Το Βαβυλώνιο Τελώνιο

Το κακό ξεκίνησε με τους Ίωνες φιλοσόφους (Θαλής, Αναξίμανδρος κ.α), που καθιέρωσαν τα αποδεικτικά μαθηματικά, αυτά δηλαδή που μας τυραννούσαν στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο. Με αυστηρούς ορισμούς, λογικές αποδείξεις και θεωρητικές έννοιες. Πιο πριν, η μαθηματική σκέψη ήταν ριζικά διαφορετική, ήταν σε μεγάλο βαθμό εμπειρική. Ένα παράδειγμα:







Το Πυθαγόρειο Θεώρημα ήταν γνωστό και πριν από τους Πυθαγόρειους. Αρχαίοι Βαβυλώνιοι, Αιγύπτιοι κ.α. ήξεραν πρακτικά ότι αν έχεις να διαλέξεις ανάμεσα από το μεγάλο χωράφι c και τα δυο μικρότερα χωραφάκια a + b τότε, εφόσον το τρίγωνο είναι ορθογώνιο, οι δύο επιλογές είναι το ίδιο καλές: c = a + b. Ναι, αλλά πώς το ήξεραν; Σχεδιάζοντας πολλά ορθογώνια τρίγωνα και μετρώντας προσεκτικά. Αυτό, δηλαδή, που αν κάναμε στο Γυμνάσιο, θα μας έκοβε ο καθηγητής.

Κατόπιν, το κακό θέριεψε με το δίδυμο Σωκράτη–Πλάτωνα, οι οποίοι θέλησαν να επεκτείνουν τον αφαιρετικό τρόπο σκέψης των Ιώνων από τα μαθηματικά στα ανθρώπινα θέματα (αυτά που σήμερα θα ονομάζαμε «ψυχολογικά», «ηθικά», «κοινωνικά», «πολιτικά» κ.λπ.). Να συλλάβουν, δηλαδή, τις αφηρημένες, καθολικές, ανεξάρτητες, άχρονες έννοιες πίσω από τον χαοτικό κόσμο των ανθρώπινων φαινομένων, και να τις χειριστούν διανοητικά στην ησυχία του γραφείου τους (αν είχαν γραφείο). Να λειτουργήσουν σαν μαθηματικοί ανθρώπων σ’ έναν τέλειο κόσμο ιδεών, αμόλυντοι από την τριβή με το συγκεκριμένο. Αν ζούσαμε στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ., θα μας είχε στριμώξει σε κάποια στιγμή ο Σωκράτης για να μας εκμαιεύσει κάποιον καθολικά αφηρημένο ορισμό:


Σωκράτης. Μένωνα, δείξε καλοσύνη και πες μου «αρετή» τι σημαίνει. Δεν βρήκα ποτέ έναν άνθρωπο που να ξέρει. 

Μένων. Πανεύκολο, Σωκράτη. Πάρε, για παράδειγμα, την αρετή του άνδρα. Πρέπει να ξέρει να κυβερνά, να ωφελεί τους φίλους του, να βλάπτει τους εχθρούς του και να φυλάγεται μην κακοπάθει. Θες να μάθεις για την αρετή της γυναίκας; Να κάνει κουμάντο στο σπιτικό της, να υπακούει στον σύζυγο και τα εν οίκω να μην τα βγάζει εν δήμω. Όλες οι ηλικίες κι οι βιοτικές περιστάσεις έχουν την αρετή τους – νέοι και γέροι, άνδρες και γυναίκες, ελεύθεροι και δούλοι.

Σωκράτης. Τυχερός που είμαι, Μένωνα! Μία σου ζήτησα, πολλές μου δίνεις! Όλες όμως πρέπει να έχουν κάποια κοινή φύση που να τις καθιστά αρετές. Κατάλαβες;

Μένων. Έχεις ορισμό που να τις καλύπτει όλες;

Σωκράτης. Αυτόν ψάχνω. 

Μένων. Αν θέλεις έναν γενικό ορισμό, θα έλεγα ότι αρετή είναι η δύναμη να κυβερνάς τους ανθρώπους. 

Σωκράτης. Μήπως θα ήθελες να προσθέσεις «δίκαια»;

Μένων. Ναι, πράγματι, η δικαιοσύνη είναι αρετή. 

Σωκράτης. Θα έλεγες ότι είναι «αρετή» ή «μια αρετή»;

Μένων. Τι θες να πεις; 

Σωκράτης. Όταν μιλάμε κατ’ αυτόν τον τρόπο, «μια αρετή», υπονοούμε ότι υπάρχουν κι άλλες. 

Μένων. Πολύ σωστό, υπάρχουν κι άλλες αρετές εκτός από τη δικαιοσύνη. Το θάρρος, η σοφία, η εγκράτεια, η μεγαλοψυχία. 

Σωκράτης. Ξαναγυρνάμε στα ίδια, Μένωνα, ψάχνουμε για μία και καταλήγουμε σε πολλές. Δεν μπορέσαμε να βρούμε τον κοινό παρονομαστή όλων των αρετών. 


Ο Σωκράτης βρίσκεται στη θέση ενός καθηγητή που ζητά από τον μαθητή να αποδείξει το Πυθαγόρειο Θεώρημα κι ο μαθητής μετράει προσεκτικά τις πλευρές ενός συγκεκριμένου ορθογωνίου τριγώνου.

Ευτυχώς όμως υπήρχε κι ένας σοβαρός άνθρωπος στην Αρχαία Ελλάδα. Ο Αριστοτέλης είχε ριζικά διαφορετική ματιά για τα ανθρώπινα θέματα. Έλεγε ότι η θεωρητική γνώση, αυτή που είναι καθολική κι ανεξάρτητη από το συγκεκριμένο πλαίσιο, δεν είναι αρκετή. Η μαθηματική σκέψη – αφηρημένες έννοιες, αυστηροί ορισμοί και λογική συμπερασματολογία – μπορεί να είναι καλή και άγια για Πυθαγόρεια Θεωρήματα, όχι όμως για κοινωνικά και πολιτικά θέματα. Αυτό που μετράει περισσότερο εκεί είναι η σοφία της εμπειρίας. Από την ησυχία του γραφείου σου, μόνο περιορισμένης αξίας γνώση μπορείς να παραγάγεις, στα πράγματα των ανθρώπων πρέπει να λειτουργείς λιγότερο σαν Ίωνας και περισσότερο σαν Βαβυλώνιος μαθηματικός.

Περάσαν πολλοί αιώνες από τότε, όμως κρατάει χρόνια αυτή η πλατωνική κολώνια. Δηλαδή, η λαχτάρα να ελευθερωθούμε από την τυραννία του εμπειρικού, να βρούμε τη θεωρία που να εξηγεί όλα τα ψυχολογικά ή κοινωνικά ή πολιτικά φαινόμενα – αν τα προβλέπει κιόλας, ακόμα καλύτερα. Να έχουμε Εγχειρίδιο Οδηγιών• οπότε, σε κάθε πρόβλημα, απλώς να ανατρέχουμε στη σελίδα 319, να διαβάζουμε τη θεωρητική απάντηση και να την εφαρμόζουμε στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση. Είναι αλήθεια ότι οι φυσικές επιστήμες τα κατάφεραν περίφημα και πλατωνικά εδώ πέρα. Είναι επίσης αλήθεια όμως πως ό,τι έχει να κάνει με τον άνθρωπο, δε χωράει εύκολα σε θεωρίες• κάποιο βαβυλώνιο τελώνιο μένει πάντα να χαμογελάει στο φινάλε.

Πολλοί ζήλεψαν τις φυσικές επιστήμες, πεθύμησαν κι αυτοί να έχουν Εγχειρίδιο Οδηγιών, να δουλεύουν από την ησυχία του γραφείου ή του εργαστηρίου τους. Ο Μαρξ στα νιάτα του έγραφε: «Εν ευθέτω χρόνω, οι επιστήμες του ανθρώπου θα υπαχθούν στις φυσικές επιστήμες κι οι φυσικές επιστήμες στις επιστήμες του ανθρώπου: θα υπάρξει μία κοινή επιστήμη» (Νεανικά Χειρόγραφα του 1844). Ο Φρόιντ στα νιάτα του έγραφε: «Θα ήθελα να κάνω την ψυχολογία σαν τις φυσικές επιστήμες: δηλαδή, να αναπαριστά τις ψυχικές διαδικασίες με σαφήνεια και χωρίς αντίφαση, ως ποσοτικά προσδιορισμένες καταστάσεις συγκεκριμένων φυσικών σωματιδίων» (Project for a Scientific Psychology). Νομίζω πάντως πως όταν μεγαλώσαν, ρίξαν κι οι δυο νερό στο κρασί τους.

Τώρα... Αυτό το κείμενο είναι ένα υστερόγραφο στην Τελεσφόρο Αλήθεια. Με απλά λόγια, τι σημαίνουν όλα τα παραπάνω και ειδικά σε κάτι όπως η υπόθεση του Aalborg Project, που ανέφερα στην προηγούμενη ανάρτηση;

Ότι τα αποτελέσματα που θα δώσει η έρευνά σου, εξαρτώνται από την αρχική προσέγγισή σου. Έστω ότι ξεκινάς με κάποιες ενδείξεις, υποψίες, παρατηρήσεις, ψυχανεμίσματα ότι κάτι τρέχει• υπάρχουν δύο διαφορετικές ματιές για τη συνέχεια: 1) Έχεις ήδη μια γενική θεωρία και την εφαρμόζεις στη συγκεκριμένη περίπτωση, να δεις πώς μεταφράζονται οι αφηρημένοι της όροι, 2) Ρίχνεις σκυλίσια δουλειά, ερευνητική και δημοσιογραφική, να διαφωτίσεις την υπόθεση. Η Ιωνική και η Βαβυλώνιος ματιά.

Είναι σημαντικό να αντισταθείς στη γοητεία του Εγχειριδίου Οδηγιών και να μη λυπηθείς τη σκληρή δουλειά που απαιτείται, ακόμα και σε σιχαμένα βαρετές λεπτομέρειες. Όχι αναγκαστικά γιατί αυτό είναι μονόδρομος για την αλήθεια – όχι, κι η θεωρία μπορεί να είναι μια χαρά σωστή, να καταλήγει δηλαδή σε δηλώσεις που ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Αλλά γιατί μόνο έτσι μπορείς να φτάσεις σε μια εξειδικευμένη, λεπτομερειακή γνώση που μπορεί επιπλέον να χρησιμοποιηθεί κι ως όπλο, να επηρεάσει την πραγματικότητα («τελεσφόρος αλήθεια»).

Σκεφτείτε: στην υπόθεση του Aalborg Project, ο δημόσιος διάλογος έγινε πραγματικός διάλογος μόνο όταν πολύς κόσμος άρχισε να παρακολουθεί και να ενδιαφέρεται• κατόπιν οι πολιτικοί στριμώχτηκαν, έπαψαν να υπεκφεύγουν με ύφος και ρητορείες κ.λπ. Για να τραβήξεις όμως το ενδιαφέρον του κόσμου, δε φτάνει μια ανακοίνωση σε στιλ ΚΚΕ, π.χ. «τα οργανωμένα συμφέροντα και τα πολιτικά φερέφωνά τους θυσιάζουν την ποιότητα ζωής όλων μας στον βωμό του κέρδους κ.λπ.», όλα αυτά που σατιρίζει το KKE Generator. Μπορεί να ‘ναι μια χαρά σωστή η ανακοίνωση, αλλά δεν φτάνει. Πόσο πιο διαφορετικό θα είναι όμως αν, αντί γι’ αυτό, δημοσιεύσεις μια πειστική μελέτη που να δείχνει ότι τα ατυχήματα στο κέντρο της πόλης αυξήθηκαν κατά 55% λόγω της πυκνής συνύπαρξης αυτοκινήτων-δικύκλων, σε αντίθεση με τον αρχικό σχεδιασμό που προέβλεπε μείωση κατά 30-40%, κι ότι η δημοτική αρχή δεν μπαίνει στον κόπο καν να τα καταγράψει; Εκεί θα μου τραβήξεις την προσοχή, ως δημότη, θ’ αρχίσω κι εγώ να παρακολουθώ και να προβληματίζομαι, να επεμβαίνω και να κάνω ερωτήσεις• θα φτάσω μόνος μου στη διαπίστωση ότι η μείωση της κυκλοφορίας κι η προστασία του περιβάλλοντος επικυρώθηκαν αρχικά στο δημοτικό συμβούλιο με ψήφους 25-1, στην πορεία όμως παρεκκλίναμε στη λογική «το αυτοκίνητο είναι θεός», πώς έγινε αυτό;... Ναι, αλλά οι πειστικές μελέτες θέλουν και σκυλίσια δουλειά, δεν γίνεται αλλιώς.




 Τι εννούμε όταν λέμε «σκυλίσια δουλειά»; 


Εχθρός της δουλειάς είναι η θεωρία, οποιαδήποτε θεωρία. Όχι το περιεχόμενό της, αλλά το στάτους της ως θεωρία, η θεώρησή της ως καθολική, εξωιστορική αλήθεια που προσδιορίζει επακριβώς την συγκεκριμένη κάθε φορά περίσταση. Διότι, αν έχεις Εγχειρίδιο Οδηγιών, θα μπεις στον πειρασμό και να το ανοίξεις κάποια στιγμή, να δεις τι προβλέπει η σελίδα 319 αντί να ξεψαχνίζεις χιλιάδες βαρετά έγγραφα• να κόψεις δρόμο. Αμ δεν κόβεις δρόμο! Χάνεις αμέτρητες λεπτομέρειες της συγκεκριμένης περίστασης, που μπορούν συνολικά να στοιχειοθετήσουν μια πειστική διαμαρτυρία. Είσαι σωστός μεν, ατελέσφορος δε. Πούθ’ έρχεσαι; Απ’ τη Βαβυλώνα. Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.

Γι’ αυτό προτείνω να μη μιλάμε για θεωρίες στα ανθρώπινα θέματα, όχι με τον τρόπο μιας θεωρίας των φυσικών επιστημών, τουλάχιστον. Να βρούμε άλλη ονομασία για το Εγχειρίδιο Οδηγιών, να το πούμε π.χ. Συλλογή Γνωμικών, κάτι τέτοιο. Έχει και πάλι τη χρησιμότητά του, δεν μπορεί όμως να αντικαταστήσει τη γνώση που προσφέρει η τυραννία του συγκεκριμένου και του εμπειρικού. Άλλο πράγμα είναι να πεις «ταξικός πόλεμος» επειδή έτσι προβλέπει το Εγχειρίδιο, σελίδα 319, κι άλλο πράγμα είναι να το υποστηρίξεις με μια εμπεριστατωμένη μελέτη 640 σελίδων που κάνει φύλλο και φτερό την υπόθεση του Aalborg Project.

Έκλεισα την προηγούμενη ανάρτηση με το ερώτημα: Τι είναι αυτό που μπορούμε να μάθουμε εμείς, τώρα, από μια παλιά ερευνητική εμπειρία για ένα δανέζικο δημόσιο έργο; Πιστεύω ότι από το περιεχόμενο της υπόθεσης, δεν μπορούμε να μάθουμε τίποτα. Δεν μπορούμε να πούμε π.χ. «το ΕΒΕΑ πάντα τροποποιεί υπογείως τα δημόσια έργα»• σε μια άλλη περίπτωση, μπορεί να είναι ο ΣΕΒ αυτός που θα το κάνει ή κάποιος άλλος ή να κάνουν πάρτι οι εργολάβοι ή... Πέρα από τις γενικεύσεις που ανέφερα με στάτους γνωμικού, όχι θεωρίας, πιστεύω ότι το μεγαλύτερο δίδαγμα είναι μεθοδολογικό: η ανάγκη για σκυλίσια ερευνητική δουλειά. Η οποία θα είναι περιπτωσιακή, στις συγκεκριμένες λεπτομέρειες κάθε φορά της υπόθεσης. Οπότε, το γνωμικό π.χ. ότι ζούμε σ’ ένα κοινωνικό σύμπαν ισχύος, θα τροποποιείται κάθε φορά ανάλογα με τους κατά περίπτωση μηχανισμούς της εκμετάλλευσης. Δείτε, για παράδειγμα, αυτήν την εξομολόγηση (αναφέρεται σ’ αυτήν την υπόθεση στις ΗΠΑ): Πρώην αντιπρόεδρος της Boeing υποδεικνύει τον τρόπο που η εταιρεία του εκβίαζε το Υπουργείο Αμύνης για να βγάζει περισσότερα χρήματα από τις αναθέσεις πολεμικού υλικού – όχι ακριβώς «εκβίαζε», δεν είναι το σωστό ρήμα, δεν έκανε κάτι τυπικά παράνομο η Boeing, απλά εκμεταλλευόταν συγκεκριμένα νομικά κενά κι ασάφειες στις συμβάσεις προκειμένου να φέρνει σε αδιέξοδο το Υπουργείο, ώστε να πληρώνει αυτό (= ο αμερικάνος φορολογούμενος) τις δαπάνες της εταιρείας. «Συχνά η κυβέρνηση ήταν συνεργάτης μας στο κόλπο, δυστυχώς. Κι αυτές οι πρακτικές δεν περιορίζονται μόνο στην Boeing, είναι διαδεδομένες σ’ όλη τη βιομηχανία κατασκευής πολεμικού υλικού».  

Να λοιπόν άλλη μια υπόθεση όπου αυτό που όντως συμβαίνει έχει να κάνει περισσότερο με μυστικές συσκέψεις μιας ελίτ, παρά με δημόσιες διαδικασίες. Όμως η εξομολόγηση του πρώην αντιπροέδρου δεν φτάνει. Είναι ωραία αλλά δεν είναι ίσως τελεσφόρα. Προκειμένου να γίνει, χρειάζεται κι εδώ έρευνα που θα καταλήξει σε μια λεπτομερή αναφορά 640 σελίδων, να διαφωτίσει τους συγκεκριμένους μηχανισμούς της εκμετάλλευσης.

Αυτά. Δεν έχω να δώσω κάποια μαγική φόρμουλα – δεν υπάρχουν φόρμουλες στα ανθρώπινα θέματα! Απλώς τονίζω, μαζί με τον Αριστοτέλη, την ανάγκη για λιγότερα συνθήματα και πιο πολλή δουλειά.

Η Τελεσφόρος Αλήθεια

Τυχαίνει κάποιες φορές εκεί που έχεις κάτι ημισχηματισμένο στο μυαλό σου, να πετυχαίνεις κάποιον που το λέει τόσο πολύ καλύτερα από σένα ώστε δεν μπορείς παρά να του παραχωρήσεις τον λόγο. Κάτι τέτοιο σκοπεύω να κάνω σ’ αυτήν την ανάρτηση, που αφορά ορισμένους προβληματισμούς για τη δημοκρατία και την αριστερά, μέσα από την εμπειρία κάποιου ου εγώ ουκ ειμί άξιος ινα λύσω αυτού τον ιμάντα του υποδήματος. Ας πάμε λοιπόν στη Δανία:



Το Άαλμποργκ είναι μια πόλη μεγέθους Λάρισας στον δανέζικο Βορρά. Σημαντικό λιμάνι, που παντρεύει τη Βόρεια με τη Βαλτική Θάλασσα και τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, προικισμένη με μεσαιωνικό κάστρο και μοναστήρι, ιστορικές οικίες κι ένα γραφικό κέντρο, έχει επίσης πανεπιστήμιο, σημαντική βιομηχανία, πολιτιστικά κέντρα, ζωολογικό κήπο, μέχρι και παραδοσιακό καρναβάλι που τραβάει πολλούς τουρίστες. Τα πάντα όλα. Όμως προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70, το κέντρο της πόλης είχε καταντήσει αφόρητο από το μποτιλιάρισμα και τη μόλυνση, όπως Αθήνα. Η δημοτική αρχή δεν κάθισε με σταυρωμένα χέρια. Βρήκε κονδύλια, εντόπισε προβλήματα κι ανάγκες, άκουσε γνώμες, ανέθεσε σε ειδικούς την επεξεργασία των λύσεων, τις έβγαλε σε δημόσια διαβούλευση και κατέληξε τελικά σε μια ολοκληρωμένη ανάπλαση, το περίφημο Aalborg Project – ένα πρωτοποριακό σχέδιο που θα αναδιοργάνωνε ριζικά ολόκληρη την πόλη, με σεβασμό στο περιβάλλον, στην ιστορικότητα και στις κοινωνικές της ανάγκες. Περιελάμβανε μείωση της κυκλοφορίας στο κέντρο κατά το 1/3, πεζοδρομήσεις, ποδηλατόδρομους, περιφερειακούς, λεωφορειόδρομους, χώρους πρασίνου και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Δεν είχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο στον κόσμο τότε, γι’ αυτό και το βράβευσε ο ΟΟΣΑ, ο Σύνδεσμος Αστικού Σχεδιασμού Δανίας κ.α. Όταν ο Παπανδρέου έλεγε ότι θα μας κάνει Δανία του Νότου, το Aalborg Project ήταν ένα από αυτά που είχε στο μυαλό του, από κάτι τέτοια ξεσήκωσε τους διαβόητους όρους του, «συμμετοχική δημοκρατία», «πράσινη και βιώσιμη ανάπτυξη» κ.λπ.

Μέχρι που ήρθε η στιγμή της υλοποίησης...

Μια ολόκληρη πόλη παρακολουθούσε με διαρκώς ογκούμενη απορία, καθώς το πολυπαινεμένο Aalborg Project έσπαζε σε διάφορα υποέργα που περνούσαν από τροποποίηση σε τροποποίηση, έμοιαζαν σαν να αντιμάχονταν μεταξύ τους, και τελικά κατέληγαν σε ένα κατασκευαστικό χάος. Πεζοδρομήσεις, μαζί με διάνοιξη καινούργιων οδών, μαζί με κατασκευές χώρων πρασίνου, μαζί με επεκτάσεις παλαιότερων οδών, μαζί με κατασκευές πάρκινγκ... Κανείς δεν μπορούσε να συλλάβει τη λογική του όλου πράγματος, αν υπήρχε κάποια λογική πίσω του, κι η Ένωση Συντακτών Δανίας του απένειμε τελικά το βραβείο της «Μεγάλης Μαϊμουδιάς», για κάτι που έδειχνε στις μακέτες κούκλα και στην υλοποίηση πανούκλα.

Ένας από αυτούς που κοιτούσαν κι απορούσαν ήταν κι ο καθηγητής Μπεντ Φλάιμπεργκ (ΜΦ από εδώ και μπρος). Μόλις είχε διοριστεί στο τοπικό πανεπιστήμιο, στο τμήμα αστικού σχεδιασμού (σήμερα πλέον διδάσκει στην Οξφόρδη) και το θέμα με το Aalborg Project τον ενδιέφερε ως δημότη κι ως επαγγελματία των αστικών αναπλάσεων. Γιατί κάτι που έμοιαζε τόσο ωραίο στα χαρτιά εξελισσόταν σε τέτοιο χάος; Ο ΜΦ άρχισε να συλλέγει πληροφορίες, με περιέργεια που έγινε πάθος: πρακτικά δημοτικών συμβουλίων, συνεντεύξεις, παρατηρήσεις, δημοσιεύματα, ραδιοφωνικές εκπομπές, ακόμα και μυστικές πληροφορίες από γνωστούς του που ήταν μέσα στα πράγματα, πολλές χιλιάδες σελίδες. Για ένα φεγγάρι είχε στήσει δικό του γραφείο στο δημαρχείο, είχε μάλιστα και δική του κούπα για καφέ. Βρισκόταν πάνω στο σταυροδρόμι των οδών της Αρετής και της Κακίας: από τη μια ο Πλάτωνας, που του έλεγε ότι οι εξηγήσεις θα βρεθούν σε καθολικές θεωρίες, ανεξάρτητες του συγκεκριμένου πλαισίου, π.χ. «οι άχρηστοι πολιτικοί μας», «η απουσία συνεργασίας κι εμπιστοσύνης», «η ατομιστική μας κουλτούρα», κάτι τέτοιο• κι από την άλλη ο Αριστοτέλης, που επέμενε ότι δεν εφαρμόζονται θεωρίες στα ανθρώπινα (άρα και στα αστικοσχεδιαστικά), μόνο η λεπτομερής μελέτη της πράξης μπορεί να αποκαλύψει τις εξηγήσεις – που θα είναι αναγκαστικά περιπτωσιακές, ειδικές. 



Αριστερά η Κακία και δεξιά η Αρετή 


Κι όπως συμβαίνει συνήθως στη ζωή, στο τέλος δικαιώνεται ο Αριστοτέλης. Δίνω τον λόγο στον ΜΦ:

Μια μέρα έψαχνα υλικό στα δημοτικά αρχεία• σχολαστικά και υπομονετικά βούταγα μέσα σε χιλιάδες έγγραφα προκειμένου να καταλάβω το κατευθυντήριο πλαίσιο του Aalborg Project. Σε κάποια στιγμή, την προσοχή μου τράβηξε ένα έγγραφο από τα πρακτικά ενός συμβουλίου για τον σχεδιασμό μιας καινούργιας λεωφόρου στο κέντρο της πόλης. Στην αρχή δεν κατάλαβα γιατί επικεντρώθηκα σ’ αυτό ειδικά το έγγραφο. Ήταν απλώς πέντε γραμμές κείμενο, όμως κάποιο καμπανάκι χτυπούσε μέσα μου: 

Πριν από τις 13 Νοεμβρίου, η Επιτροπή Αστικού Κέντρου θα οργανώσει συνάντηση επιμόρφωσης των παρακάτω φορέων: 

A. Τεχνική Επιτροπή του Δημοτικού Συμβουλίου 

Β. Εμπορικό & Βιομηχανικό Επιμελητήριο 

Γ. Αστυνομία 

Η Επιτροπή Αστικού Κέντρου ήταν, όπως λέει και το όνομα, η δημοτική επιτροπή η επιφορτισμένη με τον σχεδιασμό του κέντρου της πόλης. Από κάτω ήταν οι τρεις ομάδες που κρίθηκε ότι έπρεπε να ενημερωθούν για τη νέα λεωφόρο. Δεν καταλάβαινα τι το τόσο σπουδαίο είχε αυτό το κειμενάκι και μου τραβούσε την προσοχή, το άφησα και προχώρησα σε άλλα έγγραφα. Το ξανακοίταξα μέσα στην ημέρα, καθώς και στις επόμενες ημέρες, όμως συνέχισα να μην καταλαβαίνω. Ένιωθα όπως όταν κοιτάς μια ζωγραφιά που περιέχει μια κρυμμένη εικόνα, ξέρεις ότι είναι εκεί όμως δεν μπορείς να τη βρεις, την κοιτάς αλλά δεν τη βλέπεις. Κι όσο πιο σκληρά προσπαθείς, τόσο πιο δύσκολο γίνεται. 

Και ξαφνικά μου ήρθε το φλας: Μια ομάδα ιδιωτικών συμφερόντων, το ΕΒΕΑ, ανάμεσα σε δύο θεσμούς. Πάνω η Τεχνική Επιτροπή του δημοκρατικά εκλεγμένου Δημοτικού Συμβουλίου• κάτω η εκτελεστική εξουσία της αστυνομίας• τι γυρεύει μια ομάδα ιδιωτικών συμφερόντων σάντουϊτς ανάμεσά τους; Μήπως είναι μια βαθιά προβληματική απόκλιση από τα δημοκρατικά πρότυπα; Μήπως το ΑΒΓ της λίστας είναι οι πραγματικές εξουσίες της πόλης; Μήπως είχα μπροστά μου την τρόικα του Άαλμποργκ; 


Αυτό τελικά απεδείχθη το κλειδί της υπόθεσης. Από κει και μετά, μέσα από συνεντεύξεις και λεπτομερείς καταγραφές, ο ΜΦ άρχισε να ανιχνεύει τον ιδιαίτερο ρόλο του ΕΒΕΑ, το οποίο είχε εξελιχθεί σε μυστικοσύμβουλο της δημοτικής αρχής. Είχε τις κατάλληλες επαφές με υψηλόβαθμους αξιωματούχους και μπορούσε να αναθεωρεί τις προτάσεις των έργων πριν κατατεθούν στην Τεχνική Επιτροπή και στο Δημοτικό Συμβούλιο. Η λογική του ήταν απλή: 1) Αυτό που είναι καλό για τις επιχειρήσεις του ΕΒΕΑ, είναι καλό και για την πόλη, 2) Ο οδηγός αυτοκινήτου είναι καλός για τις επιχειρήσεις, 3) Άρα αυτό που είναι καλό για τους οδηγούς αυτοκινήτων είναι καλό και για την πόλη• το αυτοκίνητο είναι θεός. Οι σχεδιαστές όμως του Aalborg Project δεν το είχαν συλλάβει έτσι! Προκειμένου να διατηρήσουν τον ιστορικό χαρακτήρα του κέντρου και να προστατέψουν το περιβάλλον, έδωσαν προτεραιότητα στις εναλλακτικές μορφές μεταφοράς και προγραμμάτισαν μια δραστική μείωση της κυκλοφορίας στο κέντρο. Όμως «εμείς είχαμε τη δυνατότητα να τροποποιούμε τις προτάσεις, ξέρεις, πριν κατατεθούν στην Τεχνική Επιτροπή», όπως είπε στον ΜΦ ένας ειλικρινής πρώην πρόεδρος του ΕΒΕΑ. Η πόλη είχε αποκτήσει μια ισχυρότερη δημοτική αρχή, πιο πάνω από τους εκλεγμένους συμβούλους. Η δημοκρατία στο Άαλμποργκ έπασχε.

Τώρα αρχίζουν τα ωραία, όπου υπεισέρχεται κι ο παράγοντας του Ορθού Λόγου, ο τόσο παινεμένος από τους Διαφωτιστές και τόσο θρηνημένος από τον Νίκο Δήμου όταν απουσιάζει (no offence για τον Νίκο Δήμου, κατά βάθος τον αγαπώ).

Σε κάποια κρίσιμη στιγμή, οι σχεδιαστές του Aalborg Project και προκειμένου να υπερασπιστούν τη δουλειά τους, αποφάσισαν να κάνουν μια έρευνα αγοράς για να ξεκαθαριστεί η ταυτότητα των καταναλωτών του κέντρου. Διότι το ΕΒΕΑ, μέσα από τη λογική «το αυτοκίνητο είναι θεός», επαναλάμβανε ξανά και ξανά το μάντρα ότι τουλάχιστον 50-60% του τζίρου στο κέντρο προερχόταν από οδηγούς αυτοκινήτων. Η έρευνα έγινε και τελικά κατέδειξε, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του ΕΒΕΑ, ότι οι πωλήσεις των μαγαζιών του κέντρου ήταν ισομοιρασμένες ανάμεσα σε 1) οδηγούς, 2) πεζούς & δικυκλιστές, και (3) επιβάτες ΜΜΜ. Ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ αναγκάστηκε να δηλώσει στην τοπική εφημερίδα την έκπληξή του που τόσοι πολλοί καταναλωτές χρησιμοποιούν ΜΜΜ, δεν το περίμενε. Από την άλλη όμως, υπέδειξε, δεν είχαν μεγάλη σημασία οι συνολικές πωλήσεις, αλλά οι πωλήσεις ειδών πολυτελείας. Διότι, σύμφωνα με τον πρόεδρο (που συμπτωματικά είχε κι αυτός μαγαζί με είδη πολυτελείας), είναι αυτά ακριβώς τα προϊόντα που διακρίνουν ένα αστικό κέντρο, όχι π.χ. οι πωλήσεις λαχανικών, και αποδίδουν μεγαλύτερο κέρδος στους καταστηματάρχες. Από συνέντευξη του ΜΦ με τον πρόεδρο του ΕΒΕΑ:


Πρόεδρος: Λοιπόν, ούτε εσύ κατάλαβες τα αποτελέσματα της έρευνας. Αυτό που μετράει για τους εμπόρους δεν είναι οι πωλήσεις των σούπερ μάρκετ. Αν τις αφαιρέσεις, θα πάρεις άλλα ποσοστά. Και οι αγορές που κάνουν οι οδηγοί αυτοκινήτων είναι πάρα πολύ υψηλότερες στα είδη πολυτελείας, αυτά φέρνουν το μεγάλο κέρδος. Αν δεν υπάρχουν είδη πολυτελείας στο κέντρο μιας πόλης, τότε θα γίνουμε Αμερική. Παραγκούπολη. Βγάλε τις πωλήσεις ειδών καθημερινής ανάγκης, να δεις πού είναι το κέρδος. 

ΜΦ: Το κάνατε εσείς αυτό; 

Πρόεδρος: Ναι, βεβαίως. Παρουσιάσαμε τα αποτελέσματα και στο Δημοτικό Συμβούλιο. Αν θυμάμαι καλά, το τελικό νούμερο για τις αγορές ειδών πολυτελείας από οδηγούς αυτοκινήτων ήταν πολύ πάνω από 50%. Κι αν μάλιστα βγάλεις ρούχα και υφάσματα, πας στα πραγματικά είδη πολυτελείας, τότε το ποσοστό των οδηγών γίνεται πολύ, πολύ υψηλό...

ΜΦ: Τα είδη καθημερινής ανάγκης δεν είναι σημαντικά για ένα αστικό κέντρο;

Πρόεδρος: Όχι, απλώς παρέχουν τα βασικά στους κατοίκους. Δε δημιουργούν όμως αυτή τη χαρακτηριστική ατμόσφαιρα στο κέντρο μιας πόλης. Δεν κάνουν την πόλη όμορφη και ζωντανή, να χαίρεσαι να την περπατάς. 


Ο ΜΦ πήρε τα αποτελέσματα της έρευνας κι έκανε προσεκτικά τους υπολογισμούς, όμως με τίποτα δεν έβγαιναν αυτά τα «πολύ, πολύ υψηλά ποσοστά» για τους οδηγούς αυτοκινήτων («πολύ πάνω από 50%»), που ισχυριζόταν ο πρόεδρος. Ακόμα κι αν αφαιρούσες τα ρούχα, οι οδηγοί ευθύνονταν για το 15% των αγορών σε είδη πολυτελείας (το ποσοστό των δικυκλιστών, για σύγκριση, ήταν 45%)• η αυτοκινητόφιλη λογική του ΕΒΕΑ ήταν προβληματική. Η τοπική εφημερίδα ανακοίνωσε τα αποτελέσματα της έρευνας υπό τον εμφατικό τίτλο: «Οι Καλύτεροι Πελάτες του Άαλμποργκ Είναι οι Οδηγοί» – και φυσικά, αν κάποιος έμπαινε στον κόπο να κάνει τους υπολογισμούς, θα διαπίστωνε ότι ο τίτλος ήταν παραπλανητικός, το άρθρο από κάτω υπεδείκνυε ακριβώς το αντίθετο.

Κάπου εκεί, οι σχεδιαστές του Aalborg Project τα πήραν στο κρανίο με την τοπική εφημερίδα και το ΕΒΕΑ. Ετοίμασαν μια αναλυτική επιστολή στον Τύπο που εξηγούσε πώς πρέπει να διαβαστεί η έρευνα, όμως τελικά δεν τη δημοσίευσαν γιατί ξαφνικά το ΕΒΕΑ άλλαξε στάση, ήρε τις επιφυλάξεις του κι έγινε φιλικό στα έργα που αφορούσαν λεωφορειόδρομους, πεζοδρομήσεις, ποδηλατόδρομους κ.λπ. Είδαν το φως το αληθινό; Όχι, όπως θα διαπίστωναν αργότερα με πίκρα οι σχεδιαστές. Ήθελαν να αυξήσουν τους μη-οδηγούς στο κέντρο διατηρώντας παράλληλα και τους ήδη υπάρχοντες οδηγούς.

Διότι αυτό ήταν το συμπέρασμα που έβγαλε το ΕΒΕΑ από την έρευνα. Οι έμποροι διαπίστωσαν ξαφνικά πόσο πολύ χρήμα μπαίνει στα ταμεία τους από μη-οδηγούς, οπότε έγιναν θετικοί σε οτιδήποτε διευκόλυνε την πρόσβασή τους στο κέντρο, αρκεί όμως να διατηρείτο και το χρήμα το προερχόμενο από οδηγούς. Δηλαδή, εδώ έχουμε μια επιστημονική έρευνα με δυο διαφορετικές ερμηνείες:
1) Δεν θα πέσει ο τζίρος των καταστημάτων αν αλλάξει η αναλογία και μειωθούν οι οδηγοί προς όφελος των μη-οδηγών (ερμηνεία των σχεδιαστών και του ΜΦ).
2) Για δες πόσο σημαντικοί πελάτες είναι οι μη-οδηγοί! Πρέπει να φέρουμε περισσότερους στο κέντρο, μαζί με τους ήδη υπάρχοντες οδηγούς (ερμηνεία ΕΒΕΑ).

Το ποια από τις δύο ερμηνείες ήταν σωστή, δεν είχε να κάνει με Ορθό Λόγο ή ακαδημαϊκή σχολαστικότητα. Στην πολιτική αρένα της πραγματικής ζωής, η σωστή ερμηνεία καθορίζεται από την ισχύ της ομάδας που την υποστηρίζει – κι αυτή τελικά απεδείχθη το ΕΒΕΑ, που μέσα από τις επαφές τους κι από μια σειρά έξυπνων τακτικών, πήραν το πάνω χέρι. Δηλαδή, μπλοκάρισαν τα έργα που θα μείωναν την κυκλοφορία στο κέντρο. Κι από τη δική τους σκοπιά έκαναν πολύ καλά: με 50% αύξηση σε δίτροχα & δημόσιες συγκοινωνίες, και δίχως την προγραμματισμένη μείωση των αυτοκινήτων κατά 35%, οι πωλήσεις των μαγαζιών του κέντρου εκτινάχθηκαν μέσα στα επόμενα χρόνια. Εκτινάχθηκαν όμως και τα φαινόμενα που υποτίθεται ότι θα τιθάσευε το Aalborg Project – το νέφος, ο θόρυβος, το μποτιλιάρισμα, τα ατυχήματα κ.λπ. Με τη συνεργασία της τοπικής εφημερίδας, που είχε σχεδόν μονοπώλιο στην ενημέρωση & διαμόρφωση της κοινής γνώμης, και συγκεκριμένων υψηλόβαθμων δημοτικών αρχόντων, το ΕΒΕΑ διαμόρφωσε το Aalborg Project κατά πώς το συνέφερε. Τα κονδύλια του έργου διοχετεύτηκαν έτσι ώστε να εξυπηρετηθεί μια συγκεκριμένη ομάδα συμφερόντων, εις βάρος όλου του πληθυσμού και των επισκεπτών της πόλης. Μιλάμε, δηλαδή, για κανονικό ταξικό πόλεμο. Μιλάμε για διολίσθηση της δημοκρατίας, όπου αυτό που πραγματικά συμβαίνει δεν έχει να κάνει με ανοιχτές διαβουλεύσεις εκλεγμένων αντιπροσώπων, επιχειρήματα, αντικρούσεις και Ορθό Λόγο• έχει να κάνει με μυστικές συσκέψεις μιας ελίτ.

Κάπου εκεί ήταν που ο ΜΦ αποφάσισε να μπει στο παιχνίδι. Πρώτα άρχισε να δημοσιεύει στον Τύπο ορισμένα αποτελέσματα των μελετών του, δοκιμαστικά για να δει αντιδράσεις. Ένα πόρισμα που προκάλεσε αίσθηση ήταν ότι τα ατυχήματα στο κέντρο αυξήθηκαν κατακόρυφα (το αρχικό σχέδιο για το Aalborg Project προέβλεπε μείωση κατά 30-40%), ότι οι αρχές της πόλης δεν το είχαν αντιληφθεί επειδή, πολύ απλά, δεν έμπαιναν στον κόπο να τα καταγράψουν, κι ότι αυτό οφείλετο στη λογική ΕΒΕΑ: στην πυκνή συνύπαρξη αυτοκινήτων και ποδηλατών. Τον κάλεσαν σε ραδιοφωνικό σταθμό πανεθνικής εμβέλειας μαζί με έναν δημοτικό σύμβουλο, ο οποίος έβγαλε από τον χαρτοφύλακά του ένα μάτσο διαγράμματα και δήλωσε με πεποίθηση ότι τα νούμερα ήταν λάθος. Οι δημοσιογράφοι στράφηκαν στον ΜΦ. Αυτός απάντησε ότι αν υπήρχε σφάλμα στα νούμερά του, αυτό προερχόταν από τα στοιχεία της αστυνομίας ή την Εθνικής Διεύθυνσης Αυτοκινητοδρόμων και το θέμα έμεινε εκεί. Όταν τέλειωσε η εκπομπή, ο ΜΦ έτρεξε στο γραφείο του κι ετοίμασε ένα μεγάλο πακέτο για τον δημοτικό σύμβουλο με στοιχεία, λεπτομέρειες κι αναλύσεις, και μια ευγενική επιστολή όπου του ζητούσε να υποδείξει πού είναι τα σφάλματα. Τρεις βδομάδες αργότερα, το γραφείο του δημοτικού συμβούλου απάντησε ότι δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν σφάλμα. Αμέσως ο ΜΦ έγραψε μια ανακοίνωση για τον Τύπο. Το ίδιο βράδυ στην τηλεόραση, ο δημοτικός σύμβουλος αναγκάστηκε να το παραδεχτεί και δημοσίως. Την άλλη μέρα, ο Τύπος ανέφερε όλη την ιστορία.

Λίγο αργότερα, ο ΜΦ δημοσίευσε την πλήρη – 640 σελίδες – έρευνά του για την υπόθεση. Είχαν ήδη μπει κι άλλοι στο παιχνίδι, γίνονταν συζητήσεις κι ο κόσμος παρακολουθούσε. Ο δημοτικός σύμβουλος κατάλαβε ότι πλέον δεν μπορούσε να ξεφεύγει με την τακτική Αβραμόπουλου (= ρητορεία, ύφος, ατέλειωτο μπλα-μπλα χωρίς να λέει τίποτα, «δεν κλέψαμε!» με στόμφο) κι έπρεπε να παρουσιάσει στοιχεία. Αληθινά στοιχεία – τα οποία, φυσικά, δεν διέθετε, οπότε αναγκάστηκε πλέον να ακούει πραγματικά αντί να αρνείται ανακλαστικά και να ρητορεύει. Ο δημόσιος διάλογος άρχισε να γίνεται πραγματικός διάλογος, με επιχειρήματα και τεκμηριώσεις, όχι όπως στις συζητήσεις του MEGA. Όλη η Δανία παρακολουθούσε, καθώς και πολύς κόσμος από τη Σουηδία και τη Νορβηγία. Με τέτοιο ευρύ κοινό, η δημοτική αρχή τα βρήκε σκούρα και δεν μπορούσε πια να υπερασπιστεί πειστικά τα έργα της. Η έρευνα έφερε διαφάνεια, η διαφάνεια δημόσιο ενδιαφέρον, και το δημόσιο ενδιαφέρον λογοδοσία. Και μετά τη λογοδοσία, τέρμα το Aalborg Project – δηλαδή, ξεκίνησε από την αρχή ένα ριζικά διαφορετικό έργο, ονόματι «Aalborg Better Town», για να διορθώσει τα πολλαπλασιασμένα προβλήματα. Με πολυφωνικό σχεδιασμό, έμφαση στη συμμετοχή πολιτών, δημόσια παρακολούθηση και διαφανή υλοποίηση.



*  *  *  *  * 

Ας κλείσουμε εδώ το έπος του Άαλμποργκ κι ας περάσουμε στα συμπεράσματα. Ποια θεωρία μπορούμε να συνάγουμε για τη δημοκρατία και την αριστερά από την εμπειρία αυτής της υπόθεσης;

Καμία απολύτως θεωρία! Μπορούμε ίσως να πούμε προβληματισμούς, κατευθυντήριες γραμμές κ.λπ., τίποτα όμως με καθολική εφαρμογή και ανεξάρτητο του πλαισίου στο οποίο γεννήθηκε. Έτσι είναι κι είναι καλό που είναι έτσι! Διότι υπάρχουν πολλών ειδών αλήθειες. Το να ανταποκρίνεται μια δήλωση στην πραγματικότητα είναι μεν απαραίτητο, αλλά δεν είναι αρκετό. Ο Μακιαβέλι μίλησε για την verita effettuale, την τελεσφόρο αλήθεια, που επιπλέον έχει και τη δυνατότητα να επηρεάσει την πραγματικότητα στην οποία αναφέρεται. Αυτή όμως δεν μπορεί να προκύψει παρά μόνο μετά από σκυλίσια δουλειά, ερευνητική και δημοσιογραφική, στις τριχοειδείς λεπτομέρειες της συγκεκριμένης, κάθε φορά, περίπτωσης. Η τελεσφόρος αλήθεια στην υπόθεση του Άαλμποργκ, ότι το ΕΒΕΑ επηρέαζε παρασκηνιακά τα έργα και λειτουργούσε με τη λογική «το αυτοκίνητο είναι θεός», δεν θα μπορούσε να προέρθει από κάποια θεωρία. Χρειαζόταν η μελέτη δεκάδων χιλιάδων εγγράφων για να αποκαλυφθεί. Οι κοινωνικές θεωρίες που έχουν αξιώσεις υπεριστορικής καθολικότητας δίνουν μόνο ατελέσφορες αλήθειες, «η πάλη των τάξεων», «η διαστρέβλωση της δημοκρατίας» κ.λπ. – τυπικά μεν ισχύουσες, που όμως δεν μπορούν να τραβήξουν το ενδιαφέρον εκατομμυρίων ανθρώπων και να κάνουν τους δημοτικούς συμβούλους του Άαλμποργκ να νιώσουν ότι παρακολουθούνται. Το «η πάλη των τάξεων» θα πρέπει να προκύψει στην πορεία, να ανιχνευτεί στα τριχοειδή αγγεία της πραγματικότητας μετά από σκυλίσια δουλειά, μόνο έτσι θα είναι και τελεσφόρο• αν όμως ο ερευνητής ξεκινήσει με το «η πάλη των τάξεων» από την αρχή, τότε είναι σίγουρο ότι θα χάσει τον μηχανισμό και τις λεπτομέρειές της, γιατί θα λυπηθεί την υπομονετική, πεισματική, βαρετή, σκυλίσια δουλειά που απαιτείται.

Όχι θεωρίες στις κοινωνικές και πολιτικές υποθέσεις! «Αν μου πουν κάτι το οποίο είναι θεωρία, τους λέω όχι, όχι, αυτό δε μ’ ενδιαφέρει» τόνιζε ο Βιτγκενστάιν. Δεν υπάρχουν συνταγές και αλγόριθμοι με καθολική εφαρμογή, η πραγματικότητα είναι τόσο σύνθετη και πλούσια ώστε χρειάζεται και μια διαφορετική θεωρία για κάθε διαφορετική περίπτωση που εξετάζουμε. Η ελίτ του Άαλμποργκ λειτούργησε κατ’ αυτόν τον τρόπο, με παρασκηνιακές επιρροές για να κατευθύνει τα έργα κατά τα συμφέροντά της• σε μια αντίστοιχη αστική ανάπλαση στην Ελλάδα, θα ήταν ίσως πρόσφορο να ερευνούσαμε για μίζες εργολάβων και προμηθευτών. Άλλη η δανέζικη διαφθορά κι άλλη η ελληνική, το καθέκατον πουλί αρμοδίως κελαηδεί (Γ. Σκαρίμπας). Καμία τελεσφόρος αλήθεια δεν μπορεί να μεταφερθεί από το πλαίσιο του Άαλμποργκ στο πλαίσιο κάποιας ελληνικής πόλης, μπορούν όμως να ειπωθούν ίσως κάποια γνωμικά• χαλαρές αλήθειες, ατελέσφορες μεν αλλά οδοδείκτες για την τελεσφόρο, που θα πρέπει κάθε φορά να επανερμηνευτούν κατά περίπτωση και που με τίποτα δεν αντικαθιστούν την απαραίτητη σκυλίσια δουλειά:

Γνωμικό 1: Οποιαδήποτε κοινωνική ή πολιτική αφήγηση που δεν λαμβάνει υπόψη το θέμα της δύναμης, είναι μια αφέλεια. Είναι σαν να μη λαμβάνει υπόψη ένας μηχανικός την τριβή. Ζούμε σ’ ένα φυσικό σύμπαν τριβής και σ’ ένα κοινωνικό σύμπαν ισχύος• υπάρχει παντού. Δεν είμαστε όλοι στο ίδιο έργο θεατές, κάποιοι μπορούν να γίνονται και σκηνοθέτες αυτού του έργου. Όταν λοιπόν τους εξαφανίζεις από την αφήγησή σου, γίνεσαι ένας μηχανικός που δεν υπολογίζει τις τριβές.

Γνωμικό 2: Η δύναμη έχει δική της λογική πέρα από τη λογική. Η λογική όμως δεν έχει δική της δύναμη πέρα από τη δύναμη (ΜΦ). Τι κερδίζει τους 4 άσους στο πόκερ; ρωτούσαν παροιμιωδώς στην παλιά Άγρια Δύση. Απάντηση: ένα γεμάτο εξάσφαιρο. Κάπως έτσι όμως είναι κι οι πραγματικές επιχειρηματολογίες της πραγματικής πολιτικής. Μέσα στα πανεπιστήμια, ο διάλογος τεκμηριώνεται και η γνώση είναι δύναμη. Έξω απ’ τα πανεπιστήμια όμως ισχύουν άλλοι νόμοι: η δύναμη ενδιαφέρεται να ορίσει την πραγματικότητα, όχι να την κατανοήσει, γι’ αυτό και συνήθως αδιαφορεί για τη γνώση ή τη μαγειρεύει όπως τη βολεύει (ΜΦ).

Γνωμικό 3: Η δύναμη κερδίζει τη λογική όταν συγκρούονται. Όμως μέσα από έξυπνες, πρακτικές και μακροπρόθεσμες στρατηγικές, η δύναμη δεν θα μπορέσει να αποφύγει την έκθεσή της στην αλήθεια και την τελική ήττα. Τίποτα δεν υποκαθιστά τη σκυλίσια δουλειά στην έρευνα και την πρακτική εξυπνάδα στον ακτιβισμό. Στο τέλος, ακόμα κι η δύναμη θα καμφθεί, αρκεί ο ακτιβιστής να είναι προετοιμασμένος για αγώνα μακράς πνοής.

Γνωμικό 4: Η πεισματική επιμονή στη δημοκρατία είναι από μόνη της μια ριζοσπαστικότητα. Θα πρέπει ίσως να αντικαταστήσουμε αυτήν την απατηλή λέξη, «δημοκρατία», και να μιλάμε καλύτερα για «εκδημοκρατικοποίηση». Υπάρχουν πολλές και μπορούμε να λέμε ότι π.χ. η εκδημοκρατικοποίηση της Αυστρίας είναι καλύτερη από την εκδημοκρατικοποίηση της Βιρμανίας, όμως όλες πάσχουν, όλες είναι ατελείς καθότι η δύναμη πάντα θα χώνει τη μύτη της (Γνωμικό 1). Η προσπάθεια για ακόμα περισσότερη δημοκρατία δεν θα είναι ποτέ άκαιρη.


ΥΓ: Το Βαβυλώνιο Τελώνιο

*  *  *  *  * 

Διαβάστε:

- Bringing Power to Planning Research (Bent Flyvbjerg, 2002). Σύνοψη της υπόθεσης του Project Aalborg.

- Rationality and Power. To λήμμα της Wikipedia για το ομώνυμο βιβλίο του Φλάιμπεργκ που περιγράφει αναλυτικά την υπόθεση

- Rationality and Power, απόσπασμα (Bent Flyvbjerg, 1998, Κεφ. 17). Διδάγματα και γνωμικά από την υπόθεση.

- Η προσωπική σελίδα του Μπεντ Φλάιμπεργκ 

O Δεκάλογος Της Γραφειοκρατίας

1. Η γραφειοκρατία σε αντιμετωπίζει εξαρχής ως ένοχο που προσπαθείς να την εξαπατήσεις, και διαρκώς στο υπενθυμίζει. Αν δυστυχώς αποδειχθείς αθώος, η γραφειοκρατία το αντιλαμβάνεται ως προσωπική προσβολή.

2. Συνεχίζει όμως να διατηρεί την ελπίδα ότι είσαι ένοχος, ακόμα και μετά της αποδείξεως του αντιθέτου.

3. Η γραφειοκρατία μπορεί να είναι πλήρως λειτουργική, χωρίς όμως να είναι ούτε στο ελάχιστο επιτελεστική ή αποδοτική.

4. Η γραφειοκρατία αμύνεται σθεναρά απέναντι στις επιθέσεις της πραγματικότητας που απειλούν να κλονίσουν το οικοδόμημα του συστήματός της.

5. Προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες σου, η γραφειοκρατία πρέπει να τις τροποποιήσει.

6. Αυτό που εσύ αντιλαμβάνεσαι ως αληθινό, δίκαιο, απεχθές, εμπνευσμένο, μιαρό, αξιόλογο, αποτρόπαιο κ.λπ., η γραφειοκρατία δεν το αντιλαμβάνεται αναγκαστικά ως τέτοιο.

7. Τα όνειρά σου έχουνε ταυτότητα, τα όνειρα της γραφειοκρατίας έχουν αριθμό. Γι’ αυτήν, είσαι λίγα κιλομπάιτ πληροφορίας σε κάποιον σκληρό δίσκο.

8. Η γραφειοκρατία δεν υπάρχει για να εξυπηρετεί ούτε για να βασανίζει. Η γραφειοκρατία απλώς υπάρχει – κι όσο υπάρχεις θα υπάρχει, σκλάβα τη ζωή σου θα ‘χει. Είναι αυτοαναφορική, αποτελεί η ίδια και τον λόγο ύπαρξής της.

9. Η πραγματικότητα είναι μια ψευδαίσθηση που οφείλεται στην έλλειψη στρογγυλής σφραγίδας.

10. Μη ρωτάς τι μπορεί να κάνει η γραφειοκρατία για σένα, ρώτα τι μπορείς να κάνεις εσύ για τη γραφειοκρατία.

Το ΦΠΑ Του Θανάτου

Η φρίκη έχει πρόσωπο. Η φρίκη είναι μια αφιερωματική πινακίδα στη βιτρίνα ενός φωτογραφείου έξω από το Α’ Νεκροταφείο: «Στην Ντόρα μου, από την αγαπημένη της μανούλα», με φωτογραφία του νεκρού κοριτσιού και επιστολή της στη μητέρα, που την παρηγορεί και την προτρέπει να φροντίζει από εδώ και μπρος τον μπαμπά (από το Death and Social Change in Greece, 1989, Jill Dubisch). Ποια δύναμη είναι αυτή που κάνει μια χαροκαμένη μάνα να παραγγέλνει, αντί να φτιάχνει η ίδια, το αφιέρωμα στον τάφο του παιδιού της; Πώς ο καταναλωτισμός εισχώρησε ακόμα και στον θάνατο; Υποτίθεται ότι ο πόνος της μάνας είναι ο υπέρτατος σπαραγμός, το τέλος της οδύνης, όπου η ανθρώπινη εμπειρία εκφράζεται εντελώς γυμνή, απροσποίητη κι αφτιασίδωτη. Έτσι υποτίθεται, δηλαδή, γιατί σήμερα η πενθούσα οικογένεια έχει να επιλέξει από τόσες υπέροχες προσφορές που της παρέχει απλόχερα η βιομηχανία του θανάτου – με ΦΠΑ 13% οι περισσότερες – για να τιμήσει τον νεκρό και να εκφράσει τον σπαραγμό της:

-Τελετή & τρισάγιο
-Δικαιώματα ναού (ο κλιματισμός συνήθως χρεώνεται έξτρα)
-Στολισμός ναού
-Φέρετρο (νοβοπάν, τριανταφυλλιά, καρυδιά ή δρυς, αμερικάνικου ή ιταλικού τύπου)
-Ψάλτης και νεωκόρος
-Έξτρα ιερείς
-Αρχιμανδρίτης
-Αρχιερέας
-Φρακοφόροι
-Εργάτες (σκαπτικά & φιλοδωρήματα)
-Θέση στο κοιμητήριο (Α, Β ή Γ θέση, χρέωση αναλόγως)
-Μνημείο
-Αξεσουάρ μνημείου (πουλάκια, αγγελάκια, αγαλματάκια με τον Χριστό ή την Παναγία, αγιογραφίες, ποιήματα επί του μνημείου κ.α.)
-Κεριά (μιας μέρας, δύο ημερών, τριών, τεσσάρων, εβδομαδιαία, ηλεκτρικά)
-Καντήλι
-Σταυρός
-Εικόνα & βάση
-Άνθη φέρετρου
-Άνθη μνημείου (φυσικά ή τεχνητά)
-Κορδέλες
-Σετ σεντόνι
-Σάβανο
-Μαξιλάρι & μαξιλαροθήκη
-Μανουάλι
-Θυμιατό
-Στάρι για κόλυβα
-Τοιχοκόλληση αγγελτηρίων
-Δημοσίευση στις εφημερίδες
-Λαμπάδα με κορδέλα
-Στεφάνια
-Νεκροφόρα ή λιμουζίνα
-Ιδιαίτερος ρουχισμός για τον νεκρό (κουστούμι γαμπριάτικο, νυφικό, μπομπονιέρες κ.α.)
-Μαξιλαράκια με μηνύματα ή με το όνομα του νεκρού
-Δεξίωση καφενείου (συνοδευτικός άρτος, κέικ ή τσουρέκι, κονιάκ ή κρασί, κουλουράκι, πορτοκαλάδα)
-Εκτύπωση ευχαριστηρίων για τους παρευρεθέντες

Ο Χάρος βγήκε παγανιά και δημιούργησε θέσεις εργασίας! Το γραφείο τελετών είθισται να επιμορφώνει για τη διαδικασία έκδοσης ληξιαρχικής πράξης θανάτου, καθώς και για τα υπόλοιπα γραφειοκρατικά (ακύρωση ΑΦΜ, μεταβίβαση σύνταξης κ.λπ.)• είθισται επίσης να συνεργάζεται άτυπα με συγκεκριμένα κοιμητήρια και κληρικούς. Το ξέρατε ότι χρειάζεται οικοδομική άδεια για ανέγερση μνημείου; (παράβολο €120 στον τοπικό δήμο).

Δεν τελειώσαμε όμως. Η θέση στο κοιμητήριο είναι συνήθως τριετής και με την παρέλευση της προθεσμίας υπάρχει επιβάρυνση 10% επί της αρχικής τιμής ανά εξάμηνο για τον κάτοχό της (τον εν ζωή, όχι τον μακαρίτη). Εναλλακτικά, στα τρία χρόνια μπορεί να γίνει εκταφή (χρεώνεται) και εναπόθεση των οστών σε οστεοφυλάκιο – χρέωση ανάλογη με το υλικό (ξύλινο ή ανοξείδωτο), την επένδυση με ύφασμα ή όχι κ.λπ. Πάντα με ΦΠΑ 13%.

Δεν τελειώσαμε όμως. Εάν οι οικείοι θέλουν να ακολουθήσουν το παραδοσιακό τυπικό, θα κάνουν τρισάγιο στα 3ήμερα και στα 9μερα, μνημόσυνο στις 40 μέρες, στους 6 μήνες, στους 12 μήνες, και κατόπιν ανά έτος. Είναι πολύ σημαντικές αυτές οι τελετές γιατί αποτελούν και τη μόνη βοήθεια που μπορούμε να προσφέρουμε πια στον νεκρό, καθώς αυτός περιμένει τη φοβερή Ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας και την τελική Κρίση. Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα. Πόσο ακριβώς; Ενδεικτικά, ο απεσταλμένος του μπλογκ στο Φανάρι Πάργας αναφέρει ότι το τρισάγιο εκεί χρεώνεται 5 ευρώ (χωρίς απόδειξη), τα μνημόσυνα πάντως έχουν απόδειξη και ΦΠΑ 13% γιατί αναλαμβάνονται από γραφεία τελετών, χρέωση ανάλογη με τα αξεσουάρ (δίσκος, σακουλάκια με κόλυβα κ.λπ.). Εδώ όμως υπάρχει φτηνή εναλλακτική, κάτι σαν ένα εκκλησιαστικό κίνημα ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ: τα Ψυχοσάββατα.

Όταν ο ΓΑΠ μίλησε για τον άνθρωπο του μόχθου που υποτίθεται ότι προσέφερε οικειοθελώς έναν μισθό για την πατρίδα («συγκινούμαι ειλικρινά»), ο κόσμος εξοργίστηκε. Δεν εξοργίζεται όμως για πολλούς άλλους μισθούς που έχει να προσφέρει σε κάθε θάνατο οικείου προσώπου – όχι στην πατρίδα, αλλά σε γραφεία τελετών, κοιμητήρια και παρατρεχάμενους. Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα πεθαίνουν περίπου 110.000 άνθρωποι ετησίως. Το πλήρες θανατικό πακέτο (κηδεία, μνημείο, τελετές, εκταφή κ.λπ.) στην Αθήνα δεν βγαίνει λιγότερο από €3.000, περιλαμβάνεται ΦΠΑ 13%. Δηλαδή, οι Έλληνες κρίνουν ότι πρέπει να πληρώνουν ετησίως ένα χαράτσι κάπου €300.000.000 για να τιμήσουν τους προσφιλείς νεκρούς και να εκφράσουν την οδύνη τους. Αλλά και για να κάνουν επίδειξη στους καλεσμένους, να τους τσεκάρουν και να τους εντυπωσιάσουν. Όλοι έχουμε παρευρεθεί σε κηδείες και ξέρουμε ότι η υποτιθέμενη γνησιότητά τους είναι ακριβώς αυτό: υποτιθέμενη. Ένα μίγμα από οδύνη, θέατρο, κουτσομπολιό και καταναλωτισμό είναι οι κηδείες, όπου μέσα στις καρδιές, ο πόνος της απώλειας συγκρούεται συνεχώς με την ευπρέπεια• μικρότητες, κακίες και μπηχτές, «τι φοράει ο Γιώργος» και «γιατί δεν ήρθε η Βάσω;», ενοχή για το σοκ που προκαλεί η σωρός του νεκρού, αγωνία για τη διαθήκη, φλερτάρισμα κ.α., όλα αυτά είναι μέρος της κηδείας. Διάλειμμα για ένα πόνημα που είχα συνθέσει πριν από τρία χρόνια:

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ, ΟΧΙ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟ

Συγγενείς και νοσοκόμοι
Διαθήκες, κληρονόμοι
Να υφαίνουν γαϊτανάκι
Γύρω από τον νεκρό,
Δίπλα στο νεκροκρέβατο χορεύουν τα ευρώ.

Οφειλές στην εφορία
Και σε χίλια δυο ταμεία
Που χαθήκανε για πάντα
Δεν πληρώνουν οι νεκροί,
Ο θάνατος θα έπρεπε να απαγορευτεί!
(Ή ο νεκρός θα έπρεπε να φορολογηθεί)

Λογιστές και δικηγόροι
Ιερείς και νεωκόροι
Θέατρο του παραλόγου
Και παιχνίδι των λυγμών,
Τη λάντζα αναλαμβάνουν εργολάβοι κηδειών.

Φίλοι να παραμυθιάζουν
Τον νεκρό να εκθειάζουν
Να ξεχνάνε εσκεμμένα
Όλα του τα εγκλήματα,
Να του συγχωρεθούνε όλα του τα κρίματα.

Πόνος, ενοχές και τύψεις
Τι θα δείξεις, τι θα κρύψεις
Ψέματα κατά συνθήκη
Και εικόνες συντριβής,
Δάκρυα, να δει ο κόσμος τεθλιμμένους συγγενείς.

Δες, ο τάφος ανοιγμένος
Κι ο νεκρός αναστημένος!
Τώρα η διαθήκη είναι
Νομικά παράτυπη,
Τέτοιο ρεμάλι όμως ήτανε και εν ζωή!

Έτσι ήταν πάντα οι κηδείες και είναι λίγο αφελές να ανατρέχουμε σε παλιές χρυσές εποχές, που υποτίθεται ότι ο κόσμος ήταν πιο αγνός, οι σχέσεις πιο ανθρώπινες κ.λπ. Οι παλιές ανθρωπολογικές έρευνες της Jill Dubisch στην Τήνο, του Loring Danforth στην Ποταμιά Αγιάς, της Diane Bennett στο Πήλιο, της Renée Hirschon στον Πειραιά κ.α. υποδεικνύουν ότι μόστρα και επίδειξη υπήρχε από παλιά στις κηδείες, απλώς δεν μπορούσε να εκδηλωθεί τόσο τρανταχτά λόγω φτώχειας. Στη δεκαετία του ’70 και μετά όμως, άρχισε να αναυπτύσσεται μια αστική μεσαία τάξη που ολοένα και περισσότερο ζητούσε να διαφοροποιηθεί από τη νοοτροπία του χωριού και τις καταβολές των γονιών της. Η δουλειά στα χωράφια σκληρή, ένας γάμος ως προίκα καλός, μια χαρά βγήκε το μαγαζί, είμαι πια ένας αστός σεβαστός.   

Πάνω εκεί λοιπόν, απαξίωσε πολλές από τις παραδόσεις και τις κηδευτικές συνήθεις του χωριού, που τις ερμήνευε ως οπισθοδρομικές, δεισιδαιμονικές ή βρώμικες. Το πένθος μπορεί να ταιριάζει στην Ηλέκτρα, δεν ταιριάζει όμως στις σπουδαγμένες Αθηναίες με δουλειά γραφείου και ταξίδια στο εξωτερικό. Όλη την κηδευτική λάντζα πλέον ανέλαβαν οι εργολάβοι κηδειών, ώστε να παρουσιάζουν έναν κομιλφό θάνατο, αντισηπτικό και φιλικό προς τον θεατή (με ΦΠΑ 13%). Η εμπορευματοποίηση της κηδείας υπήρξε μια απελευθέρωση από τη μεγάλη φυλακή της επαρχίας: τον κονφορμισμό και το «τι θα πει ο κόσμος». Πλέον η μεσαία τάξη δε χρειαζόταν να μαυροφορεί για χρόνια και να φροντίζει καθημερινά τον τάφο• παράγγελνε ένα ιταλικό φέρετρο από ξύλο καρυδιάς, μια διακοσμητική στήλη από μάρμαρο Καβάλας για το μνήμα, και ησύχασε. Όμως κατά βάθος κάπου υπάρχει λάθος...

Διότι είναι πολύ ανατριχιαστικό να σκέφτεσαι ότι ο κόσμος βάζει ΦΠΑ ακόμα και στον πόνο για τον χαμό του παιδιού, του γονιού, του συντρόφου του. Είναι διαφορετικό να πεις «σ’ αγαπώ» με e-mail και διαφορετικό να το πεις με ιδιόγραφο σημείωμα (και διαφορετικό να το πεις με κραγιόν στον καθρέφτη). Ακόμα πιο διαφορετικό όμως είναι να το πεις με μια απ’ αυτές τις έτοιμες ερωτικές καρτούλες που έχουν τα ανθοπωλεία. Το μήνυμα δεν είναι το ίδιο. Στην τελευταία περίπτωση, αυτό που κάνεις είναι ότι αποδέχεσαι κοινωνικώς καθιερωμένες αισθητικές νόρμες ως μέρος της ερωτικής σου επικοινωνίας. Βάζεις κοινωνικό συμβόλαιο μέσα στην βιολογία.

Κάτι αντίστοιχο και με την εμπορευματοποίηση του θανάτου. Ούτε τον πόνο μας για το αγαπημένο πρόσωπο που έφυγε δεν μπορούμε να βιώσουμε αδιαμεσολάβητα; Πρέπει να βάλουμε και σ’ αυτόν την κοινωνία με τα πρότυπά της; Ο πόνος έχει ΦΠΑ 13%; Θυμηθείτε την αφιερωματική πινακίδα της μάνας προς την κόρη της έξω από το Α’ Νεκροταφείο, που ανάφερα στην αρχή. Συγκρίνετέ την με την παρακάτω σκηνή (από το The Death Rituals of Rural Greece του Loring Danforth, σε κάπως ελεύθερη απόδοση δική μου) και δείτε πόσα προσωπικά μηνύματα στέλνει αυτή η μάνα προς το παιδί της: δε βάζει ΦΠΑ, βάζει τον εαυτό της (είπα ότι είναι αφελές να ανατρέχουμε σε παλιές, χρυσές εποχές και κινδυνεύω τώρα να πέσω στην παγίδα!). Βρισκόμαστε λοιπόν στην Ποταμιά Αγιάς το 1979. Η Ελένη ήταν μια όμορφη κοπέλα που πέθανε πριν πέντε χρόνια, σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδαζε δασκάλα. Η Ειρήνη, η μάνα της, ετοιμάζεται για την εκταφή των οστών:


Αργά το απόγευμα, οι γυναίκες μαζεύτηκαν στο σπίτι της Ειρήνης – συγγενείς, φίλοι και γείτονες. Κουβέντιασαν λίγο για τα καλά χωράφια στην Ποταμιά και για τα ξασπρισμένα οστά των νεκρών τα προηγούμενα χρόνια. Η Ειρήνη παραπονέθηκε ότι ήρθαν λίγοι συγγενείς• αν ήταν ο γάμος της Ελένης, θα έρχονταν περισσότεροι. Όταν χτυπήσαν οι καμπάνες, η συνοδεία ξεκίνησε για το νεκροταφείο του χωριού κουβαλώντας ποτά, φαγητά και το μεταλλικό οστεοφυλάκιο. Από κάθε σπίτι που περνούσαν, έβγαιναν και μια-δυο γυναίκες κι ακολουθούσαν την πομπή.

Φτάνοντας στο νεκροταφείο, η συνοδεία αριθμούσε πάνω από εκατό άτομα, κυρίως γυναίκες. Στάθηκαν γύρω από τον τάφο της Ελένης σχηματίζοντας έναν σφιχτό γυναικείο κύκλο, με μαυροφόρες στο κέντρο (η οικογένεια της Ελένης), σκουροφόρες γύρω τους (φίλοι, συγγενείς) και στην περιφέρεια ανοιχτοχρωμοφόρες (διάφοροι κάτοικοι του χωριού). Η Ειρήνη κάθισε στην κεφαλή του τάφου κι άρχισε να τραγουδάει ένα μοιρολόι. Σύντομα την ακολούθησαν κι άλλοι.

Τα δυο αδέρφια της Ελένης είχαν ήδη αρχίσει να σκάβουν το χώμα του τάφου, όμως σε κάποια στιγμή βούρκωσαν και τα παράτησαν. Δυο νεαρές γυναίκες πήραν τα φτυάρια και συνέχισαν τη δουλειά. Με την ώρα, ο χορωδιακός θρήνος μεγάλωνε σε ένταση, συνοδευόμενος από το θόρυβο των φτυαριών, τους σπαραγμούς της Ειρήνης, καθώς και μιας άλλης γυναίκας που είχε χάσει τον γιο της πρόσφατα. Σε κάποια στιγμή και καθώς το σκάψιμο προχωρούσε, η Ειρήνη έγειρε πάνω από το άνοιγμα κι η αδερφή της έπρεπε να την τραβήξει για να μην πέσει μέσα. «Τίποτα δεν πρόλαβες να κάνεις στη ζωή σου, Ελένη, τίποτα», φώναζε κάθε τόσο ο πατέρας της.

Το χώμα στον σκαμμένο τάφο έγινε πιο σκούρο, κομμάτια ξύλου άρχισαν να εμφανίζονται και το μοιρολόι δυνάμωσε. Οι δυο κοπέλες άφησαν το σκάψιμο, τη σκυτάλη τώρα πήρε μια χήρα μ’ ένα σκεπάρνι. «Πιο δεξιά», φώναζε ο κόσμος, «βρες το κρανίο, μετά τα πλευρά. Κοίτα μη σπάσεις τίποτα». Όταν το σκεπάρνι ακούμπησε σε κάτι σκληρό, η χήρα το παράτησε κι άρχισε να σκάβει με τα χέρια.

Πρώτα βρήκε το κρανίο, έκανε το σταυρό της κι έσκυψε να το μαζέψει. Ο κόσμος έριχνε λουλούδια στον τάφο. Το μοιρολόι σταμάτησε, όμως οι σπαραγμοί κι οι κραυγές της Ειρήνης κόντευαν να φτάσουν στον ουρανό. Η χήρα σκούπισε λίγες τρίχες από το κρανίο, το τύλιξε μ’ ένα άσπρο μαντήλι κι έβαλε μερικά χαρτονομίσματα πάνω του. Έκανε πάλι τον σταυρό της, το φίλησε και το έδωσε στην Ειρήνη. Η μάνα το πήρε στα χέρια της σαν μωρό, κλαίγοντας απαρηγόρητα. Κάποιες γυναίκες πήγαν να της το πάρουν, όμως δεν το έδινε σε κανέναν. Το κράτησε στο μάγουλό της, έβαλε μερικά χαρτονομίσματα και το τύλιξε μ’ ένα ακόμα μαντήλι από την προίκα της Ελένης, κεντημένο από την ίδια. Το φίλησε και το ακούμπησε στο μέτωπό της τρεις φορές, κατόπιν το έδωσε σε μια άλλη γυναίκα που έκανε το ίδιο. Όλη η συγκεντρωμένη συνοδεία χαιρέτισε έτσι το κρανίο της Ελένης.

Σιγά-σιγά έρχονταν στο φως περισσότερα οστά, το φόρεμα, τα παπούτσια της Ελένης, κι ο κόσμος τα έβαζε στο μεταλλικό οστεοφυλάκιο. Κάποιες γυναίκες έριξαν κέρματα μέσα. Η Ειρήνη πήρε πάλι το κρανίο αγκαλιά και δεν έλεγε να το αποχωριστεί. Σε κάποια στιγμή, τράβηξε μέσα από το οστεοφυλάκιο ένα σπασμένο οστό, προφανώς από το δυστύχημα, κι έκανε κλαίγοντας: «Τι όμορφη περδικούλα που ‘σουν και σε σκοτώσαν»

Η Πραγματικότητα Είναι Στρατευμένη

‘Reality’ is nothing but an expression of the prevailing ideology. Seen in this light, the classic theory of cinema that the camera is an impartial instrument which grasps, or rather is impregnated by, the world in its ‘concrete reality’ is an eminently reactionary one. What the camera in fact registers is the vague, unformulated, untheorized, unthought-out world of the dominant ideology

(από το CINEMA/IDEOLOGY/CRITICISM των Comolli & Narboni, 1969)