Πλατωνισμός Και Μπεπεγκριλλοϊσμός

Διαβάζω το The Black Swan του Nassim Nicholas Taleb (έχει μεταφραστεί στα ελληνικά;), το οποίο νομίζω πως έχει ήδη αρχίσει να παίρνει διαστάσεις κλασικού, βρίσκω συνέχεια αναφορές στις ιδέες του, ολοένα και περισσότερες. Κάτι άλλο όμως μου κάνει εντύπωση: ο Taleb γράφει όπως κι εγώ! Έχουμε το ίδιο στιλ• ένα προβοκατόρικο, λαϊκίστικο, μπεπεγκριλλοϊκό ύφος γραψίματος, αναμιγνύοντας συνεχώς το σοβαρό με το χιουμοριστικό, παραθέτοντας τα πιο ετερόκλητα παραδείγματα, κυνηγώντας τον ηχηρό τίτλο και μη χάνοντας ευκαιρία για σαρκασμό όλων όσων αντιπαθούμε. Τον νιώθω!

Έπαθα πλάκα όμως όταν είδα ότι έχουμε γράψει και (περίπου) την ίδια έκφραση! Παραθέτω από τη σελίδα 83 (αγγλική έκδοση του 2010, Penguin Books):


I kept reading in various texts that the cortex is where animals do their ‘thinking’, and that the creatures with the largest cortex have the highest intelligence – we humans have the largest cortex, followed by bank executives, dolphins, and our cousins the apes 


Μόλις το διάβασα, κατάλαβα αμέσως σε ποια φάση ήταν όταν το έγραφε. Πριν περίπου τρία χρόνια, είχα γράψει κι εγώ σ’ αυτό το κείμενο:


... το αντίστοιχο αυτού του συστήματος στην τεχνολογία της Φύσης είναι ο εγκεφαλικός νεοφλοιός. Αν και υφίσταται στοιχειωδώς σε όλα τα θηλαστικά (πλην του Γεράσιμου Γιακουμάτου, φυσικά) κ.λπ. 


Περίπου η ίδια έκφραση! Ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό μας είναι ότι κι οι δυο φιλοσοφούμε με βάση τις εμπειρίες μας, διαβάζουμε διάφορους στοχαστές να δούμε ποιοι έχουν κινηθεί σε παρόμοιες γραμμές με μας, το παίζουμε ερασιτέχνες φιλόσοφοι, όπως επίσης ότι κι οι δυο καταλήξαμε πως η ρίζα του κακού ανάγεται τελικά στον Πλάτωνα. Τα προβλήματα που δημιούργησαν οι ιδέες αυτού του ανθρώπου συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να καταδυναστεύουν όλους. Ο ορισμός του πλατωνισμού (platonicity) που δίνει ο Taleb, στην εισαγωγή του βιβλίου, είναι: Our tendency to mistake the map for the territory, to focus on pure and well-defined “forms” … With these ideas and crisp constructs inhabit our minds, we privilege them over other less elegant objects, those with messier and less tractable structures. Platonicity is what makes us think that we understand more than we actually do

Κάτι που θα μπορούσα να είχα γράψει κι εγώ. Ο δικός μου ορισμός θα πήγαινε κάπως σαν: πλατωνισμός είναι η αυθαίρετη αξίωση πως πίσω από το χάος των φαινομένων υπάρχει μια θεμελιώδης θεωρητική οντότητα, την οποία αν κανείς συλλάβει, θα εξηγήσει κατόπιν όλη τη φαινομενική πολυπλοκότητα. Στην επιστήμη, πλατωνισμός είναι η πεποίθηση πως η έρευνα μπορεί να γίνει πάνω σε αφηρημένα μοντέλα, που θεωρητικοποιούν το υπό μελέτη αντικείμενο, το παίρνουν από τους πραγματικούς ανθρώπους στον πραγματικό κόσμο και το εισάγουν σε άνετο περιβάλλον γραφείου. Δηλαδή, μην αφήνεις τα ενοχλητικά εμπειρικά δεδομένα να σου χαλάσουν τις τόσο όμορφες θεωρίες αφού, στο δρόμο που χάραξε ο Πλάτωνας, εσύ έχεις ήδη συλλάβει την Ιδέα.

Ή με δυο λόγια, ένας ακόμα πιο συνοπτικός ορισμός: πλατωνισμός είναι να κάνεις επιστήμη από την ησυχία του γραφείου σου, με τον καφέ και το κλιματιστικό σου. Χαίρομαι όταν διαπιστώνω ότι αυτά που βλέπω εγώ τα βλέπουν κι άλλοι, ότι δεν είμαι μόνος.

Habemus Data!

Αυτό είναι ένα σχόλιο στο Buzz, που όμως έχει αυτοτέλεια και, πιστεύω, ενδιαφέρον ώστε το έκανα ανάρτηση. Πέτρα του σκανδάλου ήταν αυτή η έρευνα του M. Keith Chen από το πανεπιστήμιο Yale. Με λίγα λόγια, ο κ. Chen υποστηρίζει ότι ο τρόπος που μια γλώσσα κωδικοποιεί γραμματικά τον μέλλοντα χρόνο έχει επίπτωση και στην αντίληψη που σχηματίζουν οι ομιλητές της για το μέλλον• πιο συγκεκριμένα, αν οι ομιλητές χρησιμοποιούν ενεστώτα για το μέλλον (όπως συνήθως γίνεται στα γερμανικά, στα κινέζικα κ.α.), τότε, λέει ο κ. Chen, ότι μαθαίνουν από την ίδια τους τη γλώσσα να αισθάνονται το μέλλον οικείο και κοντινό, κάτι σαν ένα διαρκές παρόν, ας πούμε. Στα γερμανικά π.χ. ελάχιστα χρησιμοποιείται ο μέλλοντας χρόνος• οι Γερμανοί κυρίως εκφράζονται για το μέλλον σαν να είναι παρόν: αύριο πηγαίνω ταξίδι! ή την άλλη βδομάδα συναντιέμαι με τον Γιώργο! κ.λπ. Αυτό, κατά τον κ. Chen, δημιουργεί μια αίσθηση συνάφειας ή ταύτισης του παρόντος με το μέλλον, οπότε έχει και επίπτωση στον τρόπο με τον οποίο οι ομιλητές της γλώσσας τείνουν να παίρνουν αποφάσεις. Δηλαδή, συμβάλλει στη θυσία του παρόντος για χάρη του μέλλοντος, οπότε οι ομιλητές τείνουν να αποταμιεύουν περισσότερο, να καπνίζουν λιγότερο, να γίνονται λιγότερο παχύσαρκοι και να κάνουν ασφαλέστερο σεξ. Έχουν τη στάση: οικονομία κάνε και σφίξε τα λουριά, τώρα που είσαι νέος σώρευε τον παρά.

Οι γλώσσες όμως που έχουν σαφή γραμματική διαφοροποίηση του μέλλοντα χρόνου (όπως π.χ. τα ελληνικά με το μόριο θα ή τα αγγλικά με το will) εκπαιδεύουν τους ομιλητές τους να αισθάνονται το μέλλον διακριτό, απομακρυσμένο. Οπότε αυτοί τείνουν να μη θυσιάζουν τόσο πολύ το παρόν για χάρη του μέλλοντος, τουλάχιστον στις παραπάνω δραστηριότητες (αποταμίευση, κάπνισμα, παχυσαρκία, ασφάλεια στο σεξ), έχουν τη στάση: γλέντα τη ζωή, όλοι δύο μέτρα παίρνουν γη, διότι αισθάνονται μακρινή και αόριστη τη μελλοντική ωφέλεια που θα λάβουν – πάντα κατά τον κ. Chen. Δηλαδή και χιουμοριστικά μιλώντας, ο Σαμαράς θα καταργήσει το μόριο θα από την ελληνική γλώσσα, προκειμένου να στηριχτούν οι τράπεζες, τα ταμεία, και να μειωθούν οι δημόσιες δαπάνες υγείας. Πώς όμως συμπέρανε όλα αυτά ο κ. Chen; Κάνοντας στατιστικές συσχετίσεις ανάμεσα στις γλώσσες (κωδικοποιημένες ανάλογα με το αν έχουν σαφή γραμματική διάκριση του μέλλοντα χρόνου από τον ενεστώτα) και σε διάφορα δεδομένα μελετών που, λέει ότι, υποδεικνύουν τη στάση κάθε λαού ως προς την αποταμίευση, την πρόληψη της υγείας κ.λπ.  

Να θυμίσω εδώ ότι πριν λίγες μέρες είδαμε στο Buzz αυτό το άρθρο του Taleb, που έλεγε για τον κίνδυνο των πολλών δεδομένων. Ότι αν έχεις στη διάθεσή σου πολλούς, πάρα πολλούς αριθμούς τότε θα βρεις και στατιστικές σχέσεις, θα κάνεις διάφορες συσχετίσεις – δόξα τω Θεώ, θα βγάλεις υλικό για δημοσίευση. Τα δεδομένα μόνο να ‘ναι καλά και πολλά, αυτό είναι που μετράει: habemus data! Οι συσχετίσεις κατόπιν θα βρεθούν, είναι σίγουρο, άσχετα αν αυτές υπάρχουν και στην πραγματικότητα ή μόνο «στον Η/Υ του ερευνητή», όπως γράφει ο Taleb. Μήπως η έρευνα του κ. Chen βρίσκεται στην επικράτεια της προειδοποίησης του Taleb; (ναι, κατά τη γνώμη μου) 

Και για να γίνω συγκεκριμένος, θα ασχοληθώ με ένα μόνο θέμα: βλέπω στη σελ. 10 του άρθρου ότι ο κ. Chen έκανε τις αρχικές συσχετίσεις γλώσσας – αποταμιευτικής τάσης με παλινδρομήσεις στις έρευνες του World Values Survey, το οποίο (ισχυρίζεται ότι) μετρά τις παγκόσμιες αξίες με ερωτηματολόγια. Εδώ μπορείτε να δείτε ένα παράδειγμα – «ποιες αξίες θεωρείτε ότι πρέπει να ενθαρρύνονται στα παιδιά; Έχετε πέντε επιλογές: (V12) Ανεξαρτησία, (V13) Σκληρή δουλειά, (V14) Υπευθυνότητα κ.λπ.» Τέτοια δεδομένα (μαζί με άλλα) χρησιμοποίησε ο κ. Chen στη δική του έρευνα: απαντήσεις σε ερωτήματα αξιών και πεποιθήσεων του World Values Survey (Πόσο εμπιστεύεστε τους άλλους; Πόσο σημαντική αξία θεωρείτε την αποταμίευση; κ.λπ.).  

Εδώ θέλω να κάνω μια ερώτηση σε σας που διαβάζετε: σε τέτοια φορτισμένα θέματα, που έχουν να κάνουν με αξίες, ηθικές κρίσεις και βιοτικές αποφάσεις, σας πείθει εσάς η απάντηση που δίνει κάποιος σ’ ένα ερωτηματολόγιο μιας τυπικής έρευνας; Π.χ. το πόσο κάποιος εμπιστεύεται ή όχι τους άλλους φανερώνεται από το κουτάκι που τσεκάρει στο ερωτηματολόγιο – (Α) Πολύ, (Β) Μέτρια, (Γ) Λίγο, (Δ) Καθόλου; Τι λέτε κι εσείς; Η απάντηση που δίνει κάποιος στο ερωτηματολόγιο (σε τέτοια φορτισμένα θέματα πάντα) μάς προσφέρει προβλεπτική ικανότητα για τις αποφάσεις αυτού του ανθρώπου στην πραγματική ζωή; Εγώ αμφιβάλλω πολύ. Π.χ. σας έχουν τύχει άνθρωποι που να έχουν μια ιδέα για τον εαυτό τους, όμως εσείς να παρατηρείτε άλλα πράγματα σ’ αυτούς, διαφορετικά από αυτό που δηλώνουν; Ή που να παρουσιάζουν τη ζωή τους τακτοποιημένη και εκλογικευμένη, σαν διήγημα του Τσέχωφ, μια καλοστημένη αφήγηση με αρχή – μέση – τέλος, με δοκιμασία, κορύφωση και τελική κάθαρση, όμως εσείς να είστε σε θέση να ξέρετε λεπτομέρειες που χαλάνε την κομψότητα της αφήγησης; Ή που να θεωρούν τους εαυτούς τους στρατιώτες ενός ιδανικού, μιας αξίας, μιας ηθικής αρχής, όμως εσείς να βλέπετε τα τυφλά τους σημεία; Εγώ νομίζω πως αυτός είναι ο κανόνας, σχεδόν απόλυτος κανόνας! Το τι δηλώνουμε για τον εαυτό μας, για τη ζωή μας, για τη ζωή γενικά, μπορεί να είναι ή να μην είναι αυτό που παρατηρούν οι άλλοι σε μας. Το ότι τσεκάρω το κουτάκι στο ερωτηματολόγιο της World Values Survey, «πιστεύω πως η αποταμίευση είναι σημαντική αξία στη ζωή», αυτό σας εξασφαλίζει πως αν παρατηρήσετε τη ζωή μου, θα τη δείτε να βεβαιώνει αυτήν την δήλωση; Το ότι κάποιος γράφει για τον εαυτό του σε ένα προφίλ στο ίντερνετ, π.χ. «είμαι γενναιόδωρος, τίμιος, καλόβολος», σας εξασφαλίζει ότι αν τον συναντήσετε, θα βρείτε έναν γενναιόδωρο, τίμιο, καλόβολο άνθρωπο; O κόσμος δε λέει ψέματα, ακόμα και στον εαυτό του; Δεν έχει τυφλά σημεία;

Τη δεκαετία του ’90 έγιναν μερικές σφοδρές αντιπαραθέσεις, κυρίως στις ΗΠΑ, μεταξύ κοινωνικών και φυσικών επιστημόνων σχετικά με το αντικείμενο του καθενός – κάτι που σήμερα έχει επικρατήσει να ονομάζεται Science Wars. Ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν ήταν κι αυτή η λατρεία των ερωτηματολογίων στις κοινωνικές επιστήμες• πολλοί Αμερικάνοι κοινωνιολόγοι τότε προσπαθούσαν να μιμηθούν τη φυσική, να παίξουν κι αυτοί δηλαδή με αριθμούς και στατιστικές αναλύσεις, οπότε έκαναν αποκλειστικά έρευνες με ερωτηματολόγια. Ο R. C. Lewontin εκείνον τον καιρό έγραψε μια πολύ καυστική κριτική στο The New York Review of Books στηλιτεύοντας την τότε προβεβλημμένη έρευνα του US National Opinion Research Center ως προς τις σεξουαλικές πρακτικές των Αμερικανών (με ερωτηματολόγια κι αυτή). Παραθέτω κάποια σημεία από την κριτική του Lewontin (εδώ, όμως θέλει συνδρομή• μπορείτε να βρείτε ένα εκτεταμένο απόσπασμα εδώ): «Είναι τρομακτική η σκέψη ότι η κοινωνική επιστήμη βρίσκεται στα χέρια επαγγελματιών, που είναι τόσο τυφλοί ως προς τις εκφάνσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς ώστε να πιστεύουν πως ο κόσμος δεν λέει ψέματα, τόσο στον εαυτό του όσο και στους άλλους, γι’ αυτά τα φορτισμένα θέματα της ζωής του». Σε ένα άλλο σημείο γράφει επίσης: «Οι συγγραφείς της έρευνας δαπάνησαν πολλή διανοητική ενέργεια για να πάρουν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα των Αμερικάνων και να τους ρωτήσουν για τη σεξουαλική τους ζωή, από την άλλη όμως παρουσιάζονται πολύ αφ’ υψηλού ως προς το ερώτημα αν ο κόσμος λέει την αλήθεια όταν τον ρωτάς για τέτοια θέματα».   

Συμφωνώ με τον Lewontin, πολύ δίκιο έχει. Ορισμένα ζητήματα είναι από τη φύση τους ανερωτηματολόγητα και δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να πάρουμε απλές, ποσοτικές απαντήσεις για ολόκληρους πληθυσμούς – όλα αυτά τα θέματα που άπτονται ηθικών κρίσεων, βιοτικών αποφάσεων, θρησκευτικών πεποιθήσεων, σεξουαλικών προτιμήσεων, αξιακών στάσεων κ.λπ. Δεν απορρίπτω το ερωτηματολόγιο ως μέθοδο έρευνας, όμως για αφόρτιστα, πραγματιστικά θέματα. Για ερωτήματα τύπου: Είστε αριστερόχειρας ή δεξιόχειρας; ή Κατεβήκατε στο κέντρο (Α) με το μετρό, (Β) με λεωφορείο, (Γ) με ταξί, (Δ) με ΙΧ κ.λπ. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που υποτίθεται ότι κάνει το World Values Survey με τις «έρευνές» του, πάντως ο τίτλος παραπλανεί: θα ήταν ρεαλιστικότερο να ονομάζεται: World Self-Images Survey.

Να θίξω και ένα ακόμα θέμα: το άτομο που κάνει την έρευνα παίζει κάποιο ρόλο; Ίδια θα απαντήσει κάποιος σε τέτοια λεπτά ερωτήματα αν η έρευνα γίνεται από έναν τρακαρισμένο πιτσιρικά ή από έναν έμπειρο πωλητή, που ξέρει να δείχνει χαλαρός και να κερδίζει την εμπιστοσύνη του άλλου; Πολύς κόσμος διστάζει να απαντήσει σε έρευνες με ευαίσθητα θέματα, ή δίνει την politically correct απάντηση άσχετα αν την ενστερνίζεται ή όχι, επειδή έχει την παράλογη πεποίθηση ότι οι απαντήσεις του θα διαρρεύσουν και θα μαθευτούν• εδώ είναι καλό να έχει ο ερωτών την ποιότητα του έμπειρου πωλητή και να κερδίζει την εμπιστοσύνη του κόσμου. Ίδια θα απαντήσει κάποιος αν έχει απέναντί του μια φοιτήτρια που βαριέται ή που νιώθει ότι κάνει απλήρωτη αγγαρεία για τον καθηγητή της ή μια νόστιμη κοπέλα, όλο χαμόγελα και ευγένεια; (ο πατέρας μου πάντως με τέτοια εξωγενή κριτήρια απαντούσε στα ερωτηματολόγια: πόσο όμορφη ήταν η κοπέλα που έκανε την έρευνα!). Όλοι οι παραπάνω θα πάρουν τις ίδιες απαντήσεις από τα ίδια πρόσωπα σε τέτοια φορτισμένα ερωτήματα;

Υπάρχει όμως κι ακόμα ένα θέμα:

Αναρωτιόμουν πρόσφατα αν ο Nassim Nicholas Taleb είναι σοβαρός άνθρωπος ή όχι. Διάβασα αυτό το άρθρο και πείστηκα ότι είναι από τους πιο σοβαρούς ανθρώπους στον κόσμο. Με δυο λόγια, ο Freakonomics έθεσε σε πέντε, ας πούμε, διαμορφωτές γνώμης το ερώτημα: Περπατάς στον δρόμο με $10 στην τσέπη, και συναντάς από τη μια έναν αλκοολικό ζητιάνο κι από την άλλη έναν καθωσπρέπει τύπο που πουλάει λουκάνικα. Τι μέρος από τα χρήματα θα δώσεις στον καθένα και γιατί; Οι υπόλοιποι απάντησαν διάφορα ψαγμένα (όχι 100% όμως, μερικές απαντήσεις σώζονται στο φινάλε). Ο Taleb είπε ότι το ερώτημα αυτό δεν απαντιέται, είναι ψευδοερώτημα, με την έννοια ότι καμία αξιόπιστη πληροφορία δεν μπορεί να εξαχθεί από τις απαντήσεις. Το τι θα πράξω εξαρτάται από τη στιγμή και την περίσταση – όπως γίνεται και με όλες τις πραγματικές αποφάσεις στην πραγματική ζωή: είναι πάντα σχετικές με τα ευρύτερα συμφραζόμενα (context-dependent), έχουν οικολογική διάσταση. Το πόσα χρήματα π.χ. θα δώσω στον ζητιάνο έχει να κάνει με το αν προηγουμένως κοιτούσα φωτογραφίες πεινασμένων παιδιών, αν μου θυμίζει τον αγαπημένο θείο μου, αν προκύψει χημεία ανάμεσά μας κ.λπ. Μετά δε, αν με ρωτήσεις για την πράξη μου, θα σου δώσω μια εξήγηση εκλογικεύοντάς την, όχι πάντως χρησιμοποιώντας τέτοιους όρους όπως «χημεία». Η απόφασή μου δεν έχει να κάνει ούτε με το τι συνειδητά πρεσβεύω για την επαιτεία και ποιες ηθικές νόρμες δηλώνω ότι ακολουθώ, ακόμα και στον εαυτό μου αν τις δηλώνω• π.χ. πιστεύω ότι θα προσπαθούσα να μη δώσω χρήματα στον ζητιάνο αλλά είναι σχεδόν σίγουρο ότι δεν τα κατάφερνα τελικά (εδώ μια τέτοια πραγματική περίπτωση, βγαλμένη μέσα από τη ζωή).  

Συμφωνώ απόλυτα με τον Taleb, με τον τρόπο που το βλέπει. Οι αποφάσεις στην πραγματική ζωή λαμβάνονται πάντα μέσα σ’ ένα περιβάλλον και εξαρτώνται από αυτό όσο και οι ζωντανοί οργανισμοί από το φυσικό τους περιβάλλον. Το να τις απομονώνεις τεχνητά με ένα ερωτηματολόγιο είναι σαν να απομονώνεις το αριστερό από το δεξί χέρι σ’ ένα χειροκρότημα. Σίγουρα έτσι θα ‘χεις πολλούς αριθμούς να παίξεις, σύμφωνοι, θα κάνεις και δημοσιεύσεις, θα βρεις και τις στατιστικές συσχετίσεις – άσχετα αν αυτές υπάρχουν και πραγματικά ή μόνο μέσα στον Η/Υ σου. Τα δεδομένα να ‘ναι καλά και πολλά, οι συσχετίσεις θα βρεθούν. Habemus data!

Print The Legend

Ο Nassim Nicholas Taleb έχει δίκιο: όλες οι στραβές αντιλήψεις – στην επιστήμη ή στην πολιτική ή στη φιλοσοφία ή στην κοινωνική σκέψη κ.λπ. – αν τις ακολουθήσεις ιστορικά, θα καταλήξεις τελικά στον Πλάτωνα. Είναι τεράστιο το κακό που έκανε αυτός ο άνθρωπος, η αμαρτωλή γοητεία που άσκησαν οι ιδέες του. Προσωπικά, τον βρίσκω συνεχώς παντού, όπου και να σκαλίσω, σαν αστυνομικός που καταλήγει ξανά και ξανά στον ίδιο συνήθη ύποπτο. Η σημερινή ανάρτηση όμως έχει να κάνει με τον Μότσαρτ:

Όπως όλοι ξέρουμε, ο Μότσαρτ ήταν ένα θεϊκό μουσικό ταλέντο, «ένας επισκέπτης στη γη» (Α. Αϊνστάιν), χωρίς καμία σχέση με μας, τους κοινούς μουσικούς θνητούς, που στην καλύτερη περίπτωση «ο Θεός μάς δίνει αρκετό ταλέντο για να εκτιμήσουμε τον Μότσαρτ, όχι όμως τόσο ώστε να τον μιμηθούμε», όπως έλεγε κι ο Σαλιέρι στη γνωστή ταινία Amadeus (1984) του Μίλος Φόρμαν. Διότι, όπως έδειχνε και η ταινία, ο Μότσαρτ είχε μια εξωπραγματική σχέση με τη μουσική, αδιανόητη για όλους εμάς. Ο τρόπος που συνέθετε τα έργα του ήταν σχεδόν μαγικός: μιλάμε για έναν άνθρωπο που συνελάμβανε όλο το μουσικό έργο με το μυαλό του – σχεδόν σαν ραδιοφωνική λήψη από μια άγνωστη πηγή – και κατόπιν το αντέγραφε στην παρτιτούρα: «όταν νιώθω καλά κι έχω διάθεση ή όταν κάνω βόλτα μετά από ένα καλό γεύμα ή τις νύχτες που δεν μπορώ να κοιμηθώ, οι μουσικές σκέψεις κατακλύζουν το μυαλό μου», έγραφε σε μια γνωστή επιστολή του ο Αυστριακός συνθέτης. «Από πού και πώς έρχονται; Δεν ξέρω, δεν τις δημιουργώ εγώ ... οι μουσικές εμπνεύσεις δεν μου έρχονται τμηματικά, αλλά η φαντασία μου επιτρέπει να τις ακούσω στην ολότητά τους». Εκπληκτικό, ε;

Ναι, υπερβολικά εκπληκτικό για να είναι αληθινό.

Καταρχήν, η παραπάνω «επιστολή του Μότσαρτ» είναι σχεδόν σίγουρα πλαστογραφημένη. Αν έχετε διαβάσει κάπου το απόσπασμα – το οποίο έχει αναπαραχθεί σε αμέτρητα βιβλία και άρθρα – να ξέρετε ότι, σχεδόν σίγουρα, ο Μότσαρτ δεν το έγραψε ποτέ. Αντίθετα, αυτός που φαίνεται ότι το επινόησε ήταν κάποιος Johann Friedrich Rochlitz, εκδότης του περιοδικού Allgemeine Musikalische Zeitung, στο οποίο και εμφανίστηκε το 1815 ως επιστολή του Μότσαρτ σε κάποιον «βαρώνο φον κάτι». Ο Rochlitz είχε αναλάβει τον ρόλο του Αποστόλου Παύλου για τον Μότσαρτ και παρουσίαζε στο περιοδικό του διάφορα θαυμαστά γι’ αυτόν, ότι π.χ. συνέθεσε μέσα σε μία ώρα όλη τη Σονάτα για Βιολί σε σι ύφεση μείζονα (στην πραγματικότητα, του πήρε τουλάχιστον εφτά ημέρες), όμως η «επιστολή προς τον βαρώνο φον κάτι» έγινε μπεστ σέλερ τότε, διαβάστηκε σ’ όλη την Ευρώπη και εκτόξευσε στα ύψη τον θαυμασμό για τις υποτιθέμενες ικανότητες του Αυστρικού συνθέτη. Ήταν ο αιώνας του Ρομαντισμού• μια περίεργη εποχή, στην οποία μπορούσαν να βρουν μεγάλη απήχηση ιστορίες για καλλιτέχνες που εμπνέονται από μια μυστική μούσα. Όπως όλα τα στραβά, έτσι κι αυτό πάει πίσω στον Πλάτωνα... ο οποίος ήθελε τους καλλιτέχνες να κατακλύζονται από την έμπνευση και να μην καλλιτεχνούν οι ίδιοι αλλά οι θείες ή δαιμονικές δυνάμεις μέσα τους, όπως οι λάτρεις του Βάκχου που κατακυριεύονται από άλογες δυνάμεις (Ίωνας). Τελικά όμως πώς συνέθετε πραγματικά ο Μότσαρτ;

Λοιπόν, ο Μότσαρτ προχειρογραφούσε συνέχεια. Σημείωνε όλη την ώρα μουσικές ιδέες σε κομμάτια από χαρτί, όπου έβρισκε, κατόπιν καθόταν στο πιάνο και τις δούλευε, τις ξαναδούλευε, τις τροποποιούσε, τις άλλαζε, τις απέρριπτε κ.λπ. Ο Αυστριακός συνθέτης παρήγε έναν τεράστιο αριθμό από τέτοια μουσικά προχειρογραφήματα, τα περισσότερα από τα οποία έκαψε η γυναίκα του μετά τον θάνατό του και σήμερα έχουν διασωθεί περίπου 320 – εδώ μπορείτε να δείτε μερικά. Ο ίδιος δε νοιαζόταν να τα κρατήσει, κάτι που υποδεικνύει ότι δεν ήταν έτοιμα μουσικά έργα: ίσως κάποια μουσική σκέψη, κάποιο πείραμα, ίσως ο πυρήνας από κάποιο έργο ή μια μελωδία που του ερχόταν στα ξαφνικά, κάτι τέτοιο (μπορεί να θυμάστε μια είδηση που έκανε τον γύρο του κόσμου τον Σεπτέμβρη του 2008, ότι ανακαλύφθηκε «χαμένο χειρόγραφο του Μότσαρτ»• λοιπόν, τελικά απεδείχθη ότι ήταν ένα τέτοιο προχειρογράφημά του). Κατόπιν όμως ο Αυστριακός συνθέτης έπρεπε οπωσδήποτε να βάλει τα δάχτυλά του στα πλήκτρα και να δουλέψει τις ιδέες του• όπως όλοι οι συνθέτες, έτσι κι ο Μότσαρτ φαίνεται ότι δεν μπορούσε να συνθέσει χωρίς ένα μουσικό όργανο: «Το χώλ και οι σκάλες είναι τόσο στενές, που δεν μπορούμε ν’ ανεβάσουμε το πιάνο», ενημέρωνε η μητέρα του Μότσαρτ τον πατέρα του στις 5 Απριλίου 1778, όταν οι δυο τους εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι. «Οπότε ο Βόλφγκανγκ δεν μπορεί να συνθέσει σπίτι κι αναγκάζεται να πηγαίνει στου κυρίου Λε Γκρος, ο οποίος έχει πιάνο», ενώ στο προηγούμενό της γράμμα έγραφε ότι χωρίς πιάνο, ο Βόλφγκανγκ βαριέται (εδώ).




Ουΐσκι Μότσαρτ


Τα παραπάνω μάλλον κατεβάζουν τον Μότσαρτ σε ανθρώπινο επίπεδο: ούτε άκουγε νοητικά τα μουσικά έργα στην ολότητά τους ούτε ήταν κανάλι κάποιας μυστηριώδους μούσας ούτε είχε ιδιαίτερο DNA ή ιδιαίτερο εγκέφαλο κ.λπ. Αντίθετα, φαίνεται ότι συνέθετε με μια πολύ πιο οικεία μέθοδο – με προχειρογραφήματα και ψήγματα ιδεών, με δοκιμές και πειράματα, μέχρι τα ψήγματα να ενοποιηθούν και να αναδυθεί κάτι ολοκληρωμένο. Πίσω από το θαυμαστό του έργο κρύβονται μάλλον λιγότερο πλατωνικές ερμηνείες από τη μυστηριώδη πηγή της έμπνευσής του: κρύβεται η σκληρή δουλειά και η αφοσίωση στη μουσική. Αυτό είναι ίσως αχώνευτο για τους ρομαντικούς και για τον Πλάτωνα, όμως φανερώνει ότι ακόμα κι ένας τόσο σπουδαίος συνθέτης δεν είναι κάτι το απρόσιτο για μας, τους κοινούς μουσικούς θνητούς. Φυσικά, η «επιστολή στον βαρώνο φον κάτι» και ο μύθος του Μότσαρτ που άκουγε το μουσικό έργο στη φαντασία του θα συνεχίσουν να αναπαράγεται. Π.χ. είδα ότι ο Daniel Dennett χρησιμοποιεί παραδειγματικά τον μύθο σχεδόν σε όλα του τα βιβλία από το 1975 και μετά. Το απίστευτο είναι ότι ακόμα κι όταν τον ενημέρωσαν πως η «επιστολή» ήταν πλαστογραφημένη, αυτός δεν πτοήθηκε και συνέχισε να χρησιμοποιεί τον μύθο, τόσο πολύ τον γοήτευσε! (το αναφέρει στο Darwin’s Dangerous Idea, 1995, σελ. 346: "Peter Kivy informed me that this oft-quoted passage is counterfeit — not Mozart at all … I persist in quoting it here, in spite of Kivy's correction, because it not only expresses but exemplifies the thesis that memes, once they exist, are independent of authors and critics alike. Historical accuracy is important, but the passage so well suits my purposes that Ι am choosing to ignore its pedigree"). When the legend becomes fact, print the legend




 Προχειρογράφημα του Μότσαρτ