ΑκΔοκρατία

Είναι ένας σκύλος ήσυχος, μικρούλης, που πηγαίνει
Στα πόδια των ανθρώπων και ποτέ του δε γαυγίζει
Μήτε δαγκώνει και γι’ αυτό ποτέ του δε χορταίνει
Το ποθητό και δίχως πέτσα κόκκαλο που ελπίζει.

«Αυτή η διασταύρωση είναι επικίνδυνη. Τη νύχτα δε φωτίζεται καλά, έχουν γίνει πολλές τράκες εδώ».

«Να γράψουμε στο Δημαρχείο να τη φροντίσουν».

«Τι να κάνουμε, λέει;»

«Να το πούμε στην αρμόδια υπηρεσία του Δήμου. Να τηλεφωνήσουμε – καλύτερα να γράψουμε, επιστολή ή e-mail, τα γραπτά μένουν».

«Σιγά που θα κάνουν κάτι!»

«Αν μιλήσουμε στους γείτονες και το οργανώσουμε όλοι μαζί, δε θα ενδιαφερθούν;»

«Δε νομίζω... Θα μας απαντήσουν ότι δυστυχώς δε φτάνει ο προϋπολογισμός, κάτι τέτοιο – αν μας απαντήσουν κιόλας».

«Καλά, ο Δήμαρχος δεν ενδιαφέρεται να επανεκλεγεί; Δεν ενδιαφέρεται να έχει τους δημότες ευχαριστημένους;»

«Ο Δήμαρχος έχει έναν προϋπολογισμό περίπου μισό εκατομμύριο δολάρια σε κάθε προεκλογική περίοδο, μόνο για να τα μοιράζει στους αρχηγούς των κοινοτήτων και των συνοικιών, κι αυτοί να του φέρνουν ψήφους. Έτσι υπολογίζει να επανεκλεγεί».

«Μα κόσμος τραυματίζεται και σκοτώνεται στη διασταύρωση! Δηλαδή, τι πιο σημαντικό έχει ο Δήμος; Διάολε, γι’ αυτό υπάρχει στο φινάλε!»

«Εδώ είναι Ταϊλάνδη». Τι θα πει πάλι αυτό, εδώ είναι Ταϊλάνδη;...

Θα πει πως είναι Ασία. Κι η Ασία λειτουργεί με ΑκΔ, όχι με νόμους, δικαιώματα, συμμετοχή και διάλογο. Με μόνη πιθανή εξαίρεση ίσως την Ιαπωνία (δεν ξέρω πολλά, αλλά νομίζω ότι η χώρα αυτή έχει τον δικό της θεό, πιθανώς να ισχύουν άλλα πράγματα εκεί), το πραγματικό πολίτευμα κάθε ασιατικής χώρας είναι ΑκΔοκρατία, άσχετα τι γράφει τυπικά η Wikipedia.

Τα ΑκΔ είναι τα Ανώτερα και Δυνατότερα πράγματα της ζωής. Κάθε Ασιάτης, από τη στιγμή που γεννιέται, μαθαίνει ότι αποτελεί έναν μικρό κρίκο σε μια μεγάλη αλυσίδα, η οποία περιστρέφεται γύρω από τις τροχαλίες των ΑκΔ. Αυτά μπορεί να είναι η κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός, σουλτάνος, πρόεδρος, βασιλιάς, εμίρης, γενικός γραμματέας κ.λπ., οι ιερείς/μοναχοί, οι ηλικιωμένοι (άμα είσαι νέος), οι άντρες (άμα είσαι γυναίκα), οι πλούσιοι (άμα είσαι φτωχός), η αστυνομία, ο στρατός, ο αρχηγός της κοινότητας, του χωριού, καθώς και κάποια ειδικά επαγγέλματα (ο δάσκαλος, ο δημόσιος υπάλληλος κ.α.). Ο κάθε Ασιάτης λοιπόν μαθαίνει από νωρίς τη θέση του στη ζωή, ποια ΑκΔ έχει εμπρός του, για ποιους αποτελεί ο ίδιος ΑκΔ, και συναναστρέφεται μαζί τους βάσει της καθιερωμένης τεχνικής.

Η καθιερωμένη τεχνική είναι η υποτέλεια: με την ελπίδα ότι τα συγκεκριμένα ΑκΔ που σου έτυχαν θα αποδειχθούν καλόβολα και φιλάνθρωπα, με το φόβο μην πέσεις στη σκοτεινή πλευρά του ΑκΔ και συγκεντρώσεις τα πυρά της οργής του, εκδηλώνεις υποταγή και ταπεινότητα προκειμένου να τα εξευμενίσεις και να σε ελεήσουν. Ένας σκύλος ήσυχος, μικρούλης, που πηγαίνει στα πόδια των ανθρώπων και ποτέ του δε γαυγίζει. Δε χωράει σε όλα αυτά η έννοια του νόμου ενώπιον του οποίου όλοι είναι ίσοι, δε χωρά η έννοια των δικαιωμάτων, ούτε καν της αξιοπρέπειας. Η Ασία δε δουλεύει με νόμους και ισότητα αλλά με ΑκΔ: εξευμενισμός και υποτέλεια έναντι ελεημοσύνης. Μήτε δαγκώνει και γι’ αυτό ποτέ του δε χορταίνει το ποθητό και δίχως πέτσα κόκαλο που ελπίζει.

ΑκΔοκρατία λοιπόν μπορεί να σημαίνει μεν μια επίφαση δημοκρατίας, λιγότερο ή περισσότερο πειστική, όμως συνυπάρχει μαζί με κάποιους άλλους άγραφους θεσμούς, οι οποίοι στην πράξη αποδεικνύονται πανίσχυροι. Για παράδειγμα, η ΑκΔοκρατία δημιουργεί δικαιοσύνη δύο ταχυτήτων: δεν υπάρχει περίπτωση να καταδικαστεί στο δικαστήριο ένα ΑκΔ, παρά μόνο αν βρεθεί απέναντι σ’ ένα άλλο εξίσου ισχυρό ΑκΔ. Το μη–ΑκΔ (η πλειονότητα του πληθυσμού, δηλαδή) θα βρει τα δικαστήρια αδιάφορα απέναντί του, έως και κατάφωρα εχθρικά, αν αντιπαρατεθεί μ’ ένα ΑκΔ. Η ΑκΔοκρατία δημιουργεί και νόμους δύο ταχυτήτων: η αστυνομία (που κι αυτή είναι ΑκΔ) προθυμοποιείται πάντα να εφαρμόσει τον νόμο εναντίον ενός μη–ΑκΔ, όμως τείνει να κάνει τα στραβά μάτια, να χάνει ενοχοποιητικά στοιχεία, να εμφανίζεται καθυστερημένα κ.λπ. όταν έχει απέναντί της ένα ΑκΔ. Ή, εναλλακτικά, να θάβει την υπόθεση έναντι χρηματικού αντιτίμου.

Είναι ένας σκύλος ήσυχος, μικρούλης και φτωχός
Που, απ’ τη σκυλίσια του ψυχή, για λάθος του νομίζει
Το ότι είναι σκύλος και πιο πολύ ότι είν’ μικρός
Γι’ αυτό, σαν τον κλωτσάνε, δεν δαγκώνει ούτε γαβγίζει.

Κι όμως, υπήρξαν δύο περιπτώσεις στη σύγχρονη, βαθιά Ασία όπου η καθιερωμένη ΑκΔοκρατία αμφισβητήθηκε εκ θεμελίων (και συνεχίζει να αμφισβητείται ακόμα). Η μία είναι η Βιρμανία για την οποία θα πούμε σε κάποια μελλοντική ανάρτηση, σήμερα θα κάνουμε ένα ταξίδι στην εξωτική Ταϊλάνδη. Η οποία, εκτός από νησιά, παραλίες, βουνά, ελέφαντες, ναούς, μνημεία, ορχιδέες κ.λπ, έχει και πολιτική ζωή με έντονο παρελθόν κι ακόμα πιο έντονο παρόν. Ας δούμε λοιπόν την παραδοσιακή ΑκΔοκρατία της Ταϊλάνδης κι ένα καλό βιβλίο εδώ είναι το Making Democracy του James Ockey:

Από το 1932, που η χώρα έπαψε να είναι απόλυτη μοναρχία, μέχρι και σήμερα, η πολιτική της Ταϊλάνδης υπήρξε μια κλίμακα με έξι νότες.

- Το ντο της κλίμακας είναι τα μη-ΑκΔ, ο απλός κόσμος. Ως επί το πλείστον φτωχός, έως πάμφτωχος, και με ασχολίες κυρίως αγροτικές, είναι αναγκασμένος να δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ για το μεροκάματο και ουδέποτε ενδιαφέρθηκε για την πολιτική της χώρας. Τα κόμματα πάντα ήταν αδιάφορα για τον μέσο Ταϊλανδό, η κυβέρνηση κάτι πολύ μακρινό, καμιά φορά και εχθρικό, κάτι που αφορούσε κάποιους άλλους, ο ίδιος νοιαζόταν μόνο για τα στενά τοπικά θέματα – να φτιάξουν το δρόμο για την πόλη, ας πούμε, ο οποίος έχει γεμίσει λακούβες.

- Το ρε της κλίμακας είναι οι τοπικοί διαμορφωτές γνώμης. Αποδίδω έτσι τον ταϊλανδικό όρο χούα κανέν, ο οποίος περιγράφει σεβαστά πρόσωπα στην τοπική κοινωνία που καθοδηγούν εκλογικά τους ψηφοφόρους, είτε εμπνέοντας κύρος και φόβο, είτε με χρηματικά ή άλλα ανταλλάγματα. Το κλασικό ελληνικό: «έχω πενήντα έξι σταυρούς να σου φέρω»• ομοίως, κι ο ταϊλανδός χούα κανέν συνήθως ξέρει με μεγάλη ακρίβεια πόσους ψήφους μπορεί να φέρει σε έναν υποψήφιο βουλευτή.

Οι χούα κανέν είναι άνθρωποι πολλών κατηγοριών. Έμποροι κι επιχειρηματίες που δίνουν δουλειά σε υπαλλήλους κι εργάτες της τοπικής κοινωνίας• δήμαρχοι, κοινοτάρχες και «νομάρχες» (κυβερνήτες επαρχιών)• διευθυντές δημοσίων υπηρεσιών, που τους τρέμει όλοι η τοπική κοινωνία μην τυχόν και δε βάλουν την υπογραφή τους σε κάποιο έγγραφο• αστυνομικοί διευθυντές• βουδιστές μοναχοί• δάσκαλοι στο τοπικό σχολείο (επάγγελμα με πολύ κύρος)• κακοποιοί και αρχηγοί συμμοριών. Όλοι αυτοί είναι ΑκΔ και λειτουργούν ως ποιμένες ψήφων για κάποιον βουλευτή.

- Το μι της κλίμακας είναι οι βουλευτές, οι οποίοι πολιτεύονται βασισμένοι αποκλειστικά σ’ ένα δίκτυο από χούα κανέν. Αποκλειστικά όμως! Η πολιτική για κάποιον υποψήφιο βουλευτή ουδέποτε υπήρξε κάτι διαφορετικό από ένα φύλλο χαρτί με νούμερα και προσθαφαιρέσεις: αυτός θα μου φέρει πενήντα (ψήφους), αυτός εβδομήντα, αυτός εξήντα, αυτός εκατό κ.λπ., χρειάζομαι άλλους τριακόσιους πενήντα. Η στρατολόγηση γίνεται βάση προσωπικών σχέσεων και χρηματικών ανταλλαγμάτων, τα οποία συνήθως ο χούα κανέν μοιράζει στο ποίμνιό του έναντι ψήφων. Ακριβώς: στην Ταϊλάνδη οι υποψήφιοι βουλευτές ψωνίζουν, κανονικά, ψηφοφόρους από τον τοπικό αντιπρόσωπο.

- Το φα της κλίμακας είναι οι κλίκες. Οι εκλεγμένοι βουλευτές σχηματίζουν ομάδες μέσα στο κοινοβούλιο, στη βάση προσωπικών σχέσεων, κοινών στόχων και κοινών συμφερόντων. Η ψήφος σ’ έναν βουλευτή τελικά καταλήγει ψήφος στη συγκεκριμένη κλίκα του.

- Το σολ της κλίμακας είναι τα πολιτικά κόμματα, τα οποία αποτελούνται από κλίκες και συγκροτούνται μόνο και μόνο για να υποστηρίξουν την πρωθυπουργοποίηση του ηγέτη τους. Ελάχιστο ρόλο παίζει η ιδεολογία ή το πολιτικό πρόγραμμα. Το κόμμα είναι ο ηγέτης, κάπως σαν την παλιά Νέα Δημοκρατία, η οποία ήταν το γύρω-γύρω του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

- Το λα της κλίμακας είναι η κυβέρνηση κι ο πρωθυπουργός. Η μόνη προϋπόθεση για να γίνει κάποιος υπουργός στην Ταϊλάνδη είναι να έχει από πίσω του μια μεγάλη και ισχυρή κλίκα. Δε μετράει τίποτα άλλο, ούτε η εμπειρία ούτε η κατάρτιση ούτε η εκπαίδευσή του, παρά μόνο οι βουλευτές που τον υποστηρίζουν.

Είναι ένας σκύλος με ψυχή βαθιά χριστιανική (βουδιστική),
Που δείχνει ταπεινόφρονα πως δεν έχει πονέσει,
Που με την πράξη του αποχτά ευτυχία μοναδική,
Μέσ' στον παράδεισο των σκύλων μια μικρούλα θέση.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο λειτούργησε πολιτικά η Ταϊλάνδη επί πολλές δεκαετίες, με μια ιεραρχία βυθισμένη στη διαφθορά. Διότι όσο περισσότερο αναδεικνύεται κάποιος, όσο υψηλότερο πολιτικό ΑκΔ γίνεται, τόσες περισσότερες και μεγαλύτερες ευκαιρίες έχει να δίνει δουλειές σε δικούς του ανθρώπους ή να μεθοδεύει νόμους κι αποφάσεις που εξυπηρετούν δικούς του επιχειρηματίες, τραπεζίτες, εξαγωγείς κ.λπ. Έναντι προμήθειας, φυσικά. Φανταστείτε ένα αγγειακό σύστημα στη χώρα, με μικρότερες και μεγαλύτερες φλέβες που μεταφέρουν ψήφους από κάτω προς τα πάνω, οι οποίες λειτουργούν παράλληλα με μικρότερες και μεγαλύτερες αρτηρίες που μεταφέρουν χρήματα κι άλλες διευκολύνσεις από πάνω προς τα κάτω: αυτό υπήρξε η πολιτική της Ταϊλάνδης.

Τώρα που το ξανασκέφτομαι, η περιγραφή ταιριάζει επίσης και στην πολιτική της Ελλάδας, όμως αυτό είναι άλλο θέμα.

Το σύστημα αυτό δεν υπήρξε κλειστό, είχε έναν βαθμό εσωτερικής κινητικότητας. Κάποιος μπορούσε να ξεκινήσει από χαμηλά και να φτάσει ψηλά. Να γνωρίσει, ας πούμε, τον γιο του δημάρχου ή του διευθυντή της τοπικής τράπεζας στο ποδόσφαιρο, κατ’ αυτόν τον τρόπο να αποκτήσει την εμπιστοσύνη μιας ισχυρής οικογένειας και να χρησιμοποιήσει την επαφή αυτή για να πάρει δουλειές και συνεργασίες στην επιχείρησή του. Ή να κάνει μια γενναία δωρεά στον τοπικό ναό• θα γίνει σεβαστό πρόσωπο στην κοινότητα, ένας καινούργιος χούα κανέν, ο λόγος του θα έχει πέραση, οπότε οι υποψήφιοι βουλευτές θα ενδιαφερθούν γι’ αυτόν. Ή να ξεκινήσει από απλός δημοσιογράφος σε κάποιο ΜΜΕ της πρωτεύουσας, να κάνει τις σωστές γνωριμίες, να μπει στα σωστά σαλόνια, και χρησιμοποιώντας τις επαφές του, να εξελιχθεί ακόμα και σε μεγιστάνα του Τύπου. Το ΑκΔοκρατικό σύστημα άφηνε κάποια περιθώρια ακόμα και σε απλούς ανθρώπους να ενταχθούν πρώτα στο κύκλωμα των χαμηλότερων ΑκΔ, και την κατάλληλη στιγμή να κάνουν το άλμα προς τις υψηλές βαθμίδες της πολιτικής (που περιλαμβάνουν συνεργασία με τις υψηλές βαθμίδες της οικονομίας) ή προς τις υψηλές βαθμίδες της οικονομίας (που περιλαμβάνουν συνεργασία με τις υψηλές βαθμίδες της πολιτικής). Η όλη λειτουργία του συστήματος όμως ήταν βαθιά αριστοκρατική, γιατί η ανέλιξη κάποιου βασιζόταν στη γνωριμία και την ένταξη στο κλαμπ, όχι σε θεσμούς και διαδικασίες. Το αν κάποιος ήταν άνθρωπος με προσόντα για μια υψηλότερη βαθμίδα, ήταν κάτι που το αποφάσιζε το κλαμπ, αυτό έδινε το χρίσμα – και θα έπρεπε κάποιος πρώτα να αφιερώσει πολύ χρόνο σε γλύψιμο, υποτέλεια και αυλοκολακεία πριν αναδειχθεί. Όλα αυτά πάντα με φόντο τον ωκεανό των απλών ανθρώπων, των μη-ΑκΔ, που μάθαιναν από μικροί να σέβονται την ιεραρχία, να προσφωνούν τον αστυνομικό διευθυντή «η μεγαλειότητά σας» (your majesty), που δεν ενδιαφέρονταν για τις υψηλότερες διαπλοκές της χώρας, απλώς δούλευαν να βγάλουν το μεροκάματο κι οι ελπίδες τους έφταναν το πολύ-πολύ μέχρι τον δρόμο προς την πόλη που έχει γεμίσει λακούβες, καλά θα ‘ταν να τον φτιάξουν επιτέλους. Και ξαφνικά ήρθε ο Τάκσιν, το 2001.

Μονάχα από τα γήινα τα δεινά του λείπει ακόμα
Κάτι, που την αγάπη του εαυτού του θα ξυπνήσει (τι του λείπει;)

Γκάνταλφ ο Γκρίζος, καθώς επίσης και Τάκσιν ο Γκρίζος. Δεν μπορεί να ζωγραφίσει κανείς αποκλειστικά άσπρη ή μαύρη εικόνα για τον πιο πολυσυζητημένο πολιτικό στην ιστορία της Ταϊλάνδης, ο Τάκσιν για κάθε θετικό είχε κι ένα αρνητικό, για κάθε αρνητικό κι ένα θετικό. Θα χρειαζόταν μια ολόκληρη ανάρτηση να πούμε τα αρνητικά του, όμως αυτό που έχει σημασία εδώ είναι ότι ο Τάκσιν έκανε δύο πρωτόγνωρα πράγματα στην ταϊλανδική πολιτική: 1) Προσπάθησε να απευθυνθεί κατευθείαν στους ψηφοφόρους, 2) Ανέβασε το βιοτικό επίπεδο των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων.

1) Ο Τάκσιν κατάλαβε πολύ καλά τη δύναμη των ΜΜΕ και τα τροφοδοτούσε τακτικά με ανακοινώσεις και καμπάνιες. Κατά κάποιον τρόπο, τράβηξε χρήματα από το κύκλωμα βουλευτές – χούα κανέν – ψηφοφόροι, και τα έριξε στην τηλεόραση και τις εφημερίδες. Το πιο πρωτότυπο όμως ήταν οι ζωντανές ομιλίες του κάθε Σάββατο απόγευμα στο ραδιόφωνο, στις οποίες εξηγούσε την πολιτική και τα σχέδιά του. Κάτι τέτοιο δεν είχε ξαναγίνει. Ο απλός Ταϊλανδός είδε ξαφνικά έναν διαφορετικό πρωθυπουργό, που του απευθυνόταν προσωπικά, χωρίς διαμεσολάβηση από τους χούα κανέν. Όλο και περισσότερος κόσμος άρχισε να περιμένει με ενδιαφέρον κάθε Σάββατο τις ζωντανές ραδιοφωνικές ομιλίες του πρωθυπουργού, σταδικά έγιναν ένα από τα σημαντικά γεγονότα της εβδομάδας για τους απλούς Ταϊλανδούς, και τις επόμενες μέρες αναπαράγονταν σε εφημερίδες και τηλεόραση. Όταν σκέφτεται κανείς π.χ. τον Καραμανλή και τη βασική μέθοδο επικοινωνίας του με το λαό που ήταν οι επιλεγμένες διαρροές («καλά πληροφορημένες πηγές προσκείμενες στο Μέγαρο Μαξίμου αναφέρουν ότι ο κ. Καραμανλής εμφανίστηκε θυμωμένος/κουρασμένος/αντίθετος/ενωτικός/οργισμένος κ.λπ.», χορτάσαμε να τα ακούμε), δεν μπορεί να μην παραδεχτεί την ευφυΐα του Τάκσιν, που απευθυνόταν στον κόσμο τακτικά, προσωπικά και άμεσα.

2) Η Ταϊλάνδη δεν έμεινε η ίδια π.Τ. και μ.Τ. (προ και μετά Τάκσιν). Ο άνθρωπος ανέβασε σημαντικά το βιοτικό επίπεδο του φτωχού (και πάμφτωχου) πληθυσμού. Συνοπτικά: ο Τάκσιν έφτιαξε επιτυχημένο ΕΣΥ, προσέφερε φτηνά επιχειρηματικά δάνεια στα εκατομμύρια των μικροαγροτών και πάγωσε τα χρέη τους (άφθονα μετά την οικονομική κρίση του 1997), προσέφερε χαμηλότοκα σπουδαστικά δάνεια με υπερευνοϊκούς όρους σε παιδιά οικογενειών χαμηλού εισοδήματος, πάμπολλα επιδόματα και διευκολύνσεις, έκανε αναπτυξιακά προγράμματα στα φτωχά χωριά της χώρας, έκανε πάρα πολλά έργα στην επαρχία, ιδιαίτερα στο φτωχό ΒΑ τμήμα της Ταϊλάνδης, το οποίο προηγουμένως ήταν σχεδόν έξω από τον χάρτη – σαν την Ήπειρο του ’60, ας πούμε. Από Wikipedia: Thaksin's economic policies helped Thailand recover from the 1997 Asian Financial Crisis and substantially reduce poverty. GDP grew from 4.9 trillion baht in 2001 to 7.1 trillion baht in 2006. Thailand repaid its debts to the International Monetary Fund two years ahead of schedule. Income in the Northeast, the poorest part of the country, rose by 46% from 2001 to 2006. Nationwide poverty fell from 21.3% to 11.3%. Thailand's Gini coefficient, a measure of income inequality, fell from .525 in 2000 to .499 in 2004.

(Τι του λείπει;)

Πέρα από τα νούμερα, προσπαθήστε να συλλάβετε τις επιπτώσεις της πολιτικής του. Εκατομμύρια φτωχοί αγρότες (κυρίως), μεροκαματιάρηδες, εργάτες, τεχνίτες, πωλητές του δρόμου, βιοπαλαιστές κ.λπ., χτυπημένοι άγρια από την Ασιατική Οικονομική Κρίση (1997-1998 ήταν μαύρα χρόνια για την Ταϊλάνδη), καταδικασμένοι, τόσο οι ίδιοι όσο και τα παιδιά τους, σε μια ζωή κούρασης, φτώχειας και ανασφάλειας, μπόρεσαν να πάρουν ανάσα, να στήσουν αξιοπρεπείς επιχειρήσεις και μαγαζιά, να πάνε στο νοσοκομείο για μια εξέταση, επέμβαση, θεραπεία κ.λπ., ενώ τα παιδιά τους μπορούσαν, άμα το κυνηγούσαν, να σπουδάσουν και να αποκτήσουν εντελώς διαφορετική ζωή από αυτή των γονιών τους. Άνοιξε ένας καινούργιος δρόμος ανάδειξης για τους φτωχούς Ταϊλανδούς, μέσα από τη δουλειά και το κολλέγιο, όχι μέσα από τις υψηλές γνωριμίες και την αυλοκολακεία. Με τα καλά του και τα στραβά του, ο Τάκσιν έδωσε εσωτερική κινητικότητα στην ταϊλανδική κοινωνία, για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας. Καμία έκπληξη που ο κόσμος τον λάτρεψε. Καμία έκπληξη που η οργανική ΑκΔοκρατία της χώρας τον μίσησε και συντάχτηκε σταδιακά όλο και περισσότερο με το αντιπολιτευόμενο κόμμα (Δημοκρατικό Κόμμα).

Η συνέχεια του Τάκσιν είναι γνωστή. Το 2005 πρωτοφανής εκλογικός θρίαμβος, το 2006 η χώρα σε κρίση από το αντιπολιτευόμενο Δημοκρατικό Κόμμα, που δεν μπορούσε με τίποτα να δεχτεί ότι θα στερηθεί την εξουσία για άλλα 4 χρόνια. Τον Σεπτέμβριο ο στρατός στους δρόμους και πραξικόπημα...





Αυτά τα διαόλια πιο πάνω ονομάζονται ιτέν στα ταϊλανδικά, επίσης γνωστά και ως κουμποτά (Kubota). Είναι πολύ απλά αγροτικά μηχανήματα, σχεδόν αυτοσχέδια στην κατασκευή τους: ένας κινητήρας Kubota 50 ίππων, δύο τροχοί, ένα στοιχειώδες διαφορικό, δύο μεταλλικές λαβές, ένα ξύλινο πλαίσιο, κι έχεις τρέιλερ, σκαπτικό, αγροτικό φορτηγάκι και μεταφορικό μέσο. Ένας δυνατότερος κινητήρας Kubota άνω των 120 ίππων, κι έχεις κανονικό φορτηγό. Το ενδιάμεσο βήμα ανάμεσα από τον παραδοσιακό νεροβούβαλο (επί αιώνες το αγροτικό πολυμηχάνημα της ΝΑ Ασίας) και το σύγχρονο τρακτέρ. Την άνοιξη του 2006 λοιπόν, όταν η χώρα οδηγούταν σε κρίση κι η συντεταγμένη ελίτ ξεσπάθωνε ανελέητα εναντίον του Τάκσιν μιλώντας για λαοπλάνους πολιτικούς που παραπλανούν τον «αμαθή» και «ανώριμο» πληθυσμό της χώρας, όταν το Δημοκρατικό Κόμμα ζητούσε ακύρωση των εκλογών και διορισμό από τον βασιλιά μιας νέας κυβέρνησης, όταν ο στρατός υποσχόταν ότι δε θα αναμειχθεί στην πολιτική (ό,τι ακριβώς υπόσχεται πριν από κάθε πραξικόπημα), τότε, την άνοιξη του 2006, ένα πλήθος από ιτέν κατέκλυσε τους δρόμους της πρωτεύουσας Μπανγκόκ. Ήταν μικροαγρότες που η ζωή τους άλλαξε ριζικά με τον Τάκσιν, καταλάβαιναν ότι υπήρχε σχέδιο εξόντωσής του και κατέβηκαν στην Μπανγκόκ να τον υποστηρίξουν. Οι εφημερίδες τους χλεύαζαν, «ο όχλος με τα ιτέν». Αυτή όμως ήταν η αρχή ενός από τα πιο αυθόρμητα, λαϊκά και αμεσοδημοκρατικά σημερινά κινήματα: Κόκκινοι σαν το αίμα, σαν τους κινητήρες Kubota, αυτοσχέδιοι σαν ιτέν.











Αν τα πράγματα είχαν μείνει μέχρι εκεί, εικάζω ότι το κίνημα των Κόκκινων θα ήταν μόνο παθητική υποστήριξη για τον Τάκσιν, έναν αγαπημένο πρωθυπουργό, και μέριμνα προς τους φτωχούς. Ίσως εκφυλιζόταν σε προσωπολατρεία, ίσως ξεφούσκωνε γρήγορα. Στα επόμενα χρόνια όμως, κι ενώ το κόμμα των Κόκκινων έβγαινε συνέχεια πρώτο σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, ακολούθησε μια σειρά στρατιωτικών και δικαστικών πραξικοπημάτων. Ακολούθησε δίωξη, καταστολή, συκοφάντηση, παρακολουθήσεις, λογοκρισία, τρομοκρατία, φυλακίσεις. Τους δολοφόνησαν μαζικά το 2009 και το 2010 στους δρόμους της πρωτεύουσας, καθώς και μεμονωμένα έξω από τα σπίτια τους, σε ενέδρες και παγίδες θανάτου, ενώ τέσσερις φορές - εκλογές 2005, εκλογές 2006, εκλογές 2007, πραξικόπημα 2006 - τέσσερις φορές αυτούς τους ανθρώπους τους έφτυσαν κατάμουτρα: «οι ψήφοι σας δεν αξίζουν τίποτα». Αποτέλεσμα ήταν ότι ένα μεγάλο, πλειοψηφικό τμήμα της ταϊλανδικής κοινωνίας ένιωσε ότι τους κοροϊδεύουν. Η παραδοσιακή ΑκΔοκρατία της χώρας ξέρασε ποτάμια χολής - καθόλου υπερβολική έκφραση - για τον «αμαθή» και «ανώριμο» κόσμο που τον παραπλανούν οι λαοπλάνοι πολιτικοί κ.λπ. κ.λπ. (οπότε, δεν του αξίζει να αποφασίζει για την κυβέρνηση της χώρας). Βγήκε στην επιφάνεια η σκοτεινή πλευρά των ΑκΔ, τα οποία μπορεί μεν να είναι μεγαλόκαρδα και φιλάνθρωπα όσο διατηρείται η ιεραρχία, όταν όμως τα πόδια σηκωθούν να χτυπήσουν το κεφάλι, η μεγαλοκαρδία γίνεται χολή. Οπότε, το κίνημα των Κόκκινων εξελίχθηκε σταδιακά σε κάτι ευρύτερο από αυτό που ήταν όταν γεννήθηκε. Φυσικά, ο Τάκσιν έχει συμβολοποιηθεί, όμως οι Κόκκινοι πλέον δεν κινητοποιούνται μόνο για τον Τάκσιν: έφτασαν στο σημείο να αμφισβητήσουν το ίδιο το ΑκΔοκρατικό σύστημα της Ταϊλάνδης. Δεν είμαστε πρόβατα να ψηφίζουμε αυτό που μας λέει ο κ. διευθυντής, ο κ. δήμαρχος, ο κ. αστυνόμος, ο οποιοσδήποτε κ. τάδε, έχουμε τη δική μας άποψη, η οποία σίγουρα δεν περιλαμβάνει μια Ταϊλάνδη διαιρεμένη σε πολίτες δύο κατηγοριών.

(Τι του λείπει;)

Είναι πολύ ετερόκλητο το κίνημα των Κόκκινων! Και καλά κάνει και είναι έτσι, αφού γεννήθηκε από κάτω προς τα πάνω, αυθόρμητα, βρίσκει τους δικούς του όρους, τη δική του συνειδητοποίηση, τα δικά του σύμβολα, τη δική του (εκπληκτική) οργάνωση, όλα. Από κάτω προς τα πάνω! Μπορεί κανείς να συναντήσει εκεί από ψαγμένους φοιτητές μέχρι αγράμματους χωρικούς, από ήπιους μέχρι ριζοσπάστες, από λατρεία για τον Τάκσιν μέχρι αδιαφορία ή και καχυποψία προς αυτόν, από τον επιστήμονα μέχρι τη νοικοκυρά, από τον επιχειρηματία μέχρι τον ρακοσυλλέκτη. Ένα αίτημα υπάρχει που ενώνει όλους αυτούς: δε θέλουμε πια δυο μέτρα δυο σταθμά στην Ταϊλάνδη. Όχι πλέον ορισμένα ζώα να είναι πιο ίσα από τα υπόλοιπα ζώα (και να βρίσκουν μάλιστα τους κρατικούς, δικαστικούς και αστυνομικούς μηχανισμούς υπέρ τους), θέλουμε πραγματική ισότητα, πραγματική δημοκρατία. Αντιγράφοντας από εδώ για τις επιπτώσεις της Γαλλικής Επανάστασης: «Thousands of men and even many women gained firsthand experience in the political arena: they talked, read, and listened in new ways; they voted; they joined new organizations; and they marched for their political goals. Revolution became a tradition, and republicanism an enduring option». Κάτι πολύ παρόμοιο έγινε και στην Ταϊλάνδη, από τη φωτιά που άναψε ο Τάκσιν το 2001 και που δε λέει να σβήσει.

(Τι του λείπει;)

Και το έργο συνεχίζεται. Οι εκλογές θα γίνουν την ερχόμενη Κυριακή, στις 3 Ιουλίου, όπου είναι σίγουρο ότι το κόμμα των Κόκκινων («Πούα Τάι») θα ξανακερδίσει. Δεν είναι όμως σίγουρο ότι θα το αφήσουν να σχηματίσει κυβέρνηση, ενδεχομένως να ξαναγίνει κάποιο στρατιωτικό ή δικαστικό πραξικόπημα. Σ’ αυτήν τη ζοφερή περίπτωση, η συνέχεια θα είναι κάτι σαν εμφύλιος πόλεμος, καθότι οι Ταϊλανδοί πλέον δε θα ανεχθούν άλλο πραξικόπημα ή άλλη κοροϊδία. Ας ελπίσουμε ότι δε θα γίνει τίποτα τέτοιο. Κανείς δεν μπορεί να πει επίσης και πώς θα εξελιχθεί στο μέλλον το κίνημα των Κόκκινων. Αν η χώρα αλλάξει κυβέρνηση και, στα βήματα του Τάκσιν, υιοθετηθούν κοινωνικές πολιτικές και στήριξη προς τα φτωχά κοινωνικά στρώματα, αν επίσης αντιμετωπιστεί η διάχυτη διαφθορά στην αστυνομία, στη δημόσια διοίκηση και ικανοποιηθεί το αίσθημα δικαίου του κόσμου, τότε οι Κόκκινοι λογικά θα αραιώσουν σιγά-σιγά με μια διαδικασία ώσμωσης, καθότι όλη η χώρα θα Κοκκινήσει. Ας ελπίσουμε ότι θα γίνει ακριβώς αυτό. Κανείς δεν ξέρει το μέλλον και κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ορισμένες δυσάρεστες εξελίξεις, ότι π.χ. το κίνημα ίσως εξελιχθεί σε προσωπολατρεία για τον Τάκσιν. Ή ότι ίσως γίνει κάτι παρόμοιο μ’ αυτό που έγινε και στην Ελλάδα το 1981, όταν με το ΠΑΣΟΚ ήρθαν στα πράγματα οι αδικημένοι και οι ριγμένοι των προηγούμενων δεκαετιών, όμως με τόσο... πειρατικό τρόπο ώστε ουσιαστικά σχημάτισαν μια καινούργια φαυλότητα στη θέση της παλιάς. Κρατώντας πάντα μια απαραίτητη επιφύλαξη, πιστεύω προσωπικά ότι δεν θα γίνει κάτι τέτοιο. Πρώτον διότι κι ο ίδιος ο Τάκσιν συνειδητοποιεί ότι αυτό που πυροδότησε τον ξεπερνάει πλέον, και δεύτερον διότι το κίνημα των Κόκκινων έχει σταδιακά επικεντρωθεί στην ίδια την καρδιά του ταϊλανδικού προβλήματος, ουσιαστικά προσβλέπει σε έναν κοινωνικό μετασχηματισμό. Η ΑκΔοκρατία είναι ένα κοινωνικό σύστημα που, καλώς ή κακώς, λειτούργησε επί αιώνες στην Ταϊλάνδη. Το θεμελιώδες στοιχείο αυτού του συστήματος, ότι υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι άνθρωποι, υπήρξε η βάση για πλήθος θεσμών της χώρας, όχι μόνο στενά πολιτικών ή οικονομικών. Ας αναφέρω ένα μη-πολιτικό παράδειγμα: η ιερότητα των γονιών. Στην Ταϊλάνδη οι γονείς είναι ιεροί, μικρές οικιακές θεότητες, και τα παιδιά αισθάνονται καθήκον να τους υπηρετούν και να τους σέβονται εφ' όρου ζωής. Αλλά και να τους στηρίζουν οικονομικά στα γεράματά τους. Ένα αφομοιωμένο καθήκον που συνεπικουρείται κι από την κυρίαρχη βουδιστική αντίληψη περί ανταπόδωσης, ότι όταν κάποιος σε βοηθά, οφείλεις να του το ξεπληρώσεις αλλιώς μαζεύεις πολύ κακό κάρμα• οπότε, οι γονείς σου σε φρόντισαν όταν ήσουν παιδί, πρέπει λοιπόν να τους φροντίσεις κι εσύ στα γεράματά τους. Αλήθεια, οι καθιερωμένες ταϊλανδικές τάξεις - ανώτερη, μεσαία και κατώτερη - μπορούν να διαχωριστούν από τον τρόπο που προνοούν για τα γεράματά τους: η ανώτερη τάξη έχει τόσο μεγάλη περιουσία ώστε δε νοιάζεται, η μεσαία τάξη ανήκει σε κάποια προνομιούχα πληθυσμιακά στρώματα που θα απολαύσουν μια σύνταξη (π.χ. δημόσιοι υπάλληλοι) ή αντέχει οικονομικά να αγοράσει μια ιδιωτική ασφάλεια γι' αυτόν τον σκοπό, η κατώτερη τάξη δεν έχει καμία τέτοια άνεση οπότε αναγκάζεται να κάνει παιδιά για να εξασφαλίσει τα γεράματά της. Κάτι που οδηγεί εκατομμύρια νέους να θυσιάσουν ουσιαστικά τη ζωή τους ώστε να στέλνουν κάθε μήνα λεφτά στο χωριό, στους γονείς, ή ακόμα και σ' αυτήν την σιχαμένη κατάσταση όπου η αγάπη των γονιών προς τα παιδιά νοθεύεται από τη λαχτάρα για μέριμνα. Γονείς που βλέπουν τα παιδιά τους ως 18ετή συνταξιοδοτικά προγράμματα (και 17ετή και 16ετή και 15ετή...). Η μέριμνα των ηλικιωμένων όμως θα έπρεπε να είναι δουλειά της κυβέρνησης, όχι της θρησκείας ή των παιδιών. Μ' άλλα λόγια: δημόσια ασφάλιση. Σύνταξη. Η ιερότητα των γονιών, η ΑκΔότητα του ηλικιωμένου έναντι του νέου, υπήρξε επί αιώνες η μέριμνα της ταϊλανδικής κοινωνίας για τους ηλικιωμένους των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Το ΙΚΑ κι ο ΟΓΑ της. Η ΑκΔοκρατία είναι κοινωνικό σύστημα, όχι απλώς πολιτικό, χρειάζεται κοινωνικό μετασχηματισμό για να αλλάξει. Αν διαβάζει ο Μιχάλης, αυτή είναι η μόνη ουσιαστική διαφωνία μου με τις θέσεις του Τζι: εκεί που αυτός βλέπει μόνο την υψηλή ελίτ της χώρας να αντιστρατεύεται στους Κόκκινους - μόνο κάποιους μεγαλοεπιχειρηματίες, στρατηγούς, εξαγωγείς κ.λπ. - εγώ βλέπω ένα άλλο κομμάτι της ταϊλανδικής κοινωνίας• ακόμα και απλό κόσμο που, είτε επειδή είναι ενταγμένος σε κυκλώματα χαμηλών ΑκΔ και εξαρτάται από την γνωριμία με το κλαμπ, είτε από απλό συντηρητισμό, δεν μπορεί να δεχτεί με τίποτα την κραυγή για ισότητα των Κόκκινων.

(Τι του λείπει;)

Κρίνω λοιπόν πως η Ταϊλάνδη είναι καταδικασμένη, αργά ή γρήγορα, να Κοκκινήσει, κάτι που σημαίνει: στήριξη προς τους φτωχούς, νόμοι που να ισχύουν για όλους, πραγματική δικαιοσύνη, τέρμα στη διαφθορά της αστυνομίας και του Δημοσίου, εσωτερική κινητικότητα, αξιοπρέπεια. Αυτό το τελευταίο είναι και το μήνυμα των Κόκκινων. Είμαι στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας, είμαι παρίας σε μια, κατά βάση, αριστοκρατική χώρα και το παινεύομαι. Δε δείχνω υποτέλεια σε κανέναν! Δεν είμαι από τζάκι, δεν έχω υψηλές γνωριμίες, δεν έχω κληρονομήσει περιουσία και δεν ντρέπομαι καθόλου γι’ αυτά. Με την ψήφο μου ζητώ από την κυβέρνηση να με βοηθήσει ώστε να ζήσω καλύτερα και τα παιδιά μου τουλάχιστον να βγουν στη ζωή βάζοντας τον πήχυ όσο ψηλά θέλουν. Τέρμα με το ΑκΔοκρατικό σύστημα, όχι πλέον αριστοκρατία στον 21ο αιώνα!

Του λείπει μια γερή κλωτσιά κατάμουτρα στο στόμα,
Να θυμηθεί τα δόντια του, να ορμήσει, να ξεσκίσει.

* * * * *

Υστερόγραφο: κρίνω πως τα ιτέν θα ταίριαζαν πολύ στην αγροτική οντολογία της Ελλάδας. Είναι πάμφηνα, κάνουν δουλειά, τα βγάζουν και με το παραπάνω τα λεφτά τους, είναι σκυλιά, έχουν πολύ απλή κατασκευή και δίνουν δουλειά σε τοπικά συνεργεία. Τα μεγάλα αγροτικά τρακτέρ, αυτά που βλέπουμε στις ειδήσεις όταν οι αγρότες κλείνουν τα Τέμπη, είναι φτιαγμένα για πολλές εκατοντάδες και χιλιάδες στρέμματα, μόνο έτσι βγάζουν τα λεφτά τους. Όμως, με τα πενήντα κι εκατό στρεμματάκια – όχι «στρέμματα», «στρεμματάκια» – που έχει κάθε Έλληνας αγρότης, τα τρακτέρ ουσιαστικά μένουν πιο αδρανή κι από τον Καραμανλή στο Μαξίμου. Δουλεύουν ελάχιστα, λίγες ώρες τη μέρα, λίγες μέρες τον χρόνο, ο αγρότης πασχίζει μετά να τα νοικιάσει για να βγάλει κάνα μεροκάματο παραπάνω. Αν δεν ήταν αυτή η μπάσταρδη κατάσταση των επιδοτήσεων, έτσι όπως εφαρμόστηκε στην Ελλάδα, ελάχιστοι Έλληνες αγρότες θα άντεχαν οικονομικά να αγοράσουν τρακτέρ. Αντί το μηχάνημα να γίνεται μέρος της αγροτικής ζωής, όλη η αγροτική ζωή περιστρέφεται γύρω από την Αυτού Μεγαλειότητα, το τρακτέρ. Ανεβάζουν το κόστος παραγωγής αντί να το μειώνουν. Συν τοις άλλοις, τα σύγχρονα τρακτέρ έχουν ως γνωστόν μεγαλύτερη υπολογιστική ισχύ κι από τη σεληνάκατο του Apollo. Οι αγρότες νομίζουν ότι αγοράζουν τρακτέρ και στην πορεία ανακαλύπτουν ότι έχουν αγοράσει κομπιούτερ. Κάτι που σημαίνει ότι βγάζουν βλάβες ηλεκτρονικής φύσεως, στις οποίες δε βοηθά η παραδοσιακή καστάνια και το παραδοσιακό γαλλικό κλειδί. Πρέπει να έρθει ο τεχνικός της αντιπροσωπίας με το λάπτοπ, να το συνδέσει στο τρακτέρ και να πατήσει κουμπάκια. Αλλά κι όλος ο σχεδιασμός του μηχανήματος είναι κομμένος και ραμμένος έτσι ώστε να εξαρτάσαι από το ορίτζιναλ πανάκριβο ανταλλακτικό της αντιπροσωπίας, αυτό και μόνο αυτό μπορεί να σου λύσει το πρόβλημα. Τα ιτέν όμως έχουν λιγότερη υπολογιστική ισχύ κι από το μυαλό του Κώστα Σκανδαλίδη (δηλαδή: μηδέν) και δεν βγάζουν καμία βλάβη που να μην μπορεί να την διορθώσει ο Γιώργος στο τοπικό συνεργείο. Ή ακόμα κι ο ίδιος ο αγρότης, αυτοί είναι άνθρωποι που πιάνουν τα χέρια τους, όχι σαν κι εμάς τους φλώρους με τα κομπιούτερ. Υπάρχουν πολλοί Έλληνες μικροεισαγωγείς που φέρνουν φτηνά ανταλλακτικά Kubota, ακόμα κι εκεί μπορείς να παρακάμψεις την αντιπροσωπία με τις τσουχτερές τιμές της – τελικά η Kubota είναι ό,τι πιο λαϊκό υπάρχει στους μεγάλους κατασκευαστές αγροτικών μηχανημάτων. Εντάξει, το θέμα είναι και φετιχιστικό, ο αγρότης γουστάρει τρακτέρ, θέλει να νιώθει ότι κάθεται πάνω σ’ ένα μηχάνημα για πραγματικούς άντρες. Παρόλα αυτά όμως κρίνω ότι τα ιτέν θα μπορούσαν να πιάσουν στην Ελλάδα. Μπορεί να μην έχουν την πριαπική αρρενωπότητα του τρακτέρ, όπου το μηχάνημα είναι ένας τεράστιος φαλλός, πετρελαιοκίνητος και με τετρακίνηση, αν όμως ο αγρότης δει το κόστος παραγωγής του να μειώνεται, τότε θα διευρύνει τις απόψεις του περί αρρενωπότητας, και οι γκέι είν’ αναγκαίοι. Αν διαβάζει κάποιος τολμηρός επιχειρηματίας που θα πάρει το ρίσκο να φέρει την πρώτη παρτίδα ιτέν και μπορέσει να τα κάνει μόδα στους αγρότες, είμαι σίγουρος πως δεν θα το μετανιώσει. Όταν σκέφτομαι όμως τι έχει να τραβήξει στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης για να ταξινομήσει τα οχήματά του και να πάρει αριθμό κυκλοφορίας, μου κόβονται τα γόνατα, άστο καλύτερα...

(Το ποίημα Για Έναν Σκύλο έγραψε ο Λευτέρης Ιερόπαις)

Το Εγχειρίδιο Οδηγιών

Οι καβαλιστές καλούνται να ερμηνεύσουν τον κόσμο κι όλα τα φαινόμενά του ως συνδυασμό δύο αρχών, της Δύναμης και της Μορφής. Όπου «Δύναμη» είναι η αρσενική αρχή, χαοτική και ατίθαση, η οποία φέρει φέρει δυναμικό για αλλαγή, ενώ «Μορφή» είναι η θηλυκή αρχή που τιθασεύει τη Δύναμη, την καναλιζάρει και τη διοχετεύει σε χρήσιμες κατευθύνσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, π.χ. ο κινητήρας ενός αυτοκινήτου είναι ένα παιχνίδι ανάμεσα στη Δύναμη (βενζίνη) και τη Μορφή (μπλοκ του κινητήρα και κύλινδροι): μαζί οι δυο τους τιθασεύουν κάτι το εκρηκτικά άναρχο και διοχετεύουν το δυναμικό του στη χρήσιμη παλινδρομική κίνηση των πιστονιών. Μια επιχείρηση είναι ένα άλλο παιχνίδι ανάμεσα στη Δύναμη (φιλοδοξία) και τη Μορφή (περιορισμοί αγοράς, κεφαλαίου, νομοθεσίας κ.λπ.), όπου μαζί οι δυο τους τιθασεύουν κάτι το εγωιστικό και το μετατρέπουν σε χρήσιμα προϊόντα και υπηρεσίες.

Ο καβαλιστικός τρόπος λοιπόν είναι μια προτεινόμενη ανάγνωση της πραγματικότητας, ένα Εγχειρίδιο Οδηγιών για το περίπλοκο σύμπαν που μας περιβάλλει, ώστε να σηκώσεις το καπό του αυτοκινήτου και να δεις τι κρύβεται από κάτω, να αντικρίσεις τους μυστικούς μηχανισμούς που κόβουν και ράβουν τον κόσμο των φαινομένων. Ο καβαλιστής σιγά-σιγά μαθαίνει να βλέπει παντού αυτό το παιχνίδι της Δύναμης και της Μορφής, σε μεγάλα και μικρά φαινόμενα, σημαντικά κι ασήμαντα, μέχρι όλος ο κόσμος να γίνει, στα μάτια του, ένα πεδίο συνάντησης των αρχετυπικών αυτών αρχών. Ο κοιτώνας στον οποίο σμίγουν. Γιατί όμως πρέπει να δεχτούμε αξιωματικά αυτήν την ανάγνωση της πραγματικότητας, να βλέπουμε παντού Δύναμη και Μορφή;

Γιατί έτσι.

*   *   *   *   *   *

«Έστω ότι θέλω να κάνω επίκληση στη ‘Νοημοσύνη’ του Δία. Βασίζω το μαγικό μου έργο στις αντιστοιχίες του Δία. Τα μαθηματικά μου στον αριθμό 4 και στους αριθμούς 16, 34, 136. Χρησιμοποιώ το τετράγωνο ή τον ρόμβο. Φοράω άρωμα σαφράνι και χρησιμοποιώ όπιο ή κάποιο γλυκόπιοτο κρασί, όπως το πόρτο, για σπονδές. Για μαγικό όπλο έχω το σκήπτρο. Συνεχίζω έτσι να διαλέγω εργαλεία για κάθε πράξη ώστε συνέχεια να θυμάμαι την απόφασή μου να επικαλεστώ τον Δία. Περιορίζω επίσης κάθε αντικείμενο. Σε όλα τα σύνθετα φαινόμενα που με περιτριγυρίζουν, εγώ βλέπω μόνο τα στοιχεία του Δία. Αν κοιτάξω το χαλί μου, το μπλε και το μοβ είναι τα χρώματα που ξεχωρίζουν όπως το Φως σε κάποιο πεπαλαιωμένο κι ακαθόριστο φόντο. Χρησιμοποιώ έτσι κάθε στιγμή στην καθημερινότητά μου για να πειθαρχώ τον εαυτό μου και να του υπενθυμίζω το μαγικό μου έργο. Το μυαλό ανταποκρίνεται γρήγορα σ’ αυτήν την εκπαίδευση. Σύντομα αρχίζει και απορρίπτει ως μη-αληθινό οτιδήποτε δεν είναι Δίας. Όλα τα άλλα διαφεύγουν από την προσοχή. Κι όταν έρθει η στιγμή για την τελετή της επίκλησης, παίρνω αμέσως φωτιά. Είμαι συντονισμένος με τον Δία, μ’ έχει διαποτίσει ο Δίας, έχω απορροφηθεί από τον Δία, έχω αναληφθεί στους ουρανούς και κρατώ τους κεραυνούς του».

Είναι ο Κρόουλι αυτός που μας μιλάει (από εδώ) και μας περιγράφει μιαν άλλη ανάγνωση της πραγματικότητας, τον συντονισμό με τον Δία. Ένα ακόμα Εγχειρίδιο Οδηγιών. Φαντάζομαι ότι είναι έτσι όπως τα λέει: αν αρχίσεις να βλέπεις παντού γύρω σου τεσσάρια, τετράγωνα, και μπλε/μοβ αντικείμενα, αν χρησιμοποιείς κάθε στιγμή της ημέρας σου για να θυμάσαι τον Δία κι απομονώνεις συνεχώς τα σύμβολά του από το περιβάλλον, τότε σύντομα θα τον βλέπεις παντού. Δία ζήτησες; Δία θα λάβεις. Γιατί όμως πρέπει να δεχτούμε αξιωματικά αυτήν την ανάγνωση της πραγματικότητας, ως ανοιχτό βιβλίο στο οποίο διαβάζουμε τις εκδηλώσεις του Δία;

Γιατί έτσι.

*   *   *   *   *   *

Ο Διαλεκτικός Υλισμός είναι όπως ο Χριστός κι ο Ηρακλής: είχε δύο πατεράδες. Είχε επίσης κι έναν παππού, τον Γκέοργκ Χέγκελ. Από αυτόν ξεκίνησε η φιλοσοφική μεθοδολογία περί θέσης – άρνησης – υπέρβασης/ανώτερης σύνθεσης, την οποία κληρονόμησαν κατόπιν οι Μαρξ & Έγκελς κι έφτιαξαν τη Διαλεκτική τους (την έστησαν σωστά όμως, γιατί ο Χέγκελ την είχε αφήσει με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω). Αναγνωρίζω ότι υπάρχει γοητεία και σ’ αυτήν την ανάγνωση της πραγματικότητας, να βλέπεις τον κόσμο ως ένα φράκταλ από τρίγωνα με πλευρές Θ – Α – Υ, με το κάθε τελικό Υ να γίνεται Θ σε ένα καινούργιο τρίγωνο και κατόπιν σ’ ένα καινούργιο και σ’ ένα καινούργιο κ.ο.κ., και να σκιαγραφείς έτσι την τροχιά του Απολύτου μέσα στην ιστορία. Ένα ακόμα Εγχειρίδιο Οδηγιών για όλα όσα κρύβονται κάτω από το καπό του αυτοκινήτου.

Το θέμα είναι ότι, όπως λέει κι ο Κρόουλι, μαθαίνεις να περιορίζεις τα αντικείμενα... Σε όλα τα σύνθετα φαινόμενα που σε περιβάλλουν, εσύ βλέπεις μόνο αυτά που προβλέπει το Εγχειρίδιο Οδηγιών. Ο μαρξισμός ειδικά είναι ένα σύστημα που μεταφέρθηκε στη χώρα μας με πολύ επαρχιώτικο τρόπο, εννοώντας ότι έγινε μια μιμητική αντιγραφή εννοιών και όρων, με πολύ μικρή αναρώτηση για το πόσο αυτές οι έννοιες ανταποκρίνονται στην ελληνική πραγματικότητα. Εδώ σίγουρα θα αδικώ κάποιους έντιμους διανοητές, όμως αυτό που εισέπραξε η δική μου γενιά από τους κυριότερους φορείς του μαρξισμού όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, δε διαφέρει και πολύ από το συντονισμό με τον Δία κατά Κρόουλι.

Ο μυημένος λοιπόν στον μαρξισμό της Ελλάδας μαθαίνει καταρχήν να βλέπει παντού ‘τάξεις’ και ‘πάλη των τάξεων’ ανάμεσα στους ‘εργάτες/εργαζόμενους/προλεταριάτο’ και στην ‘αστική τάξη’. Όταν όμως ο Μαρξ έγραφε για ‘τάξεις’, είχε στο μυαλό του τη θέση κάποιου στην αλυσίδα της παραγωγής. Κάτοχος κεφαλαίου ή κάτοχος εργατικής δύναμης. Ας αναλογιστεί ο καθένας κατά πόσο ταιριάζει αυτό στην πραγματικότητα της Ελλάδας. Αν δώσουμε έναν ευρύ ορισμό της εκμετάλλευσης, π.χ. κάτι σαν: “να σφετερίζεσαι όφελος από τον κόπο κάποιου άλλου”, τότε ποιοι οι εκμεταλλευτές, οι εκμεταλλευόμενοι και οι μηχανισμοί της εκμετάλλευσης;

Σύμφωνοι, αυτός που έχει κεφάλαιο μπορεί να καρπώνεται υπεραξία (με τη μαρξιστική έννοια). Κάτι παρόμοιο όμως κάνει κι αυτός που έχει στην κατοχή του την πολύτιμη στρογγυλή σφραγίδα + ένα χαοτικό νομοθετικό πλαίσιο από πίσω, με άπειρες διατάξεις, άρθρα, νόμους, εγκυκλίους, τα οποία αφήνουν στην υποκειμενική του κρίση τη σφράγιση ή τη μη–σφράγιση ενός εγγράφου. Ο σφραγιδοφόρος γίνεται κι αυτός ένα είδος αστικής τάξης, που καρπώνεται την υπεραξία των μη–σφραγιδοφόρων με μορφή μίζας και δώρων. Κάτι παρόμοιο όμως κάνει κι αυτός που ανήκει στο κλαμπ, έχει τις σωστές γνωριμίες. Κατά την ένδοξη πασοκική δεκαετία του '80, χιλιάδες άνθρωποι ανέβηκαν στην ιεραρχία με μη-μαρξιστικό τρόπο, εκμεταλλευόμενοι τις κομματικές τους διασυνδέσεις. Ο μηχανισμός δεν ήταν: κατοχή κεφαλαίου -> σφετερισμός της υπεραξίας των εργαζομένων -> επανεπένδυση των κερδών στην παραγωγή -> περαιτέρω εξαθλίωση των εργαζομένων. Όχι, όλοι αυτοί εξασφάλισαν θέσεις σε ΔΣ οργανισμών, αργομισθίες στο Δημόσιο, κρατικές προμήθειες, έργα κ.λπ. εξαργυρώνοντας τις αφίσες που κόλλησαν, τις συγκεντρώσεις που οργάνωσαν, τον βουλευτή που ψήφισαν. Η Eκκλησία είναι ένα άλλο από αυτά τα κλαμπ ισχύος. Μια στοργική μητέρα που σου εξασφαλίζει χρήσιμες γνωριμίες, επαφές με πολιτικούς, πελάτες για το μαγαζί σου, δουλειές για την εταιρεία σου, τα πάντα όλα. Ακόμα και νύφη ή γαμπρό να παντρευτείς. Η ένταξη στην Εκκλησία συνεπάγεται επαγγελματική και κοινωνική εξασφάλιση κι αυτό ισχύει για πολλές χιλιάδες ανθρώπων πανελληνίως. Οι απέξω μπορεί να είναι το ίδιο ή και περισσότερο ικανοί από τους ενταγμένους, δεν έχουν όμως τον πατέρα Ιορδάνη να μεσολαβήσει στον αντιδήμαρχο για να πάρεις τη δουλειά εσύ.

Τόσοι και τόσοι μηχανισμοί ανόδου στην ιεραρχία της εκμετάλλευσης, που δεν εμπίπτουν στο δίπολο εργάτες – εργοδότες! Το παιχνίδι της αδικίας στην Ελλάδα είναι πολύ πιο σύνθετο από αυτό που συνήθως περιγράφεται στις στήλες του Ριζοσπάστη. Η Εκκλησία, τα κόμματα, πήραν πάρα πολλούς ανθρώπους και τους πήγαν απ' τα αλώνια στα σαλόνια. Από άνεργοι έγιναν βολεμένοι, από ενοικιαστές ιδιοκτήτες, από υπάλληλοι αφεντικά. Και σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις, από ανύπαρκτοι έγιναν πλούσιοι – όπως εκείνος ο Κατσιφάρας του ΠΑΣΟΚ που έγινε εφοπλιστής, ενώ αν δεν υπήρχε ο Αντρέας, δε θα τον ήξερε ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας του.

Οι Μαρξ & Έγκελς έδωσαν σπουδαίες ιδέες και οπτικές. Μπορεί να ανακαλύψει κανείς τον απόηχό τους ακόμα και στα πιο απίθανα μέρη, όπως π.χ. στην ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Όταν όμως ο μαρξισμός στρατεύεται και, ακόμα περισσότερο, ανάγεται σε Εγχειρίδιο Οδηγιών, τότε μπορεί να γίνει όπιο. Ειδικά για την έννοια της (μαρξιστικής) τάξης, νομίζω πια πως αυτή αντικαταστάθηκε από άλλες θεωρήσεις διαστρωμάτωσης – όπως, για παράδειγμα, από την έννοια του κοινωνικού στρώματος κατά Βέμπερ. Θεωρήσεις που, εκτός από τη θέση κάποιου στην αλυσίδα της παραγωγής, αφήνουν χώρο και για άλλους παράγοντες προσδιορισμού του κοινωνικού – οικονομικού στάτους κάποιου. Εσύ όμως εκεί, κύριε επίσημε κομματικέ φορέα του μαρξισμού. Ό,τι λέει το Εγχειρίδιο Οδηγιών, να βλέπεις παντού ‘τάξεις’ και να προσπερνάς αβασάνιστα τις πάμπολλες μη-παραγωγικές μεθόδους σφετερισμού στην Ελλάδα. Μέχρι που, όπως λέει κι ο Κρόουλι, το μυαλό να ανταποκριθεί γρήγορα σ’ αυτήν την εκπαίδευση και ν' αρχίσει να απορρίπτει ως μη-αληθινό οτιδήποτε δεν είναι Μαρξ.

*   *   *   *   *   *

Όπως κάθε σοβαρός άνθρωπος ξέρει, ζούμε μέσα σ’ ένα μυθιστόρημα του Φίλιπ Κ. Ντικ. Είμαστε ήρωες βιβλίου ενός σχιζοφρενή συγγραφέα, ο οποίος έκανε καριέρα με τις παραισθήσεις του για το σύμπαν (ο Patrick Deese ισχυρίζεται αντίθετα ότι ένα σχιζοφρενικό σύμπαν είναι που έκανε τις παραισθήσεις του άνθρωπο, ο οποίος πήρε το όνομα Φίλιπ Κ. Ντικ – ή μάλλον ένα παραισθησιογόνο θέλησε να κάνει συγγραφική καριέρα και μετέτρεψε τον Φίλιπ Κ. Ντικ σε σύμπαν – ή μάλλον μια παραίσθηση με το όνομα Φίλιπ Κ. Ντικ μετέτρεψε τη συγγραφική της καριέρα σε σύμπαν – ή μάλλον ένας φίλιππος έκανε τις σχιζοφρενικές του παραισθήσεις άνθρωπο ονόματι Σύμπαν K.Ντικ, κάτι τέτοιο τέλος πάντων).Το θέμα είναι όμως ότι το αυτό το περίπλοκο σύμπαν που μας περιβάλλει, ως μυθιστόρημα του Φίλιπ Κ. Ντικ, έχει πολλές αναγνώσεις. Ο Διαλεκτικός Υλισμός είναι μία από αυτές. Η Καβάλα είναι άλλη μία, όπως κι ο συντονισμός με τον Δία. Το κοινό που έχουν όλες αυτές οι θεωρήσεις είναι ότι επιχειρούν να σηκώσουν το καπό του αυτοκινήτου και να κοιτάξουν από κάτω τους κρυμμένους μηχανισμούς, να υπερβούν τον απατηλό κόσμο των φαινομένων για να εντοπίσουν την Πρώτη Αρχή. Η γοητεία του Εγχειρίδιου Οδηγιών είναι ακαταμάχητη. Γιατί όμως θα πρέπει να δεχτούμε αξιωματικά αυτές τις ερμηνείες κι όχι κάποιες άλλες;

Γιατί έτσι.