Ζητούνται Επαναστάτες Για Εργασία Ημιαπασχόλησης

Περίληψη προηγουμένων: πρότεινα ότι στο επαγγελματικό κομμάτι του ΚΚΕ, στα στελέχη του, καθοριστικός παράγοντας της ιδεολογίας και της δράσης τους είναι το γεγονός του βιοπορισμού τους μέσα από τους κομματικούς μηχανισμούς. Κάτι που δίνει τον τόνο σε όλο το κόμμα, καθότι το ΚΚΕ είναι τόσο στρατιωτικά ιεραρχημένο. Επομένως, εκεί πρέπει να οφείλονται αυτές οι συμπεριφορές που συνηθίζουμε να προσάπτουμε στο κόμμα του λαού – ο δογματισμός, η απολυτότητα, η χωριστικότητα κ.λπ. Η Riski όμως κι ο κ. Δύτης παρατήρησαν, ανάμεσα στ’ άλλα, ότι δεν μπορούμε να πούμε πως το ΚΚΕ μονοπωλεί αυτές τις συμπεριφορές, εμφανίζονται και σε πολλούς άλλους χώρους της Αριστεράς. Άρα;

Λοιπόν, εδώ ετοίμαζα μια εκτενή απάντηση, με πολλή ανάλυση και ανάπτυξη, όμως τελικά δε θα τη γράψω. Διότι σήμερα έπεσα τυχαία πάνω σ’ ένα καταπληκτικό κείμενο ενός αμερικανού αναρχικού, που τα λέει 10 φορές καλύτερα από μένα. Ο τύπος λέγεται Dave Neal και δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτόν. Του δίνω τον λόγο με ορισμένα αποσπάσματα που μετέφρασα και συλλαμβάνουν 100% το νόημα όσων ήθελα να εκφράσω. Προσπάθησα να διατηρήσω και το ύφος της γραφής. Προσοχή όμως! Η αξία του κειμένου δεν έγκειται στο μήκος και το πλάτος της ανάλυσής του αλλά στο ότι μιλάει από την εμπειρία του. Ο άνθρωπος περιγράφει το βίωματικά του συμπεράσματα:


Έχω μεγάλο πρόβλημα με τον επαγγελματία επαναστάτη – κάποιον που, στο στιλ του Μαρξ, απασχολείται πλήρως με την επαναστατική δραστηριότητα.

Προδότη! Πώς μπορείς να λες τέτοια πράγματα και μετά να θεωρείσαι αναρχικός; Ο λόγος που τα λέω είναι ότι πιστεύω πως αυτοί που υιοθετούν επαγγελματική στάση, απομακρύνονται από τον απλό κόσμο και τελικά γίνονται τάξη οι ίδιοι.

Οι επαναστάσεις δεν είναι ευκαιρίες επαγγελματικής αποκατάστασης ή δε θα έπρεπε να είναι. Κάποιες ομάδες τις κάνουν επάγγελμα, ονομάζονται: πολιτικά κόμματα. Και, τι έκπληξη, σύντομα ξεστρατίζουν από τον αρχικό τους στόχο κι επικεντρώνονται στο να χτίσουν το δικό τους το μαντρί με τις ελπίδες και τα όνειρά σου, τα οποία εξαγοράζουν με ψέμματα, αδιαφανείς διαδικασίες και μαύρα χρήματα

Κατά τη γνώμη μου, είναι ζωτικής σημασίας να είναι κάποιος ημιαπασχολούμενος επαναστάτης και να δουλεύει για τα προς το ζην, ειλικρινά μιλάω. Διότι μαθαίνεις πράγματα με την καθημερινή σου έκθεση στο βόθρο της καπιταλιστικής οικονομίας. Μαθαίνεις τι σημαίνει να είσαι εργαζόμενος, κάτι που έχει χαθεί από πολλούς επαγγελματίες επαναστάτες.

Σήμερα, η πλειοψηφία αυτών που παριστάνουν τους ριζοσπάστες προέρχονται από τη φοιτητική κοινότητα – αυτό είναι κληρονομιά του ’60 – η λεγόμενη Νέα Αριστερά. Στην ακμή της ριζοσπαστικής αριστεράς, οι ριζοσπάστες προέρχονταν από την εργατική τάξη – είχες ανθρώπους που δούλευαν τη μέρα και συναντιόντουσαν μετά τη δουλειά να τυπώσουν φυλλάδια και να οργανωθούν.

Αυτό πρέπει να κάνουν οι αναρχικοί για να καταλάβουν τι είναι το καθημερινό μεροδούλι – μεροφάι. Αλλιώς θα καταλήξεις απομονωμένος στη ριζοσπαστική σου υποκουλτούρα και θα χάσεις εντελώς την επαφή με τον κόσμο της εργασίας.

Μέρος της αισιοδοξίας μου για τους ανθρώπους της εργασίας προέρχεται από το ότι είμαι ένας από αυτούς. Δουλεύω από τα 16 μου, σε κάθε είδος δουλειάς – φαστ φουντ, παρκαδόρος, χειριστής κλαρκ, εργάτης οικοδομών, αποθηκάριος, υπάλληλος σε πολυκατάστημα, σε καφέ, έφτιαξα σάντουϊτς και πίτσες, περιστασιακές δουλειές, βοηθός σύνταξης, συντάκτης. Σ’ αυτές τις δουλειές αντιμετώπισα καθημερινά τον ταξικό πόλεμο και τελικά ριζοσπαστικοποιήθηκα από τις ίδιες μου τις εμπειρίες – έμαθα ότι τα αφεντικά γενικώς δεν ξέρουν την τύφλα τους κι ότι οι άνθρωποι που δουλεύουν είναι ικανοί για εκπληκτική ριζοσπαστικότητα.

Αν δεν είχα κάνει όλες αυτές τις δουλειές, μπορεί να είχα κολλήσει κι εγώ αυτόν τον σνομπ μαρξισμό που μολύνει ένα μεγάλο μέρος της αριστεράς – την άποψη ότι οι άνθρωποι που δουλεύουν είναι πολύ οπισθοδρομικοί ή αντιδραστικοί για να επαναστατήσουν. Ευτυχώς όμως εγώ έχω δει ότι δεν είναι έτσι. Η πίστη μου στον εργαζόμενο άνθρωπο οφείλεται στο ότι είμαι ένας από αυτούς.

Αν είσαι φοιτητής ή κάτι άλλο και δεν δουλεύεις, τότε βρες μια δουλειά οπωσδήποτε. Το λέω αυτό όχι επειδή έχω πίστη στο σύστημα, αλλά περισσότερο επειδή θα σου προσφέρει την προοπτική την οποία χάνεις άμα δε δουλεύεις. Θα ενεργοποιήσει τη ριζοσπαστικότητά σου και θα σε βοηθήσει να κατανοήσεις γιατί η εργατική τάξη δεν πεθαίνει από λαχτάρα να σε ακολουθήσει.

Τις περισσότερες φορές, αυτό συμβαίνει επειδή είναι κουρασμένοι. Θέλουν να περάσουν χρόνο με την οικογένειά τους, απολαμβάνουν τις ελεύθερές τους στιγμές και δε γουστάρουν κήρυγμα. Δουλεύουν όλη μέρα με κάποιον κόπανο πάνω από το κεφάλι τους να δίνει εντολές, το τελευταίο πράγμα που θέλουν είναι ένας άλλος κόπανος να δίνει άλλες εντολές.

Οι άνθρωποι που δουλεύουν δεν είναι αντιδραστικοί – οι άνθρωποι που δουλεύουν απλώς δουλεύουν. Το οφείλεις στον εαυτό σου να πας και να δουλέψεις κάπου. Τράβα δούλεψε φαστ φουντ να δεις τι σκατά που είναι αυτή η δουλειά – μην παραλείψεις να γλύψεις και τα καψίματα στους καρπούς σου από τις τηγανιτές πατάτες που θα μαγειρέψεις για υπέρβαρους τύπους της γενιάς των Baby Boomers. Κάνε εξυπηρέτηση πελατών ή λιανικές πωλήσεις: πρώτο τραπέζι πίστα για να παρακολουθήσεις την αστική τάξη σε δράση. Βγες και δούλεψε, θα μάθεις πολλά. Δούλεψε σε κατασκευαστικά έργα να μάθεις από πρώτο χέρι τι είναι η αλληλεγγύη.

Το πιο σημαντικό είναι ότι θα αποκτήσεις πρόσβαση στους εργαζόμενους ανθρώπους, τέτοια που ποτέ δε θα είχες αν ήσουν επαγγελματίας επαναστάτης.

Για μένα, η ισορροπία είναι ζωτικής σημασίας για να διατηρήσει κανείς ένα ίχνος αντικειμενικότητας και σκεπτικισμού. Κι ο ημιαπασχολούμενος επαναστάτης, κάποιος δηλαδή που κλέβει μια ώρα από δω κι από κει στο πρόγραμμά του, σε αντιδιαστολή μ’ αυτόν που ζει κι αναπνέει μόνο για ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ, είναι ένα πολύ πιο ισορροπημένο πρόσωπο. Βλέπει τα πράγματα στις αληθινές τους διαστάσεις.



Όλο το κείμενο βρίσκεται εδώ, διαβάστε το, έχει πολλά αξιόλογα σημεία. Λίγα έχω να προσθέσω από κει και πέρα. Μιλάς στο πόπολο σαν τον ναυαγοσώστη κι ευελπιστείς να σώσεις ορισμένους ανθρώπους, τη στιγμή που δεν είσαι ένας απ' αυτούς, δε νιώθεις τη ζωή τους, τις αγωνίες τους, τις προτεραιότητές τους... Είτε φοιτητής είσαι είτε αμοιβόμενο στέλεχος είτε θεωρητικός του κινήματος, ουσιαστικά είσαι ανεπάγγελτος, πώς μπορείς μετά να μιλάς στο όνομα των ανθρώπων της εργασίας; Πώς τολμάς, κύριε επαναστάτη ολικής απασχόλησης, να ζητάς εισφορές από ανθρώπους που, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, δεν τους περισσεύουν τα χρήματα; Να καταλαμβάνεις τον πολύτιμο ελεύθερό τους χρόνο με τις θεωρητικές σου αναλύσεις από καθέδρας; Ενδεχομένως και να τους απαξιώνεις κιόλας που δε συνειδητοποιούνται ως τάξη. Σκέφτηκες ποτέ ότι ίσως να μην είναι στραβός ο γιαλός, ίσως εσύ ν’ αρμενίζεις στραβά; Ακόμα κι αν κάποτε εργάστηκες, δε φτάνει, τώρα είσαι βολεμένος κι άεργος, έχεις εντελώς άλλη οπτική, άλλες προτεραιότητες κι άλλα συμφέροντα από αυτούς που νομίζεις ότι διαφωτίζεις. Η καλή πρόθεση δεν αρκεί – αν δεν είσαι στη θέση του άλλου, δεν υπάρχει περίπτωση να τον κατανοήσεις πραγματικά. Βρες μια δουλειά!

Κλείνω με μια παγκόσμια αποκλειστικότητα, κάτι που δημοσιεύεται για πρώτη φορά:

Όλοι θαυμάσαμε τη Ρηνιώ του Ριζοσπάστη, κλάψαμε με την τραγωδία της, πονέσαμε με τα βάσανά της, γίναμε καλύτεροι άνθρωποι με τη μεγαλοσύνη της, αναστηθήκαμε με την αξιοπρέπειά της. Οι Offspring εμπνεύστηκαν από το δράμα της κι έγραψαν τραγούδι, το οποίο με χαρά παρουσιάζω σε πρώτη παγκόσμια μετάδοση. Παραθέτω και τους στίχους στα Αγγλικά για διευκόλυνση, ακούστε το διαβάζοντάς τους παράλληλα για να το καταλάβετε:

Rinio has a comrade
And she hates that dick
She tells me every day
She says "man, I really gotta lose that prick
In the worst kind of way"

He sits on his ass
She works her hands to the bone
His duty just to point the way
But he wants more dinero just to do class war
Well, Rinio, you gotta say:

I won't pay, I won't pay ya, no way!
Comrade, why don’t you get a job?
Say no way, say no way ya, no way!
Comrade, why don’t you get a job?

I guess all her efforts are just not enough
To overthrow the system one day
I guess all her money, well it isn't enough
Cause the party has demands to purvey.

I won't pay, I won't pay ya, no way!
Comrade, why don’t you get a job?
Say no way, say no way ya, no way!
Comrade, why don’t you get a job?

Well, I guess it ain't easy being revolutionary vanguard
But classless society requires sacrifice

Rinio has a comrade and she hates that dick
She tells me every day
“He wants more dinero to prepare class war”
Well, Rinio, you gotta say:

I won't pay, I won't pay ya, no way!
Comrade, why don’t you get a job?
Say no way, say no way ya, no way!
Comrade, why don’t you get a job?

I won't give ya no money
I always pay!
Comrade, why don't you get a job?
Say no way, say no way ya, no way!
Comrade, why don't you get a
Job!




Το Βιοτικό Βαλς

Μου είχαν διηγηθεί την ιστοριούλα σ’ ένα χωριό του ανατολικού Πηλίου όταν ήμουν πιτσιρικάς. Παραείνει όμορφη για να είναι πραγματική, όμως αυτός ακριβώς είναι κι ο ορισμός της πραγματικότητας: κάτι που υστερεί σε ομορφιά σε σχέση με τις ιστοριούλες του ανατολικού Πηλίου.

Ένα καλοκαιρινό μεσημέρι, λοιπόν, κάποιος τύπος αποφάσισε να κατεβεί στην παραλία για μια βουτιά. Φυσούσε αέρας, η θάλασσα ήταν ανήσυχη, όμως τα κύματα δε φαίνονταν πια και τόσο απειλητικά, οπότε τελικά ο τύπος βούτηξε. Με δυο απλωτές είχε ήδη φτάσει στα άπατα – όλο το ανατολικό Πήλιο είναι ουσιαστικά ένας γκρεμός που πέφτει απότομα στη θάλασσα κι οι «παραλίες» του είναι σχεδόν ευφημισμός. Ο τύπος κολυμπούσε ανέμελος, χωρίς να ξέρει όμως ότι υπήρχαν κρυφά ρεύματα κάτω από την επιφάνεια του νερού, που τον τραβούσαν μακριά από την παραλία, αργά, σταθερά και ύπουλα...

Σε κάποια στιγμή, ο τύπος κουράστηκε κι αποφάσισε να βγει έξω. Η απόσταση από την παραλία δε φαινόταν πολύ μεγάλη, λίγες απλωτές υπόθεση όλο κι όλο. Ο τύπος έκανε αυτές τις λίγες απλωτές και διαπίστωσε ότι είχε μείνει σχεδόν στάσιμος, τα κρυφά ρεύματα τον έσπρωχναν προς τα μέσα. Έκανε κι άλλες λίγες κι άλλες κι άλλες κι άλλες, όμως τελικά προόδευε λιγότερο κι από τη μνημονιακή Ελλάδα με τα μέτρα του ΓΑΠ. Ο τύπος άρχισε ν’ ανησυχεί. Τα έδωσε όλα και ξέσπασε σ’ ένα παθιασμένο κολύμπι προς την παραλία με όλες του τις δυνάμεις, μέχρι που εξαντλήθηκε εντελώς. Μάταιος κόπος. Κοίταξε την πενιχρή απόσταση που είχε διανύσει, σαν απογοητευμένος Παπακωνσταντίνου που προσπαθεί να καταλάβει γιατί τα έσοδα δεν αυξάνονται, σε πείσμα της θεωρίας. Κάπου εκεί, ο τύπος πανικοβλήθηκε.

Ξαφνικά είδε έναν φίλο του στην παραλία. Ο τύπος άρχισε να κουνάει τα χέρια και να ζητάει βοήθεια, μέχρι που ο άλλος κατάλαβε τι τρέχει. Δεν υπήρχε βάρκα ή σχοινί να του πετάξει, τίποτα που να μπορούσε να κάνει, του φώναξε μόνο δυο κουβέντες: «Αρπάξου απ’ το τρίτο κύμα». Μόνο αυτό. Ο τύπος το έκανε, τελικά κατάφερε να βγει στην παραλία και σώθηκε.

Διότι σε κάθε δύο κύματα, λέει, το τρίτο είναι μεγαλύτερο και δυνατότερο. Έτσι ισχυρίστηκε τουλάχιστον αυτός που μου διηγήθηκε την ιστορία. Άμα κολυμπήσεις παράλληλα με το τρίτο κύμα, τότε κερδίζεις «έδαφος» και προχωράς προς την παραλία. Στο πρώτο και στο δεύτερο κύμα δεν έχει νόημα να κολυμπάς, το καλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι να χαλαρώσεις για να διατηρήσεις τις δυνάμεις σου, κι ας σε σπρώξουν πιο μέσα τα ρεύματα. Στο τρίτο κύμα όμως πρέπει να τα δώσεις όλα και να εκμεταλλευτείς τη δύναμή του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, κερδίζεις δύο μέτρα, χάνεις ένα, κερδίζεις δύο, χάνεις ένα, κερδίζεις δύο, χάνεις ένα, ο λογαριασμός όμως βγαίνει θετικός και προχωράς σιγά-σιγά. Είναι η μόνη τακτική που μπορεί να σε σώσει. Ακόμα και η λέξη τρικυμία, είπε αυτός που μου διηγήθηκε την ιστορία, από εκεί βγαίνει, από το τρίτο κύμα που είναι το μεγαλύτερο και δυνατότερο από τα άλλα δυο.

Η ιστοριούλα μάλλον δεν είναι αληθινή, όμως αυτό δεν την κάνει λιγότερο χρήσιμη. Πολλές φορές τη σκέφτηκα και τείνω τελικά να συμπεράνω ότι κάπως έτσι είναι η ζωή, έχει τρίτο κύμα μέσα της. Άλλη είναι η ώρα της σποράς κι άλλη η ώρα του θερισμού. Άλλη είναι η ώρα του μόχθου κι άλλη η ώρα της αδράνειας. Ορισμένες φορές είναι σοφό να δίνεις αγώνα, κάποιες άλλες είναι σοφό να αφήνεσαι και να προσπαθείς να μην προσπαθείς. Δεν ξέρω γιατί. Όταν πιάνεις τον εαυτό σου να νιώθει ότι παλεύει με γίγαντες και προσπαθεί να μετακινήσει βουνά, τότε μάλλον είσαι στα δύο πρώτα κύματα, πηγαίνεις κόντρα σε υπέρτερες δυνάμεις, κόντρα στους νόμους της ζωής. Έρχεται όμως η ευλογημένη στιγμή που ακόμα κι η πιο μικρή σου προσπάθεια δίνει καρπούς, ό,τι πιάνεις γίνεται χρυσός, εσύ ο ίδιος γίνεσαι νόμος της ζωής. Και μετά πάλι προσπαθείς να μετακινήσεις βουνά και πάλι και πάλι και πάλι... Η ζωή είναι γραμμένη σε ρυθμό τρία τέταρτα, ένα βαλς είναι η ζωή, κερδίζει αυτός που μπορεί να το χορέψει. Αρπάξου απ' το τρίτο κύμα.

Δεν είναι κρίμα
Να γίνω θύμα
Σ’ αυτό το σχήμα
Ν’ αναλωθώ;

Κάνω ένα βήμα:
Όλα είναι πρίμα
Το τρίτο κύμα
Ακολουθώ.

Ίσως το χρήμα
Μου χτίσει μνήμα
Μια παντομίμα
Είν’ η ζωή,

Κάνω ένα βήμα:
Όλα είναι πρίμα
Το τρίτο κύμα
Επενεργεί.

Κι αν στην Αθήνα
Δεν έχω σήμα
Στο ραδιοσήμα
Νεκρός σταθμός,

Κάνω ένα βήμα:
Όλα είναι πρίμα
Το τρίτο κύμα
Κρυφός ρυθμός.

Χειμέριο κλίμα
Χτικιό και φύμα
Αριάδνης νήμα
Δεν έχει πια,

Όμως κάνω ένα βήμα
Κι όλα είναι πρίμα:
Το τρίτο κύμα
Γράφει τροχιά.

Χαμογέλα!

Μετά από πολλές εκατοντάδες χρόνια στο μέλλον, οι ιστορικοί θα χαρακτηρίζουν την εποχή μας ως: «Τα Χρόνια Της Επιβεβλημένης Ευτυχίας». Θα μελετήσουν εκατομμύρια φωτογραφίες του 19ου, 20ου, 21ου αιώνα και θα επισημάνουν την τάση του επιβεβλημένου χαμόγελου, του χαμόγελου κατά παραγγελία, που χαρακτηρίζει αυτές («χαμογέλα!»). Ω ναι, διότι θα έρθει στο μέλλον η στιγμή που δε θα είναι φυσιολογικό να απαθανατίζεις την καλλωπισμένη εικόνα ενός προσώπου, να χαμογελάς μόνο και μόνο για το κλικ της κάμερας. Στη μελλοντική έκδοση του Τριανταφυλλίδη, το ρήμα «χαμογελώ» δε θα έχει προστακτική – ίσως μόνο μια σημείωση που θα αναφέρει για τη λέξη «χαμογέλα!» ότι είναι όρος των οδοντογιατρών, αυστηρά επαγγελματικός.

Διότι όλοι έχουμε γραμμένο, που το λέμε πεπρωμένο, κι ο καθένας το παλεύει όπως ξέρει και μπορεί. Σε κάποια στιγμή της πάλης του, θα έρθουν κι οι μέρες που δε θα μπορεί να χαμογελάσει. Από τη στιγμή όμως που συνδεθήκαμε μ’ αυτό το πρόσωπο –φιλικά, ερωτικά, συγγενικά– τότε αποκτήσαμε και μια κάποια ευθύνη για την καλή του διάθεση. Δε δικαιούμαστε πλέον να την απαιτήσουμε, να την παραγγείλουμε («χαμογέλα!»), αλλά να τη βοηθήσουμε ν’ ανθίσει. Έστω να κάνουμε την προσπάθεια. Κι άμα δεν μπορούμε να φυτέψουμε το χαμόγελο στα χείλη του φίλου/συντρόφου/συγγενή μας, τουλάχιστον ας τον σεβαστούμε κι ας μην τον φορτώσουμε και με ενοχές επιπλέον. Κάθε «χαμογέλα!» που εκτοξεύεται στον κόσμο, είναι και μια ύπουλη απόταξη ευθυνών για την καλή διάθεση του οικείου μας προσώπου. Ή θα προχωρήσουμε όλοι μαζί, ως ένα βαθμό υπεύθυνος ο καθένας για την ευτυχία του άλλου, ή θα βουλιάξουμε όλοι μαζί. Το ρήμα «χαμογελώ» δεν έχει προστακτική.

Πάμε Για Ύπνο, Κατερίνα

Γατών επιφανών πας υαλοκαθαριστήρας μαξιλάρι




Σκύλων επιφανών παν τραπέζι άραγμα




Ανδρών επιφανών πάσα μηχανή κρεβάτι




Και να καθαρίζετε τακτικά την οθόνη σας. Φυτρώνουν διάφορα περίεργα άμα την αφήνετε βρώμικη


Ζωή Αναφόριστη

Η ζωή δεν είναι απλή. Η ζωή κρύβει τεράστιες φρίκες και σπαραγμούς, πόνους σαν να σου ξεριζώνουν τα χέρια και τα πόδια, βάσανα, αγωνίες και βογγητά. Κρύβει όμως κι ευλογίες, οι οποίες συχνά έρχονται εκεί που δεν τις περιμένεις, σαν την Ισπανική Ιερά Εξέταση. Κρύβει όμως κι άλλα, πολλά και διαφορετικά, που δεν χωράνε στην παραπάνω διπλή κατηγοριοποίηση. Η καλλιέργεια των σπουδαγμένων κι η μαζεμένη εμπειρία των σοφών γηρατειών μπορεί να αχρηστευτεί σε μια στιγμή από τα καπρίτσια της ζωής, που συνηθίζει να φέρνει τα πάνω κάτω, να λειτουργεί δίχως κανόνες αλλά με ένα συνονθύλευμα εξαιρέσεων.

Γιατί τελικά αυτό είναι η ζωή: το αντικείμενο που δεν μπορεί να οριστεί με τίποτα. Τούτος είναι ο ορισμός της. Και κανένας Ηλίας που γράφει δυο αφορισμούς σε μια ανάρτηση δεν μπορεί να την περιορίσει στα στεγανά του, στο φινάλε πάντα αυτή θα ξεφεύγει. Και σε κάθε update των αφορισμών, αυτή θα βρίσκεται ένα βήμα πιο μπροστά, να τους αχρηστεύει σαν χθεσινές εφημερίδες, τρελή κι αδέσποτη παρόλα τα update. Είναι κβαντικό το φαινόμενο, όπως ο παρατηρητής που μεταβάλλει το αντικείμενο με την πράξη της παρατήρησής του, έτσι κι ο αφοριστής μεταβάλλει τη ζωή με κάθε πρότασή του που αρχίζει από: «Η ζωή είναι...» ή «Η ζωή έχει...» ή «Στη ζωή πρέπει...».

Ζωή είναι το μικρό της όνομα• το επώνυμό της είναι Αναφόριστη.

Ντίσνεϊλαντ

Ένα απίστευτο άρθρο της Καθημερινής μάς δίνει τη δυνατότητα να θαυμάσουμε τον άνθρωπο που ταξιδεύει «σαν ταξιδιώτης του 19ου αιώνα». Πρόκειται για τον κ. Παναγιώτη Χριστόπουλο που βρέθηκε λίγες μέρες στην Ταϊλάνδη, στην πρωτεύουσα Μπανγκόκ και στο Κραμπί (τουριστικός προορισμός, σαν τη Σαντορίνη, ας πούμε), καλεσμένος των Leading Hotels of the World και της Thai Airways. Συμφωνώ μαζί του ότι είναι άδικο «να επιστρέφεις στην Αθήνα και οι εννέα στους δέκα να σε ρωτούν για τον σεξοτουρισμό, τις τιμές των ηλεκτρονικών κι αν μαύρισες από την ηλιοθεραπεία». Το νόημα είναι να ανακαλύψεις «την πραγματική αίσθηση της περιοχής ... την πραγματική αύρα της χώρας», έχει απόλυτο δίκιο. Ας δούμε λοιπόν την εμπειρία του για να ανακαλύψουμε αυτήν την πραγματική αύρα.

Ο κ. Χριστόπουλος έμεινε σε ένα πολυτελέστατο resort (Κραμπί), στο οποίο η νύχτα κοστίζει όσο περίπου 5 μηνιάτικα της κοπέλας στη ρεσέψιον. Γυρνώντας στην πρωτεύουσα, έμεινε σε ένα ονομαστό ξενοδοχείο – οικονομικότερο, η νύχτα εκεί είναι όσο ένας τυπικός εργατικός μισθός (με τις υπερωρίες). Γευμάτισε σε εκλεκτά εστιατόρια, στα οποία ο λογαριασμός συνήθως δε βγαίνει χαμηλότερος από τον μισθό ενός δασκάλου. Όλα αυτά όμως δεν τον εμπόδισαν να ανακαλύψει «την πραγματική αύρα της χώρας», αφού αποτόλμησε μια αναρριχητική περιπέτεια στο Κραμπί, η οποία τον οδήγησε στην ανακάλυψη μιας κρυμμένης λιμνούλας. Γυρνώντας στο resort, έπαιξε με τις μαϊμούδες που πηδούσαν από δέντρο σε δέντρο, χάζεψε μερικές πανέμορφες ορχιδέες, παραμέρισε ευγενικά την τεράστια, ακίνδυνη σαύρα στην πόρτα, βούτηξε σε μια καυτή μπανιέρα για να χαλαρώσει κι άρχισε να διαβάζει ένα βιβλίο με την ιστορία της Ταϊλάνδης. Του άξιζε, του ανθρώπου, αφού «αγκάλιασε εξερευνητικά το περιβάλλον και δεν το αντιμετώπισε μόνο σαν πανέμορφο καμβά για βουτιές και φωτογραφίες σε μια ξαπλώστρα». Το βιβλίο, βέβαια, δεν το διάβασε καλά, αφού στο άρθρο του γράφει ανακρίβειες για την Ταϊλάνδη (π.χ. «το έθνος αυτό έμεινε ελεύθερο σε όλη του την ιστορία», ξεχνάει τη βιρμανική κατάκτηση), ενώ καταφέρνει να αποδώσει λάθος όλες μα όλες τις ταϊλανδικές λέξεις του κειμένου του. Τι να κάνουμε, είναι ένα πρόβλημα όταν μεταφέρεις τις λέξεις από αγγλικά, προφανώς, βιβλία. Το γεγονός ότι βρέθηκες στη χώρα και θα μπορούσες εύκολα να ρωτήσεις για να μάθεις τη σωστή προφορά, δεν έχει καμία σημασία. Εξάλλου το resort είχε ένα εξαιρετικό wellness center, με δεκάδες επιλογές μασάζ και σπα... Πώς να μη σε πλημμυρίζει μετά «μια παράξενη περηφάνεια» την ώρα που γευματίζεις στο βραβευμένο εστιατόριο.

Τέρμα η κοροϊδία. Ο άνθρωπος βρέθηκε σ’ έναν τεχνητό, ψεύτικο κόσμο και δεν κατάλαβε τίποτα, νομίζει μετά ότι ανακάλυψε και την «πραγματική αίσθηση της χώρας». Στην Ντίσνεϊλαντ πήγε, όχι στην Ταϊλάνδη. Βέβαια καλεσμένος ήταν, έπρεπε να παινέψει τα παλάτια των οικοδεσποτών του, κατανοητό αυτό. Αν είχε περιοριστεί μέχρι εκεί, δε θα ασχολιόμουνα. Θα κατάπινα ακόμα και τις φαντασιώσεις του για την πραγματική αύρα της χώρας που νομίζει ότι ανακάλυψε. Υπάρχει όμως κάτι επιπλέον στο άρθρο του που δεν πρέπει να περάσει ασχολίαστο, κάτι επικίνδυνο και βαθιά αντιδραστικό. Χωρίς να το καταλαβαίνει και μη έχοντας αυτήν την πρόθεση, ο κ. Χριστόπουλος κατασκευάζει πραγματικότητα, δίνει ερμηνεία. Κι αυτό είναι επικίνδυνο.

Ποια εντύπωση αποκομίζει ο αναγνώστης για τους Ταϊλανδούς από το άρθρο; (όσο αναφέρονται, γιατί ο κ. Χριστόπουλος ασχολείται περισσότερο με τα ξενοδοχεία και τα resorts, από τη μία, με τα νησιά και τη θάλασσα, από την άλλη). Ότι είναι φιλικοί, πράοι, ανεκτικοί, περήφανοι, γλυκύτατοι, ευγενείς, ειρηνικοί. Το ότι επιπλέον είναι και φτωχοί, δεν το διαβάζει πουθενά ο αναγνώστης. Παρουσίαση για την Ταϊλάνδη (ή για οποιαδήποτε άλλη χώρα του Τρίτου Κόσμου) που δεν έχει μέσα τη λέξη «φτώχεια»... Περίπου σαν μια παρουσίαση για τον Βουλγαράκη που δεν έχει μέσα την εξίσωση «νόμιμον = ηθικόν». Φαινομενικά είναι θετικός κι επαινετικός ο τρόπος που μιλάει για τους Ταϊλανδούς. Έλα όμως που τελικά δεν είναι! Διότι τους υποτιμάς βαθύτατα και τους κοροϊδεύεις κατάμουτρα (έστω και χωρίς να έχεις την πρόθεση), όταν γράφεις: «ακόμη κι αυτή η διαβόητη υπηρεσία του σεξοτουρισμού ... έχει κατά κάποιον τρόπο τις ρίζες της στην ιδιοσυγκρασία των Ταϊλανδών, στην περίφημη ανεκτικότητά τους». Όχι, κ. Χριστόπουλε, έχει κατά κάποιον τρόπο τις ρίζες της στη φτώχεια των Ταϊλανδών, στην περίφημη ανάγκη τους για χρήματα!

Δεν έχεις ιδέα τι είναι η φτώχεια. Φτώχεια σημαίνει διαρκής αγωνία και ταλαιπώρια, να δουλεύεις από το πρωί ως το βράδυ και τα παιδιά σου να μην έχουν παπούτσια να φορέσουν, να ζεις με μόνιμα εντερικά, νευρολογικά, δερματικά προβλήματα, να ψαρεύεις τα ψάρια από το ρυάκι της αποχέτευσης, να ανησυχείς μην πεθάνεις, να το ρίχνεις το βράδυ στο ουΐσκι γιατί αλλιώς δεν ηρεμείς. Υπήρχε πολλή τέτοια φτώχεια στη χώρα που επισκεύτηκες, όμως τα πολυτελή ξενοδοχεία δε σ’ άφησαν να τη δεις. Υπήρχε επίσης και πολλή αγανάκτηση, ο κόσμος που είδες δεν ήταν ικανοποιημένος, όμως ούτε αυτό κατάφερες να διακρίνεις.

Σίγουρα εισέπραξες πολλή ευγένεια και χαμόγελα στην Ταϊλάνδη. Πώς θα σου φαινόταν άμα μάθαινες ότι το 90% αυτής ήταν ευγένεια McDonald’s; Μηχανική κι επαγγελματική, ευγένεια από συνήθεια, ευγένεια ως μέσο προσπορισμού χρημάτων (καθόλα σεβαστό όμως, σε φτιάχνει η ευγένεια, ακόμα κι αν είναι εμπορεύσιμο προϊόν). Μη δημιουργείς μυθεύματα για τη μαγική ιδιοσυγκρασία των Ταϊλανδών, όλο ανεξήγητη φιλικότητα και πραότητα (τεράστια η εγκληματικότητα της χώρας), ευγένεια κι ανεκτικότητα (βοηθάει όμως να είσαι δυτικός με χρήματα – αν είσαι βιρμανός πρόσφυγας μόνο με τα ρούχα που φοράς, δε θα τους βρεις τόσο ανεκτικούς). Πήγες σε επαγγελματίες της ευγένειας, σε ανθρώπους που ξέρουν καλά αυτό που δεν ξέρει ο Έλληνας ταξιτζής, ότι η ευγένεια πληρώνει. Τη δουλειά τους έκαναν οι άνθρωποι, τα φιλοδωρήματά σου ήθελαν, δε σε συμπάθησαν – και γιατί να σε συμπαθήσουν, δηλαδή; Τι τους έκανες; Επειδή έπαιξες ένα παμπάλαιο παιχνίδι, από τα φεουδαρχικά χρόνια της χώρας ακόμα, όπου ο πληβείος αποδίδει υπηρεσίες και τιμές στον ευγενή, έναντι ασφάλειας και ελεημοσύνης; Ένα παιχνίδι που συνεχίζει να διδάσκεται ως τις μέρες μας από τους γονείς στα παιδιά, αφού η ευγένεια αποτελεί μέσο βιοπορισμού, προϊόν ανταλλάξιμο με χρήματα; (και καλά κάνει).

Κάτι που μας φέρνει στο πιο εξοργιστικό σημείο του άρθρου, όπου ο κ. Χριστόπουλος, μη μπορώντας να βρει καμιά καλύτερη εξήγηση, καταφεύγει στη μεταφυσική: «κι ο βουδισμός είναι η κυρίαρχη θρησκεία, που έχει εμποτίσει τη νοοτροπία αυτού του λαού με πραότητα και ευγένεια». Δεν σκέφτηκε, για παράδειγμα, να κοιτάξει τους δείκτες εγκληματικότητας της χώρας, έμεινε στην καλογυαλισμένη βιτρίνα και στα επιφανειακά του συμπεράσματα περί της βουδιστικής πραότητας. Μετά τους Ταϊλανδούς, δηλαδή, μαγαρίζει και τον βουδισμό. Φτιάχνει πλατωνικές Ιδέες, υπερβατικές κι ανεξάρτητες από τους φορείς τους, με εγγενή φιλειρηνικότητα, την οποία μεταδίδουν με κάποιον μαγικό τρόπο στους πιστούς. Βέβαια στις περσινές διαδηλώσεις, οι βουδιστές της κυβέρνησης δε φάνηκαν τόσο πράοι, κατέβασαν τον στρατό και τις οδήγησαν σε μακελειό 90 νεκρών και 1.400 τραυματιών. Δεν ξέρω πώς το ερμηνεύει αυτό ο κ. Χριστόπουλος. Ίσως ότι αν δεν ήταν και βουδιστές, ο τελικός λογαριασμός του αίματος θα είχε φτάσει ακόμα ψηλότερα, ίσως έτσι.

Επιφανειακά, είναι ο κ. Χριστόπουλος που παινεύει την Ταϊλάνδη κι εγώ που τη μειώνω. Όμως συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο. Οι έπαινοί του είναι η αφέλεια του τουρίστα που ήρθε στην Ελλάδα λίγες μέρες το 2004 για τους Ολυμπιακούς, είδε και την Ακρόπολη, έφαγε ένα βράδυ στην Πλάκα, έκανε μια βουτιά στην Αίγινα, και κατόπιν εκφράζεται θερμά για τη χώρα. Κάτι ακόμα χειρότερο: οι έπαινοί του είναι το παραβάν που καλύπτει την τεράστια οικονομική απόσταση ανάμεσα σ’ αυτόν και στους ντόπιους, την εξαφανίζει από το οπτικό πεδίο, και δημιουργεί έναν μαγικό κόσμο στον οποίο οι ανθρώπινες σχέσεις βασίζονται στην εγγενή φιλικότητα και στη βουδιστική πραότητα.

Προσωπικά, θα δεχόμουν όλα αυτά τα μυθεύματα του κ. Χριστόπουλου. Αρκεί να δώριζε τη μισή του περιουσία στο τοπικό ορφανοτροφείο. Τότε θα το βούλωνα κι ο ίδιος θα κέρδιζε το δικαίωμα να βλέπει ό,τι θέλει, ξεπέρασε την πραγματικότητα.

Τελικά όμως τι είναι η Ταϊλάνδη; Ακούει κανείς τόσα πολλά και αντιφατικά, τι να πρωτοπιστέψει; Λοιπόν, σίγουρα δεν είναι τα πολυτελή ξενοδοχεία και τα resorts. Καλά είναι και τα βουνά και τα νησιά και τα μνημεία κι οι παραλίες, όμως έρχονται δεύτερα. Πρώτα και καλύτερα, η Ταϊλάνδη είναι οι Ταϊλανδοί. Οι οποίοι είναι φτωχοί, ακόμα και οι Έλληνες του μνημονίου είναι πλούσιοι σε σχέση μ’ αυτούς, αναγκάζονται να δουλεύουν όλη μέρα, γίνονται χαμάληδες και υπηρέτες για να κολακέψουν τον κάθε κ. Χριστόπουλο που έρχεται στη χώρα με την έπαρση των χρημάτων του, τον κάθε ντόπιο κ. Χριστόπουλο που αγαπάει και παινεύει τους φτωχούς – εφόσον βέβαια παραμένουν φτωχοί κι ικανοποιημένοι, όχι όμως και να σηκωθούν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι, ε; Λοιπόν, δεν είναι ικανοποιημένοι οι Ταϊλανδοί. Είναι δυσαρεστημένοι και πολλοί απ’ αυτούς εξοργισμένοι.

Και στο φινάλε, όταν κάποιος δηλώνει: «πήγα στην Ταϊλάνδη» (ή σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του Τρίτου Κόσμου), η σωστή ερώτηση δεν είναι, π.χ.: «πού έμεινες, πού ψώνισες, πού κολύμπησες, πού σκαρφάλωσες;». Όχι, η σωστή ερώτηση είναι: «ποιους γνώρισες, σε πόσα ταϊλανδικά σπίτια μπήκες, με πόσα πιτσιρίκια έπαιξες, πόσους καινούργιους φίλους έκανες, πόσοι σε γνώρισαν στους γονείς τους (τιμή για έναν Ταϊλανδό), πόσοι σου είπαν το όνομά τους (άλλη τιμή), πόσοι σου είπαν τον πόνο τους, σε πόσους είπες τον δικό σου», τέτοια πράγματα. H Ταϊλάνδη είναι οι Ταϊλανδοί. Αν δεν έχεις κάτι να καταθέσεις εδώ, τότε δεν πήγες στην Ταϊλάνδη, πήγες στην Ντίσνεϊλαντ. Κάνε μου τη χάρη τουλάχιστον να το παραδεχτείς.


Η Ταϊλάνδη κατά τον κ. Παναγιώτη Χριστόπουλο

H Ακροδεξιά Αντεπιτίθεται ΙΙ

(συνέχεια από εδώ)


Το κρεβάτι ήταν γεμάτο χαρτιά που κανονικά θα έπρεπε να βρίσκονται στο τραπέζι. Το τραπέζι ήταν γεμάτο ρούχα που κανονικά θα έπρεπε να βρίσκονται στην ντουλάπα. Κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεται και μια ντουλάπα μέσα στο υπόγειο με τις ξεφτισμένες ταπετσαρίες και το τσιμεντένιο πάτωμα, όμως δεν υπήρχε χώρος για ένα τόσο μεγάλο έπιπλο• θα έκλεινε την πόρτα της τουαλέτας ή την εξώπορτα. Η γυμνή λάμπα που κρεμόταν από το βρώμικο καλώδιο έκανε ό,τι μπορούσε για να βγάζει ένα αρρωστημένο φως και τα κατάφερνε καλά. Χάρη σ’ αυτήν, τα πεταμένα καλώδια, τα αναποδογυρισμένα μπουκάλια και το χυμένο περιεχόμενο μιας εργαλειοθήκης έμοιαζαν με απομεινάρια ενός μαθήματος ανατομίας. Άδεια κουτιά πίτσας παντού. Το φτηνό στερεοφωνικό συγκρότημα ήταν απομίμηση κάποιας γνωστής μάρκας, γνήσια απομίμηση όμως. Τα σκορπισμένα CD ήταν όλα αντιγραφές. Το μόνο που δε θα ταίριαζε με τίποτα στο χώρο θα ήταν μία όμορφη γυναίκα με ένα προκλητικό κόκκινο φόρεμα• η Ρούλα τράβηξε τη φούστα της για να κρύβει περισσότερο τα πόδια της και κάθισε προσεκτικά στην άκρη του κρεβατιού.

«Χε, θέλει ένα καλό συμμάζεμα εδώ μέσα», σχολίασε ο Χάλογουϊν Τζακ όρθιος δίπλα της.

Ο μαύρος κλείδωσε την πόρτα κι έβαλε το κλειδί στην τσέπη του. «Εκ του χάους γεννάται η μέγιστη αρμονία».

«Μα ποιος είσαι, τέλος πάντων;» ρώτησε η Ρούλα.

«Πράκτορας για ειδικές αποστολές, με λένε Πίτερ. Δουλεύω για τον Μέλανα Ζωμό».

«Τον Μέλανα Ζωμό!» φώναξαν έκπληκτοι οι δύο φίλοι. Ένα ξαφνικό ψύχος έπεσε στο υπόγειο κι η αρρωστημένη λάμπα φάνηκε να καίει με τριάντα βατ λιγότερα.

«Ακριβώς», είπε αδιάφορα ο μαύρος. «Θα ‘ρθει ο σύνδεσμός μου από τον κεντρικό πυρήνα να σας παραλάβει σε λίγο».

«Μα γιατί;» τον ρώτησε η Ρούλα γυρνώντας προς το μέρος του με τα μάτια της ν’ ανοιγοκλείνουν, μεγάλα κι ανήσυχα. «Τι θέλει ο Μέλας Ζωμός από δυο απλούς ανθρώπους σαν κι εμάς, Πίτερ;» είπε σκύβοντας ελαφρά ώστε το φόρεμά της ν’ ανοίξει σε βαθμό ακατάλληλο για ανηλίκους κάτω των 13.

Ο μαύρος καβάλησε τεμπέλικα την άκρη του τραπεζιού κι έδειξε με τον αντίχειρά του τον Χάλογουϊν Τζακ. «Εναλλακτική μορφή ζωής με βάση τον σοσιαλισμό. Δεν ξέρω αν στο ‘πε».

«Ω!»

«Ακριβώς», συμφώνησε ο μαύρος. «Η οργάνωση θέλει να τον μελετήσει, να τον αναλύσει, να τον διυλίσει – μη φοβάσαι, δεν πονάει. Στο τέλος ό,τι μείνει θα προσφερθεί για την πατρίδα».

Ο Χάλογουϊν Τζακ έμεινε να τον κοιτάζει. «Κι η Ρούλα;» είπε.

«Μπλέχτηκε άθελά της. Κανονικά, πρέπει να τη σκοτώσω–», ακούστηκε μια γυναικεία κραυγή, «–όμως θα την παραδώσω κι αυτήν στην οργάνωση. Μάλλον ανταλλακτικά για την πατρίδα κι αυτή».

«Δεν το πιστεύω!» φώναξε η Ρούλα.

«Πίστεψε ό,τι θες απ’ τη στιγμή που έχω εγώ το πιστόλι», απάντησε ορθολογιστικά ο Πίτερ.

«Μα τι γυρεύεις σ’ αυτήν την οργάνωση εσύ, ένας...;» ρώτησε ο Χάλογουϊν Τζακ. «Κοίτα και χωρίς να θέλω να σε προσβάλω, δε μου φαίνεσαι όμως για απευθείας απόγονος του Περικλή και του Αριστοτέλη. Μάλλον για προϊόν προσμίξεων με αλλόφυλους».

«Μετέχω όμως της ελληνικής παιδείας», απάντησε ο πράκτορας για ειδικές αποστολές. «Και μη νομίζεις ότι εμένα μ’ αρέσει αυτό που κάνω. Ε, αυτό νομίζεις; Δεν έχω τίποτα μαζί σας, σας συμπάθησα κιόλας, όμως σ’ αυτή τη δουλειά δεν πρέπει να δένεσαι με τους πελάτες σου – α στο διάολο, πάντα ήθελα να το πω αυτό! Το ‘χω δει στο σινεμά: Μην το παίρνεις προσωπικά, φίλε, απλώς τη δουλειά μου κάνω». Χαμογέλασε ικανοποιημένος. «Εντωμεταξύ, απολαύστε αυτά τα...», κοίταξε το ρολόι του, «...εβδομήντα λεπτά μέχρι να ‘ρθει ο Ράτρεϊς».

Ο Χάλογουϊν Τζακ είχε μείνει από επίθετα κι η Ρούλα είχε μείνει αποσβολωμένη. Κανείς δε μιλούσε όσο ο μαύρος γέμιζε τρία ποτήρια με το περιεχόμενο του μπουκαλιού, έσπρωχνε το τραπέζι κοντά τους και τα έβαζε δίπλα στο βουνό των ρούχων. «Πιείτε, αν θέλετε. Κερνάω. Μη φοβάστε, απλό ουίσκι είναι», τους είπε και μπήκε στην τουαλέτα. Το ζευγάρι ούτε που κατάλαβε για ποιο πράγμα μιλούσε.

Πρώτος ξύπνησε ο Χάλογουϊν Τζακ. Έτρεξε στα πεταμένα εργαλεία, τα εξέτασε και διάλεξε ένα μακρύ γαλλικό κλειδί. «Όλα για όλα. Μη φοβάσαι τίποτα». Πήγε αθόρυβα πίσω από την πόρτα της τουαλέτας κι έγνεψε στο όλο ελπίδα βλέμμα της Ρούλας.

Η κοπέλα συνήρθε αμέσως. «Κανονικά θα ενθουσιαζόμουν με τα όργανα που εξασφάλισα για την πατρίδα», είπε μεγαλόφωνα. «Θα έπιανα τον στόχο».

«Ναι, αλλά αυτό δεν είναι δωρεά, είναι απαλλοτρίωση», απάντησε ο Χάλογουϊν Τζακ στον ίδιο τόνο. Ο ήχος από το καζανάκι τον έκανε να τεντωθεί και να σηκώσει το κλειδί.

«Και μάλιστα χωρίς αποζημίωση...» ήταν το τελευταίο σχόλιο της Ρούλας καθώς είδε την πόρτα ν’ ανοίγει.

Η ψηλή μαύρη φιγούρα βγήκε φυσιολογικά από την τουαλέτα. Το γαλλικό κλειδί κατέβηκε σαν αστραπή στο κεφάλι του Πίτερ – που έσκυψε, απέφυγε το χτύπημα κι άρπαξε εύκολα τον Χάλογουϊν Τζακ. Μια κραυγή ακούστηκε από τη μεριά της Ρούλας.

«Βρε, ο Σούπερμαν!» έκανε ο μαύρος γελώντας. «Άστο κάτω αυτό, άστο», του πέταξε το κλειδί με μία απλή κίνηση, «μην παίζεις με τα σίδερα».

«Ρε, θα σε σκοτώσω!» φώναξε λυσσασμένα ο Χάλογουϊν Τζακ σπαρταρώντας στα χέρια του.

«Εσύ; Δύσκολο». Με ένα άνετο σπρώξιμο, ο Πίτερ τον άδειασε στο κρεβάτι δίπλα στη Ρούλα. «Με ποιον νομίζεις ότι έχεις να κάνεις; Είμαι επαγγελματίας. Ήξερα ότι μου την είχες στημένη, αδερφέ, σε πρόδωσε η φωνή σου. Έχω εκπαιδευτεί να βρίσκω τον ομιλητή πίσω από μια κλειστή πόρτα. Πάντως, για αρχάριος καλά τα πήγες», εξήγησε ο μαύρος σαν να μην έγινε τίποτα.

Σ’ εκείνο το σημείο ήταν που βόγγηξε η Ρούλα: «Μα γιατί μας το κάνεις αυτό, Πίτερ; Τι έχεις να κερδίσεις καταστρέφοντας δυο ανθρώπους;» ρώτησε γέρνοντας ώστε το φόρεμά της ν’ ανοίξει σε βαθμό ακατάλληλο για ανηλίκους κάτω των 17.

Η απάντηση δεν ήρθε γρήγορα• αντίθετα, πέρασε αρκετή ώρα μέχρι ν’ ακούσουν τον ειδικό πράκτορα του Μέλανα Ζωμού να λέει σκεφτικά κι αργά: «Την αποστράτευσή μου. Αυτήν», έκανε και κοίταξε κάπου πάνω απ’ τα κεφάλια τους. «Δεν ξέρεις τι θα πει να είσαι εφτά χρόνια στην οργάνωση. Στην αρχή, όλα συναρπαστικά. Μετά όμως κουράστηκα».

«Ωραία, παραιτήσου λοιπόν και τράβα στο σπιτάκι σου. Κι εμείς στο δικό μας».

«Τόσο εύκολο;» είπε ο Πίτερ σηκώνοντας τους ώμους. «Όποιος αδελφοποιείται με μέλανα ζωμό, δεν απολύεται ποτέ. Μου υποσχέθηκαν όμως πως όταν τους παραδώσω τον πελάτη (έδειξε τον Χάλογουϊν Τζακ), θα πάω διακοπές!» Έβαλε το χέρι στην τσέπη και τράβηξε μια φωτογραφία κομμένη με ψαλίδι από κάποιο περιοδικό. Οι δύο φίλοι είδαν ένα σύμπλεγμα από φωταγωγημένους ουρανοξύστες κάτω από τον νυχτερινό ουρανό. Στο πάνω μέρος της φωτογραφίας ήταν γραμμένη μια λέξη σε παράξενη γραφή. «Δε σας λέω ποια αραβική χώρα είναι. Έχει όμως ακριβά ξενοδοχεία, φτηνές γυναίκες και πλούσιους τουρίστες – ένας απ’ αυτούς θα ‘μαι κι εγώ. Δυο μήνες χωρίς αποστολές, μόνο να καπνίζω στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου, με το ποτό στο ένα χέρι και το μωρό στο άλλο. Άμα χτυπάει το τηλέφωνο, θα λέω μόνο: αγοράστε! – πουλήστε! – λαδώστε! – σκοτώστε!». Έψαξε για λίγο τις τσέπες του. «Αλήθεια, μήπως σας βρίσκεται κανένα τσιγάρο;»

«Δεν καπνίζω!» φώναξαν μαζί ο Χάλογουϊν Τζακ κι η Ρούλα με πάθος, σαν μανιφέστο επανάστασης.

«Ε, θα πάω στο περίπτερο», έκανε ο Πίτερ. «Ας πετάξω κι αυτό, μη σας βάζω ιδέες». Πήρε το γαλλικό κλειδί και το έχωσε στην κωλότσεπη. Κατόπιν ήρθε μπροστά τους κι άπλωσε το χέρι. «Δώστε!»

«Τι πράμα;»

«Τα κινητά σας, αδέρφια!» Ο Χάλογουϊν Τζακ κι η Ρούλα του τα έδωσαν απρόθυμα κι αυτός τα έβαλε στην άλλη τσέπη. Κατόπιν πήγε στην εξώπορτα. «Μην κάνετε καμιά βλακεία όσο θα λείπω – και να θέλατε, δηλαδή...». Η πόρτα έκλεισε πίσω του. Οι δύο φίλοι άκουσαν το διπλό ήχο του κλειδιού στην κλειδαρότρυπα και μετά τα βήματά του να χάνονται στα σκαλιά.

Πετάχτηκαν σαν ελατήρια. «Γρήγορα!» Η Ρούλα πήγε στην εξώπορτα κι ο Χάλογουϊν Τζακ έτρεξε στην τουαλέτα. Το μικρό μπάνιο δεν είχε κανένα παράθυρο. Μπήκε πάλι στο δωμάτιο και είδε τη Ρούλα να τραβάει μανιασμένα το χερούλι της εξώπορτας. «Δεν ανοίγει, πανάθεμά τη!...» Της έκανε νόημα να παραμερίσει κι έπεσε με φόρα πάνω στην πόρτα – που δε μετακινήθηκε ούτε χιλιοστό. Έπεσε ξανά και ξανά μέχρι που αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως ήταν σαν να χτυπάει σε τσιμεντένιο τοίχο. «Κάτι ήξερε αυτός και μας άφησε μόνους. Είναι επαγγελματίας» είπε ξεφυσώντας.

Η Ρούλα τον κοιτούσε μ’ ένα βλέμμα που ήταν σαν να έλεγε: Τι κάνουμε τώρα; κι ο Χάλογουϊν Τζακ ανακάλυψε ότι τον πονούσε φριχτά ο ώμος του. Έγειρε κουρασμένος πάνω στην πόρτα και δήλωσε: «Εχ, θα κάνω μια τελευταία προσπάθεια να του ριχτώ όταν έρθει».

«Όχι, ρε συ, όχι, είναι μάταιο...», κούνησε το κεφάλι της η Ρούλα.

«Μα δε γίνεται να καταλήξουμε ανταλλακτικά για την πατρίδα, δε γίνεται. Το ΠΑΣΟΚ δεν τεμαχίζεται, δεν τιμαριοποιείται!» Ο Χάλογουϊν Τζακ ξεκόλλησε από την πόρτα κι άρχισε να βηματίζει μέσα στο δωμάτιο νευρικά. «Κάτι πρέπει να κάνουμε».

«Ίσως αυτό το Μύρο της Αμφίπλευρης Διεύρυνσης; Τι λες κι εσύ;» Έμειναν να κοιτάζονται.

Την αμέσως επόμενη στιγμή, η Ρούλα έβγαζε το μισογεμάτο μπουκαλάκι από την τσάντα της κι ο Χάλογουϊν Τζακ έριχνε λίγο μέσα στο ποτήρι του Πίτερ. Στο τέλος το ανακάτεψε με ένα κοπίδι από την εργαλειοθήκη.

«Πιστεύεις πάντως...» τον ρώτησε η Ρούλα.

«Δεν ξέρω, δεν έχω ιδέα», απάντησε αυτός. «Κι ούτε προλαβαίνω να μάθω». Σήκωσε το ποτήρι, ήπιε μια γερή γουλιά και το άφησε πάλι στην ίδια θέση.

Οι δύο φίλοι γύρισαν πίσω στο κρεβάτι και κάθισαν κοιτώντας την εξώπορτα. Δε χρειάστηκε να περιμένουν πολύ. Πρώτα άκουσαν βήματα στις σκάλες έξω, μετά τον ήχο κλειδιού, και τέλος τη φωνή του Πίτερ. «Τι κάνετε, αδέρφια; Μιλήστε να σας ακούσω!».

«Άι στο διάολο!» του φώναξαν μαζί.

Ο Πίτερ μπήκε μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι. «Ωραία, το κάθε τι στη θέση του. Σε μια ώρα έρχεται κι ο Ράτρεϊς». Πήρε το ποτήρι του και πρόσεξε την πόρτα της τουαλέτας που είχε απομείνει μισάνοιχτη. «Είδατε τι δύσκολο που είναι να δραπετεύσεις από δω; Βέβαια, εγώ θα είχα ρίξει την εξώπορτα ή θα την είχα ανοίξει με κάνα εργαλείο».

«Εμείς είμαστε αρχάριοι...» είπε η Ρούλα ειρωνικά.

«Μη μου κρατάς κακία», απολογήθηκε ο Πίτερ. «Είμαι εκπαιδευμένος. Μπορώ να λύνω οποιονδήποτε κόμπο σε δευτερόλεπτα. Ενενήντα οκτώ τοις εκατό είχα στην αξιολόγηση. Και ξέρετε ποιο είναι το μόνο αδύνατό μου σημείο; Γαργαλιέμαι! Αν έχεις το Θεό σου, δηλαδή! Δε σας βλέπω όμως να πίνετε τα ποτά σας». Οι δύο φίλοι σήκωσαν τα ποτήρια τους. «Έτσι μπράβο, χαλαρώστε, η ζωή είναι ωραία».

«Ειδικά όταν αποστρατεύεσαι».

«Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, εγώ πάντως θα πιω στην υγειά σας». Ο Πίτερ σήκωσε το ποτήρι του προς τον Χάλογουϊν Τζακ: «Στις διακοπές μου!». Κατόπιν το έστρεψε στη Ρούλα: «Στην πιο δυσάρεστη απαγωγή μου• μη χαίρεσαι, πλάκα κάνω», ήπιε μια γουλιά, «είχα κι άλλες, πολύ πιο δυσάρεστες –σαν να είναι λίγο ξινισμένο αυτό το πράμα, καλά κάνετε και δεν πίν–» είπε ο Χάλογουϊν Τζακ και κοίταξε το σώμα του. «Μα τι;...»

Ο Πίτερ έβγαλε γρήγορα-γρήγορα το πιστόλι: «Τώρα έχω εγώ το εργαλείο!».

Ο Χάλογουϊν Τζακ σήκωσε το κεφάλι του και τον είδε. «Εσύ... εγώ...» ψέλλισε, τα μάτια του γύρισαν προς τα πάνω και, με μια φοβερή κραυγή, σωριάστηκε πάνω στα χαρτιά του κρεβατιού λιπόθυμος. Η Ρούλα είχε μείνει να κοιτάζει μια αυτόν και μια τον Πίτερ.

«Τα καταφέραμε!» φώναξε θριαμβευτικά ο μαύρος μπροστά της. «Απίστευτο!» Πήγε προς το μέρος της κι αυτή πετάχτηκε μακριά του διατηρώντας την απόσταση. «Συντρόφισσα, εγώ είμαι, απλώς άλλαξα εξώφυλλο!»

«Μην πλησιάζεις!» τον προειδοποίησε η Ρούλα που είχε φτάσει στην άλλη άκρη του κρεβατιού. Τον κοίταξε επιφυλακτικά: «Πώς ξέρω ότι δε μου παίζεις παιχνίδι;»

«Εμμμ... ο γάμος είναι μια ρουτίνα και το σεξ των παντρεμένων μια τυπικότητα, διαδικαστική πράξη» είπε ο Πίτερ. «Μετά τον πρώτο χρόνο, όλα είναι μια φωτοτυπία του σαββατοκύριακου. Η ίδια ακριβώς σκηνή, ξανά και ξανά. Τα ξέρεις όλα αυτά!».

«Α!» έκανε η Ρούλα μαλακώνοντας. Για λίγο τα μάτια της στράφηκαν στη γωνία των τοίχων, κοιτάζοντας κάτι πέρα απ’ αυτούς. Κατόπιν, ξαναγύρισαν διερευνητικά στον άντρα απέναντί της: «Ώστε είσαι πραγματικά ο… Χάλογουϊν Τζακ;»

«Όπως σε βλέπω και με βλέπεις!»

Η Ρούλα τινάχτηκε από το κρεβάτι και πήδηξε στην αγκαλιά του. «Αγιορίτικη τεχνολογία!» είπε κι ο Χάλογουϊν Τζακ και την αγκάλιασε διαμέσου του Πίτερ. Μόνο μετά από πολλή ώρα χαλάρε και την άφησε να γλιστρήσει κάτω, ούτε που το κατάλαβε ότι την είχε σηκώσει στον αέρα.

«Τι θα κάνουμε με τον Πίτερ;» αναρωτήθηκε, δείχνοντας το σώμα του Χάλογουϊν Τζακ στο κρεβάτι.

«Τον παρατάμε εδώ και φεύγουμε», απάντησε ο Χάλογουϊν Τζακ μέσα από τον Πίτερ. «Θα με δέσεις καλά-καλά να μην μπορώ να λυθώ, ανταλλάσσουμε εξώφυλλα, αυτός θα συνέρθει δεμένος – όχι, λάθος, πρέπει να έχει συνέρθει από πριν, οπότε μη με δέσεις, και...», έκανε μια παύση για να σκεφτεί τη διαδικασία. «Κάτσε να το ξαναδούμε απ’ την αρχή».

«Δεν είναι τόσο απλό», είπε η Ρούλα ανήσυχη. «Και στο κάτω-κάτω, θα μας ξαναβρεί, είναι επαγγελματίας. Είπε ότι λύνει οποιονδήποτε κόμπο σε δευτερόλεπτα, ο άτιμος...».

Ο ψηλός άντρας έξυσε το κεφάλι του. «Σε λίγο θα ‘ρθει κι ο σύνδεσμός του... Ωχ, δε νομίζω ότι θα μπορέσω να τα βγάλω πέρα, θα καταλάβει πως κάτι συμβαίνει», είπε και κοίταξε αμήχανα τη Ρούλα. «Πώς να το χειριστούμε;»

«Ιδέα δεν έχω...» έκανε κι αυτή, κοιτάζοντάς τον με τον ίδιο τρόπο. «Στο μεταξύ, δεν τον δένουμε μην ξυπνήσει;»

Ο Χάλογουϊν Τζακ μέσα στον Πίτερ πήρε μια μπλούζα από το τραπέζι, την έσκισε σε λωρίδες σαν να ήταν χαρτί, πήγε στο κρεβάτι και φίμωσε τον Πίτερ μέσα στον Χάλογουϊν Τζακ. Κατόπιν, άρχισε να του δένει τα χέρια και τα πόδια. «Θα ‘θελα πίσω το σώμα μου!» γκρίνιαξε καθώς έδενε δύο πολύ γνωστούς καρπούς. Έκανε μερικούς άτσαλους κόμπους, κοίταξε το αποτέλεσμα και για καλό και για κακό έκανε έναν κόμπο ακόμα. «Δηλαδή, δεν έχω τίποτα με τους μαύρους, τους σέβομαι, είναι άνθρωποι κι αυτοί, όμως δεν μπορώ να με βλέπω σε ξένα χέρια».

Έμειναν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον. «Και τώρα, τι κάνουμε;...»

Η Ρούλα πήγε προς το τραπέζι και άρχισε να συμμαζεύει τη στοίβα με τα ρούχα επάνω του. Η συνταγή ήταν παλιά και λειτουργούσε: όταν τα ‘χεις χαμένα, βρες κάτι να τακτοποιήσεις. Πήρε ένα παντελόνι, το δίπλωσε προσεκτικά και το έβαλε στο κρεβάτι. Κατόπιν άλλο ένα, και μετά ένα άλλο. Το κόλπο λειτουργούσε και ήδη ένιωθε καλύτερα. Όσο καλύτερα μπορεί να νιώθει κάποια ντυμένη σαν την κόλαση σ’ ένα άθλιο υπόγειο, με έναν πράκτορα του Μέλανα Ζωμού δίπλα κι έναν άλλο να φτάνει σε μία ώρα. Και τον μοναδικό της φίλο να είναι εκτός εαυτού.

«Πες ότι είσαι στο Σύνταγμα, στην κυβερνητική καμπάνια», πρότεινε ο μοναδικός της φίλος. «Θα ‘ρθει ένας ξενέρωτος και πρέπει να τον διαολοστείλεις χωρίς να τον προσβάλεις. Τι κάνεις;»

Όσο καθάριζε το τραπέζι από τα ρούχα, τόσο καθάριζε και το μυαλό της Ρούλας. «Μου φαίνεται πως έχω μια ιδέα...» είπε σκεφτικά, αποφεύγοντας κάποια κρυμμένα εσώρουχα στον πάτο της στοίβας. «Θα κάνουμε πάρτι! Υπάρχουν ακόμα τα κινητά στην τσέπη σου να καλέσουμε κόσμο;»


*  *  *  *  *  *  *


Το λιπόθυμο σώμα ήταν δεμένο και φιμωμένο στο κρεβάτι, όπως πριν. Ένας μαύρος και μία κοπέλα με κόκκινο φόρεμα στριφογυρνούσαν ανήσυχα, περίπου όπως πριν. Τα ποτήρια στο τραπέζι είχαν αλλάξει θέση, αλλιώτικα από πριν. Στην άλλη άκρη του κρεβατιού ήταν δεμένος ο Αραφάτ, καμία σχέση με πριν. Κάπου εκεί ακούστηκε το χτύπημα στην πόρτα. «Ήρθε!...»

«Ήρεμος, όπως είπαμε. Ήρεμος και άνετος».

«Ήρεμος σαν τον Ανδρέα πριν την απόφαση του ειδικού δικαστηρίου και άνετος σαν τον Ανδρέα στο Κιλελέρ το ‘82». Δεύτερο χτύπημα στην πόρτα.

«Έρχομαι!» Χωρίστηκαν βιαστικά και πήγαν στις θέσεις τους – η μία στο κρεβάτι ανάμεσα στους δεμένους άντρες κι ο άλλος ν’ ανοίξει την εξώπορτα.

Ήταν πανύψηλος, τεράστιος, ο Πίτερ μπροστά του έμοιαζε νάνος. Το πρόσωπό του ήταν τόσο ζεστό όσο ένα κομμάτι πάγου στην κατάψυξη κι έξω να πέφτει χιόνι. Τα μάτια του άστραφταν σαν δυο παγάκια που φωσφορίζουν από τον εσωτερικό φωτισμό του ψυγείου. Όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του ήταν ακαθόριστα, η ηλικία του απροσδιόριστη, η καμπαρτίνα του αδιάβροχη, και η συνολική του παρουσία ήταν η ενσάρκωση του άλφα στερητικού. Μπήκε αργά στο υπόγειο και πέταξε ένα «γεια σου, Πίτερ», σαν την ψύξη που βγαίνει όταν ανοίγει η πόρτα του ψυγείου.

«Γεια σου, Ράτρεϊς».

«Όλα ΟΚ;»

«Μια χαρά. Θα πιεις ένα ουίσκι;» έκανε ο Πίτερ και του προσέφερε αδιάφορα ένα γεμάτο ποτήρι.

«Εν ώρα εργασίας;» Ο Ράτρεϊς έδειξε τη Ρούλα. «Ποια είναι αυτή;»

«Φιλενάδα του», είπε ο άλλος που είχε μείνει να κρατάει το ποτήρι στον αέρα.

«Μάλιστα. Βλέπω ότι τσάκωσες και τον δεύτερο πελάτη. Μεγάλο πακέτο, μπράβο σου». Ο Ράτρεϊς έσκυψε πάνω από το λιπόθυμο σώμα του Χάλογουϊν Τζάκ. «Να κι ο πρώτος πελάτης. Δε μου γεμίζει πολύ το μάτι».

Ο Πίτερ ήρθε δίπλα του. «Δε φαντάζεσαι τι δύναμη έχει, παραλίγο να με σακατέψει», είπε κι έπιασε τη Ρούλα από το σαγόνι.

«Κάτω τα βρωμόχερά σου!»

«Θα πρέπει να κάνεις κάτι για τούτη δω», ο Ράτρεϊς έδειξε τη Ρούλα που κοιτούσε τρομαγμένη, «δε χωράν τρία άτομα στο πορτ μπαγκάζ».

«Άσ’ τη σε μένα».

«Φρόντισέ την με τη μέθοδο Μανχάταν».

«Βασίσου πάνω μου».

«Ή, καλύτερα, με τη μέθοδο της Γιαπωνέζικης Γάτας. Μπορείς;»

«Λες να μη μπορώ;»

Ο Ράτρεϊς εξέτασε γύρω το χώρο. «Δεν ξέρω αν υπάρχουν τα απαραίτητα υλικά εδώ. Όχι όλα, τουλάχιστον».

«Θα το βολέψω, 98% είχα στην αξιολόγηση», είπε ο μαύρος.

«Μην αφήσεις ίχνη, όμως».

«Θα το κάνω να φανεί σαν ατύχημα».

«Ωραία». Ο Ράτρεϊς πήρε ένα κομμάτι καλώδιο δείχνοντας τη Ρούλα. «Λοιπόν, τη δένουμε–».

«Μην τολμήσετε!»

«–και μεταφέρουμε τους πελάτες στο αυτοκίνητο».

«Περίμενα πολύ αυτή τη μέρα!» φώναξε ο Πίτερ, «θα ξεκουραστώ επιτέλους».

«Σου αξίζει. Έκανες καλή δουλειά».

«Θα πάω να την αράξω στο καλύτερο ξενοδοχείο της πλουσιότερης αραβικής χώρας – δε σου λέω ποιας». Πήρε το μπουκάλι με το ουίσκι κι έδωσε στον Ράτρεϊς το προηγούμενο ποτήρι, «θες κι εσύ ένα;»

«Όχι, ευχαριστώ», ο Ράτρεϊς κινήθηκε προς τη Ρούλα που τραβήχτηκε πιο πέρα, «πρώτα να στείλω το πακέτο».

«Κάτσε», έτρεξε ο Πίτερ, «θέλω να πιω στην υγειά τους». Σήκωσε το μπουκάλι κι έδειξε τον Αραφάτ, «στο γιαπωνέζικο ποντίκι», στράφηκε προς τη Ρούλα, «στην πιο δυσάρεστη απαγωγή μου», γύρισε προς τον λιπόθυμο Χάλογουϊν Τζακ, «στον καλύτερό μου πελάτη», και κατέβασε με απόλαυση δυο μεγάλες γουλιές. «Θα σας σκέφτομαι!»

«Μη συνδέεσαι τόσο πολύ με τους πελάτες σου», παρατήρησε ο Ράτρεϊς, «παραείναι ρομαντικό». Έκανε να ξαναπάει προς τη Ρούλα που ξεφώνησε.

«Και κάτι ακόμα», ο Πίτερ ήρθε δίπλα του, «θέλω να πιω και στην υγειά σου. Αύριο μπορεί να μη σε ξαναδώ».

«Μη συνδέεσαι τόσο πολύ με τους ανωτέρους σου, παραείναι ερασιτεχνικό».

Ο Πίτερ σήκωσε το μπουκάλι και του έγνεψε μ’ αυτό: «Χωρίς εσένα δε θα πήγαινα διακοπές», ήπιε άλλη μια γουλιά, «μα πάρε κάτι κι εσύ!»

«Πολύ πίνεις».

«Κάνω προθέρμανση για τις διακοπές», του έβαλε το προηγούμενο ποτήρι στο χέρι, «εκεί να δεις πόσο θα πίνω! Κι άμα χτυπάει το τηλέφωνο, θα λέω μόνο: αγοράστε! – πουλήστε! – λαδώστε! – σκοτώστε!»

Ο Ράτρεϊς πήρε το ποτήρι και τον κοίταξε επιτιμητικά. «Έχεις ξεφύγει για τα καλά».

Ο Πίτερ, με μια άνετη κίνηση, τσούγκρισε ποτήρι με μπουκάλι: «Να ζήσουν οι Άραβες!» Οι δύο άντρες ήπιαν.

«Άντε, θ’ αργήσουμε», είπε ο Αραφάτ στο κρεβάτι. Πήγε να κινηθεί και συνειδητοποίησε ότι τα πόδια του ήταν δεμένα. «Τι;...». Συνειδητοποίησε ότι και τα χέρια του ήταν δεμένα.

«Μην το ψάχνεις!» έκανε η Ρούλα δίπλα του.

Ο Αραφάτ κοίταξε έκπληκτος το σώμα του, σαν να του έλειπαν πολλά κιλά γυμνασμένων μυών, πολλοί πόντοι ύψους, και μία καμπαρτίνα. Κατόπιν, σήκωσε το κεφάλι και είδε τον Ράτρεϊς απέναντί του. «Εσύ... εγώ...» είπε και, βγάζοντας μια κραυγή, λιποθύμησε.

«Όλοι ίδιοι είναι», σχολίασε ο Πίτερ.

Ο Ράτρεϊς κοίταξε έκπληκτος το σώμα του, σαν να ήταν περίεργο που έβρισκε σ’ αυτό πολλά κιλά γυμνασμένων μυών, πολλούς πόντους ύψους, και μία καμπαρτίνα. «Απίστευτο...», θαύμασε. «Ρε παιδιά, δεν το χωράει το μυαλό μου!... Αυτό το απαίσιο πράμα που ήπια πριν τα ‘κανε όλα;» Κοίταξε το ποτήρι που κρατούσε, κατόπιν έδειξε τον Αραφάτ στο κρεβάτι: «Δηλαδή, αυτός εκεί είναι...;»

«Χε, πάντως όχι ο σύντροφος Αραφάτ!» είπε ο Πίτερ.

«Αλήθεια, ποιος είναι;» είπε η Ρούλα. «Ποιος είσαι;» ρώτησε τον Ράτρεϊς.

«Για να δω» έκανε αυτός κι έψαξε στις τσέπες του, «ταυτότητα δε βρίσκω πουθενά. Ούτε διαβατήριο, δίπλωμα, τίποτα».

Ένα γυναικείο χέρι έπιασε στιγμιαία το μπράτσο του Πίτερ. «Μπράβο, ήσουν πολύ καλός».

«Όπου να ‘ναι θα ‘ρθει ο επόμενος», απάντησε αυτός. «Εκεί θα δώσεις εσύ παράσταση».

Ο Ράτρεϊς έβγαλε ένα περίστροφο. «Ρε, έχω και πιστόλι!»

«Λοιπόν», είπε ο Πίτερ και τραβήχτηκε από το χέρι της Ρούλας, «ας σοβαρευτούμε. Τα δεδομένα έχουν ως εξής: ο πράκτορας του Μέλανα Ζωμού κοιμάται», έδειξε τον Χάλογουϊν Τζακ στο κρεβάτι. Το αφεντικό του παρομοίως», συμπλήρωσε δείχνοντας τον Αραφάτ.

Ο Ράτρεϊς έβγαλε ένα ζευγάρι χειροπέδες. «Βίτσια κι αυτά...»

«Πάντως, τον συμπάθησα κατά βάθος» έκανε η Ρούλα δείχνοντας τον Χάλογουϊν Τζακ. «Ήταν επαγγελματίας».

«Τι ‘ν’ τούτο;». Ο Ράτρεϊς έβγαλε ένα μακρόστενο ξύλινο αντικείμενο και το περιεργάστηκε. Το πίεσε κάπου και μία λεπίδα πετάχτηκε με δύναμη. «Ουπς!»

«Ναι, αλλά με τον Αραφάτ τι θα γίνει τώρα;» αναρωτήθηκαν μαζί η Ρούλα κι ο Πίτερ.

«Ε, παιδιά!» Ο Ράτρεϊς τους έδειξε το καινούργιο αντικείμενο που κρατούσε: «Βρήκα ένα μπρελόκ με διεύθυνση. Το σπίτι μου, μάλλον. Θα πάω να δω ποιος είμαι!»

«Κι αυτόν θα τον αφήσεις έτσι;» του είπε η Ρούλα δείχνοντας τον Αραφάτ.

«Τι να τον κάνω; Τον βαρέθηκα! Μια ζωή μίζερος, τα κορίτσια στο σχολείο ούτε που τον κοιτούσαν! Ενώ τώρα!...» ο Ράτρεϊς χαμογέλασε ικανοποιημένα.

Ένα καινούργιο χτύπημα ακούστηκε στην εξώπορτα.

«Ο δικός σου», είπε ο Πίτερ στη Ρούλα.

«Θα τον κανονίσω καλά».

Η κοπέλα έτρεξε και άνοιξε την πόρτα. Ο Μενέλαος μπήκε μέσα λαχανιασμένος: «Κυρία Ρούλα, ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα! Ανησύχησα πολύ από το τηλεφώνημά σας και–». Το βλέμμα του έπεσε στον Πίτερ: «Ω! ένας έγχρωμος». Το βλέμμα του έπεσε και στους υπόλοιπους: «Μα τι συμβαίνει;»

«Αχ, Μενέλαε, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!» του είπε η Ρούλα αρπάζοντάς τον από το μπράτσο.

«Κι εγώ χαίρομαι, κυρία Ρούλα, αλλά τι–».

«Πού να στα λέω, μεγάλη περιπέτεια! Τώρα όμως ήρθες εσύ κι όλα θα πάνε καλά. Θες κάτι να πιεις;» Η Ρούλα πήρε ένα γεμάτο ποτήρι και του το προσέφερε.

«Όχι, ευχαριστώ, κυρία Ρούλα. Μόνο ένα ποτήρι κρασί την ημέρα επειδή έχω–».

«Ας κόψουμε πια αυτά τα κύριε και κυρία!» τον μάλωσε η Ρούλα. «Γνωριζόμαστε πλέον».

«Ρούλα, από τότε που σας συνάντησα, ήθελα να–».

«Μίλα μου στον ενικό. Μεγάλοι άνθρωποι ήμαστε πια, καταλαβαίνουμε». Του έδωσε πάλι το ποτήρι συνεχίζοντας να τον κρατάει απ’ το μπράτσο. «Θα πιεις κάτι μαζί μου;» έκανε ναζιάρικα.

«Ευχαριστώ, μια άλλη φορά» είπε ο Μενέλαος και κάθισε σε μία καρέκλα. «Όμως, πες μου, τι έγινε εδώ;»

«Να σου πω, αν και η πραγματικότητα ξεπερνάει κάθε φαντασία» απάντησε η Ρούλα. «Αυτοί οι δύο», έδειξε τους άντρες στο κρεβάτι, «είναι Γιαπωνέζοι πράκτορες. Νόμιζαν ότι η κυβερνητική καμπάνια Ένα Νεφρό Για Την Πατρίδα περιείχε κωδικοποιημένες πληροφορίες για την ανατροπή του καθεστώτος».

«Ανήκουστο!»

«Προσπάθησαν να μ’ απαγάγουν, όμως ο αδερφός μου, ο Λάκης», έδειξε τον Ράτρεϊς, «κι ο δάσκαλός μου του χορού», έδειξε τον Πίτερ, «τους περιποιήθηκαν και μ’ ελευθέρωσαν».

«Τους δώσαμε να καταλάβουν, τους καριόληδες!» είπε ο άντρας με την καμπαρτίνα.

«Με τη μέθοδο της Αμφίπλευρης Διεύρυνσης!» συμπλήρωσε κι ο μαύρος.

«Είναι τρομερά όλα αυτά... Όμως εγώ πώς μπορώ να βοηθήσω;» ρώτησε ο Μενέλαος.

«Πρέπει κάποιος να τους εξηγήσει ότι η καμπάνια δεν είχε ανατρεπτικό περιεχόμενο», του είπε η Ρούλα. «Ένα πρόσωπο με κύρος».

«Θα χαρώ να λύσω αυτήν την παρεξήγηση».

«Και μετά χρειάζομαι έναν υπεύθυνο άντρα να με συνοδέψει σπίτι» έκανε η Ρούλα παθητικά. «Είμαι πολύ ταραγμένη».

«Μην ανησυχείς, τώρα που είμαι εγώ εδώ–».

«Στην υγειά σου, λοιπόν!» η Ρούλα του έδωσε πάλι το ποτήρι. Έβαλε λίγο και γι’ αυτήν και ετοιμάστηκε να τα τσουγκρίσουν.

«Εμένα θα μου επιτρέψετε να πιω μόνο νερό», είπε ο Μενέλαος. «Ο γιατρός–».

«Μα πιες λίγο μαζί μου!»

Ο Πίτερ στάθηκε πάνω απ’ το κεφάλι του: «Πιες λίγο μαζί της, ρε, σου λέει η γυναίκα!»

«Καλά, τέλος πάντων», υποχώρησε ο Μενέλαος και πήρε το ποτήρι. «Στην υγειά σας». Τσούγκρισε με τη Ρούλα και ήπιε. «Ωχ! Είτε αυτό είναι χαλασμένο είτε εγώ ξεσυνήθισα να–».

«Ωραία, δώσ’ το γρήγορα» είπε ο Πίτερ και του πήρε το ποτήρι. Έτρεξε στο κρεβάτι αφήνοντας πίσω του έναν έκπληκτο Μενέλαο με το χέρι στον αέρα κι έσκυψε πάνω από τον λιπόθυμο Αραφάτ. «Ξύπνα, ξύπνα!» είπε και τον χτύπησε στα μάγουλα.

«Ε... τι έγινε;...».

«Έχασες τις αισθήσεις σου ξαφνικά. Δε θυμάσαι;»

«Αλήθεια;... Όχι, δε θυμάμαι...»

«Πιες αυτό». Του έβαλε το ποτήρι στο στόμα και ο άλλος ήπιε μηχανικά.

«Πάντως, εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω τι–» είπε ο Αραφάτ και ξαφνικά στύλωσε τα μάτια του στον Μενέλαο. «Μα πού σας ξέρω εσάς;»

«Για προσπάθησε», του είπε η Ρούλα.

«Εσύ... εγώ...» φώναξε ο Αραφάτ και, ως γνωστόν, λιποθύμησε.

«Τι τρέχει εδώ πέρα; Κάτι δεν πάει καλά» είπε ο Μενέλαος και προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος. Ανακάλυψε ότι πονούσαν τα γόνατά του.

«Άστα, η οργάνωση σ’ έβγαλε στη σύνταξη!» είπε ο Ράτρεϊς και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη.

«Στη σύνταξη;» Ο Μενέλαος έψαξε στις τσέπες του, έβγαλε ένα μαντήλι κι ένα κουτί χάπια.

«Πήραν εμένα στη θέση σου!»

«Μα εσύ είσαι... εγώ, κι εγώ είμαι – ποιος είμαι;» είπε ο Μενέλαος που κοιτούσε μια αυτόν και μια τα χάπια.

Ο Ράτρεϊς τον αγκάλιασε προστατευτικά: «Είναι μεγάλη ιστορία, ρε συ, θα σου την εξηγήσω σιγά-σιγά. Πάμε τώρα να σε βάλω στο κρεβάτι σου!»

«Πίτερ, σκότωσέ τους όλους!»

«Δεν μπορώ, πάω διακοπές!»

«Έλα, παππού, ο γιατρός λέει να μην ξενυχτάς!» είπε ο Ράτρεϊς. «Γεια σας, σύντροφοι, εμείς φεύγουμε. Φοβερό πάρτι, ευχαριστώ για το ποτό!» Πήρε τον Μενέλαο και τον οδήγησε προς την έξοδο.

«Στο καλό!» φώναξαν από πίσω η Ρούλα κι ο Πίτερ μαζί.

«Το κεφάλι μου πάει να σπάσει…» γκρίνιαξε ο Μενέλαος καθώς έβγαιναν.

«Ήπιες πολύ. Μα καλά, δε θυμάσαι τίποτα;» Η πόρτα έκλεισε και τα βήματα από το αταίριαστο ζευγάρι ακούστηκαν να χάνονται στις σκάλες.

Ο Πίτερ έγειρε με την πλάτη στην εξώπορτα: «Ωραία, κάθε κατεργάρης στον πάγκο του».

«Μένει να βολέψουμε τον επαγγελματία» έκανε η Ρούλα δείχνοντας τον Χάλογουϊν Τζακ.

Πήγαν στην τουαλέτα και έβγαλαν ένα ποτήρι με ποτό που είχαν κρυμμένο εκεί μέσα. Κατόπιν, η Ρούλα έτρεξε στον Αραφάτ. «Ξυπνήστε, κύριε Μενέλαε!»

«Ωχ, με πήρε ο ύπνος...» έκανε αυτός θολά, κρατώντας το κεφάλι του.

«Το ουίσκι φταίει. Πιείτε αυτό». Του έδωσε το ποτήρι.

«Τι είναι;»

«Το φάρμακό σας».

Ήπιε μια γουλιά και στραβομουτσούνιασε. «Αυτός ο γιατρός πάντα μου δίνει τα πιο απαίσια–».

Η Ρούλα πήρε το ποτήρι και έτρεξε στον Χάλογουϊν Τζακ. Του έβγαλε το πανί από το στόμα και τον χτύπησε κι αυτόν στα μάγουλα. «Έλα, καλό παιδί, ξύπνα κι άνοιξε το στοματάκι σου!»

«Τι... τι γίνεται;» ψέλλισε αυτός και προσπάθησε ν’ ανοίξει τα μάτια του.

«Περίεργο», μονολογούσε ο Αραφάτ. «Δεν αισθάνομαι τα χέρια και τα πόδια μου. Έχουν μουδιάσει».

Ο Χάλογουϊν Τζακ κοίταξε τη Ρούλα με θολό βλέμμα. «Είδα ένα όνειρο...»

«Πιες!» Η Ρούλα του έδωσε το ποτήρι κι ο άλλος υπάκουσε μηχανικά.

Ο Αραφάτ σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τον Πίτερ: «Ώστε δεν ήταν όνειρο!»

«Μα... είμαι δεμένος χειροπόδαρα!» απόρησε ο Χάλογουϊν Τζακ βλέποντας το σώμα του.

«Πώς έγινε αυτό; Τι μου συμβαίνει;» ρώτησε ο Αραφάτ.

Ο Πίτερ τον πλησίασε κι άρχισε να τον λύνει. «Δεν έχει σημασία, το σημαντικό είναι ένα: θα πας διακοπές!»

«Α, ναι; Επιτέλους, αδερφέ, επιτέλους!» Σηκώθηκε τρικλίζοντας και κούνησε το κεφάλι του να διώξει τη ζαλάδα. «Πότε, με το καλό;»

«Ρούλα, βοήθησέ με σε παρακαλώ να–» είπε ο Χάλογουϊν Τζακ.

«Α, κύριε Μενέλαε!» τον μάλωσε αυτή λύνοντας τους δικούς του κόμπους. «Πότε πήραμε θάρρος και μιλάμε στον ενικό;»

Τα σχοινιά λύθηκαν κι ο Χάλογουϊν Τζακ σηκώθηκε αδέξια. Το βλέμμα του έπεσε στα χέρια του: «Μου έφυγε η δερματίτιδα!»

«Έχω ένα κενό μνήμης, αδέρφια...» μουρμούρισε ο Αραφάτ. «Ποιος είμαι;»

«Βρες το μόνος σου», είπε ο Πίτερ, «το μόνο που έχει σημασία είναι ότι δεν έχεις ανωτέρους ούτε αποστολές. Μπορείς να ξεκουραστείς όσο θέλεις». Του άνοιξε την πόρτα.

«Νιώθω ότι κάποια ανταλλακτικά έπρεπε να παραδώσω, κάπου, σε κάποιον...» είπε αμήχανα ο Αραφάτ καθώς έβγαινε.

«Αντίο!»

Η Ρούλα κι ο Πίτερ τρέξαν στον Χάλογουϊν Τζακ, ο οποίος κοιτούσε απορημένος τα δάχτυλά του. «Πού είναι η βέρα μου;»

«Κύριε Μενέλαε, σας ευχαριστούμε!» του είπε η Ρούλα.

«Παρακαλώ, αλλά–».

«Χωρίς εσάς δε θα τα ‘χαμε καταφέρει!» Ο Πίτερ πήρε το χέρι του και το ‘σφιξε.

«Βρίσκετε; Όμως–».

«Έχουμε να σας ζητήσουμε μια τελευταία χάρη». Η Ρούλα έτρεξε στην τουαλέτα, έβγαλε ένα ακόμα κρυμμένο ποτήρι και του το έδωσε. «Πείτε!»

«Τι θα κάνουμε;» Ο Χάλογουϊν Τζακ το πήρε κοιτάζοντάς την.

«Ανταλλαγή δώρων! Πιείτε τώρα!» του είπε ο Πίτερ.

«Τι είναι, ηδύποτο;... Ουφ! Κάθε άλλο!»

«Αγιορίτικη συνταγή» του είπε ο Πίτερ, πίνοντας κι αυτός.

«Λοιπόν, δε νιώθετε καλύτερα τώρα;» τον ρώτησε ο Χάλογουϊν Τζακ.

«Ναι», απάντησε αυτός, «έχω όμως έχω την αίσθηση ότι ήπια πολύ κι ο γιατρός–».

«Α, μην ανησυχείτε, ο γιατρός θα σας βρει μια χαρά» του απάντησε η Ρούλα. «Έφτιαξε και το χρώμα σας».

«Άλλος άνθρωπος γίνατε» σχολίασε κι ο Χάλογουϊν Τζακ, παίρνοντάς τον από το χέρι και βαδίζοντας μαζί του στην εξώπορτα.

«Πράγματι, τα αρθριτικά μου είναι καλύτερα» είπε ο Πίτερ βγαίνοντας. «Να φανταστείτε ότι–».

«Αντίο, κύριε Μενέλαε!» φώναξαν μαζί η Ρούλα κι ο Χάλογουϊν Τζακ.

«Αντίο, ευχαριστώ για την παρέα».

Η πόρτα έκλεισε πίσω του και ακύρωσε όλη την έξω πραγματικότητα. Ένας ικανοποιημένος και ελαφρώς λαχανιασμένος Χάλογουϊν Τζακ κοίταξε την κόκκινη παρουσία μπροστά του. Είδε μια πλουμιστή, ξανθιά χαίτη (Φαινόμενη Ρούλα) με τις ρίζες βαμμένες μαύρες (Ρούλα an Sich), μάτια μελιά (Ρούλα an Sich) με eyeliner, σκιές και μάσκαρα (Φαινόμενη Ρούλα), μεγάλο και καλογραμμένο στόμα (Ρούλα an Sich) με το σταφύλι του ήλιου στα χείλη της από κραγιόν, μολύβι και lipgloss (Φαινόμενη Ρούλα). Όλα επάνω της ήταν μεγάλα, δημιουργικά και λογιστικά.

«Χε, τι κοιτάς έτσι; Λες και δε μ’ έχεις ξαναδεί!» του είπε αυτή χαμογελώντας.

Ο Χάλογουϊν Τζακ κατσούφιασε. «Είναι που έχεις κρυμμένα ελλείμματα».

«Πάψε να λες βλακείες». Η Ρούλα πήγε προς τα πεταμένα CD κι άρχισε να τα ψάχνει: «Τελευταίες επιτυχίες, κι άλλες τελευταίες επιτυχίες, τι είν’ αυτό;», κοίταξε παραξενεμένη ένα CD με κάτασπρο εξώφυλλο, «Η Ψυχή Του Πλανήτη – Μουσική για Διαλογισμό». Έβαλε το CD στο στερεοφωνικό και το υπόγειο γέμισε από κάτι περίεργους ήχους, σαν κι αυτούς που θα έβγαζε μία φωτισμένη φάλαινα. «Πώς ήμουν; Τα κατάφερα καλά;» ρώτησε.

«Μμμ... ήσουν κάπως φτιαχτός».

«Φτιαχτός;!»

«Ναι. Θέλω να πω, ήταν λίγο υπερβολικά αυτά που έλεγες. Κι ο τρόπος που τα έλεγες, επίσης. Πολύ άμεσος. Μια γυναίκα δε θα μιλούσε έτσι. Για αρχάρια, πάντως, καλά τα πήγες».

«Καλά, μιλάμε, εσύ ήσουν καταπληκτική», είπε με θαυμασμό η Ρούλα.

«Ε... εντάξει». Ο Χάλογουϊν Τζακ χαμογέλασε παθητικά. «Είμαι ειδική στο να ξεμπλέκω από δύσκολες καταστάσεις. Από μικρή στο κόμμα – κοίτα, αν το ξανακάνεις αυτό, θα φας σφαλιάρα».

«Άντε, καλά». Η Ρούλα κατέβασε τα χέρια από το στήθος της.

Τα διαλογιστικά σφυρίγματα της φάλαινας έσβηναν σιγά-σιγά και τη σκυτάλη αναλάμβανε μια υπερβατική φώκια. «Πάμε να φύγουμε, άστο αυτό να γαβγίζει μόνο του».


*  *  *  *  *  *  *


«Τραβάς εδώ τα κορδόνια, οι ενσωματωμένες πλαστικές ίνες σφίγγουν τον κορμό και μετατοπίζουν κάπου 60% λίπος από την κοιλιά προς το στήθος», είπε ο Άδωνις. «Μου το εξήγησε ο Οικωλόγος. Μικραίνει το στομάχι, μεγαλώνει το στήθος. Δύο σε ένα, έτσι είπε».

Ο Πρόεδρος τον κοιτούσε αποσβωλομένος, μην τολμώντας να πιστέψει στα αυτιά και στα μάτια του. Αν προσγειώνονταν εξωγήινοι εκείνη τη στιγμή στην Καλλιρόης, η έκπληξή του θα ήταν μικρότερη. Το ραδιόφωνο έπαιζε τροπάρια από τον σταθμό της Εκκλησίας, η τηλεόραση είχε κλειστό ήχο κι έδειχνε κάτι αδιάφορες πρωινές εκπομπές, ο ήλιος έλουζε στο φως το γραφείο. Με άλλα λόγια: όλα ήταν φυσιολογικά και κανονικά, με τον αγαθό πρωθυπουργό της Ελλάδας στη θέση του, τον κόσμο ευτυχισμένο, πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, και το Μύρο της Αμφίπλευρης Διεύρυνσης να απουσιάζει τόσο τραγικά από το γραφείο της οδού Καλλιρόης.

«Έξυπνο πάντως», σχολίασε ο Κωνσταντίνος.

«Ναι, κινέζικη τεχνολογία. Προχωρημένη» είπε ο Άδωνις.

«Ίσως θα μπορούσε να πιάσει και στην Ελλάδα, δεν ξέρω».

«Με την κατάλληλη διαφήμιση, σίγουρα».

«Ψήνεσαι να πάρεις την αντιπροσωπεία και να το προσφέρεις στην εκπομπή σου;»

«Στους δύο Πλάτωνες, δώρο ένα κινέζικο φορμάκι αύξησης στήθους;»

«Ναι, γιατί όχι. Νους υγιής εν σώματι σέξι, κάτι τέτοιο».

Ο Πρόεδρος κοιτούσε μια τον έναν και μια τον άλλον αμίλητος, πασχίζοντας να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα γύρω του. Στο τέλος δεν άντεξε άλλο: «ΣΚΑΣΤΕ ΚΙ ΟΙ ΔΥΟ ΣΑΣ!»

Έσκασαν κι οι δυο τους.

«Δηλαδή, θέλετε να πείτε», συνέχισε ο Πρόεδρος, «ότι αντί για το Μύρο της Αμφίπλευρης Διεύρυνσης, πήραμε τελικά αυτό;!» είπε και κράτησε το κινέζικο φορμάκι σαν να ήταν το κομμένο κεφάλι του Άρη Βελουχιώτη.

«Εμμ... ναι».

«Κι ο Μέλας Ζωμός;»

«Α, δεν ξέρω» είπε ο Κωνσταντίνος, «δε μου απαντάνε. Τους πήρα τόσα τηλέφωνα αλλά μου το κλείνουν».

«Πάντα υπάρχει κι η καμπάνια που ετοιμάσαμε», πρότεινε ο Άδωνις. «Ψηφίστε Γιατί Χανόμαστε. Εγώ πάντως πιστεύω σ’ αυτήν» διαβεβαίωσε, κι ο Πρόεδρος τον κοίταξε σαν να ήταν ο ίδιος ο Άρης Βελουχιώτης.

Έπεσε μια θλιμμένη σιωπή στο γραφείο, μόνο ο σταθμός της Εκκλησίας ακουγόταν από το ραδιόφωνο. «Συνεχίζουμε το πρόγραμμά μας με ξένη μουσική», είπε εκείνη τη στιγμή η εκφωνήτρια και οι τρεις άντρες άκουσαν κάτι πολύ σπάνιο: τον σταθμό της Εκκλησίας να παίζει ροκ. Αυτό δεν είναι ροκ εν ρολ! Αυτό είναι γενοκτονία!


Μπλόγκερ Σημαίνει Φως

Μπλόγκερ σημαίνει φως
Είναι καημός πολύ μικρός
Και στεναγμός πολύ πικρός.

Σκέψου και γράψε
Να ζητάς αναγνώριση πάψε
Πρωτοτυπείς;
Ακόμα έχεις πολλά να δεις!
Περιαυτολογείς
Τελικά τι θες να πεις;

Σ' αναζητώ στο χώρο αυτό
Με φέισμπουκ και τουΐτερ
Γιατί είμ' εγώ πολύ μικρός
Και θλιβερός μπλόγκερ.
Θα γράψεις μια, θα γράψω δυο
Θα σχολιάσεις μια, θα σχολιάσω δυο.

Θα εμπνευστώ, θα εκτεθώ
Με μια ανάρτηση κι έναν σχολιαστή
Που θα καλεί τον άλλο σχολιαστή,
Τον επικριτικό σχολιαστή.

Παρηγοριά στη μοναξιά, υπομονή
Του ίντερνετ ψευδαίσθηση
Κι ύστερα λες, "για δυο ψυχές
Που με διαβάζουν,
Γιατί δε σχολιάζουν; Γιατί δε σχολιάζουν;..."

ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!!!

Έλα στο φως, γράφω, θα δεις
Είμαι σοφός, μην απορείς
Έλα στο φως, γράφω, θα δεις!

Μπλόγκερ, ό,τι κι αν πεις
Είναι καημός πολύ πικρός
Και στεναγμός πολύ βαθύς

Μπλόγκερ, είτε μωρός, είτε σοφός
Είμαι κι εγώ, καθώς κι εσύ
Είσαι παιδί,
Που καρτερεί κάτι να πει.
Γράψε κι εσύ μια ανάρτηση
Απ' τη ψυχή ως την ψυχή
Ως την ψυχή
Ως την ψυχή
.
.
.