ, Λατσίν... Παιδιά των Ιμαλαΐων, ζούνε επί αιώνες στα χαμηλότερα υψόμετρα αυτής της τιτάνιας οροσειράς (σε κάτι λόφους 4.000 και 5.000 μέτρων), χωρίς γραπτή γλώσσα μέχρι πρόσφατα, φτωχοί, ανιμιστές από αρχαιοτάτων χρόνων, πολλαπλά αδικημένοι από την κεντρική βιρμανική χούντα. Η παράδοσή τους κάτι έχει να πει για όλα αυτά:

Μια μέρα πριν πολλά χρόνια, ο Μεγάλος Αρχηγός κάλεσε όλες τις φυλές της Γης, για να τους δώσει γραπτές γλώσσες. Οι Βιρμανοί κι οι Κινέζοι πήραν τις δικές τους γραμμένες σε μπανανόφυλλα, οι Κατσίν σε χοιροτόμαρα. Κατά τη μακρά πορεία επιστροφής όμως, οι Κατσίν πείνασαν κι αναγκάστηκαν να βράσουν τα χοιροτόμαρα να τα φάνε. Έτσι απέμειναν χωρίς γραπτή γλώσσα.

Μια άλλη μέρα, ο Μεγάλος Αρχηγός ξανακάλεσε τις φυλές για καινούργιο μίτινγκ. Οι Βιρμανοί κι οι Κινέζοι, που προφανώς είχαν πρόσβαση σε καλά πληροφορημένες πηγές, εφοδιάστηκαν με μεγάλα καλάθια και πήγαν, ενώ οι απλοϊκοί Κατσίν ήρθαν χωρίς τίποτα. Δυστυχώς όμως, ο Μεγάλος Αρχηγός μοίρασε επίγεια αγαθά και οι άτυχοι Κατσίν πήραν μόνο όσα χωρούσε η χούφτα τους γι’ αυτό κι απέμειναν φτωχοί – σε αντίθεση με τους Βιρμανούς και τους Κινέζους.

Καινούργιο μίτινγκ όμως οργάνωσε ο Μεγάλος Αρχηγός. Οι Κατσίν αυτή τη φορά είπαν να μην την ξαναπατήσουν, οπότε πήραν τα μεγαλύτερά τους καλάθια και πήγαν. Τώρα όμως ο Μεγάλος Αρχηγός μοίρασε θεούς... Οι Βιρμανοί κι οι Κινέζοι έλαβαν μόνο έναν θεό, δε χωρούσε άλλος στις χούφτες τους, οι Κατσίν όμως γέμισαν τα καλάθια τους. Ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει που κουράστηκαν κατά την πορεία του γυρισμού και σε κάθε δέντρο, σε κάθε ρέμα, σε κάθε βουνό άφηναν κι από έναν θεό; Από τότε όλη η φύση, για τους Κατσίν, είναι γεμάτη θεούς, στους οποίους κάνουν τακτικά προσφορές με λουλούδια και φαγητά να τους εξευμενίσουν.

Όλα αυτά ίσχυαν πριν από πολλά πολλά χρόνια. Σήμερα όμως, μετά από τη δράση αμέτρητων αμερικανών ιεραποστόλων, μετά από την αγγλική αποικιοκρατία που έβαλε την περιοχή των Κατσίν στο ίδιο τσουβάλι με τους (εθνοτικά) Βιρμανούς, κι ονόμασε αυτό το τσουβάλι «Βιρμανία», τα πράγματα έχουν αλλάξει (πλην της φτώχειας, αυτή συνεχίζει να παραμένει). Οι μισοί Κατσίν πλέον έγιναν χριστιανοί (ή, έστω, πάντρεψαν τον χριστιανισμό με τον αρχαίο ανιμισμό), ενώ υπάρχει κι ένα σημαντικό ποσοστό βουδιστών. Οι μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες επικράτησαν, σαν σαρωτικός Ολυμπιακός στο ελληνικό πρωτάθλημα.

Οπότε, το ερώτημα που τίθεται εδώ: τι είναι αυτό που έχουν οι μονοθεϊστικές θρησκείες και επικρατούν, σε κοινωνικό επίπεδο, έναντι των άλλων θρησκειών και τοπικών λατρειών; Ποιο είναι αυτό το ιδιαίτερο στοιχείο που μόνο ο χριστιανισμός, ο βουδισμός και το Ισλάμ έχουν να προσφέρουν; Απάντηση (κατά τη γνώμη μου): έχουν ενισχυτικό πραγματικότητας. Δηλαδή, έναν μηχανισμό στη θεολογία τους, ο οποίος προβλέπει ανταμοιβή στην ηθικότητα, γεφυρώνει τη θεμελιώδη διάσταση της πραγματικότητας. Ο βουδισμός έχει το κάρμα, ο χριστιανισμός τη μετά θάνατον ζωή και την αθανασία της ψυχής, αναλόγως και το Ισλάμ. Και οι τρεις πάντως μπορούνε να υποσχεθούνε στους πιστούς τους: «τα βάσανα κι ο πόνος σου δε θα πάνε χαμένα, θα έρθει η στιγμή που θα ανταμοιφθείς για την ακέραια στάση που κράτησες». Και η πραγματικότητα που περιλαμβάνει Υπέρτατο Λογιστή, ο οποίος κρατά λογαριασμό για κάθε κακοπάθεια κι αδικία, είναι ενισχυμένη σε σχέση με την πραγματικότητα που προβλέπει μόνο απρόβλεπτους θεούς, ο καθένας με τις αδυναμίες και τα καπρίτσια του. Αυτό όμως το κείμενο δεν είναι για τις θρησκείες. Είναι συνέχεια ενός προβληματισμού κι έχει τελικό σημείο αναφοράς τη σύγχρονη ελληνική πολιτική.

Ανέφερα στην προηγούμενη ανάρτηση για τα «κοινωνικά μνημόνια» (τα παιχνίδια παίζονται σύμφωνα με τους κανόνες τους, δεν κατασκευάζουμε φράχτες για να διαφυλάξουμε την πολύτιμη μοναδικότητά μας κ.λπ.), ότι εφαρμόζονται από πάνω προς τα κάτω και δια του παραδείγματος. Όχι με μανιφέστα, λόγους και προγραμματικές θέσεις, αλλά με το μη–λεκτικό μέρος της παρουσίας ενός πολιτικού. Όλα αυτά καλά, όμως παραμένει ένα κενό. Το σύστημα που δημιουργείται έτσι, λειτουργεί άραγε; Η ηθική ακεραιότητα ενός πολιτικού, από την άποψη της έμπρακτης εφαρμογής του «κοινωνικού μνημονίου», δημιουργεί ενισχυμένη πραγματικότητα ή όχι; Ο πολιτικός θα νιώθει ανιμιστής (= έχει απέναντί του ένα απρόβλεπτο εκλογικό σώμα με εγγενείς αδυναμίες και πάθη) ή χριστιανός; (= έχει απέναντί του ένα κατά βάση συνεπές εκλογικό σώμα, που επιβραβεύει την ηθική στάση ακόμα και με άμεση εκλογική ευτυχία). Και πέρα από ωραία κείμενα και θεωρίες: στην πράξη, στην Ελλάδα του 2011, στη Βιρμανία του 2011, ο κόσμος έχει συνολικά υγιές κριτήριο ή είναι ανώριμος, φοβισμένος, σκάρτος; Συγκεκριμένες απαντήσεις, όχι θεωρίες και φιλοσοφίες!

Η γνώμη μου είναι πως ναι. Σε δύο χώρες, Βιρμανία και Ελλάδα, ο συγκεκριμένος κόσμος ΔΙΨΑ για τιμιότητα και ηθική ακεραιότητα. Με τα στραβά του, τις ιδιοτέλειες και τις μικρότητές του, όμως στο φινάλε ο κόσμος έχει υγιές κριτήριο. Και είναι έτοιμος να παίξει το ρόλο ενός μικρού θεού, που θα επιβραβεύσει τους δίκαιους πιστούς, ακόμα και με άμεση εκλογική ευτυχία. Αρκεί, φυσικά, να εμφανιστούν αυτοί οι πιστοί γιατί, στην Ελλάδα τουλάχιστον, δεν τους είδαμε ως τώρα...

Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμα περισσότερο: η εμπιστοσύνη στον κόσμο, αν το καλοσκεφτείτε, είναι και το βασικότερο στοιχείο της δημοκρατίας! Η πίστη πως ο κόσμος θα επιβραβεύσει τελικά τις έντιμες πολιτικές στάσεις. Θα δυσαρεστηθούν βέβαια οι άμεσα θιγόμενοι και οι εκλογικοί πελάτες, όμως θα γοητευτούν ακόμα και πολιτικοί αντίπαλοι. Το καθήκον του κόσμου είναι ακριβώς αυτή η επιβράβευση. Το καθήκον των πολιτικών είναι να παρουσιάζουν ακριβώς τέτοιες ανιδιοτελείς πολιτικές πράξεις. Από αυτήν την άποψη, το αντίθετο της δημοκρατίας δεν είναι μόνο ο αυταρχισμός. Είναι και ο λαϊκισμός, το μέτρημα των κουκιών, η απόκρυψη της αλήθειας, οι κομματικοί τακτικισμοί, η εξυπηρέτηση συμφερόντων κ.α. Είναι οποιαδήποτε πολιτική πράξη που βρωμάει από πεποίθηση ανωτερότητας – ότι ο πολιτικός αποτελεί κάτι σπουδαιότερο, ανώτερο από τον απλό κόσμο, ο οποίος χρειάζεται καθοδήγηση, χειραγώγηση, μετριασμό αλήθειας.

Ας αναφέρω μόνο ένα μικρό παράδειγμα για να δείξω ότι όλα τελικά ανάγονται στην εμπιστοσύνη. Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες προσπαθούν να ξεδιαλύνουν το μυστήριο: γιατί ο πρωθυπουργός διατηρεί στην κυβέρνησή του πολιτικούς αστέρες όπως ο Χρήστος Παπουτσής κι ο Χάρης Καστανίδης; (μη χαίρεστε, οι νεοδημοκράτες: γιατί ο Καραμανλής διατηρούσε στην κυβέρνησή του πολιτικούς γίγαντες όπως ο Άρης Σπηλιωτόπουλος κι η Φάνη Πάλλη–Πετραλιά;). Δεν ξέρει τι αξίζουν οι προαναφερθέντες, δε γνωρίζει τις ικανότητές τους; (τις ποιες;). Απάντηση: σίγουρα το γνωρίζει, όμως όλοι αυτοί έχουν προσφέρει πολλά στο κόμμα. Έχουν πλέον την προσωπική τους εκλογική πελατεία, η οποία θα δυσαρεστηθεί αν δεν υπουργοποιηθούν οι πατρώνες της. Και δεν το ρισκάρουμε να τη δυσαρεστήσουμε όταν οι δημοσκοπήσεις παύουν να χαμογελούν.

Όχι, να το ρισκάρετε. Ο κόσμος δεν είναι χαζός. Ο κόσμος καταλαβαίνει και ξέρει να εκτιμά μια έντιμη πολιτική πράξη. Μην τον υποτιμάτε τον κόσμο και μη θεωρείτε ότι είστε κάτι ανώτερο και σπουδαιότερο από αυτόν – δεν είστε. Στη βάση της πολιτικής δειλίας υπάρχει η υποτίμηση του κόσμου. Στη βάση της πολιτικής εντιμότητας υπάρχει η εμπιστοσύνη στον κόσμο. Είμαστε αναγκασμένοι να προχωρήσουμε με δημοκρατία, να τη φτιάξουμε από την αρχή γιατί αυτό που είχαμε ως τώρα δεν ήταν δημοκρατία, είχε μεν κοινοβουλευτισμό και πολυκομματισμό, απουσίαζε όμως το βασικότερό της στοιχείο: η εμπιστοσύνη. Τον έχετε κοροϊδέψει πολύ τον κόσμο - ακόμα χειρότερα, τον έχετε υποτιμήσει. Ποιος σας είπε ότι το έργο σας θα είναι εύκολο; Ο πραγματικός δημοκράτης είναι κι ένα είδος πιστού, ένας χριστιανός που προσβλέπει στην κρίση των ψυχών. Η δημοκρατία είναι ένα είδος θρησκείας που απαιτεί έμπρακτη συμμόρφωση με τον Νόμο, με το Ντάρμα, με τις επιταγές του Θείου Λόγου, κάτι τέτοιο. Αξίζει όμως, γιατί μπορεί να επιβραβεύσει την εντιμότητα και την ακεραιότητα, να έχει ενισχυτικό πραγματικότητας.

Κάθε φορά που ένας πολιτικός με τις πράξεις του βεβαιώνει μια ανιμιστική πραγματικότητα, γεμάτη από θεούς που χρειάζονται εξευμενισμό, εκφοβισμό, τυφλή λατρεία, αφιερωματικές θυσίες, τότε εκπίπτει της δημοκρατίας. Κάθε φορά που ένας πολιτικός με τις πράξεις του βεβαιώνει μια ενισχυμένη πραγματικότητα, τότε μόνο μπορεί να παινεύεται ότι είναι δημοκράτης.

Το Κοινωνικό Μνημόνιο

Συνεχίζοντας τον προβληματισμό αυτής της ανάρτησης («Ο Χώρος»), απαντώντας και σε κάποια σχόλια, ας κάνουμε κατ’ αρχήν ένα ακόμα ταξιδάκι στον εξωτικό παράδεισο της Βιρμανίας:

Φαντάσου ότι ζεις σε μια από τις πιο φτωχές χώρες της Ασίας. Το μεροκάματο είναι 1-2 δολάρια, το φαγητό είναι θέμα, το καθαρό νερό είναι θέμα, έχεις ηλεκτρισμό λίγες ώρες την ημέρα, έχεις μάθει να ζεις με συνεχείς διάρροιες κι εντερικά προβλήματα, τρέμεις μην πάθεις κάτι σοβαρότερο γιατί την πάτησες άσχημα κι εσύ και η οικογένειά σου. Τρέμεις όμως και τους υπόλοιπους ανθρώπους. Σαράντα εννιά χρόνια σκληρής χούντας, μετά από δεκατέσσερα χρόνια εμφυλίων σπαραγμών, μετά από σαδιστική γιαπωνέζικη κατοχή, μετά από υπεραιωνόβια αγγλική αποικιοκρατία, έχουν αφήσει το ψυχικό τους αποτύπωμα. Ο στρατός είναι παντού, πουθενά δεν υπάρχει άσυλο, προσέχεις κάθε σου λέξη, πρέπει να δηλώνεις στην αστυνομία τι ώρα φεύγεις από το σπίτι και τι ώρα επιστρέφεις, δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι κανέναν, ακόμα κι ο καλύτερός σου φίλος μπορεί να σε καρφώσει στην ασφάλεια, ένας προσωπικός σου αντίζηλος μπορεί να πάει και να ισχυριστεί ότι είσαι αντικαθεστωτικός, φοβάσαι τους κυρίαρχους βουδιστές αν είχες την ατυχία να γεννηθείς μουσουλμάνος, χριστιανός, ινδουϊστής, φοβάσαι τους (εθνοτικά) Βιρμανούς αν είχες την ατυχία να γεννηθείς Αρακάν, Καρέν, Λάχου κ.λπ., φοβάσαι όλους τους παραπάνω αν είσαι (εθνοτικά) Βιρμανός και βουδιστής, μπορεί και να εκτελεστείς επειδή μίλησες στη μητρική σου γλώσσα ή και για κανέναν απολύτως λόγο, έτσι, για να εξασκηθεί στη σκοποβολή ο στρατός. Είσαι αναλώσιμος. Μια τέτοια κατάσταση προσπαθείστε να φανταστείτε. Βιρμανία = φόβος.

Όταν λοιπόν έχεις μάθει να ζεις μια ζωή μέσα στο φόβο, όταν φτάνεις στο σημείο να μη φοβάσαι τόσο ότι θα πατήσεις μια κρυμμένη νάρκη αλλά ότι θα ακρωτηριαστείς αντί να πεθάνεις, οπότε μετά ο στρατός θα σου καταλογίσει καταστροφή στρατιωτικού υλικού και θα σε περιποιηθεί δεόντως, τότε η λύση για το πρόβλημα της Βιρμανίας δεν είναι τόσο απλή, «να πέσει η χούντα». Πάρα πολλοί Βιρμανοί δέχονται και τη χούντα και τη φτώχεια επειδή... έτσι έχουν μάθει. Το θεωρούν δεδομένο ότι θα πεινάσεις, θα εξευτελιστείς από την αστυνομία, ότι αυτός που έχει το όπλο κάνει ό,τι γουστάρει, ότι άμα έχεις επαφές στο στρατό κάνεις εσύ ό,τι γουστάρεις. Φυσικά φαινόμενα, έτσι είναι η ζωή.

Η λύση λοιπόν για το πρόβλημα της Βιρμανίας είναι σύνθετη και είναι τριπλή. Πρέπει να περιλαμβάνει οπωσδήποτε εκδημοκρατισμό. Πρέπει να περιλαμβάνει οπωσδήποτε κοινωνικές παροχές: το φυσικό αέριο, τα ορυκτά, η εκλεκτή ξυλεία, το πετρέλαιο κ.λπ. της χώρας να μετατραπούν σε δημόσια νοσοκομεία, σχολεία, συντάξεις, βοηθήματα, πρόνοια κ.λπ. για τον κόσμο, αντί να γίνονται πολεμικό υλικό, μισθοί για τους στρατιώτες, αστυνόμους, παρακρατικούς, και να γεμίζουν τους προσωπικούς λογαριασμούς των στρατηγών στις τράπεζες της Σιγκαπούρης. Πρέπει όμως οπωσδήποτε να περιλαμβάνει και απαλλαγή από το φόβο. Δεν είναι αυτονόητο κάτι τέτοιο, όχι όταν επί 49 χρόνια η χώρα έχει μετατραπεί σε ένα τεράστιο στρατόπεδο, όταν οι σχιζοφρενείς στα ψυχιατρεία έχουν παραισθήσεις με ασφαλίτες και στρατιώτες. Βιρμανία = η μεγαλύτερη φυλακή του κόσμου. Και οι φυλακές δουλεύουν με τον φόβο, τον καταναγκασμό, την απειλή, την ισχύ.

Δε φτάνει λοιπόν μόνο η δημοκρατία, δε φτάνει μόνο η μέριμνα προς τους φτωχούς (δηλαδή, σχεδόν όλο τον πληθυσμό). Στο κάτω-κάτω, η χώρα ήταν δημοκρατία από το 1948 ως το 1962, και μάλιστα ευκατάστατη δημοκρατία. Σήμερα είναι οι Βιρμανοί που το σκάνε στη γειτονική Ταϊλάνδη για να βρουν ένα πιάτο φαΐ κι ένα ποτήρι νερό, τη δεκαετία του ’50 ήταν οι Ταϊλανδοί που πήγαιναν στη Βιρμανία για να βρουν ένα καλύτερο μεροκάματο. Το πρόβλημα όμως με εκείνη τη βραχύβια βιρμανική δημοκρατία ήταν πως όλοι μισούσαν όλους. Ο νικητής τα ήθελε όλα, ο χαμένος ήταν εχθρός προς εξολόθρευση, ακόμα και με τη συκοφαντία ή με τα όπλα. Οι πολιτικές, θρησκευτικές, φυλετικές διαφορές βάθαιναν συνεχώς και γέμιζαν μίσος. Η κριτική εκλαμβανόταν ως απειλή, οι συζητήσεις στο κοινοβούλιο κατέρρεαν συνέχεια σε προσβολές, διαβολές και ξύλο, όλοι κοιτούσαν να παρακάμψουν τις νόμιμες διαδικασίες για να επικρατήσουν. Όταν ανέλαβε ο στρατός το 1962, η πρώτη αντίδραση του κόσμου ήταν η ανακούφιση, η ελπίδα πως τώρα τουλάχιστον θα μπουν κάποιοι κανόνες. Μια τέτοια δημοκρατία λοιπόν δεν είναι λύση. Και σήμερα η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη από το 1962, γιατί ο κόσμος πλέον πάσχει από ιδρυματισμό, έχει μάθει τόσα χρόνια να ζει σε μια χώρα–φυλακή και να μην εμπιστεύεται κανέναν. Δεν είναι πια αυτονόητο για τους Βιρμανούς ότι αν αφήσεις τον άλλον στην ησυχία του, θα σ’ αφήσει κι αυτός στη δική σου! Το ίδιο το βιρμανικό Κοινωνικό Συμβόλαιο χρειάζεται ξαναγράψιμο.

Η Σου Τσι («Σου Τζι» είναι το σωστό, τέλος πάντων, νομίζω έχει καθιερωθεί το «Σου Τσι») το έπιασε αυτό από την πρώτη στιγμή. Ανέφερα στην προηγούμενη ανάρτηση ότι δε θα βρεις τίποτα το πολύ βαθύ ή ψαγμένο στη σκέψη της, δε θα μείνει στην ιστορία της πολιτικής – προοδευτικής διανόησης. Ίσως μόνο κάποια λόγια της για το φόβο – «μη φοβάσαι», «απελευθέρωση από το φόβο» κ.λπ. Όμως, όχι μόνο «μη φοβάσαι» να αγωνιστείς για την ελευθερία, να παλαίψεις κ.λπ. αλλά κάτι ευρύτερο. «Μη φοβάσαι» ως στάση ζωής. Ότι δε γίνεται η χώρα να λειτουργεί με το φόβο, δε γίνεται να λειτουργεί στο δίπολο καταναγκαζόμενου – καταναγκαστή, ένα δίπολο που μπορεί να διατηρηθεί κάλλιστα και μετά τον εκδημοκρατισμό της. Γενιές Βιρμανών έχουν μάθει π.χ. ότι η κυβέρνηση είναι πάντα κάτι ξένο και εχθρικό (βιρμανική παροιμία: τα πέντε κακά της ζωής είναι η φωτιά, οι καταιγίδες, οι κλέφτες, οι κακοήθεις και η κυβέρνηση), δεν είναι απλό να συνειδητοποιήσουν ότι η κυβέρνηση μπορεί να γίνει μια δικιά τους υπόθεση. Ακόμα και μετά τον εκδημοκρατισμό. Γενιές Βιρμανών έχουν μάθει ότι οι νόμοι κάμπτονται γύρω από αυτούς που έχουν ισχυρές πολιτικές–στρατιωτικές επαφές, δεν είναι κάτι απλό να χωνέψουν την έννοια της ισονομίας και να επαγρυπνούν μην τυχόν κάποια ζώα γίνουν πιο ίσα από τα άλλα ζώα.

Η επανάσταση του μυαλού, όταν αυτό αποκτήσει την πεποίθηση ότι πρέπει να αλλάξουν οι νοητικές στάσεις κι οι αξίες που διαμορφώνουν την πορεία της χώρας, αυτή είναι η πεμπτουσία της επανάστασης (Σου Τσι)

Μόλις περιέγραψα το 50% της Σου Τσι. Εντάξει, κατανοείς ότι το Κοινωνικό Συμβόλαιο χρειάζεται ξαναγράψιμο, αλλιώς υπάρχει ο κίνδυνος να έρθει η ανατροπή / εκδημοκρατισμός / επανάσταση και το φάρμακο να αποδειχθεί τοξικό όσο η ασθένεια. Θέλεις λοιπόν, πέρα από το καθαρά πολιτικό σου πρόγραμμα, να μεταδώσεις κι ένα όραμα συνεργασίας, σεβασμού κι αξιοπρέπειας. Πώς το κάνεις; Με ωραία λόγια και Beatles, all you need is love; Το συμπεριλαμβάνεις στο μανιφέστο σου; Όχι, όταν είσαι πολιτικός αρχηγός, το κάνεις κυρίως με το μη–λεκτικό μέρος της παρουσίας σου. Το κάνεις με τη στάση σου, με τα προσωπικά ρίσκα που αναλαμβάνεις, με το παράδειγμά σου. Δείχνεις έμπρακτα ότι σέβεσαι τον άλλον, δεν τον θεωρείς υποτακτικό σου, ότι ξέρεις να εστιάζεις στα κοινά σημεία μαζί του, όχι στις διαφορές, ότι η τιμιότητα των μέσων αγιάζει τους σκοπούς, όχι το αντίστροφο. Όταν είσαι πολιτικός αρχηγός, η συμπεριφορά σου γίνεται κι αυτή μέρος της πολιτικής σου πρότασης γιατί καθιερώνει ηθικές νόρμες, κι ο κόσμος δεν είναι χαζός, το βλέπει, το καταλαβαίνει. Μια από τις κυριότερες «πολιτικές» πράξεις της Σου Τσι λοιπόν ήταν να κάνει τον εαυτό της ζωντανό παράδειγμα του καινούργιου Κοινωνικού Συμβολαίου. Να δείξει έμπρακτα ότι μπορούμε να λειτουργήσουμε μαζί, και με τις διαφορές μας και με τις διαφωνίες μας, χωρίς ο ένας να σκάβει το λάκκο του άλλου. Κατά κάποιον τρόπο και συνθηματικά μιλώντας, αυτό ακριβώς είναι το μεγαλείο της Κυρίας: ότι δε θα μείνει στην ιστορία της πολιτικής – προοδευτικής διανόησης.

Αφήνουμε τη Βιρμανία και γυρνάμε στην Ελλάδα. Κρίνω ότι οι διαφορές μας από την κακότυχη χώρα είναι ποσοτικές, όχι ποιοτικές. Μπορεί να μην έχουμε την καταπίεση και τη φτώχεια της Βιρμανίας, όμως σίγουρα η δημοκρατία χρειάζεται ενίσχυση και σίγουρα απαιτείται στήριξη των οικονομικά ασθενέστερων (των μεταναστών συμπεριλαμβανομένων). Δεν είμαι εγώ αυτός που θα πει πώς θα γίνει αυτή η στήριξη. Είμαι πρόθυμος να κουβεντιάσω τα πάντα, από τις πιο σοσιαλιστικές ως τις πιο φιλελεύθερες λύσεις. Κάποτε είχα τις απαντήσεις, τώρα όμως τις ξέχασα. Το μόνο στο οποίο επιμένω είναι ότι και το ίδιο το Κοινωνικό Συμβόλαιο της Ελλάδας χρειάζεται ξαναγράψιμο. Η λύση για τη χώρα είναι τριπλή, όπως Βιρμανία, όχι διπλή.

Ποιο είναι αυτό το κοινωνικό μνημόνιο που οφείλει να ενσωματωθεί στον ελληνικό τρόπο σκέψης; Ακολουθούν αναγκαστικά υποκειμενικές και μη–αποδείξιμες κρίσεις, πρόκειται για το άρωμα, την αίσθηση που μου έχουν αφήσει σαράντα χρόνια ζωής στη χώρα:

1) Ελλάδα, η χώρα της περιχαράκωσης. Ο Έλληνας ξέρει να χτίζει φράχτες, δεν ξέρει να χτίζει γέφυρες. Επιλέγει συνεχώς να επικεντρώνεται σ’ αυτά που τον χωρίζουν, όχι σ’ αυτά που τον ενώνουν, κάνει την τρίχα τριχιά, μεγεθύνει τις όποιες διαφορές μέχρι να γίνουν αγεφύρωτες, βλέπει μόνο Απόλυτα Καλούς και Απόλυτα Κακούς, χτίζει φράχτες για να προστατέψει την πολύτιμη μοναδικότητά του. Πες τα, ρε Μάνο Ελευθερίου: οι ελεύθεροι κι ωραίοι ζουν σε κάποιες φυλακές, μέσ’ στα τείχη που ‘χει χτίσει ο καθένας για να ζήσει τις μεγάλες του στιγμές.

2) Ο Έλληνας δεν ξέρει να συνυπάρχει. Δεν επιτρέπει στον άλλον να υπάρξει, live and let live. Βέβαια, έχουν περάσει οι άγριες εποχές του μεσοπολέμου που έβγαιναν ακόμα και μαχαίρια προκειμένου να πάψει να υπάρχει ο άλλος, τώρα συνήθως αυτό γίνεται με τη χλεύη, το στιγματισμό, την περιθωριοποίηση, την κατασυκοφάντηση. Είναι σίγουρα μια πρόοδος, όμως το γενικό πνεύμα παραμένει ίδιο (και τα μαχαίρια δεν έχουν εξαφανιστεί εντελώς). Πες τα, ρε Μανώλη Ρασούλη: όλοι δικοί μας είμαστε.

3) Ο Έλληνας δεν ξέρει να συνεργάζεται. Σε όλους τους τομείς. Δεν ξέρει να παίζει τίμια, να δεχθεί ότι το παιχνίδι έχει κανόνες. Η πολιτική εδώ είναι το εύκολο παράδειγμα, όμως δεν αναφέρομαι μόνο στην πολιτική, μιλάω ευρύτερα. Για παράδειγμα, αυτό που έχω δει μια ζωή είναι ότι όλες οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις και τα μαγαζιά καταρρέουν πάντα σε μια φαυλότητα που ο ένας συνέταιρος τρώει λεφτά – ή, στην καλύτερη περίπτωση, κάθεται και το παίζει αφεντικό ενώ ο άλλος κάνει όλη τη δουλειά. Δεν υπάρχει στο φαντασιακό του Έλληνα η παράσταση ενός κοινού ταμείου, που αποφέρει κοινό όφελος, οπότε όλοι έχουμε χρέος να το φροντίζουμε και να μην το κουρσεύουμε – βάλτε όποιο όνομα θέλετε σ’ αυτό το ταμείο, «η επιχείρησή μας», «η Ελλάδα», «η πολυκατοικία μας», «η Πλατεία Αριστοτέλους», «το δάσος της Δαδιάς» κ.λπ. Πες τα, ρε Τόλη Βοσκόπουλε: εγώ το ξέρω το τι είχα να σου δώσω, εσύ το ξέρεις πως με πούλησες ωστόσο.

Θα έβαζα και κάτι ακόμα: 4) Ο Έλληνας δεν έχει χιούμορ! Με την έννοια ότι παίρνει πολύ στα σοβαρά τον εαυτό του, δεν μπορεί να αυτοσαρκάζεται. Αυτό που κάνει ο Λαζόπουλος δεν είναι χιούμορ, είναι μεταμφιεσμένη επιθετικότητα, αυταρέσκεια εκφερόμενη με ύφος. Χρειάζεται ενίοτε να γελάμε και με τον εαυτό μας, δε βγαίνει η ζωή αλλιώς. Πες τα, ρε Λογο: χαμογελάστε λοξά (πιο λοξά, πιο λοξά), να φανεί το χρυσό το δοντάκι.

Ένα τέτοιο κοινωνικό μνημόνιο οραματίζομαι: Γέφυρες – Live & Let Live – Κοινό Ταμείο (θέλει και λίγο χιούμορ). Επιμένω σε δύο θέματα για τα κοινωνικά μνημόνια: 1) Εφαρμόζονται από πάνω προς τα κάτω, πρώτα η ηγεσία και μετά οι μάζες, 2) Εφαρμόζονται κυρίως με το μη–λεκτικό μέρος του εαυτού σου. Με το παράδειγμα και τη συμπεριφορά σου, όχι με τα ωραία λόγια και τα πολιτικά σου προγράμματα.

Κοιτάζω λοιπόν την πολιτική των τελευταίων 30 χρόνων για να εντοπίσω ίχνη αυτού του μνημονίου. Κρίνω ότι ο χώρος, με τα καλά του και τα στραβά του, είχε τουλάχιστον μια μαγιά ανθρώπων αξιόλογων. Είχε πάντα μια τρέλα, έναν ιδεαλισμό, έναν προβληματισμό που άξιζαν να διαδοθούν ευρύτερα. Ας αναφέρω ένα παράδειγμα: τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων. Με ενδιαφέρει το θέμα, όπως και τα δικαιώματα των μεταναστών, των τσιγγάνων κ.λπ. γιατί το live and let live είναι μέρος του κοινωνικού μου μνημονίου. Από το παλιό ΚΚΕ Εσ. ακούστηκε για πρώτη φορά ότι υπάρχουν άνθρωποι που καταπιέζονται, μόνο και μόνο επειδή υπέπεσαν στο έγκλημα να γεννηθούν με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό απ’ ό,τι ο Ρωμαίος κι η Ιουλιέτα. Για το ΚΚΕ, ας πούμε, οι ομοφυλόφιλοι δεν υπάρχουν. Δεν ξέρω αν έχετε πετύχει στην τηλεόραση κάποιο στέλεχος του ΚΚΕ όταν τίθεται θέμα σχετικό με τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, πόσο βγαίνει απ’ τα ρούχα του και κλονίζεται η άψογη αυταρέσκειά του ως κατόχου της Απόλυτης Αλήθειας. Αυτά που έχω δει να εκπορεύονται από το ΚΚΕ, εδώ και δεκαετίες, για τους ομοφυλόφιλους είναι: υπεκφυγές και υποβάθμιση (στην καλύτερη περίπτωση), υποκριτικές εξυπνάδες, συκοφαντίες και χλεύη (στη χειρότερη). Κάντε μια αναζήτηση στο website του Ριζοσπάστη με τον όρο «ομοφυλόφιλοι» και θα καταλάβετε τι εννοώ. Όμως οι διακρίσεις εις βάρος τους είναι μια υπαρκτότατη καταπίεση ανθρώπου από άνθρωπο κι η Αριστερά υποτίθεται ότι οραματίζεται μια κοινωνία απαλλαγμένη από την καταπίεση. Έχω ένα θέμα όμως με τους επαγγελματίες της επανάστασης, έχω ένα θέμα όταν οι αναλύσεις κι οι πολιτικές σου πράξεις είναι δηλητηριασμένες από το προσωπικό σου βόλεμα στη ζεστή αγκαλιά του Περισσού, όταν οι ερμηνείες σου είναι προκαταβολικά χωριστικές ώστε να περιχαρακώσεις το προσωπικό σου στάτους ως Κατόχου της Απόλυτης Αλήθειας, όταν προάγεις μόνο εκείνες τις αγωνιστικές διεκδικήσεις που ρίχνουν νερό στο μύλο σου. Κάτι δεν πάει καλά εδώ, κύριε Στέλεχος του ΚΚΕ, δεν είμαι σίγουρος ότι αποτελείς μέρος της λύσης... (μιλάω για τα στελέχη, έχω γνωρίσει απλά μέλη που ήταν ακέραιοι και ειλικρινείς άνθρωποι – αυτούς, ναι, τους θεωρώ μέρος της λύσης).

Ας αναφέρω ένα ακόμη παράδειγμα γι’ αυτό το κοινωνικό μνημόνιο που λέω: πρόσφατα ο Κουβέλης κι ο ΣΥΡΙΖΑ χώρισαν τα τσανάκια τους. Όταν διασπάται η Αριστερά, χάνουν όλοι. Ακόμα κι αν το δίκιο είναι 100% με τον έναν. Δεν ξέρω τα εσωκομματικά κι ας μην καταρρεύσει η συζήτηση σε κουτσομπολιό και προσωπικές πικρίες, όμως πιστεύω ότι ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε η ομάδα Κουβέλη είναι για πέταμα, και οι δυο έχουν αξιόλογα στοιχεία. Όμως δεν μπόρεσαν να τα βρουν μαζί, είχαν, ας πούμε, διάσταση ριζοσπαστικότητας. Δεν αποδεικνύει φυσικά κάτι αυτό που θα πω τώρα, δεν είναι επιχείρημα, το παραδέχομαι: έχω γνωρίσει μέλη του βιρμανικού ένοπλου αγώνα, συντρόφους με στρατηγείο στη ζούγκλα, κομμουνιστικού προσανατολισμού, που έκαναν σαμποτάζ, πολέμησαν, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν. Τσε Γκεβάρα και τα μυαλά στα κάγκελα – ναι, αλλά Τσε Γκεβάρα στο Νο 2. Στο Νο 1: Σου Τσι. Είναι άνθρωποι που τη γνώρισαν, την άκουσαν, δούλεψαν μαζί της στο NLD. Μιλάνε γι’ αυτήν σαν να μιλάνε για τα παιδιά τους, για τη γυναίκα τους. Όταν λοιπόν καταφέρνεις να κερδίσεις τέτοιο σεβασμό και αποδοχή από ανθρώπους ποικίλης ριζοσπαστικότητας και πολιτικού οράματος, από βουδιστές, μουσουλμάνους, χριστιανούς, από όλες τις εθνοτικές ομάδες της χώρας σου... ε, κάτι πρέπει να σημαίνει αυτό για τον άνθρωπο, δεν μπορεί. Σημαίνει ότι είναι ειρηνοποιός, το ‘χει μέσα του. Ξέρει να χτίζει γέφυρες αντί για φράχτες. Κάτι που δεν κατάφεραν ο Τσίπρας κι ο Κουβέλης.

Το κείμενο αυτό γεννήθηκε ως απάντηση στα σχόλια της προηγούμενης ανάρτησης, στην πορεία όμως ξέφυγε. Ενώ ξεκίνησα να γράφω για τον χώρο, επεκτάθηκα στο πολιτικό σκηνικό της μεταπολίτευσης, κι εγώ δεν ξέρω τελικά πού επεκτάθηκα. Πρέπει να κλείσω κάπου εδώ. Ας το κάνω με μια αναφορά στο Απόλυτο Κακό, που είναι ως γνωστόν το ΠΑΣΟΚ:

Όταν ζητάς σκληρές θυσίες από τον κόσμο, πρέπει να το δείξεις και με το παράδειγμά σου, όχι να συγκινείσαι ειλικρινά που άνθρωποι του μόχθου σε σταματάν στο δρόμο και προσφέρουν έναν μισθό για την πατρίδα. Παραιτήσου κι εσύ, οικειοθελώς, από ένα σημαντικό μέρος του εισοδήματός σου, να ‘χεις τουλάχιστον το ηθικό ανάστημα να λες πως δε ζητάς κάτι που δεν το υφίστασαι προσωπικά. Και η Σου Τσι ζητάει απ’ τον κόσμο θυσία φόβου. Όμως η Σου Τσι περπάτησε μπροστά από τα όπλα των στρατιωτών, με μια σκανδάλη μόνο να τη χωρίζει από το θάνατο. Δεν συγκινείται ειλικρινά που άνθρωποι του μόχθου τη σταματάν στο δρόμο και της δηλώνουν ότι δε φοβούνται. Όταν τα μαγαζιά κλείνουν κι η ανεργία εκτινάσσεται, δε ρίχνεις πρωτοχρονιάτικες ζεϊμπεκιές στο μεζεδοπωλείο «Παυσίλυπον» της Νέας Κηφισιάς. Το καλοκαίρι που μας πέρασε, οι τοπικές εφημερίδες του Βόλου είχαν κάθε βδομάδα κι από μια αυτοκτονία. Ήταν πρωτόγνωρο σοκ αυτό για μια μικρή επαρχιακή πόλη και η μείωση εισοδήματος έπαιξε σίγουρα κάποιον ρόλο στους αυτόχειρες. Δε συνάδουν αυτά με ζεϊμπεκιές (και για όνομα του Θεού, χρειάζεται να είσαι ο 70ός μεγαλύτερος στοχαστής του κόσμου για να καταλάβεις πως τίποτα το αξιόλογο δεν μπορεί να προέρθει από έναν Δημήτρη Ρέππα, έναν Χρήστο Παπουτσή, έναν Χάρη Καστανίδη; Φυσική γυμνασίου, στοιχειώδης θερμοδυναμική: «Ο Ρέππας, ο Παπουτσής, ο Καστανίδης μόνο αυξάνουν την εντροπία ενός συστήματος, σε καμία περίπτωση δεν τη μειώνουν»). Κάνε τον εαυτό σου ζωντανό παράδειγμα ενός νέου κοινωνικού μνημονίου κι ας τραβάν τα μαλλιά τους οι επικοινωνιολόγοι σου. Δεν ξέρω τι θα κερδίσεις, με τη στενή εκλογική έννοια, δεν μπορώ να πω στα σίγουρα...

Ίσως σου γράψουν τραγούδια!

Αλήθεια... μπορείτε να φανταστείτε στο μέλλον κάποιον να γράφει τραγούδια, ας πούμε, για τον Πάνο Παναγιωτόπουλο; Για τον Χάρη Καστανίδη; Το χωράει κάτι τέτοιο ο νους σας;


Σχεδόν Μαθηματικά

«Μη δίνεις λεφτά στα παιδιά του δρόμου. Πάρ’ τους κάτι να φάνε, όμως μην ενθαρρύνεις τη ζητιανιά. Ο δρόμος οδηγεί σχεδόν μαθηματικά στα ναρκωτικά, στην πορνεία, στη σκλαβιά, στο έγκλημα. Αυτό είναι και το νόημα του σχολείου μας γι’ αυτά τα παιδιά, να τα πάρουμε απ’ τον δρόμο, να τους μάθουμε αριθμητική, αγγλικά, κομπιούτερ κ.λπ., ώστε να βρουν μια καλή δουλειά, να ζήσουν αξιοπρεπώς. Ο δρόμος είναι η εύκολη λύση. Κάνε πέτρα την καρδιά σου, όμως μην τους δίνεις λεφτά».



*   *   *   *   *   *

Έβγαινα από ένα σοκάκι στον μεγάλο κεντρικό δρόμο, όταν με είδε. Ήταν λεπτή σαν καλάμι, άλουστη, σκουρόχρωμη, κάπου 7 – 8 χρονών μάλλον. Ήρθε και στάθηκε δίπλα μου χωρίς λέξη, μόνο με κοιτούσε με κάτι πελώρια μάτια που άξιζαν το καθένα μια περιουσία. Μη δίνεις λεφτά στα παιδιά του δρόμου. Ναι, αλλά δεν είχε και κάτι εκεί κοντά να της πάρω φαγητό. Ήταν βράδυ κι η περιοχή έρημη, τα μαγαζιά κλειστά, έπρεπε να πάμε αλλού για να βρούμε ανοιχτό φαγάδικο ή μπακάλικο.

«Θες να πάμε να σου πάρω κάτι να φας;» της είπα σε δυο γλώσσες. Δεν απάντησε, μόνο συνέχισε να με κοιτάει ακίνητη, χωρίς καν ν’ απλώνει χέρι. «Να φας; Φαγητό; Καταλαβαίνεις;». Καμία απόκριση. Ίσως δεν καταλάβαινε. Ίσως καταλάβαινε πολύ καλά κι έπαιζε θέατρο. Ίσως είχα μπροστά μου την υποψήφια για Όσκαρ Γυναικείου Ρόλου. Ίσως παραπέρα να περίμενε τ’ αφεντικό της. Ή οι γονείς της. Ίσως είχε πλαφόν κάθε μέρα για τα χρήματα που έπρεπε να φέρει. Ίσως απλώς πεινούσε. Δε θα το μάθω ποτέ.

Πήρα το αυστηρό μου ύφος: «δε θα σου δώσω». Αυτή συνέχισε να με κοιτάει χωρίς μιλιά, χωρίς κίνηση. Κούνησα το κεφάλι αρνητικά κι απόστρεψα το βλέμμα, να της δώσω να καταλάβει ότι το θέμα έληξε. Είναι για το καλό της. Κάνε πέτρα την καρδιά σου. Τα λεφτά που θα της δώσεις, θα την οδηγήσουν μια ώρα αρχύτερα σε ναρκωτικά, πορνεία, έγκλημα, σκλαβιά. Σχεδόν μαθηματικά. Μην παραδίνεσαι στο συναίσθημα, είναι η εύκολη λύση, όπως ο δρόμος. Κάποιες στιγμές πρέπει να βάζουμε τη λογική πάνω από το συναίσθημα, το σχολείο πάνω από τον δρόμο.

Περπάτησα προς τα εκεί που είχα αφημένο το ποδήλατό μου, τάχα αδιάφορος, προσπαθώντας να τη βγάλω από τη ζωή μου. Δεν κοιτούσα πίσω. Είναι για το καλό της, δεν το καταλαβαίνει όμως είναι για το καλό της. Έφτασα στο ποδήλατο, το ξεκλείδωσα και φυσικά έριξα μια κλεφτή ματιά πίσω μου. Την είδα με τρόμο να με ακολουθεί. Ήρθε και στάθηκε πάλι δίπλα μου όπως πριν, χωρίς να μιλάει, χωρίς ν’ απλώνει χέρι, απλώς να με κοιτάει. Αν άρχιζε τουλάχιστον τα κλαψουρίσματα!... Τότε θα με έκανε να κλείσω, να σφραγιστώ, να αποφασίσω μια και καλή ότι είναι ηθοποιός. Αυτή όμως ήξερε μόνο να με κοιτάει στα μάτια. Ίσως ήταν καλή ηθοποιός. Ναι, αλλά κι αν πεινούσε;

Έκανα κάτι να πω, όμως δε βγήκαν λόγια απ’ το στόμα μου. Πάλι να ξανάλεγα τα ίδια; Πήγα να γυρίσω το κεφάλι μου αλλού όμως ντράπηκα, θα ήταν δειλία, θα ήταν ξεκάθαρη ήττα. Μείναμε να κοιταζόμαστε αυτή κι εγώ, ο πρίγκηπας κι ο ζητιάνος, με τουλάχιστον 30 χρόνια διαφορά. Θα καβαλήσω το ποδήλατο και θα φύγω! Τι θα κάνεις, θα τρέξεις πίσω μου; Πόσο θ’ αντέξεις; Λεφτά δε σου δίνω, όμως πόσο θα ‘θελα τώρα να ‘χε ανοιχτό φαγάδικο εδώ κοντά...

Δεν άκουσα ποτέ τη φωνή της, ήξερε μόνο να κοιτάζει στα μάτια, τίποτα περισσότερο. Μη δίνεις λεφτά στα παιδιά του δρόμου. Έβγαλα και της έδωσα. Ο δρόμος οδηγεί σε ναρκωτικά, πορνεία, σκλαβιά, έγκλημα. Τα πήρε έτσι απλά, σαν να της άνηκαν, χωρίς να πει ευχαριστώ. Σχεδόν μαθηματικά. Έφυγε χωρίς να με κοιτάξει, την είδα να πηγαίνει σ’ ένα παράπλευρο δρομάκι και να χάνεται. Κάνε πέτρα την καρδιά σου. Ανέβηκα στο ποδήλατο κι έφυγα σφαίρα. Παραπέρα βρήκα ένα ανοιχτό μπακάλικο, πήρα ξηρούς καρπούς, μπισκότα κι αποξηραμένα φρούτα. Θα ‘χω πάντα φαγητό επάνω μου, δε θα με ξανανικήσει ένα παιδί 30 τουλάχιστον χρόνια μικρότερό μου, δε θα με ξανακάνει να σκέφτομαι ποιήματα του D. H. Lawrence:

Η φωνή της λογικής μίλησε μέσα μου και είπε
Μη δίνεις λεφτά στα παιδιά του δρόμου,
Μην ενθαρρύνεις τη ζητιανιά – ο δρόμος οδηγεί σχεδόν μαθηματικά στην απώλεια.


Και συνέχισε η φωνή, Κάνε πέτρα την καρδιά σου
Το συναίσθημα είναι η εύκολη λύση, όπως ο δρόμος.


Μα ήταν τόσο χαριτωμένη!...
Κι εγώ τυχερός που μπήκε έστω και για λίγα λεπτά στη ζωή μου
Να με καρφώσει με το βλέμμα της, να πάρει τα χρήματά μου,
Και να γυρίσει σπίτι της, όπου και να ‘ναι αυτό.

Δεν τόλμησα να της τα αρνηθώ – ήταν από δειλία;
Και πόσο ήθελα να ήταν δικό μου παιδί – από διαστροφή;
Ένιωσα τόσο τιμημένος – από ταπεινότητα; Μα πόσο τιμημένος ένιωσα…

Και είπε η φωνή:
Αν δεν φοβόσουν, θ’ ανέβαινες στο ποδήλατο και θα ‘φευγες!

Και ναι, ένιωσα φόβο, πολύ φόβο, που ένα μικρό παιδί
Με έριξε σε ψυχικό εμφύλιο πόλεμο,
Με μόνα όπλα δυο τεράστια μάτια.
Τι δρόμοι είναι αυτοί, που παίρνουν τα παιδιά,
Τα κάνουν βαποράκια, σκλάβους, πόρνες, εγκληματίες;

Κι όταν εξαφανίστηκε στο διπλανό δρομάκι,
Όταν χάθηκε απ’ τα μάτια μου κι απ’ τη ζωή μου,
Κάτι σαν ντροπή με κατέλαβε,
Κι απέμεινα να κάνω μανιασμένα ποδήλατο, μέσα στη βραδινή ησυχία.
Πόσο μετάνιωσα για τα λόγια που της είπα.
Τι ευτελής, χυδαία πράξη όλο σκληρότητα!
Κατάρα σε μένα και στη φωνή της λογικής μου.

Γιατί ό,τι θέλω εγώ θα είναι,
Ό,τι αποφασίσω εγώ θα είναι,
Πα να πει: ένα παιδί που πεινούσε
Και που θα φτιάξει τη ζωή της με αξιοπρέπεια και χαρά
Θα μάθει αγγλικά και κομπιούτερ, θα βρει καλή δουλειά,
Θα ζήσει όμορφα κι ευτυχισμένα, σαν βασίλισσα.

Κι αν σχεδόν μαθηματικά οι δρόμοι οδηγούνε στην απώλεια
Γι’ αυτό ειδικά το παιδί θα ισχύσει το σχεδόν, όχι τα μαθηματικά.

Ο Χώρος

Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ελλάδα και τη στοιχειώνει, ένα φάντασμα με μορφή πολιτικού κόμματος που διατρέχει όλη τη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας, πάντα σε δεύτερο ρόλο αλλά πάντα απαραίτητο, αρκετά ξένο προς την υπόλοιπη πολιτική πραγματικότητα αλλά και ταυτόχρονα εκπληκτικά οικείο. Το κόμμα αυτό ήταν παλιά γνωστό ως ΚΚΕ Εσωτερικού (και Συμμαχία), αργότερα έγινε ΕΑΡ, αργότερα ΣΥΝ, κατόπιν ΣΥΡΙΖΑ (διατηρώντας όμως και τον παλιό ΣΥΝ, με κάποιον υβριδικό τρόπο που κανείς εκτός από τους μυημένους και τους δημοσιογράφους δεν έχει καταλάβει). Πρόσφατα διασπάστηκε και έδωσε τη Δημοκρατική Αριστερά. Υπάρχει και κάτι που λέγεται ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όμως δε θα μας απασχολήσει εδώ. Ας αφήσουμε τις επίσημες ονομασίες κι ας το αποκαλέσουμε τρυφερά «ο χώρος» – έννοια που περιλαμβάνει όλους τους παραπάνω πολιτικούς φορείς.

Ξεκινάμε από τα άφθονα στραβά του... Συζητήσεις επί συζητήσεων, νεφελώδεις αναλύσεις, υψηλή διανόηση, ανοργανωσιά και (κακώς νοούμενη) χαλαρότητα, ερασιτεχνισμός, φράξιες, ημιφράξιες και ομάδες: τέτοιο υπήρξε το πρόσωπο του χώρου για δεκαετίες. Άγνωστο πόσα δελτία τύπου κι ανακοινώσεις συντάχθηκαν σε ουζερί και ταβέρνες, ο Κύρκος να μας κάνει κι επίδειξη σφυρίγματος, να πούμε το Μ’ Αεροπλάνα Και Βαπόρια, κανείς εδώ δεν τραγουδά, κανένας δε χορεύει, ακούνε μόνο τον Μπανιά κι ο νους τους ταξιδεύει. Δεν ξέρω αν έχετε συναντήσει τον όρο π.χ. «φουστάνι σε στιλ ΚΚΕ Εσωτερικού» (δηλαδή, λίγο παρδαλό, κάπως εθνίκ αλλά και ταυτόχρονα μοντέρνο, ξέρεις ότι αυτή που το φοράει έχει διαβάσει Αντόρνο). Ομολογουμένως, ο χώρος ήταν περίφημος στο να ανακαλύπτει ψαγμένα μπαράκια με σοφιστικέ διακόσμηση, ελαφρά τζαζ μουσική και πρωτότυπο μενού, όμως κάτι παραπάνω γυρεύει κανείς από έναν πολιτικό σχηματισμό.

Τέρμα το μαστίγωμα, πάμε στην άλλη πλευρά του νομίσματος: Φαντάζομαι ότι δεν υπάρχει ούτε ένας αξιόλογος άνθρωπος στην Ελλάδα που να μην έχει κάποτε ψηφίσει τον χώρο ή που να μην σκέφτηκε σοβαρά να τον ψηφίσει. Ή που να μην έπιασε τον εαυτό του να τον συμπαθεί. Γιατί; Όσο μπορώ να καταλάβω, υπάρχουν τρεις λόγοι:

1) Ο χώρος πάντα τραβούσε μερικούς από τους πιο τίμιους κι ενδιαφέροντες ανθρώπους στη χώρα. Δε νομίζω να υπάρχει κάποιος που να γνώρισε π.χ. τον Άγγελο Ελεφάντη και να μην τον εκτίμησε. Οπότε, σε μεγάλο βαθμό, η συμπάθεια προς τον χώρο ήταν και συμπάθεια προς συγκεκριμένα ποιοτικά μέλη του.

2) Πολλές φορές ο χώρος φάνταζε όαση μέσα στο υπόλοιπο πολιτικό σκηνικό. Μπορεί να μη συμφωνούσες σε όλα μαζί του, όμως η ψήφος σ’ αυτόν ήταν αξιοπρεπής. Δεν ένιωθες ότι αμαρτάνεις προς τον εαυτό σου στηρίζοντάς τον.

3) Ο χώρος πάντα ψαχνόταν. Δοκίμαζε, πειραματιζόταν, έκανε λάθη στρατηγικής και τακτικής, όμως ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι έχει τις υπέρτατες απαντήσεις, προς τιμήν του. Έντονα πολυφωνικός, κατά καιρούς γέννησε και φιλοξένησε μερικές πολύ ενδιαφέρουσες ιδέες και δράσεις – αν δεν κάνω λάθος, πρέπει να ήταν ο πρώτος που έθιξε θέματα όπως η οικολογία, οι διακρίσεις εις βάρος ομοφυλόφιλων, το μεταναστευτικό. Επίσης, κατά την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων, τότε που όλη η Ελλάδα είχε παραδοθεί στην (κατευθυνόμενη;) σχιζοφρένεια, ο χώρος ξεχώριζε σαν το γάλα μέσ’ στις μύγες. Υπάρχουν κι άλλα, πολλά άλλα, που μου διαφεύγουν τώρα.

Ποιες εναλλακτικές πολιτικές επιλογές υπήρξαν στη διάρκεια της μεταπολίτευσης; Τι έζησε όλες τις προηγούμενες δεκαετίες ένας σημερινός 50άρης – 60άρης;

Α. Το ΠΑΣΟΚ. Ένα κόμμα που ήρθε στην εξουσία το 1981 σαν οδοστρωτήρας. Τίποτα δεν έμεινε το ίδιο μετά. Από μια άποψη, υλοποίησε μια ιστορική αναγκαιότητα: με το ΠΑΣΟΚ ήρθαν στα πράγματα πολλοί άνθρωποι που καταπιέστηκαν κι αδικήθηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες. Όμως αυτό έγινε με τόσο... πειρατικό τρόπο, που η Ελλάδα ακόμα δεν έχει ξεπεράσει το σοκ. Αμοραλισμός, αναξιοκρατία, χυδαιότητα, διορισμός του κάθε πικραμένου στο Δημόσιο, λαϊκισμός, νεοπλουτίστικη νοοτροπία, κούφια ρητορική, αυτή είναι η κληρονομιά του Ανδρέα.

Β. Η Νέα Δημοκρατία. Αν μιλάμε για προσωποπαγή κόμματα, τότε η ΝΔ ήταν κάποτε το υπόδειγμα. Μπορούμε να την ορίσουμε ως το γύρω-γύρω του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Όταν όμως ο θείος γέρασε και παροπλίστηκε, το κόμμα έμεινε σαν τους Jethro Tull χωρίς τον Ian Anderson. Ουδέποτε ξεπέρασε την απώλεια, έμεινε πάντα άχρωμη, άοσμη και άγευστη, ουσιαστικά επί δεκαετίες λειτουργούσε ως αντι-ΠΑΣΟΚ. Μέχρι που ξαναπήρε την εξουσία με τον ανηψιό κι αποδείχθηκε πιο ΠΑΣΟΚ κι απ’ το ΠΑΣΟΚ. Πριν τον Κουρασμένο, η ΝΔ τουλάχιστον είχε ένα ηθικό αβαντάζ, μπορούσε να ισχυρίζεται: «εμείς είμαστε σοβαροί και τίμιοι, όχι σαν τα λαμόγια του ΠΑΣΟΚ». Ο ανηψιός όμως, κι ο συρφετός που τον περιτριγύριζε, κάταφερε να σπαταλήσει σε 5 χρόνια αυτό το πολιτικό κεφάλαιο.

Γ. Το ΚΚΕ. Οι δημόσιοι υπάλληλοι της επανάστασης. Μια επιχείρηση (για την ακρίβεια, όμιλος επιχειρήσεων), που εξασκήθηκε καλά στο να πουλά ψευδαίσθηση ριζοσπαστικότητας. Υπάρχει ένα θέμα εδώ, ο κόσμος βλέπει πράγματα στο ΚΚΕ που δεν υπάρχουν, τόσο οι φίλοι όσο και οι πολέμιοί του. Το ΚΚΕ είναι ένας στενός κύκλων προσώπων, οι οποίοι βρήκαν τον μήνα που τρέφει τους έντεκα. Υπό αυτήν την έννοια, ΚΚΕ είναι το γύρω-γύρω από το Σπίτι του Λαού. Όπως ακριβώς το Βατοπέδι ήταν μια επιχείρηση που αξιοποιούσε τις επαφές της στο Δημόσιο πουλώντας ψευδαίσθηση πνευματικότητας, κατάνυξης κ.λπ., έτσι ακριβώς και το ΚΚΕ. Το κόμμα του λαού είναι η αργομισθία, το βόλεμα των στελεχών του. Όλα τα υπόλοιπα είναι το προϊόν που πουλάει στα απλά μέλη και στους ψηφοφόρους, η διαφημιστική του καμπάνια. Ψευδαίσθηση μιας ανατροπής που δεν έρχεται ποτέ (το ΚΚΕ ποτέ δε νικάει, απλώς ευαγγελίζεται την τελική νίκη κάπου στο απώτατο μέλλον), ένας αγώνας που αιωνίως συνεχίζεται, μονίμως οι δυνάμεις της αντίδρασης και οι λακέδες τους καταφέρνουν να εγκλωβίζουν τις μάζες, και τα απλά μέλη δίνουν τις εισφορές τους στο κόμμα για να συντηρείται η επιχείρηση και το ΔΣ της.

Δ. Εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Πλειοδοσία επανάστασης, ριζοσπαστικότητα για τη ριζοσπαστικότητα, κείμενα που δεν διαβάζονται, φοιτητική ανωριμότητα και αγωνία να ανακαλύψεις την ιδανικά αριστερή ερμηνεία των πολιτικοοικονομικών πραγμάτων. «Επαναστάτες της πορδής με τα λεφτά του μπαμπά», έλεγε κάποτε ο Πορτοκάλογλου.

Ε. Εθνικιστικός – Πατριωτικός Χώρος. Είσαι με τα σωστά σου; Αρνούμαι να το συζητήσω καν! Ίσως μόνο μια μνεία στον Παπαθεμελή, έναν αρτηριοσκληρωτικό γεράκο που φαντασιώνεται διάφορες πλεκτάνες γύρω από την Ελλάδα και τις πιστεύει ειλικρινά, όμως ήδη ασχοληθήκαμε πολύ, πάμε παρακάτω.

Με τέτοιες εναλλακτικές, δεν είναι παράξενο που ο χώρος είχε πάντα συμπάθεια δυσανάλογη προς τις εκλογικές του επιδόσεις. Το μόνιμο παράπονο του παλιού ΚΚΕ Εσωτερικού: «μας αγαπάνε αλλά δε μας ψηφίζουν». Είναι αλήθεια ότι πάρα πολύς κόσμος θα μπορούσε να ψήφιζε τον χώρο, να δραστηριοποιούταν στον χώρο, όμως... δεν το έκανε. Κάτι πάντα έλειπε, κάποιος απροσδιόριστος αλλά σημαντικός παράγοντας, οπότε ο χώρος δεν μπόρεσε ποτέ να τραβήξει μεγάλες μάζες ανθρώπων. Να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά το συναίσθημα που κέρδιζε. Ποιος ήταν αυτός ο παράγοντας; Φαντάζομαι ότι θα έχουν γίνει πολλές αναλύσεις πάνω εδώ. Χωρίς να ξέρω, θέλω να προτείνω μια πιθανή ερμηνεία, που κρίνω ότι δεν είναι ολότελα αβάσιμη.

Ας πάμε πρώτα κάπου αλλού, σε ένα διαφορετικό μέρος του κόσμου, να δούμε το κόμμα Χ. Τηρουμένων κάποιων αναπόφευκτων αναλογιών, είναι εκπληκτικά πολλές οι ομοιότητες του Χ με τον χώρο: ένα κόμμα αριστερής κατεύθυνσης (έως πολύ αριστερής, κάποιες υποομάδες του), γεννήθηκε κυρίως στα πανεπιστήμια, με αμέτρητες φράξιες και παραφράξιες, πολυφωνικό, χαλαρό – ερασιτεχνικό, έντονα σοφιστικέ, τράβηξε από την πρώτη στιγμή πολλούς διανοούμενους, φιλοξένησε (και συνεχίζει να φιλοξενεί) ατέλειωτες συζητήσεις και αναλύσεις για τον σοσιαλισμό, τη δημοκρατία και το νόημά της, τη Ρωσία, την Κίνα, τις ΗΠΑ, την Οκτωβριανή Επανάσταση, τον Τσε Γκεβάρα και δε συμμαζεύεται.

Το Χ λοιπόν ξεκίνησε ως ένα ταπεινό, προβληματικό κόμμα, όμως ήρθαν οι εκλογές του 1990 και σάρωσε με ποσοστό σχεδόν 60%. Κατάφερε, και με το παραπάνω, αυτό που ποτέ δεν κατάφερε ο χώρος: να τραβήξει μεγάλες μάζες ανθρώπων.

Αναφέρομαι στη Βιρμανία, όπου το Χ δεν είναι άλλο από το NLD (National League for Democracy). Όσο κι αν είναι πολλές οι διαφορές ανάμεσα στη Βιρμανία και στην Ελλάδα, κρίνω ότι έχει νόημα η σύγκριση και μπορεί να δώσει συμπεράσματα. Το κυριότερο ερώτημα φυσικά είναι: τι είχε το NLD, που δεν το είχε ο χώρος, και κατάφερε να πετύχει τέτοια υποστήριξη; Η απάντηση είναι γνωστή. Είχε Σου Τσι.

Η Κυρία ήταν απλώς μια δυτικοσπουδαγμένη και δυτικομεγαλωμένη ακαδημαϊκός, που επισκέφτηκε την πατρίδα της το 1988 για να συμπαρασταθεί στην άρρωστη μητέρα της, τίποτα περισσότερο. Εκείνες τις μέρες όμως έτυχε να ξεσπάσουν μεγάλες φοιτητικές διαδηλώσεις στις κυριότερες πόλεις της Βιρμανίας και η ίδια παρασύρθηκε σχεδόν χωρίς να το καταλάβει. Έχουν περάσει 23 χρόνια και συνεχίζει να είναι παρασυρμένη, στην πορεία μάλιστα ανακάλυψε ότι έκρυβε μέσα της έναν μεγάλο ρήτορα κι έναν σπουδαίο ηγέτη. Αυτά όμως χρειάζονται διευκρίνηση.

Πρώτον, αν υπήρξε ποτέ ένας πολιτικός ηγέτης που γινόταν αγρότης με τους αγρότες, φοιτητής με τους φοιτητές, χωρικός με τους χωρικούς, μεροκαματιάρης με τους μεροκαματιάρηδες, Καρέν με τους Καρέν, Κατσίν με τους Κατσίν κ.λπ., αυτός ήταν και είναι η Κυρία. Πριν τις εκλογές του 1990, περιόδευσε όλη τη χώρα, ήρθε σε επαφή με εκατομμύρια ανθρώπους και τους κέρδισε επειδή γινόταν ένας απ’ αυτούς. Δεν μπορείς να κοροϊδέψεις τον κόσμο, όχι τόσους πολλούς τουλάχιστον, δε φτάνει να είσαι καλός ηθοποιός ή λαϊκιστής πολιτικός, ο άλλος δεν είναι χαζός και το καταλαβαίνει. Πρέπει πραγματικά να σέβεσαι τον απλό κόσμο και να κατανοείς τα προβλήματά του. Πρέπει να το ‘χεις μέσα σου.

Δεύτερον, όλα όσα πρεσβεύεις, πρέπει να μπορείς να τα υποστηρίξεις με τη ζωή σου. Put your money where your mouth is, λένε οι Αμερικανοί κι η φράση έχει νόημα. Αν ανακατευτείς με την πολιτική για να ωφεληθείς προσωπικά, να γίνεις κι εσύ μέρος του συστήματος, να αποκτήσεις αυλοκόλακες, δόξες και τιμές, η δύναμή σου θα είναι περιορισμένη. Η Σου Τσι είχε μια στρωμένη ζωή στο εξωτερικό και τη θυσίασε συνειδητά. Από την πρώτη στιγμή έπαιζε το κεφάλι της κορώνα–γράμματα, ο στρατός κι οι ασφαλίτες την παρακολουθούσαν σε κάθε της βήμα, δύο φορές ξέφυγε απ’ του χάρου τα δόντια όταν «αγανακτισμένοι πολίτες» επιχείρησαν να την λιντσάρουν, περπάτησε μπροστά από στρατιώτες που είχαν διαταγή να την πυροβολήσουν, χωρίστηκε από την οικογένειά της, φυλακίστηκε, πέρασε 15 χρόνια κλεισμένη σ’ ένα σπίτι με την υγεία της να χειροτερεύει διαρκώς. Όμως μόνο έτσι μπορείς να σαρώσεις παρόλο που έχεις απέναντί σου μια από τις σκληρότερες χούντες του κόσμου: κατά κάποιον τρόπο, ρισκάρεις τα πάντα (ακόμα και τη ζωή σου πιθανώς) για να κερδίσεις τα πάντα.

Τρίτον, ήξερε να απευθύνεται στον κόσμο. Δεν ήταν μόνο ότι μιλούσε απλά και κατανοητά, με παραστάσεις από τη βιρμανική παράδοση και κουλτούρα. Δεν ήταν μόνο ότι είχε ζήσει στο εξωτερικό και γνώριζε καλά τα στοιχεία μιας σύγχρονης δημοκρατίας που τόσο έλειπαν από τη χώρα της. Η Σου Τσι ήταν ειρηνοποιός, με τη βιβλική έννοια («μακάριοι οι ειρηνοποιοί»). Σε μια χώρα που όλοι εχθρεύονται όλους, αυτή μπορούσε να ακούει και να καταλαβαίνει τη θέση του άλλου, χωρίς ανυποχώρητες θέσεις και αυστηρά δόγματα. Είχε τη δύναμη να ενώνει τους ανθρώπους.

Οπότε λοιπόν, γυρνώντας πίσω στην Ελλάδα, ισχυρίζομαι ότι αυτό που πάντα έλειπε από τον χώρο ήταν ο κατάλληλος ηγέτης, κάποιος που θα κάνει υπόθεση των μαζών τις αξιόλογες ιδέες και τους αξιόλογους ανθρώπους που πάντα ο χώρος φιλοξενούσε. Ο άνθρωπος που θα δείξει ότι οι αναζητήσεις του χώρου μπορούν να γίνουν υπόθεση όλου του κόσμου – και που θα το δείξει, μάλιστα, τόσο με τα λόγια όσο και με το μη–λεκτικό μέρος της παρουσίας και της ζωής του. Νομίζω ότι αυτό καταδεικνύεται παραστατικά στην πρόσφατη διαρροή που έβγαλε στο φως το Wikileaks: η αμερικάνικη διπλωματία στη Βιρμανία παρατηρεί ότι από τη στιγμή που η Κυρία τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό, το NLD αποκόπηκε από τον κόσμο. Φράξιες επί φραξιών, έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα, έλλειψη ενδιαφέροντος για τα βάσανα του βιρμανικού λαού, «σκληρωτική» συμπεριφορά, «they spend endless hours discussing their entitlements from the 1990 elections and abstract policy which they are in no position to enact». Κάτι θυμίζουν όλα αυτά από το παλιό ΚΚΕ Εσωτερικού...

Ποιοι ηγέτες διαχειρίστηκαν τον χώρο; (αφήνω απ’ έξω τον Ηλία Ηλιού, ελάχιστα τον θυμάμαι, ήμουν πολύ μικρός τότε). Ο Κύρκος, κατά τη γνώμη μου, ήταν υπερεκτιμημένος. Πάσχιζε κατά καιρούς να κάνει το ΚΚΕ Εσωτερικού ουρά του ΠΑΣΟΚ, να χτίσει αμφίβολες διεθνείς συμμαχίες, ενώ είχε μια δόση αυταρχικότητας και ισχυρογνωμοσύνης. Θεωρείτο καλός ρήτορας• πράγματι, είχε έναν αγαπησιάρικο τρόπο που μιλούσε, ενθουσίαζε τους φίλους του χώρου και να τους έκανε να αισθάνονται σαν μια μεγάλη παρέα. Αυτό και τίποτα παραπάνω. Ο Κωνσταντόπουλος δε νομίζω ότι κατάφερε να πείσει ποτέ κάποιον ότι στέκεται δίπλα του, κατανοεί τις αγωνίες και τα προβλήματά του. Κάπως αφ’ υψηλού, κάπως θεωρητικός, το ύφος του θύμιζε περισσότερο καθηγητή ή δικηγόρο. Ο Τσίπρας είναι απογοητευτικός και σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να τον αποκαλέσω «ειρηνοποιό». Ας μη μιλήσουμε για τον Αλαβάνο... Όλοι αυτοί δεν ήταν χειρότεροι από την πλειονότητα του υπόλοιπου πολιτικού κόσμου. Είχαν, ο καθένας, τα προτερήματά του και τις, λιγότερο ή περισσότερο, καλές προθέσεις του. Ακόμα κι ο αγαπημένος μου Αλέκος Αλαβάνος, έτρεξε τουλάχιστον στη Νομική το βράδυ με τους μετανάστες και διαπραγματεύτηκε την έξοδό τους. Το εκτίμησα αυτό κι αναγκάζομαι (δυστυχία μου) να του δώσω πόντους. Καλά όλα αυτά, όμως κάτι λείπει.

Τι λείπει;

Λείπει η γλυκύτητα του απλού Βιρμανού κάθε φορά που μιλάει για την Σου Τσι.