Ο Δρόμος Είχε Τη Δική Του Υστερία

Κοιτάζω έναν χάρτη του Βόλου και προσπαθώ να καταλάβω τη λογική της ονοματοδοσίας των δρόμων του. Έχουν τη δική τους ιστορία. Το πιο χτυπητό είναι οι δρόμοι της Νέας Ιωνίας. Μόλις διασχίζεις το ποτάμι και περνάς στους παλιούς προσφυγικούς συνοικισμούς, σου ξανάρχονται ένα-ένα χρόνια δοξασμένα: οδός Κολοκοτρώνη, Νικηταρά, Μπότσαρη, Ναυαρίνου, Κατσαντώνη και άλλων σχετικών, λες και κάποιος πήρε το βιβλίο ιστορίας της 6ης Δημοτικού για να δώσει ονόματα στους δρόμους των προσφύγων. Υπάρχουν βέβαια και λίγοι νοσταλγικοί δρόμοι όπως οδός Προύσης ή Μικράς Ασίας, γενικά όμως στους δρόμους της Νέας Ιωνίας μεθάς με το αθάνατο κρασί του 1821. Ίσως οι «τουρκόσποροι» και οι «βρωμιάρηδες» που εγκαταστάθηκαν μετά την Καταστροφή στην άλλη μεριά του ποταμιού, να έγιναν αντιληπτοί από τους καθωσπρέπει Βολιώτες ως ανεπαρκείς, ημι-Έλληνες και φιλότουρκοι, οπότε έπρεπε να διαπαιδαγωγηθούν στην ελληνοπρέπεια ακόμα και με τις διευθύνσεις των σπιτιών τους. Ο δρόμος είχε τη δική του υστερία. Ήμαν παιδάκι όμως θυμάμαι ακόμα τους παλιούς να μου λένε: «μην πας με το ποδήλατο στη Νέα Ιωνία, είναι βρώμικα εκεί», και νόμιζα ότι εννοούσαν πως έχει πολλά σκουπίδια.

Σύμφωνα με κάποιον Κινέζο που πέρασε από δω, ο Βόλος είναι η πόλη με το χειρότερο φενγκ σούι στον κόσμο. Είναι μια πόλη χτισμένη σ’ έναν κλειστό ορμίσκο, μέσα σ’ έναν πολύ κλειστό κόλπο (τον Παγασητικό), μέσα σε μια κλειστή θάλασσα (το Αιγαίο), μέσα σε μια πολύ κλειστή υπερθάλασσα (τη Μεσόγειο). Από πλευράς ενεργειακών ροών, είπε ο Κινέζος, ο Βόλος είναι σαν ένα σφραγισμένο δωμάτο με ελάχιστο εξαερισμό, οπότε βαλτώνει ενεργειακά. Ερμητικά κλεισμένος από τη μια μεριά με το Πήλιο κι από την άλλη με τον κλειστό ορμίσκο εντός κλειστού κόλπου εντός κλειστής θάλασσας εντός κλειστής υπερθάλασσας, ο ενεργειακός αυτός βάλτος που λέγεται Βόλος τείνει να καλλιεργεί φοβικές νοοτροπίες, επιθετικές συμπεριφορές και περιχαρακωμένο τρόπο ζωής. Τάδε έφη Κινέζος. 


Επιστρέφοντας όμως από τα μέρη που κυριαρχούν οι οπαδοί της Νίκης Βόλου («Νίκη Νέας Ιωνίας» λέγαμε κάποτε) στα μέρη που κυριαρχούν οι οπαδοί του Ολυμπιακού Βόλου, το 1821 υποχωρεί για να δώσει τη θέση του στους αρχαίους και τους σύγχρονους. Για κάποιον περίεργο λόγο, επιβάλλεται να πηγαίνουν μαζί ο Θουκυδίδης και ο Παπαδιαμάντης, ο Ηρόδοτος και η Γαλλία, ο Σόλωνας και ο Νίκος Γκάτσος, εις βάρος των αγωνιστών του 1821. Δηλαδή υπάρχει λίγο κι από αυτό, δε λείπει ποτέ εντελώς, υπάρχει και λίγη ακριτική γεωγραφία (οδός Θρακών), όμως κυβέρνηση συνεργασίας τελικά σχηματίζει ο 20ος αιώνας με την αρχαιότητα στους δρόμους του καθαυτό Βόλου. Ποιος ξέρει γιατί. Κοντά στο Εργατικό Κέντρο θα βρούμε επίσης την οδό Παλαιστίνης και κοντά στην Εβραϊκή Συναγωγή την οδό Μωυσή.

Κουίζ: χωρίς να ανοίξετε χάρτη, ξέρετε πού είναι η οδός Γεωργίου Σαραντάρη στον Βόλο; Η οδός Θαλή;

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, φτάνουμε στο κέντρο του Βόλου, στο μέρος με την εμπορική ζωή και τις υψηλότερες αντικειμενικές αξίες. Το οποίο είναι η αποθέωση του τοπικισμού και της βλαχοδημαρχίας. Κρίθηκε σε κάποια στιγμή ότι κεντρικότατοι δρόμοι επιβάλλεται να φέρουν ονόματα πάλαι ποτέ τοπικών βαρώνων, όπως οδός Δημάρχου Γεωργιάδου, οδός Κ. Καρτάλη, οδός Γ. Καρτάλη, οδός Ι. Καρτάλη (μια τόσο ισχυρή οικογένεια της περιοχής πρέπει να τιμηθεί επαρκώς), οδός Τοπάλη, οδός Γκλαβάνη, οδός Σπυρίδη κ.α. Άμα δεν τους ξέρετε όλους αυτούς, μην ανησυχείτε. Ο κάθε Χαρχούδας που πέρασε από το τοπικό δημαρχείο πρέπει να γίνει και δρόμος κεντρικός. Τρέμω στη σκέψη ότι μελλοντικά ο Βόλος θα αποκτήσει και οδό Αχιλλέα Μπέου...

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν κάτι χωράφια και μπαχτσέδες κοντά στη θάλασσα, κάτω από ένα βουνό, δίπλα σ’ έναν οικισμό περιορισμένο μέσα στα ερείπια ενός βυζαντινού κάστρου. Το μεγάλο αστικό κέντρο της περιοχής τότε ήταν το Βελεστίνο. Κάπου όμως στα τέλη του 19ου αιώνα, ο οικισμός άρχισε να ξεχειλίζει από τα ερείπια του κάστρου και να καταπίνει τα διπλανά χωράφια. Και εγένετο Βόλος. Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα, κι έβγαζ’ η γης το πρώτο της κυκλάμινο, τώρα Βολιώτες παζαρεύουν τα τσιμέντα, ταΐζουν τα νταμάρια το ασβεστοκάμινο. Η πόλη είχε μεγάλο ενδιαφέρον στο ξεκίνημά της, με τον Τζόρτζιο ντε Κίρικο, τον Δελμούζο και τους δημοτικιστές, το Παρθεναγωγείο, το Εργατικό Κέντρο, αργότερα τη Σοφία Βέμπο και άλλους. Σήμερα, η πόλη είναι γνωστή για τον Πέτρο Κωστόπουλο και τον Αχιλλέα Μπέο. Θλίψη... Κοιμήσου, Περσεφόνη, στην αγκαλιά της γης, δήμαρχο Μπερλουσκόνι μη δεις και τρελαθείς. 

Ας πάμε όμως ανατολικότερα στις κυριλέ περιοχές, στη Γλυφάδα του Βόλου, στα μέρη με τα υψηλότερα ενοίκια και τα υψηλότερα ποσοστά του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα. Εκεί εξαφανίζεται εντελώς το 1821 και ο 20ος αιώνας, στα ονόματα των δρόμων βρίσκεις μόνο την αγνότητα της αρχαίας μυθολογίας. Οδός Απόλλωνος, Σειρήνων, Νάρκισσου, Διόσκουρων, Αρτέμιδος, Ποσειδώνος, Κίρκης, Έκτορος και άλλων σουπερστάρ του Ομήρου και του Ησίοδου. Περιστασιακά μόνο η μυθολογία κόβεται από τον υποχρεωτικό δρόμο με το όνομα κάποιας τοπικής εκκλησίας (π.χ. οδός Ζωοδόχου Πηγής), όμως αμέσως μετά ο χριστιανισμός δίνει τη θέση του στον παγανισμό.

Υπάρχει τελικά κάποια τάση; Ίσως ότι όσο πιο λαϊκή περιοχή, τόσο πιο πολύ τείνει να κυριαρχεί το 1821• όσο πιο κεντρική και εμπορική περιοχή, τόσο πιο πολύ τείνουν να εμφανίζονται οι πατριάρχες των κάποτε ισχυρών οικογενειών και οι περασμένοι δήμαρχοι• όσο πιο ευκατάστατη περιοχή, τόσο πιο πολλή μυθολογία. Ο πλούσιος δεν καταδέχεται να μένει σε οδό Παπαφλέσσα, θέλει οδό Μουσών• ο φτωχός δεν πρέπει να μένει σε οδό Ιακύνθου, οφείλει να μένει σε οδό Νικηταρά• το 1821 είναι λαϊκό ενώ η αρχαία μυθολογία είναι μεσοταξική (και μεγαλοαστική)• όσο για τα μέρη που λατρεύεται ο Μαμμωνάς, εκεί που βρίσκονται τα μαγαζιά, οι επιχειρήσεις, τα γραφεία των γιατρών και των δικηγόρων, εκεί είναι που πρέπει να τιμηθούν οι απόγονοι των παλιών τσιφλικάδων που διέπρεψαν ως τοπικοί πολιτευτές.

Έτσι κι αλλιώς, σωτηρία δεν έχουμε. Άμα γεννηθήκαμε σ’ αυτήν την πόλη, στον ενεργειακό βάλτο του Βόλου, είμαστε δια βίου σημαδεμένοι από τα ενεργειακά του κατακάθια. Όλοι στα γουναράδικα θ’ ανταμώσουμε. Ένα γράμμα μόνο ν’ αλλάξεις από το όνομα αυτής της πόλης, ακούγεται σαν «κώλος». Κι ένα γράμμα ν’ αλλάξεις από το όνομα του δημάρχου της, ακούγεται σαν «πέος». Θα μας φάνε όλους οι δεινόσαυροι του Σπήλμπεργκ. Jurassic Volos.

Πολιτικό Αδιέξοδο

Η κυρία έδειχνε κάπου στην ηλικία του Αλέξη Τσίπρα και είχε παρκάρει πολύ κοντά στη γωνία. Ήταν προχθές το πρωί που έβρεχε καταρρακτωδώς, κάπου σε μια κεντρική διασταύρωση του Βόλου. Από τον άλλο δρόμο έρχεται ένας κύριος, ηλικία μεγαλύτερη κι από το παλιό Σιτροέν του, και κάνει να στρίψει. Αποτυχία. Το περιθώριο που άφηνε το αυτοκίνητο της κυρίας και το απέναντι παρκαρισμένο ήτανε μικρότερο κι από αυτό που αφήνουν οι δανειστές στην ελληνική κυβέρνηση. Ο παλαιός κύριος μένει ο μισός στον έναν δρόμο, ο μισός στον άλλον, πάνω ακριβώς στη γωνία, διστάζοντας να εφαρμόσει το σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ, Μόνο Μπροστά! Της κουνάει τα χέρια πίσω από τα κλειστά τζάμια με τον τρόπο που κάνουν οι κωφάλαλοι όταν λένε στη νοηματική: «Προχώρα λίγο...» (Πόσο να προχωρήσει κι αυτή, δηλαδή; Ελάχιστους πόντους άφηνε όλο κι όλο το μπροστινό της παρκαρισμένο αυτοκίνητο). Η κυρία κατεβάζει το τζάμι της και δηλώνει στον εκπρόσωπο του παλαιού:

«Νταλίκα έχετε και δεν μπορείτε να στρίψετε;»

Και η βρόχα έπιπτε στρέιτ θρου, η κυκλοφορία πίσω από τον κύριο κολλούσε, οι πεζοί δίσταζαν να διασχίσουν τη διασταύρωση... Πολιτικό αδιέξοδο. Ο παλαιός κύριος ένιωσε ότι η κατάσταση τον ξεπερνούσε και δεν ήξερε τι να κάνει. Μπρος γκρεμός – να παίζει με τα εκατοστά και τον συμπλέκτη για να περάσει ανάμεσα από την κυρία και το αντιπαρακαρισμένο της αυτοκίνητο – και πίσω ρέμα. Δεν το ‘χε. Εντωμεταξύ, η ψυχολογική πίεση από την αυτοκινητοουρά και τους διστακτικούς πεζούς στη διασταύρωση ήταν τόσο πυκνή που μπορούσε να κοπεί με μαχαίρι. Πολλά χέρια έμεναν μετέωρα πάνω από τις κόρνες με θαυμαστή αυτοσυγκράτηση. Όχι όμως και το χέρι του παλαιού κυρίου που, μέσ’ στον πανικό του, άρχισε να κορνάρει περισσότερο ικετευτικά παρά επιθετικά. Η κυρία, βαριεστημένη, αποφάσισε, όπως κι ο ΣΥΡΙΖΑ, να ξεμπερδεύει με το παλιό και φώναξε:

«Το πρόβλημα είναι ότι δεν πρέπει να οδηγείτε στην ηλικία σας».

Τη λύση έδωσε το κόκκινο Άουντι πίσω από τον παλαιό κύριο. Πέρασε μ’ έναν σβέλτο ελιγμό το μουσειακό Σιτροέν κι έφυγε για να του αφήσει χώρο, καταδεικνύοντας προφανώς τη σύγχρονη γερμανική ηγεμονία επί της νοσταλγικής γαλλικής παρελθοντολογίας. Ο παλαιός κύριος βρήκε ευκαιρία να κάνει λίγο όπισθεν, κατόπιν πήρε πιο ανοιχτά τη στροφή και πέρασε με την ψυχή στο στόμα, βγάζοντας την κυρία από τη ζωή του. Ακολούθησε ένα ταξί μεγάλου κυβισμού που πέρασε προσεκτικά αλλά άνετα τη διασταύρωση. Η ακυβερνησία αποφεύχθηκε, η ομαλότητα απεκαταστάθηκε. Ποιος έφταιξε;

Αφήνω κατά μέρος τον Κ.Ο.Κ. Έχει καταργηθεί εκ των πραγμάτων στα κέντρα όλων των μεγάλων πόλεων και έχει αντικατασταθεί από έναν άλλον, άτυπο Κ.Ο.Κ. που περιέχει ένα και μόνο άρθρο: βόηθα την κατάσταση. Κάτι που έκανε το κόκκινο Άουντι. Κάτι που δεν έκανε η κυρία...

Αν τη ρωτούσαμε θα μας έλεγε: «Και τι νόημα είχε να έκανα μπροστά; Να κολλούσα στον μπροστινό για να δώσω πόσο; Πέντε εκατοστά, το πολύ δέκα; Τίποτα δεν θα άλλαζε. Αυτός φταίει που δεν παραδέχεται ότι έχασε πια τη σπιρτάδα του στο τιμόνι». Και, χωροταξικά μιλώντας, θα είχε πιθανότατα δίκιο. Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι θα είχε και όντως δίκιο. Δεν έδειξε καλή θέληση, αρνήθηκε να του παραχωρήσει αυτά τα πέντε–δέκα ψυχολογικά εκατοστά, να τον διευκολύνει ελάχιστα ή να τον κάνει να δει μια ώρα αρχύτερα ότι πρέπει να κάνει όπισθεν και να πάρει πιο ανοιχτά τη στροφή. Παρέβη τον άτυπο Κ.Ο.Κ. Δεν κρίνεσαι μόνο από εμπράγματα κριτήρια και υλικά αποτελέσματα, κρίνεσαι επιπλέον κι από την πρόθεση που επιδεικνύεις, την καλή σου θέληση ή την απουσία της.

Διότι το γενικότερο θέμα είναι: ποια θέση έχουν στον οδηγικό μας κόσμο οι πληβείοι του τιμονιού; Οι ηλικιωμένοι, οι αρχάριοι, όλοι αυτοί που οδηγούν υποβέλτιστα, χωρίς σπιρτάδα και νεύρο, σαν να ζητάνε συγνώμη από τον δρόμο για την παρουσία τους; Είναι κυκλοφοριακά προσκόμματα («το πρόβλημα είναι ότι δεν πρέπει να οδηγείτε στην ηλικία σας») ή δικαιωματικοί κυκλοφοριακοί πολίτες; Ο δρόμος ανήκει μόνο σ’ αυτούς που μπορούν να οδηγούν διεκπεραιωτικά, ή ανήκει σε όλους;

Επιλέγω το δεύτερο. Δεν μπορώ να εγκρίνω το ακραίο οδηγικό απαρτχάιντ της αξιοκρατίας του τιμονιού. Αντίθετα, ο τρόπος που το βλέπω είναι ότι οι οδηγικώς άριστοι έχουν πρόσθετες ευθύνες, υποχρεούνται να αντισταθμίσουν την υποβέλτιστη οδήγηση των πληβείων του τιμονιού με έξτρα δόσεις επαγρύπνησης, σβελτάδας και υπομονής. Είμαστε όλοι στο ίδιο τσουβάλι, ως κοινωνία, βέλτιστοι και υποβέλτιστοι, άριστοι και πληβείοι, επιτυχημένοι κι αποτυχημένοι, και συχνά καλούμαστε να αντισταθμίσουμε για άλλους, όπως κι άλλοι συχνά θα κληθούν να αντισταθμίσουν για μας. No man is an island.

Είναι κι άλλη μια δυσάρεστη σκέψη που δεν μπορώ να αποφύγω: η τεχνολογία δεν είναι ηθικά ουδέτερη. Είμαι σίγουρος πως αν η συγκεκριμένη κυρία παρακολουθούσε μια παρόμοια σκηνή ως θεατής, όπως εγώ εκείνο το πρωί, θα κατέληγε σε μια πιο επιεική στάση για τον ηλικιωμένο οδηγό του παλιού Σιτροέν. Είμαι επίσης σίγουρος ότι αν εγώ ήμουν στη θέση της κυρίας, θα έβλεπα διαφορετικά πράγματα στο περιστατικό από αυτά που γράφω τώρα. Είναι το ίδιο το αυτοκίνητο – ακριβέστερα, η οδήγηση σε πυκνές αστικές συνθήκες – που μας κάνει να εκλαμβάνουμε την οδήγηση του άλλου ως επιθετική και την πρόθεση πίσω από την οδήγησή του ως εγωιστική. Σε κατάσταση μόνιμου στρες, με μια αίσθηση χωροταξικής ανημπόριας και δυσκινησίας, τείνουμε αυθόρμητα να εκλαμβάνουμε το κάθε τι κινούμενο που εμφανίζεται στο οπτικό μας πεδίο ως απειλή και να κρίνουμε τα οδηγικά περιστατικά βάζοντας το δικό μας όχημα στην αρχή του συστήματος συντεταγμένων. Όχι, η τεχνολογία δεν είναι ηθικά ουδέτερη. Δηλαδή, δεν είμαστε εξαρχής επιθετικοί, ιδιοτελείς, αγενείς κ.λπ., οπότε τα βγάζουμε αυτά και πίσω από το τιμόνι. Αντίθετα, είναι το ίδιο το αυτοκίνητο (= η οδήγηση σε πυκνές αστικές συνθήκες) που μας κάνει να βλέπουμε συνεχώς απειλές, κινδύνους, εγωίσταρους που δεν ξέρουν και δεν πρέπει να οδηγούν.

Και η βρόχα έπιπτε στρέιτ θρου, η πόλη του Βόλου συνέχιζε την υγρή καθημερινότητά της, ο Αχιλλέας Μπέος πάνω σ’ ένα σκούτερ έκανε τον τροχονόμο, η ομίχλη κάλυπτε το Πήλιο, όλα φυσιολογικά. Το ίδιο βράδυ, μια κυρία θα παραπονιόταν οργισμένη στον άντρα της για τους ανίκανους γέρους που θέλουν και να οδηγούν ενώ δεν ξέρουν πού παν τα τέσσερα, ενώ ο Αλέξης Τσίπρας θα πεταγόταν ιδρωμένος στον ύπνο του από έναν ακαθόριστο εφιάλτη όπου τον κυνηγούσε ένα παλιό Σιτροέν.

Το Αριστερό Ντάρμα

Πριν αρκετά χρόνια, ένας από τους κορυφαίους βουδιστές ηγούμενους της Ταϊλάνδης ήταν καλεσμένος σε τηλεοπτική συζήτηση. Όταν τέθηκε το θέμα της εκτεταμένης διαφθοράς των πολιτικών της χώρας, της διαπλοκής τους με επιχειρηματικά και άλλα συμφέροντα, ο ηγούμενος είπε – χαριτολογώντας – ότι θα πρέπει να αναλάβουν τη διακυβέρνηση οι βουδιστές μοναχοί, διότι είναι ελεύθεροι από τις προσκολλήσεις και τις προσωπικές φιλοδοξίες, οπότε δεν θα τους διαφθείρουν τα συμφέροντα.

Καθότι όμως η ιστορία επαναλαμβάνεται ως Τσίπρας, το παραπάνω επιχείρημα διατυπώνεται εκ νέου και από ένα κομμάτι του προεδρικού ΣΥΡΙΖΑ. Σύμφωνα με τη λογική του, η Αριστερά στην κυβέρνηση είναι ό,τι πιο φιλολαϊκότερο και, σε κάθε περίπτωση, καλύτερο από το να αφεθεί η διακυβέρνηση της χώρας στο προσωπικό του χρεωκοπημένου πολιτικού συστήματος. Διότι η κυβέρνηση του αριστερού πρωθυπουργού θα απαλύνει τον κοινωνικό πόνο της επερχόμενης συμφωνίας με αντισταθμιστικά μέτρα – στο μέτρο πάντα του εφικτού – εκεί που οι δυνάμεις του πολιτικού κατεστημένου θα κρατούσαν ανάλγητη στάση και θα έπαιζαν το παιχνίδι των δανειστών. Ως απόδειξη της αριστεροσύνης του Τσίπρα προβάλλεται συνήθως το αγωνιστικό του παρελθόν και η πάλαι ποτέ κινηματική του συμμετοχή.

Ο Τσίπρας είναι η συνέχιση του Βουδισμού με άλλα μέσα. Τόσο ο ηγούμενος όσο και αυτός (ή το κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ που εξακολουθεί να του δίνει ψήφο εμπιστοσύνης) ανάγουν την προσωπική τους νομιμοποίηση στην πρόσβαση σε μια μεταφυσική αρχή – ο ένας στο Ντάρμα, ο άλλος στην Αριστεροσύνη – με την οποία αξιώνουν προνομιακή επικοινωνία, και η οποία νικάει τη φθορά της εξουσίας. Η πορεία μου στο Ευγενές Οκταπλό Μονοπάτι εξασφαλίζουν πως όταν μου χτυπήσουν την πόρτα οι επιχειρηματίες με μίζες, εγώ θα γυρίσω την πλάτη στα χρήματά τους• οι παλιές αγωνιστικές μου περγαμηνές εξασφαλίζουν ότι, ως μέλος της κυβέρνησης, θα είμαι δικαιότερος και φιλολαϊκότερος από το κατεστημένο πολιτικό προσωπικό. Η διαφορά τους είναι ότι ο μεν ηγούμενος αστειευόταν, ο Τσίπρας όμως τα πιστεύει στα σοβαρά.

Η προφητική αυτή αξίωση υπονοεί ότι υπάρχει μια εξω-ιστορική ουσία, το Αριστερό Ντάρμα, παραγόμενο από την τριβή με κινηματικές και αγωνιστικές διαδικασίες, το οποίο έχει τη δύναμη να κερδίσει την αυτοπαγίδευση της εξουσίας. Αυτό το Αριστερό Ντάρμα είναι προφανώς αποθηκεύσιμο: μια φορά στη ζωή σου να έρθεις σε επαφή μαζί του, θα διατηρηθεί και στο μέλλον η προνομιακή σου πρόσβαση σ’ αυτό, ανεξαρτήτως της μεταβολής των συνθηκών και του προσωπικού σου στάτους. Συνθηματικά, θα μπορούσαμε να πούμε: καθότι ο Λαλιώτης υπήρξε στα νιάτα του αγωνιστής και ήρωας, δεν μπορεί παρά να γίνει ένας τίμιος και αδιάφθορος υπουργός. Μία είναι η Αριστερά και προφήτης Της ο Τσίπρας.

Ίσως ο πρωθυπουργός αναπτύξει κάποτε αυτές του τις στάσεις, ίσως τις θεωρητικοποιήσει και φτιάξει έναν δικό του Βουδισμό με Ευγενές Οκταπλό Αριστερό Μονοπάτι. Προς το παρόν, μετά από έξι μήνες διακυβέρνησής του, τώρα που η Die Welt τον λέει κυρίαρχο του πολιτικού παιχνιδιού στη χώρα, «ισχυρό σαν βασιλιά», και οι Νew York Times τον λένε «ρεαλιστή με φρόνηση» από εκεί που κάποτε ήταν ένας ιδεαλιστής ριζοσπάστης, το Αριστερό Ντάρμα αποδεικνύεται μυστηριώδες για όλους εμάς, τους προσκολλημένους στον κόσμο των ψευδαισθήσεων, άγνωστες οι βουλές του.

«Αυτή η Βουλή δεν θα υπογράψει νέο μνημόνιο!» έλεγε θριαμβευτικά ο νικητής των τελευταίων εκλογών, ενώ στις 30 Ιανουαρίου μάς ενημέρωνε για ποιο λόγο θα είναι ένας ΡΙΖΙΚΑ διαφορετικός πρωθυπουργός από όλους τους προηγούμενους: «Οι προκάτοχοί μου επέλεξαν άλλα να λένε προεκλογικά και άλλα να κάνουν μετεκλογικά. Σκέφτομαι να πρωτοτυπήσω και να μείνω συνεπής στις δεσμεύσεις μου». Όλα αυτά, βλέπω, σήμερα τα αντιμετωπίζει με την τακτική: «Εντάξει, είπα και μια κουβέντα παραπάνω, μην το κάνουμε θέμα» («μην παραπέμπετε σε μια ομιλία μου του 2012, ας αφήσουμε το πλαίσιο αυτό της λαϊκίστικης προσέγγισης» είπε στη συνέντευξή του στο Κόκκινο, αυτο καταλαβαίνω ότι εννοεί). Δεν είμαστε αρκετά ώριμοι ακόμα για να διακρίνουμε τη διαφορά του ουσιώδους από το μη-ουσιώδες, των σοβαρών τοποθετήσεων από τους αυθόρμητους ενθουσιασμούς, στον λόγο του δαχτυλιδοκουβαλητή της Αριστεράς.

Πάντως, ακόμα πιο διαφωτιστικό είναι ότι το Αριστερό Ντάρμα περιλαμβάνει έναν ασαφή Χιλιασμό: όταν αλλάξουν οι πολιτικοί συσχετισμοί στην Ευρώπη, όταν γίνουν διεθνώς περισσότερο ορατά τα αδιέξοδα της λιτότητας, όταν έρθουν στα πράγματα οι Ποδέμος, όταν αλλάξει η Ευρωζώνη... τότε θα ανατρέψουμε τα μνημόνια και θα μαλακώσει η σκληρή καρδιά των δανειστών. Κάποτε θα βρεθούν τα άστρα στη σωστή τους θέση. Βλέπω ότι ένα κομμάτι του προεδρικού ΣΥΡΙΖΑ όσο κι ο ίδιος ο Τσίπρας (συνέντευξη στο Κόκκινο: «Αυτό που μένει είναι η απόλυτη επιβεβαίωση σε διεθνές επίπεδο του αδιέξοδου δρόμου της λιτότητας») προβάλει συνεχώς αυτόν τον ασαφή Χιλιασμό, περιμένει τα άστρα να βρεθούν στη σωστή τους θέση.

Ακόμα πιο διαφωτιστικό όμως είναι όμως ότι το Αριστερό Ντάρμα δεν είναι εκδικητικό, περιλαμβάνει βουδιστική συμπόνοια για όλα τα πλάσματα της γης, ακόμα και για την ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ («δεν μπορεί η δικαίωση του αγώνα στις Σκουριές να ταυτίζεται με μια εκδικητική άποψη ότι οι εργαζόμενοι της εταιρείας πρέπει να μείνουν χωρίς δουλειά», συνέντευξη στο Κόκκινο).

Περιλαμβάνει επίσης μη-βία και Γκάντι: «Ο ρόλος του αστυνομικού δεν είναι να ξυλοκοπεί ή να δημιουργεί συνθήκες κατάλυσης της δημοκρατικής νομιμότητας μιας διαδήλωσης», σχολίασε ο πρωθυπουργός για τη διαδήλωση της 16ης Ιουλίου («ένιωσα ένα χτύπημα στην πλάτη και έπεσα κάτω. Ένας αστυνoμικός των MAT με κλώτσησε στo κεφάλι. Χτύπησαν τo κεφάλι μoυ στην πόρτα της κλούβας» κ.α.)

Τέλος, το Αριστερό Ντάρμα μιλάει κινέζικα: τώρα ο Τσίπρας σιν νιε χάου με τους ανθρώπους της κινέζικης κυβέρνησης, εκεί που πριν έξι χρόνια κατακεραύνωνε το πόδι που έβαλε η Cosco στον Πειραιά. Αυτά τα λόγια με σφίξανε σαν πένσα:

Ο ΡΕΑΛΙΣΤΗΣ
Θυμάσαι που υποσχόσουνα μια αλλιώτικη πορεία
Με πάθος και δεσμεύσεις, σαν αρχαία τραγωδία;
Τώρα κοκορεύεσαι απάνω στον εξώστη
Και μιλάς στο πόπολο σαν τον ναυαγοσώστη.

Στη φίλη μου τη Ράνια που σ’ έχει ερωτευτεί
Θα σε καταγγείλω, πρόεδρε ρεαλιστή
Άσκοπα ελπίζει, θα πάω να της πω,
Απ’ αυτήν τη κότα κάποτε να δει αυγό.

Τίποτα πια δεν σ’ απειλεί, μόνος σου παίζεις τώρα
Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, την έσωσες τη χώρα
Κι ό,τι σε γλιτώνει και σου δίνει την αιτία,
Είναι που χρειάζεται κι αυτή η συμφωνία.

Ο πρώτος προβοκάτορας, το πρώτο τρολ μοιραία
Είναι η αφεντιά σου που αντιγράφει τον Ανδρέα.
Άλλαξες τροπάριο, η φρόνηση επενέβη
Σαν το δόγμα του ρεαλισμού που σε βολεύει.

Χαρά να σε γιαούρτωνα εκεί που ρητορεύεις
Που αυτοακυρώνεσαι και που εκλογικεύεις
Παίρνεις τις ελπίδες μου και μου τις κάνεις λιώμα
Έφτιαξες δικό σου μαγαζί μέσα στο κόμμα.


Το Άνισο Ζύγισμα

Μια φορά κι έναν καιρό, ένας βασιλιάς περιόδευε στη χώρα με τη συνοδεία του. Σε κάποια στιγμή, βλέπει έναν ψαρά να τραβάει τα δίχτυα του όμως να βγάζει ελάχιστα μόνο ψάρια. Ο βασιλιάς τον ρώτησε αν είναι ευχαριστημένος από τη δουλειά του κι αν τα βγάζει πέρα. 
-- «Δύσκολα...» απάντησε ο ψαράς. «Έχω οικογένεια με τέσσερα παιδιά. Δεν μπορούμε να χορτάσουμε ψωμί». Ο βασιλιάς τον συμπόνεσε και του είπε:
-- «Ρίξε πάλι τα δίχτυα σου στη θάλασσα. Κι όσα ψάρια βγάλεις, το βάρος τους θα σου το δώσω σε χρυσό». 
Συνοψίζω ένα παραμυθάκι από τη συλλογή Παλιές Πηλιορείτικες Ιστορίες του Παπαντώνη, έκδοση της Κοινότητας Πορταριάς, 2008. Ο Παπαντώνης ήταν ο Αντώνιος Μούχτης, 1855 – 1943, παπάς στην προπολεμική Πορταριά και ονομαστός παραμυθάς. Πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του, τα εγγόνια του Παπαντώνη κάθισαν μαζί και προσπάθησαν να θυμηθούν όσα περισσότερα παραμύθια του παππού μπορούσαν. Έτσι προέκυψε η συλλογή.
Χάρηκε ο ψαράς κι έριξε πάλι τα δίχτυα του στη θάλασσα. Όταν όμως μετά άρχισε να τα τραβάει, η χαρά του έσβησε καθώς τα έβλεπε να βγαίνουν άδεια. Τελικά δεν υπήρχε τίποτα μέσα στα δίχτυα, παρά μόνο ένα μάτι ψαριού, μεγάλο και στρογγυλό σαν χάντρα. 
Ο βασιλιάς διέταξε να βάλουν το μάτι στον ένα ζυγό της ζυγαριάς, κι αυτή αμέσως έγειρε προς τη μεριά του. Στον άλλο ζυγό ο βασιλιάς έριξε μια χρυσή λίρα, όμως το μάτι συνέχισε να βαραίνει περισσότερο. Έριξε κι άλλη λίρα, κι άλλη, κι άλλη, κι άλλη, όμως η ζυγαριά έγερνε μόνιμα προς τη μεριά του ματιού. Όλοι απόρησαν και φοβήθηκαν. Οι σοφοί του παλατιού δεν μπορούσαν να δώσουν καμία εξήγηση. Κάποιος τότε πρότεινε να φέρουν έναν γέρο καλόγερο, ονομαστό για τις γνώσεις και τη σοφία του, που έμενε σ’ ένα κελί εκεί κοντά. Ο βασιλιάς διέταξε τους ανθρώπους του, αυτοί πήγαν στο κελί και μετά από λίγο έφεραν τον ηλικιωμένο καλόγερο. 
Τα περισσότερα παραμύθια του ο Παπαντώνης τα άκουσε από έναν περιπλανώμενο μοναχό ονόματι Γεδεών, που πέρασε από την Πορταριά κι εγκαταστάθηκε σ’ ένα κελί της εκκλησίας. Κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν ο μοναχός αυτός, από πού κατάγετο και πού άκουσε τα παραμύθια (ή μήπως τα έφτιαξε ο ίδιος;)
Ο καλόγερος είδε την κατάσταση, χαμογέλασε και πήρε μια φούχτα χώμα από κάτω. Την έριξε στο μάτι του ψαριού, το σκέπασε με χώμα, κι αμέσως η ζυγαριά έγειρε προς τον ζυγό με τις λίρες. Όλοι έμειναν κατάπληκτοι. Ο καλόγερος εξήγησε: 
-- Αυτό το μάτι του ψαριού είναι σαν το μάτι του ανθρώπου. Όσο είναι ανοιχτό, είναι αχόρταγο. Θέλει κι άλλα, κι άλλα, θέλει να συσσωρεύσει πλούτη, που όταν όμως έρθει η στιγμή και κλείσει τα μάτια του, δεν θα τα πάρει μαζί του. Τότε δεν θα ‘χουν καμία αξία γι’ αυτόν.
Ο βασιλιάς τ’ άκουσε κι έμεινε σκεπτικός. Ο ίδιος ήταν πολύ πλούσιος... Στο τέλος φώναξε τον ψαρά και του έδωσε όλες τις λίρες που ήταν πάνω στη ζυγαριά. 
Ωραίο παραμυθάκι, χριστιανικό, όμως όταν το διάβασα ένιωσα ότι κάτι μου θύμιζε. Κάπου είχα ξανακούσει κάτι παρόμοιο. Το βρήκα μετά από λίγο: ήταν μια ιστορία από τη Μαχαμπαράτα (την αποδίδω όπως ο Peter Brook στο ομώνυμο φιλμ, η καθαυτό ιστορία από το ινδικό έπος είναι μάλλον κουραστική, εγκεφαλική και μεγάλη):
Ο βασιλιάς Σίβι είχε τη φήμη του καλού και του δίκαιου. Μια μέρα, εκεί που καθόταν στην αυλή του, πέφτει ένα εξαντλημένο και κατατρομαγμένο περιστέρι στην αγκαλιά του. Ο βασιλιάς το συμπόνεσε και ορκίστηκε να το φροντίσει. Όμως ξαφνικά ακούει ένα άγριο κρώξιμο. Κοιτάζει και βλέπει πιο πέρα ένα γεράκι αποστεωμένο από την πείνα. 
-- «Δώσε μου αυτό το περιστέρι», είπε το γεράκι. «Είναι η λεία μου». 
Ο βασιλιάς Σίβι αρνήθηκε. Είπε ότι το περιστέρι πλέον βρισκόταν υπό την προστασία του κι ότι δεν θα το άφηνε να θανατωθεί. 
-- «Όμως», είπε το γεράκι, «αυτό σημαίνει ότι θα θανατωθώ εγώ από την πείνα. Καλώς ή κακώς η φύση μου είναι να κυνηγώ περιστέρια. Κι η ζωή του περιστεριού δεν είναι καλύτερη ή χειρότερη από τη δική μου». 
Ο βασιλιάς αναγνώρισε ότι το γεράκι είχε τα δίκια του, όμως αυτό ειδικά το περιστέρι δεν μπορούσε να του το δώσει.
-- «Ζήτα μου ό,τι άλλο θέλεις», είπε στο γεράκι. Το αρπαχτικό σκέφτηκε λίγο και στο τέλος απάντησε: 
-- «Μόνο ένα πράγμα μπορώ να δεχτώ αντί για το περιστέρι, μια που το πήρες υπό την προστασία σου. Θέλω ένα κομμάτι κρέας από το σώμα σου ίσο σε βάρος με το περιστέρι». 
Ο βασιλιάς Σίβι διέταξε να του φέρουν μια ζυγαριά κι ένα μαχαίρι. Έβαλε το περιστέρι (που έτρεμε ακόμα από τον φόβο) στον ένα ζυγό κι η ζυγαριά έγειρε προς το μέρος του πουλιού. Ο βασιλιάς υπολόγισε λίγο, και με μια αποφασιστική κίνηση έκοψε ένα κομμάτι κρέας από τον μηρό του. Το έβαλε στον άλλον ζυγό, όμως η ζυγαριά έγερνε ακόμα προς τη μεριά του περιστεριού. Ο βασιλιάς έκοψε κι άλλο κομμάτι κρέας, κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο, τα έβαλε στη ζυγαριά όμως το περιστέρι συνέχισε να είναι βαρύτερο. Στο τέλος ο καταματωμένος και ακρωτηριασμένος βασιλιάς ανέβηκε ο ίδιος στη ζυγαριά, όμως αυτή έγερνε πάντα προς τη μεριά του περιστεριού. 
Ο βασιλιάς σήκωσε τα μάτια του και είδε τα δυο πουλιά να στέκονται μπροστά του τυλιγμένα σε μια εξώκοσμη αύρα: ήταν θεϊκά όντα. 
-- «Το περιστέρι κι εγώ ήρθαμε να σε δοκιμάσουμε», είπε το γεράκι. «Ήρθαμε να δούμε τον πιο δίκαιο βασιλιά του κόσμου». 
Οι δύο ιστορίες έχουν αυτό το κοινό στοιχείο, το άνισο ζύγισμα. Κάτι που φαίνεται μικρό και ελαφρύ, παραδόξως αποδεικνύεται βαρύτατο στο φινάλε. Κάποια πράγματα στη ζωή έχουν τεράστιο ειδικό βάρος, πολύ περισσότερο από αυτό που νομίζουμε αρχικά.

Φυσικά, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι οι άγνωστοι συγγραφείς της Μαχαμπαράτα κι ο αγνώστων λοιπών στοιχείων καλόγερος Γεδεών (ή ο Παπαντώνης ή αυτός που είπε την ιστορία στον Γεδεών ή στον Παπαντώνη) έτυχε να έχουν παρόμοια έμπνευση. Εμένα πάντως η ομοιότητα των δύο ιστοριών μού φαίνεται μεγάλη για να είναι τυχαία. Από την άλλη, απίθανο να ήταν γνωστή η Μαχαμπαράτα στην προπολεμική Ελλάδα, αν και δεν έχω ιδέα πότε αποδόθηκε στα ελληνικά πρώτη φορά. Τι συμπέρασμα να βγάλω;

Σίγουρα ότι πολλά πράγματα στη ζωή δεν μπαίνουν εύκολα στο ζύγι και στο μέτρημα.

ΥΓ: Όποιος θέλει να διαβάσει την ιστορία του βασιλιά Σίβι όπως ακριβώς περιέχεται στη Μαχαμπαράτα, μπορεί να δοκιμάσει τις αντοχές του εδώ

Οι Χαμένοι Αγώνες

Από τη βραβευμένη έρευνα της K. Monroe, The Heart of Altruism (1996), Κεφ. 10:

Μπέτε (Γερμανίδα που διέσωσε Εβραίους στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο): Ξέραμε τι θα συνέβαινε αν μας ανακάλυπταν. Θα μας έπαιρναν για εκτέλεση, κι εμάς και τα παιδιά μας. Το ξέραμε καλά αυτό. Αλλά όταν στέκονται στην πόρτα σου, με τη ζωή τους να κρέμεται από μια κλωστή, τι άλλο να κάνεις; Δεν γίνεται να τους εγκαταλείψεις.

Μπερτ (Ολλανδός που διέσωσε Εβραίους): Βοηθάς τους ανθρώπους γιατί είσαι κι εσύ άνθρωπος και βλέπεις ότι υπάρχει ανάγκη. Υπάρχουν πράγματα σ’ αυτή τη ζωή που πρέπει να τα κάνεις και τα κάνεις.

Λεόνι (Ολλανδή που διέσωσε Εβραίους): Όταν ένας άνθρωπος είναι αιμόφυρτος στο χώμα, πας και βοηθάς.

Μαργκώ (Ολλανδή που διέσωσε Εβραίους): Είναι σχεδόν αδύνατο να μη βοηθήσεις. Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, να εγκαταλείψεις κάποιον που κινδυνεύει. Δεν γίνεται.

Η K.Monroe επισημαίνει πως όλοι οι διασώστες όταν ρωτήθηκαν γιατί ριψοκινδύνευσαν τη ζωή τους να σώσουν αγνώστους, απάντησαν: «Μα τι άλλο να ‘κανα; Άνθρωποι ήταν, σαν κι εσένα, σαν κι εμένα».

Σε αντιδιαστολή, άλλοι που έβλεπαν τη δίωξη των Εβραίων και δεν έκαναν τίποτα, όταν ρωτήθηκαν σχετικά απάντησαν: «Μα τι να ‘κανα; Ήμουν μόνος απέναντι στους Ναζί».

Λοιπόν δεν είναι η νίκη, δεν αγωνιζόμαστε για τη νίκη. Είναι ότι ορισμένα πράγματα στη ζωή πρέπει να τα κάνεις. Άσχετα αν κερδίσεις, χάσεις ή τσακιστείς εντελώς. Αν αρχίσεις και σκέφτεσαι με όρους πιθανοτήτων και επιτυχίας, πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να κερδίσεις... άστα να παν. Δεν υπάρχει περίπτωση, θα καταλήξεις στο: «Μα τι να ‘κανα; Ήμουν μόνος απέναντι στους Ναζί». Θα βρεις τρόπο να το εκλογικεύσεις.

Οι χαμένοι αγώνες είναι αυτοί που έχουν αξία. Όταν ξέρεις ότι το παιχνίδι είναι σικέ, το έστησε ο Αχιλλέας Μπέος, ο διαιτητής είναι πληρωμένος, κι όμως συνεχίζεις να αγωνίζεσαι, τότε μόνο έχει αξία. Ποτέ από το χρέος μη κινούντες.

Μετά από χρόνια, θα κοιτάμε πίσω τη ζωή μας και θα ανακαλύπτουμε ελάχιστα από αυτά που τώρα θεωρούμε σημαντικά και πολύτιμα. Θα χαθούν τα πάντα αφήνοντας μόνο μια φτωχή ανάμνηση. Όλα φεύγουν... Όμως οι χαμένοι αγώνες θα μείνουν! Οι στιγμές που συνέχισες να αγωνίζεσαι ενώ ήξερες ότι το παιχνίδι είναι χαμένο, θα ζούνε ολοζώντανες στη μνήμη, σαν να ‘ταν χθες. Θα γίνουν η δική σου προσωπική αιωνιότητα (αυτό που ο Κίρκεγκορ έλεγε κάπου: «να ζήσεις την αιωνιότητα εδώ, σ’ αυτή τη ζωή»).

Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των
Ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες
...........................................
Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει
Όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
Πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
Κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.

Οι Ανόητοι Που "Δεν Βλέπουν Τα Προφανή"

Μαζεύτηκαν με τις σφυρίχτρες τους για να διαδηλώσουν, πολλοί από αυτούς δεν είχαν ξαναδιαδηλώσει στη ζωή τους. Στην αρχή, εισέπραξαν έντονη ειρωνία για την κυριλέ εικόνα τους: διαδήλωση με γόβες και κουστούμια, γραβάτες, διάλειμμα για λάττε στα γύρω μαγαζιά... είναι σίγουρα ασυνήθιστο. Είχαν σαφή μεσοταξικό χαρακτήρα: σίγουρα η πλειοψηφία από τις σφυρίχτρες δεν ήταν άνθρωποι που δούλευαν χειρωνακτικά, αλλά άνθρωποι που είχαν συνηθίσει σε γραφείο, βιβλία και Η/Υ. Υψηλοί πολιτικοί θεσμοί, που υποτίθεται ότι είναι ουδέτεροι, δεν άντεξαν στον πειρασμό και πήραν θέση υπέρ αυτών. Δεν γνώρισαν αστυνομική καταστολή, η κυβέρνηση αποφάσισε να τους αντιμετωπίσει χωρίς γκλομπ, ΜΑΤ και δακρυγόνα - οι ίδιοι όμως το προσπέρασαν στο ντούκου αυτό και το ερμήνευσαν ως δικό τους κατόρθωμα, ότι πρώτη φορά γίνεται μια πολιτισμένη διαδήλωση, μια διαδήλωση διαφορετική από τις άλλες. Μαζί τους συν-σφύριξαν και μερικά γνωστά πολιτικά καθάρματα, όμως αυτούς δεν τους πείραξε πολύ, δεν αγανάκτησαν ιδιαίτερα που βρέθηκαν να συμπορεύονται με αχρείους της πολιτικής. Διότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα: έβλεπαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους ως ανόητους που «δεν καταλαβαίνουν τα προφανή» και κατέστρεφαν τη χώρα, οπότε έπρεπε να απομακρυνθούν το συντομότερο δυνατό.

Όχι, δεν μιλάω για τους Μένουμε Ευρώπη στην Ελλάδα. Μιλάω για τους μοναρχικούς («Κίτρινους») της Ταϊλάνδης. Και τις σφυριχτρικές συγκεντρώσεις τους το φθινόπωρο του 2014 που κατάφεραν να οδηγήσουν τη χώρα σε εκτροπή και να ρίξουν την εκλεγμένη κυβέρνηση:
«Είμαστε εδώ για να πάρουμε πίσω τη χώρα μας από την πλειοψηφία. Ως το πιο σημαντικό, μορφωμένο και ευκατάστατο 29% της χώρας, δεν θα ηρεμήσουμε μέχρι να επιβάλουμε το δικαίωμά μας να κυβερνήσουμε ως η δικαιωματική μειονότητα. Η χώρα πρέπει να κυβερνηθεί από καλούς ανθρώπους που νοιάζονται για όλους, όχι μόνο για τον εαυτό τους. Κι εμείς, το 29%, είμαστε εδώ για να αντιπροσωπεύσουμε τα συμφέροντα όλων, είτε τους αρέσει είτε όχι» (η ιστοσελίδα είναι σατιρική, σαν το The Onion).  
Για την ιστορία, η πόλωση και το μίσος ανέβαινε κατακόρυφα στις συγκεντρώσεις των μοναρχικών. Όπως και ο σεξισμός: ξεκίνησε από αστειάκια και υπονοούμενα, όμως σύντομα τα σχόλια για τις γυναίκες των πολιτικών τους αντιπάλων, ειδικά γι’ αυτές, άρχισαν να φτάνουν σε επίπεδο γηπεδικής καφροσύνης. Όπως και η νοοτροπία ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Οι πολιτικοί τους αντίπαλοι, στο κάτω-κάτω, ήταν ένα μάτσο ανόητοι που δεν μπορούσαν να καταλάβουν ούτε τα προφανή, κατέστρεφαν τη χώρα. Ήταν καλό και σωστό να απομακρυνθούν πριν φέρουν τον τελειωτικό όλεθρο. Και καθότι οι μοναρχικοί δεν μπορούσαν να το καταφέρουν αυτό με τις εκλογές και τις κάλπες, άρχισε να μην τους κακοφαίνεται πολύ το να κλέψουν το αποτέλεσμα των εκλογών. Με τη στήριξη υψηλών πολιτικών θεσμών που, υποτίθεται, είναι ουδέτεροι, οι μοναρχικοί άρχισαν να αισθάνονται όλο και περισσότερο ότι πρόκειται για ειδική περίσταση που απαιτεί ειδικά μέσα, ότι δεν υπάρχει αντίφαση στο να ζητάς να σώσεις τη δημοκρατία βάζοντάς την στον γύψο, ούτε στο να γίνεσαι κάφρος για να υπερασπιστείς την ανώτερή σου καλλιέργεια, γνώση και μορφωτικό επίπεδο.

Στο κάτω-κάτω, οι πολιτικοί τους αντίπαλοι δεν ήταν άνθρωποι που μπορείς να συζητήσεις μαζί τους, ήταν επικίνδυνοι ανόητοι που «δεν βλέπουν τα προφανή».

Βολιώτες Δήμαρχοι

Ο ανταποκριτής του μπλογκ στον 20ο αιώνα κ. Κωνσταντίνος Καβάφης μάς έστειλε το ακόλουθο σχόλιο, σε ποιητική μορφή, για την τοπική αυτοδιοίκηση της χώρας:

ΒΟΛΙΩΤΕΣ ΔΗΜΑΡΧΟΙ 

Μαζεύθηκαν οι Βολιώτες
Να εκλέξουν δήμαρχο της πόλης,
Τον συριζαίο, τον ΝΔκράτη και τους άλλους κομματικούς.

Ο Αχιλλέας Μπέος στέκονταν πιο εμπροστά,
Πρώτος στις δημοσκοπήσεις,
Με τη δόξα του Ολυμπιακού Βόλου
Και την ανοιχτή στήριξη της ΧΑ.
Υποσχέθηκε να κάνει την πόλη Μονακό,
Να ξεκόψει από το σάπιο πολιτικό κατεστημένο,
Να είναι πιότερο από τους μικρούς,
Να είναι ο Δήμαρχος των Δημάρχων.

Οι Βολιώτες ένοιωθαν βέβαια
Που ο άνθρωπος αυτός ήταν υπόκοσμος.

Aλλά οι παλιοί κομματικοί δήμαρχοι ήταν απαξιωμένοι,
Η προεκλογική καμπάνια του Μπέου εντυπωσιακή,
Η πορεία του Ολυμπιακού Βόλου ένα
Θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης:
Σούπερ Λιγκ, νίκησε και την ΑΕΚ,
(Κι αν κατηγορούν τον Μπέο για στημένα
Μήπως είναι ο μόνος; Μήπως οι άλλοι δεν στήνουν;)
Κ’ οι Βολιώτες έτρεχαν πια στην εορτή,
Κ’ ενθουσιάζονταν, κ’ επευφημούσαν, και ψήφιζαν
Γοητευμένοι με την ωραία εικόνα—
Μ’ όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,
Τι υπόκοσμος που ήταν αυτός ο δήμαρχος.

Τα Κόμματα Και Τα Μαχαίρια

Αφορμή αυτού του κειμένου ήταν μια ιντερνετική συζήτηση για τα αριστερά / επαναστατικά κόμματα, τη χρησιμότητα και τους περιορισμούς τους. Μια άποψη που διατυπώθηκε ήταν ότι τα κόμματα αυτά είναι εργαλεία, όπως το μαχαίρι που μπορείς να το χρησιμοποιήσεις για να κόψεις ψωμί ή λαιμούς. Τα κορμιά και τα μαχαίρια, έλεγε το τραγούδι της Αρβανιτάκη, αν βρεθούν σε λάθος χέρια, κάποιος χαλασμός θα γίνει και ποιος φέρει την ευθύνη. Το ίδιο και τα κόμματα: είναι οργανώσεις για την προώθηση κάποιων ιδεωδών, που απλά μπορεί να βρεθούν σε λάθος χέρια και να εκτροχιαστούν από τους σκοπούς τους. Μια άλλη άποψη που διατυπώθηκε ήταν ότι τα πράγματα είναι πιο σύνθετα.

Εδώ θα υποστηρίξω το δεύτερο: ένα κόμμα δεν είναι εργαλείο «όπως το μαχαίρι». Στην πραγματική ζωή τα πράγματα είναι αρκετά πιο πολύπλοκα, τόσο στα κόμματα όσο και στα μαχαίρια. Για να ξεκινήσουμε, ούτε καν το ίδιο το μαχαίρι δεν είναι εργαλείο «όπως το μαχαίρι»:


Τα Μαχαίρια
Μπορεί να έχετε ακούσει τη γνωστή φράση της Σου Τσι: «Δεν είναι το ίδιο ένας άνθρωπος με όπλο στο χέρι κι ένας χωρίς όπλο. Αυτός ο δεύτερος προσπαθεί περισσότερο να χρησιμοποιήσει το μυαλό του, τη συμπόνοια του και την ευφυΐα του για να βρει λύση σε μια διένεξη». Δηλαδή όταν είσαι οπλισμένος, τείνεις να κολλάς ανυποχώρητα στη δική σου θέση. Δεν είναι καν ανάγκη να χρησιμοποιήσεις το όπλο: και μόνο που το φέρεις, αλλάζει όλη η στάση σου. Όταν όμως δεν είσαι οπλισμένος, τείνεις να καταβάλεις προσπάθεια να κατανοήσεις τον άλλον, την οπτική του γωνία, να τον πείσεις, να τον συγκινήσεις, να τον γοητεύσεις, να τον κάνεις να δει τη δική σου πλευρά... τέτοια πράγματα. Το όπλο είναι σαν την πρέζα: δεν είσαι ο ίδιος άνθρωπος πριν και μετά την κατοχή της.

Κάτι παρόμοιο επισημαίνει κι ο Evan Selinger: «Όταν κάποιος έχει όπλο, ο κόσμος όλος αλλάζει γι’ αυτόν ... είναι ευκολότερο να γίνει παράτολμος και θερμοκέφαλος». Δηλαδή, το αντίθετο από αυτό που λέει η Αρβανιτάκη (τα κορμιά και τα μαχαίρια, αν βρεθούν σε λάθος χέρια κ.λπ.): είναι το ίδιο το μαχαίρι που κάνει το χέρι πίσω του να γίνει λάθος.

Το ίδιο επισημαίνει και ο Jay Livingston. Κάτι πολύ σάπιο μοιάζει να υπάρχει στην αμερικάνικη κοινωνία... Αστυνόμοι σκοτώνουν πολίτες σε ποσοστά αδιανόητα για την Ευρώπη (αλλά και πολίτες σκοτώνουν αστυνόμους σε εξίσου αδιανόητα ποσοστά), μαθητές ανοίγουν πυρ στο σχολείο κι όποιον πάρει ο χάρος, τι στο καλό συμβαίνει; Είναι οι αμερικάνοι μαθητές, αστυνόμοι, πολίτες πιο ανισόρροποι από αυτούς της Ευρώπης; Είναι περισσότερες οι διαλυμένες οικογένειες, οι ακατάλληλοι γονείς, οι ψυχοπαθολογικές περιπτώσεις; Μήπως είναι η βία που απεικονίζεται στην TV, σε ταινίες και σε βιντεοπαιχνίδια; Τίποτα από αυτά, λέει ο Jay Livingston: απλά στις ΗΠΑ κυκλοφορούν πολλά όπλα.
«Πιστεύω ότι αυτό που εξηγεί ένα μεγάλο μέρος της διαφοράς ΗΠΑ/Βρετανίας [στους θανάτους πολιτών από αστυνόμους και αστυνόμων από πολίτες] είναι τα όπλα. Οι περισσότεροι Βρετανοί αστυνόμοι δεν οπλοφορούν ... Όσο πιο πολλοί αστυνόμοι με όπλα, τόσο περισσότεροι θάνατοι. Αλλά και όσο περισσότεροι πολίτες με όπλα, τόσο περισσότεροι σκοτωμένοι αστυνομικοί. Χάρη στη βιομηχανία των όπλων και στα φερέφωνά της, οι Αμερικάνοι αστυνομικοί δουλεύουν σε ένα περιβάλλον πλούσιο σε όπλα» (από εδώ). 
Το ίδιο και για τα μακελειά στα σχολεία. Συνήθως την επομένη του μακελειού, ο αμερικάνικος Τύπος προσπαθεί να καταλάβει τι ήταν αυτό που έκανε έναν νορμάλ, κατά τεκμήριο, μαθητή να διαπράξει τέτοιο έγκλημα. Τελικά, αυτά που συνήθως ανακαλύπτει είναι τετριμμένα: κάποιος καυγάς με τους συμμαθητές ή τους γονείς του, μια συναισθηματική απογοήτευση, άντε κάποιο ρατσιστικό σχόλιο. Τα ίδια ακριβώς βάσανα που ταλανίζουν εκατομμύρια μαθητές σε όλον τον κόσμο όμως δεν καταλήγουν σε μακελειά. Δηλαδή, δε σημαίνει αναγκαστικά ότι οι ΗΠΑ έχουν περισσότερα ανισόρροπα παιδιά. Σημαίνει απλά ότι στις ΗΠΑ είναι πολύ πιο εύκολο για έναν μαθητή να βρει όπλο και να κάνει πρώτο θέμα στις ειδήσεις τα προβλήματά του – τα ίδια ακριβώς προβλήματα που μοιράζεται με αμέτρητους μαθητές σε όλον τον κόσμο. Δεν είναι ένα όπλο που βρέθηκε σε λάθος χέρια, είναι ότι το ίδιο το όπλο κάνει το χέρι πίσω του να γίνει λάθος:
«Η σημαντική διαφορά [των ΗΠΑ από την Ευρώπη] μοιάζει ότι είναι τα όπλα. Αυτός είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο ... Κι όταν η παρουσία του ελέφαντα δεν μπορεί πλέον να περάσει απαρατήρητη, τότε οι εκπρόσωποι του ελέφαντα βιάζονται να μας πουν ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να συζητήσουμε για την οπλοκατοχή. Οπότε μιλάμε για βίαια βιντεοπαιχνίδια, για ψυχολογικές εκτιμήσεις, για ακατάλληλους γονείς και οτιδήποτε άλλο, μέχρι να γίνει το επόμενο μακελειό» (από εδώ)  
Λοιπόν, τα μαχαίρια και τα όπλα δεν είναι ουδέτερα αντικείμενα τα οποία μπορεί κάποιος, ανάλογα με το ηθικό του φορτίο, να χρησιμοποιήσει για οφέλιμους ή καταστρεπτικούς σκοπούς. Η ίδια η κατοχή (ή η εύκολη πρόσβαση) σ’ ένα όπλο κάνει τον κάτοχο να σκέφτεται διαφορετικά, να αντιλαμβάνεται κάποιες μόνο δυνατότητες σε μια διένεξη, αυτές κι όχι άλλες. Η παρομοίωση με την πρέζα είναι καταλληλότερη εδώ.

Η παρομοίωση με την πρέζα είναι επίσης καταλληλότερη και για τα (αριστερά / επαναστατικά) κόμματα.


Τα Κόμματα
Στον Πολίτη Κέιν, ο Όρσον Ουελς παρουσίαζε την περίπτωση ενός ανθρώπου που από αντισυστημικός και ριζοσπάστης, μετατράπηκε σταδιακά σε μέρος του συστήματος το οποίο κάποτε πολεμούσε. Δεν ήταν κάτι που έκανε συνειδητά, δεν αποφάσισε κάποια στιγμή να αλλοτροιωθεί και να ξεπουληθεί. Αντίθετα, συνέχισε να παραμένει ειλικρινής και γνήσιος ως το τέλος. Ούτε ο ίδιος όμως δεν κατάλαβε πώς άλλαζε σταδιακά η νοοτροπία του, πόσο εκλογίκευε τις ηθικές υποχωρήσεις του και τις δικαιολογούσε στον εαυτό του. Ας το βαφτίσουμε αυτό «κεϊνοποίηση»: η ειλικρινής, ασυνείδητη και σε βάθος χρόνου μετατροπή κάποιου σε Πολίτη Κέιν. Τα περιστατικά στην ταινία είναι βέβαια φανταστικά...

Ας πάμε σε πραγματικά περιστατικά. Ο Josep Llobera στο The God of Modernity κάνει μια ωραία παρατήρηση για το πώς άλλαζε η έννοια της λέξης «επαναστατικός» κατά την πορεία της Γαλλικής Επανάστασης. Στα πρώτα χρόνια, μέχρι περίπου το 1792, «επαναστατικός» σήμαινε ό,τι ευθυγραμμιζόταν με τις νέες αξίες, νοοτροπίες, θεσμούς, ιδέες που βγήκαν εκρηκτικά στην επιφάνεια (π.χ. «επαναστικό κείμενο» = κάποιο που αρνείτο τα εκ γενετής προνόμια των αριστοκρατών). Από το 1792 και μετά, «επαναστατικός» άρχισε να σημαίνει οτιδήποτε βοηθούσε στην επιβίωση της ίδιας της Επανάστασης, στην άμυνά της από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς (π.χ. «επαναστατικό μέτρο» = μέτρο ενάντιο στους Γιρονδίνους). Η Γαλλική Επανάσταση ήταν ένα ζώο που γεννήθηκε να υπηρετήσει κάποιους διακηρυγμένους στόχους, πολιτικούς και κοινωνικούς, κατά την πορεία όμως απέκτησε τους δικούς του σκοπούς και προτεραιότητες, τη δική του ζωή. Δεν το λέω ως αναγκαστικά κακό, απλά ως κάτι που συμβαίνει. Δηλαδή, δεν είναι ότι η Επανάσταση βρέθηκε σε λάθος χέρια, όπως στο τραγούδι της Αρβανιτάκη, είναι ότι η ίδια η Επανάσταση αλλάζει τα χέρια πίσω της.

Ας πάμε όμως και στον κόσμο των ΜΚΟ. Διάβασα εδώ τον Κάρλο Πετρίνι να λέει για «τις μεγάλες ΜΚΟ που ξεκίνησαν με ευγενή κίνητρα και κατέληξαν να αποτελούν οργανώσεις που ενδιαφέρονται μόνο να πληρώνουν τους μισθούς στους υπαλλήλους τους». Αυτή είναι και η εικόνα που έχω σχηματίσει εγώ για τις ΜΚΟ στον Τρίτο Κόσμο. Οι περισσότερες από αυτές ξεκινάνε να βοηθήσουν εκεί όπου υπάρχει ανάγκη (στους πρόσφυγες, στα ορφανά, στα απειλούμενα είδη, στους αλκοολικούς κ.α.) και πράγματι, κατά τα αρχικά τους βήματα, κάνουν σημαντική δουλειά. Στην πορεία όμως τα πράγματα αλλάζουν. Οι ΜΚΟ παύουν να είναι κάτι αφοσιωμένο στην υπηρεσία ενός σκοπού και μετατρέπονται οι ίδιες σε αυτοσκοπό. Δηλαδή, λειτουργούν με τέτοιον τρόπο ώστε όχι ακριβώς να κάνουν δουλειά αλλά να συνεχίζει να υπάρχει το μαγαζί. Τα έγραφα εδώ αναλυτικότερα, εν συντομία το θέμα έχει ως εξής:

Πίσω από πολλές ΜΚΟ είναι άνθρωποι που ξεκινάνε με ιδεαλισμό και αυταπάρνηση. Βάζουν χρήματα από την τσέπη τους, δουλεύουν αμέτρητες ώρες και τους χάνουν από τα σπίτια τους. Σε κάποια στιγμή όμως κουράζονται. Έχουν και μια προσωπική ζωή, μια οικογένεια, μια δουλειά, δεν είναι δυνατόν να τα θυσιάζουν συνεχώς ούτε να λείπουν όλα τα βράδια από το σπίτι ούτε μόνιμα να βάζουν χρήματα από την τσέπη τους. Άνθρωποι είναι κι αυτοί στο κάτω-κάτω. Οπότε κεϊνοποιούνται. Δηλαδή, μεταμορφώνονται και μαθαίνουν την υψηλή τέχνη του να υποβάλουν πειστικές αιτήσεις χρηματοδότησης σε οργανισμούς ή ιδιώτες (συνοδευόμενες από τα κατάλληλα βιογραφικά, συστατικές επιστολές, εχέγγυα). Αιτήσεις που ζητάνε χρήματα και υπόσχονται κάποιο αποτέλεσμα, διατυπωμένες με τον σωστό τρόπο ώστε οι ΜΚΟ να μπορούν να λένε τελικά ότι κατάφεραν τον στόχο τους – όχι να καταφέρουν τον στόχο τους, αλλά να μπορούν να το λένε. Στη ζωή υπάρχει αβυσσαλέα διαφορά ανάμεσα στο «έκανα το Χ» και στο «μπορώ να λέω ότι έκανα το Χ». Οπότε η ΜΚΟ συνεχίζει να υπάρχει, συνεχίζουν να πληρώνονται οι υπάλληλοι και οι λογαριασμοί, να έχει μελάνια ο εκτυπωτής, τα πρότζεκτ συνεχίζουν να καταλήγουν μια τρύπα στο νερό, κι ο ΟΗΕ συνεχίζει να προβληματίζεται ότι κάθε χρόνο πετιούνται δισεκατομμύρια δολάρια για την καταπολέμηση της φτώχειας στον Τρίτο Κόσμο με πενιχρά αποτελέσματα. Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν.

Λοιπόν, κάτι αντίστοιχο ισχύει και για τα κόμματα. Ο Περισσός είναι ένα οικείο σε όλους μας παράδειγμα. Στο κομματικό website διαβάζω για το ΚΚΕ: «έχει στρατηγικό στόχο την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού – κομμουνισμού», «συμμαχία και πάλη για την ανατροπή». Πράγματι, αυτοί είναι οι διακηρυγμένοι στόχοι του Περισσού. Δεν αμφιβάλλω ότι όλα ή τα περισσότερα στελέχη του κόμματος το πιστεύουν με την καρδιά τους. Ο πραγματικός όμως στόχος του Περισσού είναι άλλος και είναι πολύ πιο απλός: να συνεχίσει να υπάρχει το μαγαζί. Ακόμα και στο εντελώς πρακτικό επίπεδο: μισθοδοσία, να πληρώνονται οι λογαριασμοί, να κυκλοφορεί ο Ριζοσπάστης, να έχει μελάνια ο εκτυπωτής κ.λπ. Σε στρατηγικό επίπεδο, το να συνεχίσει να υπάρχει το μαγαζί μεταφράζεται: να φαίνεται ότι έχει λόγο ύπαρξης η κομματική γραφειοκρατία, οπότε γνώμονας στις τοποθετήσεις και τις αποφάσεις του Περισσού είναι ότι αυτές πρέπει να είναι τέτοιες ώστε να διακρίνουν το κόμμα από οτιδήποτε το απειλεί στα δεξιά του (εύκολο) ή στα αριστερά του (πιο δύσκολο). Ακόμα κι αν αύριο πράγματι συνέβαινε η ανατροπή του καπιταλισμού και η οικοδόμηση του σοσιαλισμού – κομμουνισμού, ο Περισσός θα την αρνείτο και θα έβρισκε προβλήματα, διότι αλλιώς θα έπαυε να έχει λόγο ύπαρξης η κομματική γραφειοκρατία.

Για να μην κολλήσουμε στον Περισσό, κάτι αντίστοιχο διαφαίνεται επίσης και στον ΣΥΡΙΖΑ, στην ηγετική ομάδα γύρω από τον Τσίπρα. Και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ επίσης: μοιάζει ότι ο λόγος ύπαρξής της είναι να λέει 2 εκεί που ο ΣΥΡΙΖΑ λέει 1. Αν, στο ίδιο θέμα, ο ΣΥΡΙΖΑ αύριο βγει και πει 2, τότε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα πει 3 μόνο και μόνο για να υπερθεματίσει έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Είπαμε όμως: πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει το μαγαζί. Τα κόμματα, όπως και τα μαχαίρια, αλλάζουν τους ανθρώπους από πίσω τους.

Να μην παρεξηγηθώ: δεν λέω αναγκαστικά ότι όλα τα (αριστερά / επαναστατικά) κόμματα είναι μοιραίο να αποτύχουν να υπηρετήσουν τους διακηρυγμένους στόχους τους. Δεν λέω κάτι τέτοιο. Μπορούν πράγματι να τους υπηρετήσουν, όμως με τον τρόπο της γλάστρας που ποτίζεται μαζί με τον βασιλικό. Οι διακηρυγμένοι στόχοι είναι η γλάστρα, ο βασιλικός είναι να μην κλείσει το μαγαζί. Πρακτικά μιλώντας, αυτό σημαίνει ότι όλο και περισσότερα μέλη και στελέχη θα αρχίσουν, σταδιακά και ασυνείδητα, να ταυτίζουν την επιβίωση του κόμματος με τις διακηρυγμένες ιδέες του, να εκλαμβάνουν αυτό που θίγει τα κακώς κείμενα μέσα στο κόμμα ως κάτι που επιτίθεται στις διακηρυγμένες ιδέες, να βλέπουν ως «επαναστατικό» όχι ακριβώς αυτό που είναι όντως επαναστατικό αλλά αυτό που βοηθάει το μαγαζί να συνεχίσει να υπάρχει. Όπως ακριβώς έγινε με τους Γάλλους επαναστάτες. Δεν είμαι καν σίγουρος ότι είναι αντι-λενινιστικό αυτό που λέω. Δεν αρνούμαι αναγκαστικά την ιδέα της επαναστατικής πρωτοπορίας και του κόμματος-ως-προμαχώνα-της-επανάστασης, λέω μόνο ότι στην πραγματική ζωή... δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα.

(Παρένθεση: Στη ζωή δεν χάνεις ποτέ άμα στοιχηματίσεις ότι, σε οποιοδήποτε θέμα, τα πράγματα στην πράξη θα αποδειχθούν σημαντικά πιο πολύπλοκα από ό,τι στις πρότερες θεωρητικές & στοχαστικές συλλήψεις. Είναι στοίχημα με 100% σίγουρη απόδοση)

Μακάρι η ζωή να ήταν τόσο ευθύγραμμη, οι φωτισμένες συνειδήσεις, ενισχυμένες μέσα από την οργάνωση ενός κόμματος, να μεταφράζονταν απευθείας σε εναρμονισμένα αποτελέσματα. Μακάρι. Στην πραγματική ζωή, τα κόμματα τείνουν να αποκτούν τη δική τους συνείδηση, μόνο και μόνο επειδή παγιώθηκαν ως κόμματα. Τα μέλη κεϊνοποιούνται, τόσο τα στελέχη όσο και η βάση, χωρίς αυτό να σημαίνει αναγκαστικά ότι ξεπουλιούνται και προδίδουν την επαναστατική ιδέα• μπορεί να συνεχίζουν να υπηρετούν την επαναστατική ιδέα, όμως ως παραπροϊόν, με τον τρόπο της γλάστρας που ποτίζεται κοντά στον βασιλικό. Κι αυτό μπορεί να είναι από ελάχιστα κακή έως εξαιρετικά κακή είδηση, ανάλογα με την περίπτωση. Απλά ας μην ξεχνάμε ότι ο πρωταρχικός σκοπός ενός κόμματος είναι πάντα να συνεχίσει να υπάρχει το μαγαζί. Όλα τα υπόλοιπα έπονται.

Τελικά, οι παραπάνω επισημάνσεις δεν είναι άσχετες με παρόμοιες κριτικές που έχουν διατυπωθεί για τον θεσμό της γραφειοκρατίας. Όλες οι μεγάλες γραφειοκρατίες – ΜΚΟ, κόμματα, Εκκλησία, ΟΗΕ, οτιδήποτε – υπόκεινται σε παρόμοια φαινόμενα, παρουσιάζουν παρόμοιες εγγενείς τάσεις, άσχετα ποιοι είναι οι τυπικοί στόχοι τους. Δηλαδή τείνουν να αποκτούν τη δική τους ζωή, να αναδεικνύουν τις μετριότητες (Peter Principle: τα μέλη μιας ιεραρχίας προωθούνται μέχρι τη βαθμίδα που ταιριάζει στην ανικανότητά τους), και να γίνονται αυτοσκοπός οι ίδιες από εκεί που κάποτε ήταν μέσο στην υπηρεσία ενός σκοπού.


Υστερόγραφο 
ΥΓ 1. Οι παραπάνω επισημάνσεις για τα μαχαίρια είναι ουσιαστικά η ψυχολογική σχολή των Barker & Gibson για την οπτική αντίληψη: η χρήση εργαλείων αλλάζει τον χρήστη, τον κάνει να συνειδητοποιεί άλλες δυνατότητες δράσης, να βλέπει έναν διαφορετικό κόσμο. Προτίμησα να τα πω με απλά λόγια και παραδείγματα. 

ΥΓ 2. Οι παραπάνω επισημάνσεις για τα κόμματα είναι αυτό που στη Θεωρία της Πράξης των Argyris & Schön ονομάζεται espoused theory σε αντιδιαστολή με το theory in-use: το πρώτο είναι αυτό που θεωρούμε ότι κάνουμε, ο τρόπος που θεωρούμε ότι λειτουργούμε, αυτό που διακηρύσσουμε στους άλλους• το δεύτερο είναι αυτό που όντως κάνουμε. Πάντα υπάρχει διάσταση ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο, τόνιζαν οι Argyris & Schön. Προτίμησα να τα πω με απλά λόγια και παραδείγματα.

Το Ταξίδι Για Την Ιθάκη


Στις 9-10 Μαΐου έγινε η 1η Πανελλαδική Συνάντηση Δομών Αλληλεγγύης στην Αθήνα, μια αξιόλογη απόπειρα που τοποθετείται στην περιφέρεια του ΣΥΡΙΖΑ (προς τιμήν τους όμως οι συριζαίοι προσπαθούν να κρατήσουν την κατάσταση ακαπέλωτη και ακομμάτιστη, και σε γενικές γραμμές δεν αποτυγχάνουν εντελώς αφού συμμετέχουμε σ’ αυτήν και πολλοί που δεν είμαστε ΣΥΡΙΖΑ• αυτό οφείλω να το παραδεχτώ). Παρακολούθησα τη Συνάντηση, όσο άντεξα, και κατάφερα να βγω ζωντανός στο τέλος. Πείστηκα ότι η ελληνική Αριστερά δεν σώζεται. Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή, για ν’ αλλάξει η ελληνική Αριστερά ένας Θεός ξέρει τι θέλει. Παρακάτω θα αναφερθώ μόνο στα δρώμενα τα σχετικά με το κίνημα Χωρίς Μεσάζοντες (στο εξής ΧΜ), αυτά που παρακολούθησα και μπορώ να μιλήσω σχετικά:

Κατ’ αρχήν, πιστεύω ότι ήδη ξέρετε ή μπορείτε εύκολα να βρείτε πληροφορίες για το κίνημα ΧΜ, το «κίνημα της πατάτας» που έλεγαν τα ΜΜΕ το 2012 κ.λπ. Να αναφέρω μόνο ότι το κίνημα ΧΜ είναι επιτυχημένο – ή μάλλον μη-αποτυχημένο. Αν και παραμένει σχετικά περιθωριακό στην οικονομική ζωή της Ελλάδας, η ύπαρξή του και μόνο πίεσε τα μεγάλα σούπερ μάρκετ να κάνουν συνεχώς φτηνές προσφορές σε τρόφιμα. Αυτό είναι κάτι ουσιαστικό. Μεγάλο ποσοστό πληθυσμού στην Ελλάδα είδε όφελος στην τσέπη του από το κίνημα ΧΜ, έστω και έμμεσα, έστω και χωρίς να το ξέρουν, πέρα από αυτούς που είδαν όφελος άμεσα (τους μικρούς παραγωγούς, τις λίγες ΚΟΙΝΣΕΠ που προώθησαν τα προϊόντα τους με τη βοήθεια του κινήματος, τον κόσμο που ήρθε σε επαφή με παραγωγούς κι αγόρασε φτηνά τρόφιμα από τις διανομές ΧΜ). Εγώ αυτά δεν τα λέω ακριβώς επιτυχία, τα λέω μη-αποτυχία. Τουλάχιστον το κίνημα ΧΜ έχει λόγο ύπαρξης.

Η πραγματική επιτυχία όμως θα ήταν μια ευρύτερη μεταμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό που εμένα μ' αρέσει πολύ είναι ότι το κίνημα ΧΜ έχει γεννήσει την αμαρτωλή σκέψη για μια οικονομία ηθική και αλληλέγγυα. Στους κόλπους του εκφράζονται κακές και πονηρές απόψεις, όπως αμφισβήτηση του ρόλου του (μεγαλο)μεσάζοντα στην παραγωγή & διάθεση της τροφής, αμφισβήτηση της αποικιοκρατικής αντίληψης για την ανάπτυξη (= τι έχει να προσφέρει η περιοχή σε τεράστια κεφάλαια εκτός αυτής) και επίγνωση για έναν τρόπο ενδογενούς ανάπτυξης (= πώς μπορεί να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής του πληθυσμού χρησιμοποιώντας τα εγχώρια εργαλεία, πόρους και γνώση), αμφισβήτηση του ατομισμού και επίγνωση ότι η εμπιστοσύνη και η αλληλοβοήθεια αποτελούν οικονομικά μεγέθη, μπορούν να έχουν απτά οικονομικά αποτελέσματα. Προσωπικά, υποστηρίζω 100% τις παραπάνω αμαρτίες, είμαι θανάσιμα αμαρτωλός κι εγώ, πολύ θα γούσταρα να εξαπλώνονταν σαν πυρκαγιά στην Ελλάδα: να αυξάνονταν ο αριθμός των ΚΟΙΝΣΕΠ, να δημιουργείτο ευρεία νοοτροπία στήριξης των τοπικών μικροπαραγωγών, ευρεία νοοτροπία καχυποψίας και απαξίωσης για τις μεγάλες εταιρείες, ευρεία αντίληψη ότι η ηθική είναι στοιχείο της οικονομίας. Εν ολίγοις, να αναδεικνύετο ένα εναλλακτικό μοντέλο κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας – «Κ.ΑΛ.Ο.», όπως το έλεγαν στη Συνάντηση, τώρα τελευταία είναι της μόδας αυτά τα επιτηδευμένα αρκτικόλεξα που βγάζουν μια λέξη με συναφές νόημα. Όμως, όπως μας εξήγησαν, χρειάζεται να πειραματιστούμε διότι «δεν υπάρχει συνταγή και προηγούμενο» (η έκφραση μιας ομιλήτριας) γι’ αυτήν την κοινωνική & αλληλέγγυα οικονομία.

Εδώ θα διαφωνήσω. Υπάρχει προηγούμενο. Το οποίο ακόμα και σήμερα αφορά εκατομμύρια ανθρώπους στον κόσμο, ενώ μόλις στις πιο πρόσφατες δεκαετίες αφορούσε εκατοντάδες εκατομμύρια. Υπάρχει ήδη αυτή η οικονομία (το «Κ.ΑΛ.Ο») που δουλεύει με εμπιστοσύνη και συνεργασία, με προστασία των αδυνάτων και κοινοκτημοσύνη σχεδόν κομμουνιστική, με κοοπερατίβες και συλλογικό πνεύμα, με ηγέτες που αισθάνονται ότι οφείλουν να πείσουν τους ανθρώπους τους κι όχι να παίρνουν αποφάσεις από καθέδρας: μιλάω για τον ασιατικό κοινοτισμό. Ο οποίος μεν μπορεί να μην προσφέρει ακριβώς συνταγές για ένα αντίστοιχο όραμα στην Ελλάδα, προσφέρει όμως κάτι σε επίπεδο κατευθύνσεων, συμβουλών και γνωμικών. Έχω ζήσει στο «Κ.ΑΛ.Ο.», ξέρω δυο-τρία πραγματάκια γι’ αυτό...

Ξέρω λοιπόν ότι αυτή η κοινωνική οικονομία δεν είναι μόνο κάποιοι εναλλακτικοί οικονομικοί θεσμοί, αλλά και μια παράλληλη κουλτούρα προσωπικών σχέσεων και φιλίας. Μιλάω για κοοπερατίβες οι οποίες λειτουργούν σαν μια μεγάλη οικογένεια, σαν μια μεγάλη φιλική παρέα, στις οποίες ο ένας γνωρίζει τον άλλον όχι απλώς με το μικρό αλλά με το παρατσούκλι• για κουλτούρα μοιράσματος, όπως ακριβώς σε μια μεγάλη φιλική παρέα, όπου οι φίλοι είναι διατεθειμένοι να γελάσουν μαζί και να κλάψουν μαζί, να τα καταφέρουν μαζί και να τσακιστούν μαζί, κι αν ακόμα πεθάνουν, θα πεθάνουν μαζί• για νοοτροπία γενναιδωρίας και προσφοράς, ακόμα και σε επίπεδο αυτοθυσίας• για αντίληψη φιλότιμου (το φιλότιμο δεν είναι μόνο ελληνική λέξη, υπάρχει και σε ασιατικές γλώσσες)• για αντίληψη της οικογένειας με τέτοιον τρόπο ώστε σ’ αυτήν να ανήκουν πολλοί χωρίς αναγκαστικά να συνδέονται με συγγένεια αίματος, να έχεις πολλούς «αδερφούς» και «αδερφές» και «θείους» και «θείες» και «κόρες» και «γιους». Στα ασιατικά συμφραζόμενα, η κοινωνική οικονομία είναι κάτι που πρέπει να έχει καρδιά.

Η καρδιά λοιπόν απουσίαζε εντελώς από τη Συνάντηση στην Αθήνα. Αυτό που έζησα ήταν κάτι έντονα ακαδημαϊκό, εγκεφαλικό, περιχαρακωμένο και απρόσωπο. Όλο συζήτηση, θεωρία, διαλέξεις, ανάλυση, κόντρα συζήτηση, ξανά συζήτηση... Παρουσιάσεις με PowerPoint (τίποτα δεν σκοτώνει την καρδιά καλύτερα από το PowerPoint και τους Η/Υ), τραπέζια θεματικών συζητήσεων όπου ο συντονιστής μαζεύει τις ιδέες σε μια κόλλα χαρτί και κατόπιν οι συμμετέχοντες εναλλάσσονται στα διάφορα τραπέζια (πού τα μαθαίνουν αυτά; σε κάποια σχολή πρέπει να τα μαθαίνουν), ομιλητές απρόσωποι και τυπικοί, απλώς συστήνονταν «με λένε Τάδε, είμαι δικηγόρος και θα μιλήσω για το Α ή Β θέμα», χωρίς να ξέρουμε την ιστορία του/της, τι άνθρωπος είναι, ποια η ζωή του, τι έχει περάσει, ποιο το παρατσούκλι του. Η όλη Συνάντηση έγινε σε πανεπιστημιακές αίθουσες, με καθορισμένο πρόγραμμα και χρόνους ομιλίας, χωρίς κάποιο χώρο με παιχνίδια να παίζουν τα παιδάκια. Χωρίς καν παιδάκια...

Τα λέω αυτά κάνοντας σύγκριση με τις συγκεντρώσεις των Κόκκινων, των δημοκρατικών της Ταϊλάνδης. Οι συγκεντρώσεις τους ήταν σαν χωριάτικα πανηγύρια! Μουσική, ρούμι, ψητά να ψήνονται, παιδάκια να παίζουν, σκυλιά να σουλατσάρουν, καλαμπούρια, πλάκες, γνωριμίες, προξενειά, γιαγιάδες & παππούδες, οικογένειες να τρώνε μαζί, αγόρια και κορίτσια να φλερτάρουν, γέλιο αλλά και κλάμα κ.α. Οι ομιλίες υπάρχουν κι αυτές, παίζουν τον ρόλο τους, όμως δεν είναι πρωταγωνιστικός. Ο πραγματικός πρωταγωνιστής είναι η καρδιά. Κάνε τον κόσμο να νιώσει μια γροθιά, ότι δεν είναι μόνος, έχει φίλους και οικογένεια (με την ευρεία έννοια της λέξης). Θα αγωνιστούμε μαζί, θα τσακιστούμε μαζί και θα νικήσουμε μαζί, πάντως ό,τι κάνουμε θα το κάνουμε μαζί. Και δεν χρειάζεται να πεις πολλά, να κάνεις τις φοβερές αναλύσεις και να μεταδόσεις τις φοβερές πληροφορίες. Ας ακούσουμε δυο πράγματα, ας φωνάξουμε και μερικά συνθήματα, ας θυμηθούμε τους νεκρούς μας κι ας γελάσουμε με κάποια αστεία, δεν χρειάζονται πολλά περισσότερα. Ο λόγος να είναι λαϊκός, όλο γνωμικά, στίχους από τραγούδια και ποιήματα, μεταφορές, παρά τεχνικός & ακαδημαϊκός. Δεν είναι θέμα πληροφορίας ούτε διανοητικής σύλληψης ούτε θεωρητικής ανάλυσης. Είναι θέμα καρδιάς.

Πρόσφατα μου ανέφεραν και για συγκεντρώσεις των Ζαπατίστας στο Μεξικό, όπου κι αυτές είναι γιορτές, χωριάτικα πανηγύρια, όχι κάτι που μοιάζει με συνέδριο κόμματος σε πανεπιστημιακές αίθουσες, όπως η 1η Πανελλαδική Συνάντηση Δομών Αλληλεγγύης.

Κάτι δεν έχει καταλάβει καθόλου καλά η ελληνική Αριστερά, κάτι της ξεφεύγει. Και φοβάμαι ότι αυτό το κάτι είναι θεμελιώδες. Η Συνάντηση θα έπρεπε να είχε γίνει οπωσδήποτε σε υπαίθριο χώρο. Επίσης, ήταν απαραίτητο να γίνει στην Αθήνα; (ορισμός της Αθήνας = τρία με τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι είναι άρρωστοι και δεν το ξέρουν, νομίζουν πως είναι υγιείς). Θα έπρεπε να είχε μουσική, χορό, κρασί, φαγητό, γάτες και σκυλιά, να είναι φιλικός προς τα παιδάκια, τους ηλικιωμένους και τα κορίτσια, ο κόσμος να ερχόταν με την οικογένεια και τους φίλους του, όσοι ήθελαν να παρέμεναν το βράδυ και να κοιμόμασταν στρωματσάδα, να μαθαίναμε ο ένας την ιστορία του άλλου, το παρατσούκλι του άλλου, να βγάζαμε τα παπούτσια και να μέναμε ξυπόλητοι, να γινόμασταν μια μεγάλη παρέα... τέτοια πράματα. Να έχει καρδιά. Η επιτυχία μιας αριστερής δράσης θα πρέπει να μετράται από τις γιαγιάδες και τα παιδάκια που παρευρέθηκαν, τις φιλίες που έγιναν, τον αριθμό των τηλεφώνων που ανταλλάχθηκαν, των γνωμικών που αυτοσχεδιάστηκαν, των παινεμάτων στα κορίτσια, των φιλιών και των χορών. Όπως ακριβώς σε ένα γλέντι, σε ένα χωριάτικο πανηγύρι. Όχι όπως σε ένα κομματικό συνέδριο!

Εν ολίγοις και για να το πω ασιατικά ή ζαπατιστικά: θα πρέπει να έχει καρδιά.

Ξαναγυρνάμε στην κοινωνική & αλληλέγγυα οικονομία (το «Κ.ΑΛ.Ο»), την οποία οραματίζεται το κίνημα ΧΜ. Μακάρι να υλοποιηθεί στην Ελλάδα, το θέλω με όλη μου την ψυχή. Φοβάμαι όμως ότι με δράσεις που έχουν τον χαρακτήρα της 1ης Πανελλαδικής Συνάντησης Δομών Αλληλεγγύης, το όραμα αυτό θα παραμείνει όραμα. Διότι πώς περιμένεις με την περιχαράκωση να ξεπεράσεις την περιχαράκωση; Πώς περιμένεις με απρόσωπες και εγκεφαλικές εκδηλώσεις σε πανεπιστημιακές αίθουσες να χτίσεις κάτι που βασίζεται στο προσωπικό στοιχείο και στην καρδιά; Το ταξίδι για την Ιθάκη δεν είναι μέσον για έναν σκοπό, φοβάμαι πως η ελληνική Αριστερά κομπλάρει άσχημα εδώ πέρα. Το ταξίδι για την Ιθάκη είναι κι αυτό μέρος της Ιθάκης (κάτι που οι Ασιάτες καταλαβαίνουν πολύ καλύτερα από τους Ευρωπαίους). Ο κόσμος δεν αλλάζει με αναλύσεις και διαλέξεις, πληροφορίες, τοποθετήσεις και συζητήσεις. Αλλάζει με μια χούφτα τρελών που λένε: «θα το κάνουμε κι ας πεθάνουμε!», και μεταδίδουν την τρέλα τους σε άλλους, όπως ακριβώς μεταδίδεται ένα γέλιο σε μια ομήγυρη. Οπότε, η μετάδοση αυτής της τρέλας κολλάει πολύ καλύτερα με γλέντια, χωριάτικα πανηγύρια και γιορτές, με καταστάσεις προσωπικές και διονυσιακές, παρά με συζητήσεις, κόντρα συζητήσεις, ξανά μανά συζητήσεις, αναλύσεις, τοποθετήσεις και το κακό συναπάντημα... (να προσθέσω επίσης ότι η μετάδοση αυτής της τρέλας δεν είναι καθόλου συμβατή με παρουσιάσεις PowerPoint - τις μεγαλύτερες αλήθειες του κόσμου να παρουσιάσεις σε PowerPoint, γίνονται αυτομάτως ψέματα). Το ταξίδι για την Ιθάκη είναι κι αυτό μέρος της Ιθάκης. Για την ακρίβεια, τις περισσότερες φορές στη ζωή η Ιθάκη δεν είναι παρά η αφορμή, το πρόσχημα για το ταξίδι της.

Και, μεταξύ μας τώρα, μην το πεις πουθενά όμως... δεν έχεις καταλάβει ακόμα οι Ιθάκες τι σημαίνουν;

Η Ευτυχία Είναι Αυτό Που Περιμένουμε Να 'Ρθει

Ο ΟΗΕ έχει ορίσει την 20η Μαρτίου ως παγκόσμια ημέρα της ευτυχίας, όμως υπάρχει μια πραγματικότητα: σχεδόν όλος ο κόσμος φτάνει κάποια στιγμή της ζωής του και ομολογεί, «δεν είμαι ευτυχισμένος...»

Δε σημαίνει αναγκαστικά ότι είναι και δυστυχισμένος. Μπορεί να είναι τουλάχιστον καλυμμένος σε όλα τα βασικά βιοτικά, συναισθηματικά, κοινωνικά θέματα. Όμως αισθάνεται τη ζωή του σαν ποιήμα Κικής Δημουλά: κάτι λείπει, κάτι θεμελιώδες. Τα ποιήματα της Δημουλά δεν εκφράζουν δυστυχία και πόνο αλλά έλλειψη ευτυχίας.

Ψήγματα από το θεμελιώδες κάτι της ευτυχίας έχουν νιώσει όλοι κατά καιρούς στη ζωή τους και το βρήκαν πιο γλυκό κι από το μέλι, κι από το σεξ, κι από την πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά. Μόνιμα το προσδοκούν στο μέλλον, λένε στον εαυτό τους: «θα είμαι ευτυχισμένος όταν περάσω στις εξετάσεις / διοριστώ / με αγαπήσει η Μαρία / κάνω παιδιά / βγάλω χρήματα / έχω δικό μου σπίτι, αυτοκίνητο κ.λπ.». Όμως το πάνγλυκο κάτι της ευτυχίας συνεχίζει να παραμένει φευγαλέο, σαν ατίθασο αγρίμι. «Η ευτυχία είναι αυτό που περιμένουμε να ‘ρθει» τραγουδούσε παλιά ο Μανόλης Φάμελος. Συνεχώς το περιμένουμε και ποτέ δεν έρχεται... Όχι, ψέματα! Κάποιες φορές, το φευγαλέο αγρίμι της ευτυχίας εμφανίζεται απρόσκλητο, απρόσμενο και απρογραμμάτιστο, εκεί που δεν το περιμένεις. «Η ευτυχία συνηθίζει να τρυπώνει από την πόρτα που ξέχασες ανοιχτή», έλεγε ο John Barrymore, ένας παλιός αμερικάνος ηθοποιός. Κάνει μια σύντομη επίσκεψη και φεύγει γρήγορα, αφήνει μόνο μια ανάμνηση. Κι ο κόσμος συνεχίζει να ζει τη ζωή του σαν ποιήμα Κικής Δημουλά προσδοκώντας την ευτυχία κάπου στο μέλλον, όμως το μέλλον γίνεται παρόν κι η ευτυχία συνεχίζει να είναι αυτό που περιμένουμε να ‘ρθει...

Δεν έχω το μυστικό της, δεν μπορώ να σου πω τον τρόπο να γίνεις ευτυχισμένος. Μπορώ όμως να κάνω το αμέσως καλύτερο, να συγκεντρώσω μερικά κριτήρια για την ευτυχία που έθεσαν κατά καιρούς διάφοροι που προβληματίστηκαν σχετικά. Θα έχουμε εκλεκτή παρέα: Αριστοτέλης, Κίρκεγκορ, Βίκτωρ Φρανκλ. Θέλω να μαζέψω αυτά τα κριτήρια και να δω την εικόνα που βγαίνει.


Ικανοποίηση και Ευτυχία
Κάπου στα Ηθικά Νικομάχεια ο Αριστοτέλης κάνει τη διάκριση μεταξύ ικανοποίησης και ευτυχίας. Είναι διαφορετικά ζώα, λέει, καλό είναι να μην τα μπερδεύουμε. Ο Αριστοτέλης έβλεπε την ικανοποίηση ως την ευχαρίστηση που λαμβάνει κάποιος λόγω ευνοϊκής σύγκλισης εξωτερικών περιστάσεων: βγάζω καλά χρήματα, με αγαπάει η Μαρία, διορίζομαι, περνάω στις εξετάσεις, κλείνω μια καλή συμφωνία, γίνομαι διάσημος κ.λπ. άρα είμαι... όχι ευτυχισμένος αλλά ικανοποιημένος. Μέχρι εκεί. Όμως στη ζωή υπάρχει και κάτι άλλο. Δεν το κλείσαμε το θέμα, υπάρχει επιπλέον μια βαθιά εσωτερική πλήρωση, μια οργιαστική υπαρξιακή ζεστασιά: είμαι αυτός που πρέπει να είμαι, κάνω αυτό που πρέπει να κάνω, βρίσκομαι εδώ που πρέπει να βρίσκομαι, όλα γύρω μου είναι ακριβώς όπως πρέπει να είναι. Όταν είμαστε ευτυχισμένοι, δεν θέλουμε ν' αλλάξει τίποτα, όλα είναι άψογα. Αυτήν την οργιαστική υπαρξιακή ζεστασιά είναι που ονόμαζε ευτυχία («ευδαιμονία») ο Αριστοτέλης, ο οποίος μάλιστα έλεγε ότι είναι ανεξάρτητη των εξωτερικών περιστάσεων, με την έννοια ότι μπορεί να παραμένει ακόμα κι αν όλα έρχονται στραβά, ακόμα κι αν η ικανοποίηση πέσει στο μίνιμουμ. Εδώ έχουμε το πρώτο κριτήριο:
(1) Η μεγάλη συγκέντρωση ικανοποίησης δεν μετατρέπεται σε ευτυχία, είναι διαφορετικά ζώα. Και ορισμένες φορές μάλιστα είναι φυσικοί εχθροί μεταξύ τους. Η ευτυχία δεν είναι θέμα ευνοϊκής σύγκλισης των εξωτερικών περιστάσεων, οπότε αν καταπιάνεσαι αποκλειστικά με την προσπάθεια ευνοϊκού επηρεασμού τους, συνεχίζεις να παραμένεις σε τροχιά όπου θα πεις μια μέρα: «δεν είμαι ευτυχισμένος...» 
Αν πρέπει να διαλέξω ένα σύμβολο για τη διάσταση μεταξύ ευτυχίας και ικανοποίησης, θα ήταν αυτή η σκηνή από το The Straight Story του David Lynch: o Άλβιν κάνει μια διαδρομή 240 μιλίων να δει τον αδερφό του, με τον οποίο ήταν τσακωμένοι, πάνω σ’ ένα χλοοκοπτικό τρακτεράκι κήπου. Στη διαδρομή σπάει το σασμάν. Ένας τύπος προθυμοποιείται να τον πετάξει γρήγορα και άνετα με το αυτοκίνητό του (ικανοποίηση), όμως ο Άλβιν επιμένει να επισκευάσει το μικρό μηχάνημά του, που πιάνει ταχύτητες μέχρι 5 μίλια/ώρα, και να συνεχίσει μ' αυτό. Διότι καταλαβαίνει ότι είναι απαραίτητο να ταλαιπωρηθεί και να ζήσει τη διαδρομή μέτρο προς μέτρο προκειμένου να μαλακώσει το πείσμα του και να κάνει ειρήνη με τον αδερφό του (ευτυχία).

Η αριστοτελική ευτυχία είναι αόρατη για όλες σχεδόν τις σύγχρονες επιστήμες που ασχολούνται με τον άνθρωπο. Όλες μπορούν να δουν μόνο μέχρι την ικανοποίηση, όχι περισσότερο. Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των Οικονομικών, της Ψυχολογίας, της Κοινωνιολογίας, της Εξελικτικής Βιολογίας, της Θεωρίας Ορθολογικής Επιλογής κ.α. ασχολείται μόνο με την ευχαρίστηση που λαμβάνει ο άνθρωπος από εξωτερικές περιστάσεις, αγαθά, καταστάσεις. Για παράδειγμα, η θεμελιώδης έννοια της χρησιμότητας (utility), πάνω στην οποία χτίζονται τα Οικονομικά των δογματικών, ορίζεται συνήθως ως η ευχαρίστηση που οφείλεται σε πλήρωση επιθυμιών από την χρήση αγαθών και υπηρεσιών – δηλαδή, η αριστοτελική ικανοποίηση. Επίσης, ένα τεράστιο μέρος της Ψυχολογίας βλέπει τον άνθρωπο ως ένα δεδομένο σύνολο αναγκών και επιθυμιών που, σαν πεινασμένα μωρά, ζητάνε συνεχώς εκπλήρωση από εξωτερικές καταστάσεις. Μέχρι εκεί, όχι περισσότερο. Ως προς την τρέντι επιστήμη της Εξελικτικής Ψυχολογίας, διαβάζω τους Leda Cosmides & John Tooby στο Handbook of Emotions (2000) να αναφέρουν: «Τα κύματα χαράς ή ευτυχίας είναι ένα συναισθηματικό πρόγραμμα που εξελίχθηκε για να ανταποκρίνεται σε καταστάσεις κατά τις οποίες κάποιος συναντά απροσδόκητα θετικά γεγονότα» (εδώ, σελ. 123). Με άλλα λόγια, η αριστοτελική ικανοποίηση. Είπαμε όμως: ως προς την ευτυχία, όλες σχεδόν οι σύγχρονες επιστήμες που ασχολούνται με τον άνθρωπο παραμένουν τυφλές.

Τι μέγεθος είναι η ευτυχία; Κατά τα περιθώρια που αφήνει ο Αριστοτέλης:

Α) Δεν είναι μετρήσιμο μέγεθος – εννοώντας ότι είναι δύσκολο να διαπιστώσεις την ευτυχία κάποιου παρατηρώντας τα ορατά, αντικειμενικά μεγέθη της ζωής του: τι εισόδημα έχει, πόσο δημοφιλής είναι, σε πόσο καλή συνοικία ζει κ.λπ. Όλα αυτά ίσως σου δώσουν μια ιδέα για την ικανοποίησή του, δύσκολα όμως για την ευτυχία του. Ο Αριστοτέλης τουλάχιστον, πιστεύω, θα έκανε τέτοιες ερωτήσεις για να διαπιστώσει την ευτυχία κάποιου: Νιώθει ότι έχει σκοπούς στη ζωή του; Ότι αυτοί οι σκοποί είναι ξεκάθαροι; Ότι ζει για κάποιο λόγο; Αντιμετωπίζει τακτικά προκλήσεις;... τέτοια πράγματα. Από αυτήν τη σκοπιά, η ευτυχία είναι ηρωικό μέγεθος: πρέπει να ξεπερνάς τακτικά τον εαυτό σου ώστε να έχεις μια πιθανότητα να πεις κάποτε, «είμαι ευτυχισμένος!»

Χρησιμοποιώ τη λέξη ηρωικός όπως στη φιλολογία των Κινηματογραφικών Σπουδών: πρωταγωνιστής είναι το βασικό πρόσωπο μιας ιστορίας, ενώ ήρωας είναι ο πρωταγωνιστής που επιπλέον πρέπει να ξεπεράσει τον εαυτό του για να προχωρήσει η πλοκή.

Β) Επίσης, η ευτυχία δεν είναι οικονομικό μέγεθος. Σε αντίθεση μ’ αυτήν, η ικανοποίηση συνήθως παρουσιάζεται από όλες τις σύγχρονες επιστήμες ως οικονομικό μέγεθος: εξαρτάται από εξωτερικές περιστάσεις και αγαθά, τα οποία συχνά υπόκεινται σε νόμους σπάνης («όσο περισσότερο έχεις εσύ, τόσο λιγότερο απομένει για μένα»). Η ευτυχία όμως δεν υπόκειται αναγκαστικά σε νόμο σπάνης.

Γ) Επίσης, η ικανοποίηση συχνά παρουσιάζεται από τις σύγχρονες επιστήμες ως μαλθουσιανό μέγεθος: η δική σου ικανοποίηση είναι κακό νέο για μένα. Οπότε συχνά οδηγεί και σε ανταγωνισμούς. Όμως ο Αριστοτέλης τουλάχιστον αφήνει το περιθώριο η ευτυχία να είναι αντι-οικονομικό, ακόμα και αντι-μαλθουσιανό μέγεθος: η δική σου ευτυχία ίσως είναι καλό νέο για μένα. Ίσως είναι κάτι που συντελεί και στη δική μου ευτυχία.

(Στα Οικονομικά των δογματικών, αυτό που λέω μαλθουσιανό μέγεθος περιγράφεται με τον όρο της αντιπαλότητας, rivalry. Από αυτή τη σκοπιά, η ευτυχία ίσως να είναι anti-rival μέγεθος. Ο Βίκτωρ Φρανκλ, που θα δούμε παρακάτω, έτσι ακριβώς έβλεπε την ευτυχία, ως μη-μετρήσιμο, μη-οικονομικό και anti-rival μέγεθος).

Όμως ας ξαναγυρίσουμε στον Αριστοτέλη. Στα Ηθικά Νικομάχεια, αυτός έλεγε κάτι κρυπτικό για την ευτυχία, ότι μπορεί να σου τη δώσει μόνο ένα πράγμα στον κόσμο: να ταχθείς σ’ αυτό για το οποίο γεννήθηκες. Είσαι γεννημένος για κάποιο σκοπό, όπως ένα μαχαίρι κατασκευάστηκε για να κόβει. Και όσο απέχεις από τον σκοπό σου, είσαι σαν στομωμένο μαχαίρι. Στη δική του ορολογία, ο Αριστοτέλης ονόμαζε τέλος αυτό για το οποίο ο καθένας γεννήθηκε (με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης, «τέλος» δηλαδή «σκοπός») και δεν μας είπε πολλά γι’ αυτό. Θεωρούσε πάντως ότι το τέλος σου είναι αυτό που πραγματικά είσαι, το αληθινό σου βιογραφικό. Ο Αριστοτέλης θα έλεγε ότι τα βιογραφικά που συνήθως συντάσσουμε σήμερα, οι περιγραφές που κάνουμε για τον εαυτό μας, είναι ελλιπή. Μπορεί μεν να είναι πραγματολογικώς σωστά, να αναφέρουν την ηλικία, τα πτυχία, τα επιτεύγματά μας, δεν αναφέρουν όμως το σημαντικότερο: το τέλος μας (= τον σκοπό μας), αυτό για το οποίο γεννηθήκαμε. Αυτό που πραγματικά είμαστε. Δεν είσαι η γέννησή σου, θα έλεγε ο Αριστοτέλης, δεν είσαι η κοινωνική ομάδα που έτυχε να ανήκεις, είσαι το τέλος σου.

Πώς θα πρέπει να διαβάσουμε τις κρυπτικές επισημάνσεις του Αριστοτέλη; Θα το δείξω με μια παρομοίωση από τον κόσμο των ΜΚΟ:

Από αυτά που έχω δει και καταλάβει, οι περισσότερες ΜΚΟ ξεκινάνε με κάποιον ευγενή στόχο (προστασία προσφύγων, φορέων HIV, απειλούμενων ειδών κ.α. – το τέλος της ΜΚΟ) και τον υπηρετούν αφοσιωμένα. Αρχικά. Στην πορεία όμως μεταμορφώνονται σε κάτι άλλο. Σε κάτι που έχει πρωταρχικό σκοπό τη διατήρηση της ΜΚΟ – να συνεχίζει να υπάρχει το μαγαζί, να πληρώνονται οι λογαριασμοί, να τυπώνονται τα φυλλάδια, να γράφονται καινούργια μέλη κ.λπ. – και μόνο σε δεύτερο λόγο τον ευγενή στόχο. Για την ακρίβεια, κατά τη μεταμόρφωσή τους οι ΜΚΟ χρησιμοποιούν τον ευγενή στόχο ως μάρκετινγκ για την επιβίωσή τους. Από εκεί που στην αρχή η ΜΚΟ δούλευε π.χ. για τη χειραφέτηση των εθνοτικών μειονοτήτων, στην πορεία αρχίζει να δουλεύει έτσι ώστε να στέλνει αναφορές στον ΟΗΕ για κάτι που μπορεί να παρουσιαστεί ως χειραφέτηση των εθνοτικών μειονοτήτων προκειμένου να ενταχθεί στο Πρόγραμμα Τάδε και να πάρει την επιδότηση. Από εκεί που ο ευγενής στόχος ήταν αυτοσκοπός, στην πορεία γίνεται το μέσο για την επίτευξη ενός άλλου σκοπού (= τη διατήρηση του μαγαζιού). Διάβασα και τον Κάρλο Πετρίνι εδώ, λέει για «μεγάλες ΜΚΟ που ξεκίνησαν με ευγενή κίνητρα και κατέληξαν να αποτελούν οργανώσεις που ενδιαφέρονται μόνο να πληρώνουν τους μισθούς στους υπαλλήλους τους» – αυτό το φαινόμενο πρέπει να είναι οικουμενικό. Δεν γίνεται με κακοβουλία (τις περισσότερες φορές) ούτε συνειδητά. Όμως σιγά-σιγά εξαντλείται το αρχικό κεφάλαιο κι ο ενθουσιασμός, τα μέλη κουράζονται να βάζουν συνεχώς λεφτά από την τσέπη τους, να ξενυχτάνε, να τους χάνουν από τα σπίτια τους, οπότε προσαρμόζονται σε έναν επαγγελματισμό και δουλεύουν κατά τέτοιον τρόπο ώστε όχι ακριβώς να παράγουν έργο, αλλά να μπορούν να δηλώνουν ότι παράγουν έργο (έχει διαφορά). Οπότε λοιπόν η ΜΚΟ συνεχίζει να υπάρχει κι ο ΟΗΕ συνεχίζει να παραπονιέται ότι κάθε χρόνο πετιούνται δισεκατομμύρια δολάρια για την καταπολέμηση της φτώχειας στον Τρίτο Κόσμο με πενιχρά αποτελέσματα...

Κάπως έτσι λοιπόν κρίνω ότι πρέπει να διαβάσουμε τον Αριστοτέλη: είμαστε ΜΚΟ που συνεχώς αποκλίνουμε αδιόρατα και ασυνείδητα από το τέλος μας, το μόνο που μπορεί να μας δώσει την ευτυχία. Μεταμορφωνόμαστε σε κάτι άλλο, βάζουμε διαφορετικές προτεραιότητες, αποκτούμε διαφορετικό τρόπο σκέψης και ναι μεν επιτυγχάνουμε πολλά, όχι όμως την ευτυχία. Κάτι που μας δίνει ένα δεύτερο κριτήριο:
(2) Η αποτυχία της ευτυχίας είναι μια πράξη αυτοπαγίδευσης, αυτοεξαπάτησης, όχι μια βουλητική απόφαση αλλοτρίωσης. Ίσως να βάζουμε στόχο την ευτυχία, όμως συνεχώς κάνουμε μικρούς συμβιβασμούς και κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας με διάφορα προσχήματα, οπότε αποκλίνουμε από αυτήν όλο και περισσότερο. Κάπως έτσι η ζωή μετατρέπεται σε ποιήμα Κικής Δημουλά... 
Από μνήμης ένα στιχάκι του Τζελαλεντίν Ρουμί (νομίζω): «Η μοίρα χάραξε αδιάλλαχτες πορείες / Κι η αδυναμία τη θέληση πάει να γραπώσει / Σχωρνάμε τον εαυτό μας με δικαιολογίες / Και τη μοίρα βοηθάμε να μας εξοντώσει».


Βίκτωρ Φρανκλ 
Είναι αλήθεια ότι ο Αριστοτέλης άφησε ανοιχτά πολλά ερωτήματα για το τέλος μας. Εκτός αυτού, έθετε και μια προϋπόθεση για την ευτυχία: να έχει κανείς τουλάχιστον ένα μίνιμουμ ικανοποίησης. Δηλαδή, δεν πίστευε ότι μπορεί να ευτυχήσει κάποιος που έτυχε να γεννηθεί φτωχός ή άσχημος σαν τέρας ή να χάσει πρόσφατα ένα αγαπημένο πρόσωπο κ.α. Ο Βίκτωρ Φρανκλ βίωσε την κατάπτωση στην πιο ζοφερή της μορφή, πιο μίνιμουμ κι από το μίνιμουμ: Εβραίος από την Αυστρία που πέρασε τρία χρόνια σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, καθημερινά με την απειλή του θανάτου. Ήταν τυχερός και επιβίωσε, όμως προβληματίστηκε πολύ για τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους αντιδρούσαν οι κρατούμενοι στην κόλαση του στρατοπέδου. Άλλοι παραιτήθηκαν κι έπεσαν σε μια κατάσταση βραδυφλεγούς αυτοκτονίας, άλλοι συνέχισαν να αγωνίζονται• άλλοι έγιναν εγωιστές και σκληροί, άλλοι έγιναν αλληλέγγυοι και κράτησαν ηθικές στάσεις• μετά την απελευθέρωσή τους, άλλοι έπεσαν σε αυτοκαταστροφική κατάθλιψη την οποία δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν, άλλοι στάθηκαν γρήγορα στα πόδια τους και ξανάχτισαν τη ζωή τους. Ένα από τα βασικότερα συμπεράσματα του Β. Φρανκλ ήταν ότι μπορεί κάποιος να εργαστεί για την ευτυχία του (όχι να ευτυχήσει αλλά να εργαστεί για την ευτυχία του) ακόμα και στον πάτο του πηγαδιού, στον ζόφο των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Σταχυολογώ από το βιβλίο του, Man’s Search for Meaning (1946), τα σημεία που με ενδιαφέρουν, τις παρατηρήσεις του για το θέμα της ευτυχίας:

Ο Β. Φρανκλ είπε ότι δεν μπορείς ν’ αποφασίσεις να είσαι ευτυχισμένος, όπως αποφασίζεις π.χ. να σκεφτείς θετικά ή να συγκρατήσεις τα νεύρα σου. Αυτό πηγαίνει κόντρα στη λογική του don’t worry be happy. Αν δεν θέλουμε να παίζουμε με τις λέξεις, τότε μπορείς να είσαι ευτυχισμένος μόνο αν έχεις τον λόγο για να είσαι. Αν τον έχεις, τότε η ευτυχία θα προκύψει αυτόματα. Αν δεν τον έχεις, τότε απλά γίνεσαι ηθοποιός που παίζει έναν ρόλο. Δεν είναι στο χέρι σου να είσαι ευτυχισμένος, στο χέρι σου είναι μόνο να χτίσεις τον λόγο από τον οποίο θα προκύψει η ευτυχία. Κάτι που μας δίνει ένα ακόμη κριτήριο:
(3) Η ευτυχία είναι σαν σπίτι που χρειάζεται θεμέλια. Αν δεν υπάρχουν αυτά, τότε δεν μπορεί να υπάρξει και η ευτυχία. Δεν είναι μια υποκειμενική ψυχολογική κατάσταση που είναι στο χέρι σου να δημιουργήσεις
Όμως το πιο σημαντικό που επεσήμανε ο Βίκτωρ Φρανκλ είναι ότι η ευτυχία δεν μπορεί να επιδιωχθεί ευθέως. Μπορούμε να επιδιώξουμε ευθέως μόνο το τέλος μας, αυτό για το οποίο γεννηθήκαμε. Αν το κάνουμε, τότε η ευτυχία θα προκύψει ως παραπροϊόν. Όπως ακριβώς ο Ορφέας δεν μπορούσε να επιδιώξει ευθέως την Ευρυδίκη, μπορούσε μόνο να συγκεντρωθεί στη μουσική του και να έχει εμπιστοσύνη ότι η Ευρυδίκη θα τον ακολουθεί – κατά κάποιον τρόπο, ότι η Ευρυδίκη θα προκύψει ως παραπροϊόν της μουσικής του.

Αυτό δίνει μια παραπάνω ιδέα για τον τρόπο που εξαπατούμε τον εαυτό μας και μετατρέπουμε τη ζωή μας σε ποιήμα Κικής Δημουλά. Κάνουμε το λάθος του Ορφέα και επιδιώκουμε κάτι το οποίο μπορεί μόνο να προκύψει. Είναι λίγο σαν να επιδιώκουμε να μας πάρει ο ύπνος το βράδυ, κάτι που δεν μπορεί να γίνει ευθέως – συνήθως μάλιστα άμα το επιδιώξουμε ευθέως, θα έχουμε το αντίθετο αποτέλεσμα. Πρέπει απλώς να ηρεμήσουμε, να αφεθούμε και να έχουμε εμπιστοσύνη ότι ο ύπνος θα έρθει ως παραπροϊόν της ηρεμίας. Ο Β. Φρανκλ το παρομοίαζε με την ερωτική ηδονή: συνήθως όσο περισσότερο το ζευγάρι την επιδιώκει, τόσο δυσκολότερο γίνεται να την επιτύχει. Η ερωτική ηδονή είναι κάτι που πρέπει να προκύψει ως παραπροϊόν, όχι να επιδιωχθεί ευθέως. Το ίδιο ακριβώς και η ευτυχία.
(4) Ο τρόπος του Ορφέα: η ευτυχία δεν μπορεί να επιδιωχθεί ευθέως, μπορεί μόνο να προκύψει ως παραπροϊόν. Η νοοτροπία στην οποία καλλιεργηθήκαμε είναι να επιδιώκουμε πράγματα, να στοχεύουμε, να σχεδιάζουμε, να προγραμματίζουμε, να εργαζόμαστε για στόχους, να αποσκοπούμε σε προϊόντα, όχι παραπροϊόντα. Όμως αν θέλουμε κάποια μέρα να πούμε, «είμαι ευτυχισμένος!», πρέπει να το σκεφτούμε διαφορετικά. 
H επίτευξη της ευτυχίας στη ζωή μοιάζει με ένα καράβι που συνεχώς το χτυπάει πλάγιος άνεμος και αποκλίνει από τον προορισμό του:





Το Ε είναι η ευτυχία. Το παχύ πράσινο βελάκι είναι η αυτοεξαπάτηση, ότι επιδιώκουμε κάτι το οποίο μπορεί μόνο να προκύψει. Οπότε, αν κάποιος στοχεύσει στην ευτυχία και την επιδιώξει ευθέως, θα καταλήξει τελικά στο ΚΔ (= ποίημα Κικής Δημουλά), θα φτάσει μια μέρα να ομολογήσει στον εαυτό του: «δεν είμαι ευτυχισμένος...». Ό,τι επιδιώξει κανείς, θα καταλήξει στον πιο κάτω προορισμό. Προκειμένου να πετύχει την ευτυχία, αυτό που θα πρέπει να επιδιώξει ευθέως είναι το Τ, το τέλος του, το κόκκινο βελάκι στην παραπάνω εικόνα. Και τότε η ευτυχία θα προκύψει ως παραπροϊόν.

Η επόμενη επισήμανση του Β. Φρανκλ αποσαφηνίζει περισσότερο την παρατήρηση του Αριστοτέλη, ότι ευτυχία και ικανοποίηση είναι διαφορετικά ζώα. Ο Β. Φρανκλ έφτασε κι αυτός σε παρόμοιο συμπέρασμα, συγκεκριμένα ότι η ευτυχία δεν προκύπτει από την προσπάθεια για αύξηση των ευχάριστων, ικανοποιητικών ή άνετων στιγμών στη ζωή μας, δεν προκύπτει από την προσπάθεια για μείωση των οδυνηρών στιγμών. Έτσι ακριβώς το έβλεπε ο Επίκουρος και ο Bentham, όμως μακάρι να ήταν τόσο απλή η ζωή... Ο πόνος μπορεί κι αυτός να έχει θέση στην επίτευξη της ευτυχίας. Ακόμα και περιστατικά κακοπάθειας ή οδύνης μπορούν, παρόλα αυτά, να συντελέσουν στην ευτυχία κάποιου. «Κατά κάποιον τρόπο, ο πόνος σταματάει να είναι πόνος αν αποκτήσει ένα νόημα, για παράδειγμα το νόημα της θυσίας», έλεγε ο Β. Φρανκλ• θυμηθείτε τη σκηνή από το The Straight Story του David Lynch όπου ο Άλβιν θυσίασε σκόπιμα την άνεση και την ταχύτητα ενός αυτοκινήτου για την ταλαιπώρια και τη βραδύτητα του μηχανήματός του• ο Ζαν Πολ Σαρτρ έλεγε για τα νιάτα του στη γαλλική Αντίσταση ότι ήταν τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής του, κι ότι ποτέ δεν κατάφερε να ξανανιώσει τέτοια ευτυχία, παρόλο που τότε κινδύνευε κάθε μέρα να προδωθεί και να σκοτωθεί• «υπερασπίσου το παιδί, γιατί αν γλιτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα», έλεγε το τραγούδι του Θεοδωράκη, δηλαδή ακόμα και τα βάσανα παύουν να είναι βάσανα αν χρησιμεύσουν ως θυσία για κάτι (για το παιδί, στη συγκεκριμένη περίπτωση): ο τρόπος που το έβλεπε ο Β. Φρανκλ, και συμφωνώ μαζί του, είναι ότι αυτό που κάνει τη ζωή κόλαση δεν είναι ακριβώς η κακοπάθεια καθαυτή, αλλά η κακοπάθεια που δεν συνοδεύεται από κάποιο νόημα (για παράδειγμα, το νόημα της θυσίας).

Η ζωή λοιπόν δεν είναι μια αφελής λογιστική μεταξύ ηδονής και οδύνης, δεν είναι μια συνάρτηση προσδοκώμενης χρησιμότητας, όπως στα Οικονομικά των δογματικών, όπου καλούμαστε να μεγιστοποιήσουμε την ευχαρίστηση και να ελαχιστοποιήσουμε την κακοπάθεια. Ο Bentham το έβλεπε ακριβώς έτσι, είχε προσπαθήσει μάλιστα να φτιάξει κι έναν μαθηματικό λογισμό ευτυχίας (“felicific calculus”). Όμως αυτή η αφελής αντίληψη της ζωής ως λογιστική μεταξύ ηδονής και οδύνης είναι συνταγή αποτυχίας για την επίτευξη της ευτυχίας, δρόμος που οδηγεί σε ένα μελλοντικό: «δεν είμαι ευτυχισμένος...». Η ευτυχία δεν είναι μαθηματικό μέγεθος, είναι ηρωικό μέγεθος.
(5) Ο πόνος, η κακοπάθεια μπορούν να έχουν θέση στην επίτευξη της ευτυχίας. Η ευτυχία δεν προκύπτει από την προσπάθεια για αύξηση των ευχάριστων, ικανοποιητικών ή άνετων στιγμών στη ζωή μας, δεν προκύπτει από την προσπάθεια για μείωση των οδυνηρών στιγμών. Θα πρέπει να το σκεφτείς διαφορετικά εδώ. 
Ο Β. Φρανκλ έδωσε κι ένα σημάδι ότι είσαι στο σωστό δρόμο ώστε να πεις κάποτε «είμαι ευτυχισμένος!» Το σημάδι αυτό είναι η εσωτερική ένταση. Αν αυτό που διαπιστώνεις στον εαυτό σου είναι γαλήνη, άνεση και εσωτερική ισορροπία, τότε πρόσεχε μην έχεις πάρει το μονοπάτι το πονηρό που πάει ντουγρού στην κατηφόρα τη μεγάλη, τον δρόμο που οδηγεί σε ένα μελλοντικό «δεν είμαι ευτυχισμένος...». Αντίθετα, τα σωστά σημάδια είναι αυτά της εσωτερικής έντασης: ταραχή, έγνοια, αίσθηση ότι καταβάλεις προσπάθεια, ότι αντιμετωπίζεις προκλήσεις... τέτοια πράγματα.
(6) Trouble is a friend, έλεγε το τραγούδι της Lenka. «Η εσωτερική ένταση είναι αναπόσπαστη προϋπόθεση της ψυχικής υγείας», έλεγε ο Β. Φρανκλ. Είναι το σωστό σημάδι ότι βρίσκεσαι στον δρόμο για να πεις κάποτε: «είμαι ευτυχισμένος!»  
Για την ακρίβεια, ο Β. Φρανκλ έδωσε κι ένα δεύτερο σημάδι ότι βρίσκεσαι στον σωστό δρόμο: το χιούμορ.


Κίρκεγκορ: Ζώντας Κριτικά
Αυτό που ο Αριστοτέλης έλεγε τέλος, ο Κίρκεγκορ το έλεγε σχέδιο του Θεού για τον εαυτό (God’s plan for the self). Φοβάμαι ότι θα αντιδράσετε στη χριστιανική ορολογία του Κίρκεγκορ γι’ αυτό και παίρνω το θάρρος να τον αποδώσω λίγο πιο ελεύθερα.

Και ο Κίρκεγκορ συμφωνούσε με τον Αριστοτέλη ότι το πραγματικό σου βιογραφικό είναι το τέλος σου, αυτό για το οποίο έχεις γεννηθεί. Όμως με ποιον τρόπο το έβλεπε;

- Το τέλος σου είναι αυτό για το οποίο είσαι διατεθειμένος να ζήσεις και να πεθάνεις («αυτό που πραγματικά θέλω είναι να ξεκαθαρίσω τι πρέπει να κάνω, όχι τι πρέπει να μάθω ... το μόνο που έχει σημασία είναι να βρω μια αλήθεια που να είναι αλήθεια για μένα, να βρω αυτό για το οποίο προτίθεμαι να ζήσω και να πεθάνω», έλεγε)

- Το να ταχθείς στο τέλος σου σημαίνει ότι η ζωή σου θα πρέπει να χρησιμεύει ως παράδειγμα γι’ αυτό. Θα πρέπει να μπορείς να παρουσιάσεις τη ζωή σου ως παράδειγμα για κάτι. Να το βεβαιώνεις με τις πράξεις, τη στάση και τη συμπεριφορά σου (όχι με τα λόγια ή τη θεωρητική σου γνώση ή τις αναρτήσεις στο facebook).

- Κάπου μάλιστα έλεγε κι ένα γοητευτικό, ότι μόνο άμα ταχθείς στο τέλος σου μπορείς πραγματικά να έχεις όνομα (“your name divinely understood” ήταν η έκφρασή του). Όλα αυτά τα Μαρία, Δημήτρης, Γιάννης, Βάσω κ.λπ. είναι απλώς ετικέτες, δεν είναι τα πραγματικά μας ονόματα• μόνο το τέλος σου είναι αυτό που σου δίνει το όνομά σου. Όποιος δεν μπορεί να παρουσιάσει τη ζωή του ως παράδειγμα για κάτι, δεν έχει και όνομα, μόνο ετικέτα.

- Το τέλος σου, έλεγε ο Κίρκεγκορ, δεν είναι κάτι που μπορείς να ορίσεις εσύ ο ίδιος, δεν είναι στο χέρι σου. Μπορείς μόνο να το ανακαλύψεις, με τον ίδιο τρόπο που κάποιος ανακαλύπτει ότι έχει μουσικό αυτί, ταλέντο στη ζωγραφική κ.λπ. Έτσι ακριβώς έβλεπε τη ζωή ο Κίρκεγκορ και συμφωνώ μαζί του: μια διαρκής πράξη αυτοανακάλυψης μέσα από τις εμπειρίες και τις καταστάσεις στις οποίες εμπλεκόμαστε. Κάτι που μας δίνει ακόμα ένα κριτήριο:
(7) Το τέλος μας δεν το ορίζουμε εμείς οι ίδιοι, δεν είναι στο χέρι μας, μόνο το ανακαλύπτουμε μέσα από το υλικό της ζωής και των εμπειριών μας. 
Εδώ όμως ο Κίρκεγκορ είχε πολλά περισσότερα να παρατηρήσει για το θέμα που άφησε ανοιχτό ο Αριστοτέλης: πώς ανακαλύπτουμε αυτό για το οποίο έχουμε γεννηθεί, το μόνο που μπορεί να μας δώσει κάποτε την ευτυχία; Δίνω πρώτα μερικές πιθανές απαντήσεις:

- Ακολουθούμε κάποια θρησκευτική διδασκαλία, αυτή που μας ταιριάζει περισσότερο.

- Ακολουθούμε κάποια βιοτική φιλοσοφία, αυτή που μας ταιριάζει περισσότερο.

- Ακολουθούμε τα διδάγματα της επιστήμης για τον άνθρωπο, είτε ως κοινωνικό είτε ως βιολογικό ον.

- Ακολουθούμε το παράδειγμα των πολλών. Όπως οι περισσότεροι, δίνουμε πανελλήνιες, παίρνουμε κάποιο πτυχίο, παντρευόμαστε, κάνουμε οικογένεια, διακοπές μια φορά τον χρόνο, χτίζουμε καριέρα, αγοράζουμε αυτοκίνητο κ.λπ.

- Κάνουμε ψυχανάλυση ώστε να βρούμε τον εαυτό μας.

- Μονάζουμε ώστε να γνωρίσουμε το βάθος της ψυχής μας μέσα από την προσευχή, τον διαλογισμό, τις πνευματικές ασκήσεις κ.λπ.

- Ούτε καν απασχολούμαστε με τέτοια θέματα, τα βγάζουμε από το μυαλό μας και αφοσιωνόμαστε στα άμεσα προβλήματα της ζωής μας.

Κανένα από τα παραπάνω, έλεγε ο Κίρκεγκορ! Όλα αυτά είναι εγγυήσεις αποτυχίας, δρόμοι που οδηγούν στο «δεν είμαι ευτυχισμένος...». Ο Κίρκεγκορ μάλιστα έλεγε κάτι ακόμα ισχυρότερο: ότι δεν υπάρχει απολύτως τίποτα, καμία θεωρία, συνταγή, πεπατημένη, συμβουλή, φιλοσοφία, σοφία ηλικιωμένων, βιοτικός κανόνας που θα μας υποδείξει το τέλος μας, τίποτα, τίποτα, ΤΙΠΟΤΑ. Γιατί όμως;

Ο Κίρκεγκορ απέρριπτε όλες τις συνταγές για την ευτυχία διότι η αφετηρία του ήταν η μόνιμη αυτοεξαπάτηση όλων μας (το παχύ πράσινο βελάκι στην παραπάνω εικόνα). Όποια συνταγή κι αν ακολουθήσουμε, είναι σίγουρο ότι θα κάνουμε ασύνειδους συμβιβασμούς και υποχωρήσεις – και θα τις εκλογικεύσουμε κιόλας για να τις δικαιολογήσουμε στον εαυτό μας, θα νομίζουμε ότι είμαστε χαρούμενοι όμως μετά από καιρό θα ομολογήσουμε ότι τελικά δεν ήμασταν. Ουσιαστικά, με τον εαυτό μας είναι που παλεύουμε, όχι τόσο με τις εξωτερικές καταστάσεις.

- Το «παλεύω με τις εξωτερικές καταστάσεις» είναι το χαρακτηριστικό όλων των σύγχρονων επιστημών που ασχολούνται με τον άνθρωπο• το χαρακτηριστικό όμως του τρόπου που το έβλεπε ο Κίρκεγκορ (κι ο Β. Φρανκλ) είναι: «ουσιαστικά, παλεύεις με τον εαυτό σου».

- Όλα τα λεφτά στη συμβατική επιστημονική στάση είναι η μεγιστοποίηση της ικανοποίησης που λαμβάνεις από εξωτερικές καταστάσεις έχοντας δεδομένες ανάγκες και επιθυμίες• όλα τα λεφτά στην οπτική του Κίρκεγκορ είναι ότι δεν ξέρεις καν τις ανάγκες και τις επιθυμίες σου. Η αυτοεξαπάτηση.

Στη σημερινή εποχή, μετά και το Νόμπελ στον Danny Kahneman, δεν ακούγονται πλέον εξωφρενικές οι παρατηρήσεις του Κίρκεγκορ για τον θεμελιώδη ρόλο της αυτοεξαπάτησης. Στον καιρό του όμως, μέσα 19ου αιώνα, ήταν πολύ μόνος όταν τα έλεγε. Πάντως μας δίνει ακόμα ένα κριτήριο:
(8) Ένα ανησυχητικό σημάδι ότι βρίσκεσαι σε τροχιά ποιήματος Κικής Δημουλά είναι όταν νιώθεις μόνιμα ότι παλεύεις με εξωτερικές καταστάσεις και γεγονότα. Ένα σημάδι ότι βρίσκεσαι στον σωστό δρόμο είναι όταν φτάνεις συχνά στη διαπίστωση: «τελικά, με τον εαυτό μου είναι που παλεύω»
Να δώσω ένα παράδειγμα γι’ αυτήν την αυτοεξαπάτηση. Τα διάφορα happiness index, οι δείκτες των Οικονομικών που υποτίθεται ότι μετράνε τη συλλογική ευτυχία κάθε χώρας, ξεκίνησαν βασισμένα σε ερωτηματολόγια και υποκειμενικές κρίσεις: «πόσο χαρούμενος αισθάνεστε;», «πόσο ικανοποιημένος είστε από τη ζωή σας;» κ.λπ. Η κριτική που έκανε εδώ ο Αμάρτυα Σεν (ο οποίος συχνά τοποθετείται πιο κοντά στον Κίρκεγκορ παρά στη συμβατική επιστημονική στάση) είναι ότι δεν είμαστε οι καλύτεροι κριτές για την προσωπική μας χαρά. Αντιγράφω το επίμαχο σημείο (από το Utilitarianism and Welfarism, σελ. 475):
Σκεφτείτε έναν που αναγκάζεται να δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ, είναι πολύ στερημένος, φτωχός, άρρωστος και θύμα εκμετάλλευσης, όμως πείθεται να είναι ικανοποιημένος με τον λαχνό που του έτυχε στη ζωή (ας πούμε, λόγω θρησκευτικής ή πολιτικής προπαγάνδας, ή κοινωνικής πίεσης). Είναι δυνατόν να πιστέψουμε ότι αυτός ο άνθρωπος είναι πραγματικά ευτυχισμένος και ικανοποιημένος; Είναι δυνατόν να ζει μια καλή ζωή;  
Έτσι ακριβώς την πατάμε κι εμείς. Θα πρέπει να δούμε τον εαυτό μας σαν τον άνθρωπο στο παράδειγμα του Σεν, όμως ο προπαγανδιστής που μας αποκοιμίζει είμαστε εμείς οι ίδιοι. Κάποιος που απαντάει, «είμαι καλά», δεν σημαίνει ότι είναι καλά, ακόμα κι αν το πιστεύει ειλικρινά. Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα, ότι το πιστεύει ειλικρινά. Αυτό είναι το πρόβλημα όλων μας. Οπότε, έλεγε ο Κίρκεγκορ, χρειάζεται ένα είδος κριτικότητας απέναντι στον εαυτό και στη ζωή μας, αν θέλουμε κάποτε να πετύχουμε την ευτυχία. Χρειάζεται η συνειδητοποίηση ότι δεν είμαστε οι καλύτεροι κριτές ακόμα και για την προσωπική μας χαρά.

Διότι κατά βάθος την ξέρουμε την απάντηση! Είναι ειρωνικό: εκατομμύρια άνθρωποι σήμερα δεν είναι ευτυχισμένοι, ψάχνουν να βρουν τον εαυτό τους, αναρωτιούνται τι θέλουν από τη ζωή, γυρεύουν απαντήσεις. Όμως κατά βάθος ξέρουν τις απαντήσεις. Το θέμα δεν είναι ότι δεν ξέρουν τι ψάχνουν, το θέμα είναι ότι δεν έχουν το θάρρος και την τιμιότητα προς τον εαυτό τους να το παραδεχτούν, οπότε χαραμίζουν συνεχώς τη μεγάλη χαρά (ευτυχία) για τη μικρή (ικανοποίηση), βρίσκουν τρόπο να εξαπατήσουν τον εαυτό τους εκλογικεύοντάς το και.... καταντά το αύριο σαν αύριο να μη μοιάζει. Ο Πολίτης Κέιν, που από αντισυστημικός και ριζοσπάστης μεταμορφώθηκε σε μέρος του συστήματος το οποίο κάποτε πολεμούσε, ήξερε κατά βάθος ότι συμβιβαζόταν και εξαπατούσε τον εαυτό του, όμως δεν είχε το κουράγιο να το παραδεχτεί. Μια ΜΚΟ που ξεκίνησε με αφοσίωση και πάθος για έναν ευγενή στόχο όμως στην πορεία τα μέλη της κουράστηκαν και συμβιβάστηκαν σε έναν επαγγελματισμό, ήξεραν κατά βάθος ότι αυτοεξουδετερώνονται. Όμως δεν είχαν το θάρρος και την τιμιότητα προς τον εαυτό τους να το παραδεχτούν. Ή, μια εναλλακτική διατύπωση: απέτυχαν να κρατήσουν μια κριτική στάση απέναντι στον εαυτό τους. Από συνέντευξη του N.N.Taleb στους Financial Times:
- (ΕΡΩΤΗΣΗ) Φιλοδοξία ή ταλέντο; Ποιο είναι πιο σημαντικό για την επιτυχία; 
- (ΑΠΑΝΤΗΣΗ) Και τα δυο είναι νεωτερικές σαχλαμάρες. Η επιτυχία είναι κάτι που έχει να κάνει με το αίσθημα τιμής, με την αίσθηση ότι ζεις σύμφωνα με ηθικές αρχές, με την απουσία ντροπής για τον εαυτό σου, δεν είναι κάποιο μετρήσιμο εξωτερικό μέγεθος όπως θέλουν οι εφημερίδες.  
Όπως το θέτει ο Taleb, είναι σαν μόνιμα να ντρεπόμαστε για τον εαυτό μας. Για τους συμβιβασμούς που έχουμε κάνει, τις ατολμίες και τις υποχωρήσεις μας. Οπότε, συνηθίζουμε σ’ αυτή τη μόνιμη ντροπή, στη μόνιμη απουσία τιμής, συναναστρεφόμαστε με άλλους που εξίσου ντρέπονται για τον εαυτό τους και αλληλοπαρηγοριόμαστε ταυτίζοντας την επιτυχία με το εισόδημα ή με τη δημοσιότητα ή με τις περγαμηνές μας κ.λπ. Έτσι θα πρέπει να το δούμε.

Σημειώστε στην παραπάνω φράση του Taleb κι αυτό το κιρκεγκαρντιανό, αντι-επιστημονικό στοιχείο που είπαμε πιο πριν: κατά βάθος, με τον εαυτό μου είναι που παλεύω, όχι με τις εξωτερικές καταστάσεις («η επιτυχία δεν είναι ένα μετρήσιμο εξωτερικό μέγεθος»).

Η κριτική λοιπόν στάση απέναντι στη ζωή και στον εαυτό μας συνίσταται στο να παραδεχτούμε ότι, κατά βάθος, ξέρουμε τις απαντήσεις, αυτό που ψάχνουμε. Και το ξέρουμε μέσα από το υλικό των εμπειριών και της ζωής μας, ό,τι κι αν είναι αυτή, μικρή ή μεγάλη, σπουδαία ή ασήμαντη. Διότι όλοι κατά καιρούς νιώσαμε ψήγματα από τη βαθιά εσωτερική πλήρωση, την οργιαστική ζεστασιά της ευτυχίας, νιώσαμε ότι ζούμε πραγματικά, όμως δεν βρήκαμε το κουράγιο να πάρουμε τα απαραίτητα ρίσκα και να κάνουμε τις αναγκαίες θυσίες για να παραμείνουμε στην τροχιά της μεγάλης χαράς (ευτυχία). Φοβηθήκαμε και πισωπατήσαμε στον κικηδημουλισμό.

Είναι γεγονός: η ζωή προσφέρει σε όλους μας τις ενδείξεις της ευτυχίας. «Τη ζωή τη ζούμε προς τα μπρος όμως την κατανοούμε προς τα πίσω», σχολίαζε ο Κίρκεγκορ. Πότε είπες «είμαι ζωντανός!», πότε ένιωσες ότι έζησες πραγματικά; Και αντίστροφα: πότε μοιάζει ότι η ζωή κύλησε σαν νερό, πέρασε και δεν άγγιξε; Πότε μοιάζει σαν να υπάρχει ένα κενό ζωής; Όπως έλεγε κι ο Τσάκωνας σ’ αυτή τη σκηνή από το Μάθε Παιδί Μου Γράμματα: «Έξι χρόνια στο δημοτικό... και έξι χρόνια στο γυμνάσιο, δώδεκα... και έξι χρόνια στο πολυτεχνείο, δεκαοχτώ... και έξι χρόνια στο εξωτερικό, είκοσι τέσσερα... και έξι χρόνια μέχρι που να πάω σχολείο, τριάντα... μέχρι τα τριάντα έξι που είμαι τώρα, λείπουν άλλα έξι χρόνια... Πού πήγαν; Τι γίναν έξι χρόνια;»

Ένα από τα πιο ανατριχιαστικά πράγματα που διάβασα ποτέ στο ίντερνετ ήταν εδώ, τα τελευταία λόγια ενός παππού στο νεκροκρέβατό του:
Πριν λίγες δεκαετίες, ένας φίλος μου είπε την περίπτωση του ετοιμοθάνατου παππού του, ενός ανθρώπου που ποτέ δεν κυνήγησε τα όνειρα που είχε στα νιάτα του. Ούτε καν προσπάθησε, για διάφορους λόγους. Όταν ήταν πια στο νεκροκρέβατο, μια από τις τελευταίες του κουβέντες στον εγγονό του ήταν:
«Τι; Δηλαδή, αυτό ήταν;» (“What? So that was it?”) 
Ετοιμάζεσαι να πεθάνεις, αναλογίζεσαι τη ζωή που (δεν) έζησες και το μονο που έχεις να πεις είναι: «Τι, δηλαδή, αυτό ήταν;»... Σαν πολυδιαφημισμένη ταινία που πηγαίνεις να τη δεις όλος προσδοκία, όμως τελικά βγαίνεις από το σινεμά απογοητευμένος, έχασες δυο ώρες από τη ζωή σου. Ή και την ίδια τη ζωή σου.

Σε αντίθεση μ’ αυτό, μπορούμε να δούμε τον φοβερό κύριο Τζιάκομο Καζανόβα, έναν τυχοδιώκτη του 18ου αιώνα που ταξίδεψε όλη την Ευρώπη από περιπέτεια σε περιπέτεια, από γυναίκα σε γυναίκα, από σκάνδαλο σε σκάνδαλο, κι από πάτρωνα σε πάτρωνα. Γνώρισε τον Γκαίτε, τον Ρουσσώ και τον Μότσαρτ, φυλακίστηκε, δραπέτευσε, ερωτεύτηκε (αμέτρητες φορές), υπέφερε, έμαθε να χειρίζεται τους ανθρώπους, έγινε γιατρός, μουσικός, στρατιωτικός, νομικός, ελευθεροτέκτονας, χαρτοπαίκτης, μοναχός, κυβερνητικός αξιωματούχος, θαυματοποιός, κατάσκοπος, αλχημιστής, ρισκάρισε τη ζωή του, μονομάχισε με μαρκήσιους και αξιωματικούς, έκανε απίθανες φάρσες, άνοιξε ένα εργοστάσιο, του το φάγαν τα χρέη και οι γυναίκες, έγραψε ένα θεατρικό έργο... έκανε πολλά. Δεν ήταν όλα ευχάριστα. Πέρασε από βάσανα και μεγάλες αγωνίες. Πολλές φορές έχασε τα πάντα και ξεκίνησε από το μηδέν. Πολλές φορές πίστεψε ότι έφτασε το τέλος του. Όμως, όπως το έθετε ο ίδιος, όταν σε μεγάλη ηλικία πλέον κάθισε να γράψει τα απομνημονεύματά του: «Δεν μπορώ να το αρνηθώ, vixi» – δηλαδή έζησα, στα λατινικά.

Οι περίοδοι της ζωής μας που αποπνέουν μια αίσθηση vixi, ότι ζήσαμε πραγματικά, είναι αυτές όπου βρήκαμε το κουράγιο και προσανατολιστήκαμε στο τέλος μας. Και αντίστροφα: οι περίοδοι που μοιάζουν χαμένες, κενό ζωής, είναι αυτές που φοβηθήκαμε και απομακρυνθήκαμε από το τέλος μας. Το θέμα δεν είναι κάποιο είδος διανοητικής γνώσης, το θέμα είναι να έχουμε το θάρρος και την τιμιότητα προς τον εαυτό μας να παραδεχτούμε ότι, κατά βάθος, ξέρουμε τις απαντήσεις. Αυτό είναι το ζώντας κριτικά του Κίρκεγκορ. Και μόνο έτσι μπορούμε να ανακαλύψουμε το τέλος μας, δεν υπάρχει άλλος τρόπος: επισκευάζοντας το καράβι εν πλω, σανίδα τη σανίδα, με όποια κατανόηση έχουμε, χωρίς τίποτα το απόλυτο να κρατηθούμε – χωρίς κάτι να παίζει τον ρόλο του ναυπηγείου, χωρίς καμία θεωρία, μπούσουλα, συνταγή, μεγάλο μυστικό για τον άνθρωπο και τη ζωή. Όλα τα ναυπηγεία είναι εγγυήσεις αποτυχίας.
(9) Τη ζωή τη ζούμε προς τα μπρος όμως την κατανοούμε προς τα πίσω. Το τέλος μας εκδηλώνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο στη ζωή μας, αφήνει μια αίσθηση vixi! Και αντίστροφα: όταν εξαπατάμε τον εαυτό μας και πισωπατάμε στον κικηδημουλισμό, μένουμε με την αίσθηση ότι κάποιος έκλεψε τα χρόνια μας. 
Θέλω όμως να συζητήσω περισσότερο το ζώντας κριτικά του Κίρκεγκορ, την επιμονή του ότι μόνο μέσα από το υλικό της ζωής και των εμπειριών μας θα ανακαλύψουμε το τέλος μας. Θα το δείξω με μια παρομοίωση από τις εμπειρικές έρευνες που έγιναν τις τρεις τελευταίες δεκαετίες στους ντιζάινερς (η λέξη εδώ σημαίνει αρχιτέκτονες, σχεδιαστές, προγραμματιστές, γραφίστες και άλλους συναφείς επαγγελματίες).

Στον χώρο του ντιζάιν έχει καταδειχθεί ότι ο τρόπος εργασίας των ντιζάινερ είναι αμεθοδικός. Η πράξη του ντιζάιν είναι μια διαρκής και αμφίδρομη αλληλεπίδραση μεταξύ του προσδιορισμού του προβλήματος και της εντόπισης λύσεων: κάποιες φορές ο προσδιορισμός οδηγεί σε συγκεκριμένες λύσεις, άλλες φορές η συγκεκριμενοποίηση μιας λύσης οδηγεί σε αναθεώρηση του προβλήματος, κι αυτό γίνεται συνεχώς. Ένα παράδειγμα εδώ που έχει μελετηθεί καλά είναι τα σκίτσα των αρχιτεκτόνων. Σχεδόν όλοι οι αρχιτέκτονες όταν ξεκινούν να δουλεύουν ένα πρόβλημα παράγουν σκίτσα εντατικά και ιδιοσυγκρασιακά – συνήθως μ’ ένα απλό μολύβι σ’ όποιο κομμάτι χαρτί βρεθεί μπροστά τους. Οι εμπειρικές έρευνες έδειξαν οι αρχιτέκτονες ανακαλύπτουν στοιχεία στα σκίτσα τους, τα οποία δεν είχαν υπόψη όταν τα σχεδίαζαν, και επίσης χρησιμοποιούν αυτές τις απρόσμενες ανακαλύψεις για να αναθεωρήσουν το πρόβλημα. Μια περίπτωση από την έρευνα της G. Goldschmidt (On visual design thinking, 1996):

Ένας φοιτητής αρχιτεκτονικής και στα πλαίσια πανεπιστημιακού μαθήματος είχε να σχεδιάσει ένα νηπιαγωγείο εντός αστικού ιστού, σχήματος L, σε ελαφρά επικλινές έδαφος, με τρεις χώρους δραστηριοτήτων, εξωτερικές παιδικές χαρές κ.α. Ο φοιτητής είχε ήδη ολοκληρώσει ένα σχέδιο, το οποίο είχε εγκριθεί από τους καθηγητές του. Δεν τον ικανοποιούσε όμως, είπε στους ερευνητές ότι έμοιαζε πολύ με τα σχέδια άλλων συμφοιτητών του, και ήθελε να το ξανασχεδιάσει από την αρχή.


Το αρχικό σχέδιο του φοιτητή για το νηπιαγωγείο 


Πρώτα κάθισε μπροστά από ένα κομμάτι χαρτί χωρίς να έχει κάποια ιδέα. Πήρε το μολύβι κι άρχισε να παίζει μ’ αυτό, η επιθυμία να κάνει κάτι ήταν ακαταμάχητη. Σχεδίασε την υπογραφή του. «Πραγματικά μ’ αρέσει η υπογραφή μου», μονολόγησε. Τη σχεδίασε και δεύτερη φορά, καθώς και μια τρίτη με μικρές παραλλαγές. Τη σχεδίασε εφτά φορές συνολικά, μέχρι που το χαρτί γέμισε με ελαφρώς διαφοροποιημένες υπογραφές. Προσηλώθηκε στην τελευταία. «Για δες, αν το κάνω σωστά, τότε τα δύο γράμματα της υπογραφής περιγράφουν έναν χώρο». Πήρε ένα χοντρότερο μολύβι και πάτησε τις γραμμές γύρω από τα δύο γράμματα. Ο χώρος έγινε ξεκάθαρος κι αυτό του ήρθε σαν αποκάλυψη. Σχεδίασε ακόμα μια ακόμα φορά την υπογραφή του ώστε να τονίζεται ο εσώκλειστος χώρος. Κατόπιν, πήρε αυτό το τμήμα της υπογραφής και το ταίριαξε σε ένα τοπογραφικό της περιοχής. «Αυτό κάτι λέει. Νομίζω πως μπορώ να το δουλέψω».

 Το σκίτσο αριστερά είναι το τμήμα της υπογραφής που απομόνωσε ο φοιτητής


Κατόπιν άρχισε να μεταμορφώνει το σχήμα σε κανονικό αρχιτεκτονικό σχέδιο και να εξετάζει πάνω σ’ αυτό τα δεδομένα του προβλήματος. Σε κάποια στιγμή είπε: «Είναι αυτό που ήθελα. Όχι εκείνες τις ευθείες, τακτοποιημένες γραμμές, τις κανονικές γωνίες και τα κυβάκια! Οι καμπύλες είναι όμορφες!» Σύντομα έφτιαξε ένα πρώτο σχέδιο με διακριτούς χώρους και περιοχές δραστηριοτήτων, και άρχισε να δουλεύει με μεγαλύτερη ακρίβεια το πρόβλημα: πού θα είναι η κυρία είσοδος; Τι θα κάνει με την κλίση του εδάφους; Θα βάλει σκαλοπάτια; κ.λπ. Έβαλε ένα λευκό φύλλο χαρτί επάνω στο προηγούμενο σκίτσο, το αντέγραψε κι άρχισε να καταπιάνεται από την αρχή με το πρόβλημά του. Σχεδίασε ένα βέλος για τον Βορρά ώστε να έχει αντίληψη για τη φωτεινότητα των χώρων. Επίσης άρχισε να μετράει και να κάνει υπολογισμούς πάνω στο σχέδιο.


Τμήμα από το χαρτί στο οποίο ο φοιτητής άρχισε να δουλεύει ακριβέστερα το σχέδιο


Κατόπιν, κι αφού ο φοιτητής είχε πλέον δουλέψει καλά όλα τα στοιχεία του προβλήματος, άρχισε να φτιάχνει τη μακέτα. Κατά τη διαδικασία αυτή, εντόπισε διάφορα άλλα θέματα τα οποία δεν είχε λάβει υπόψη προηγουμένως (π.χ. τα παράθυρα του νηπιαγωγείου) κι έκανε μικρές τροποποιήσεις.


Η μακέτα πριν τα τελικά σχέδια 


Μετά κι από τη μακέτα, άρχισε να σχεδιάζει τα τελικά σχέδια που θα παρέδιδε προς αξιολόγηση. Κατά τη διάρκεια της παρουσίασης στους καθηγητές, ο φοιτητής δεν αναφέρθηκε καθόλου στην υπογραφή του, είπε ότι δεν το θεώρησε σημαντικό. «Εξήγησε» ότι ο σκοπός του ήταν από την αρχή να φτιάξει ένα σχέδιο χωρίς ευθείες γραμμές και γωνίες, ότι για τόσο μικρά παιδιά είναι καλύτερο να είναι όλα καμπύλα και ομαλά. Συζητώντας με τους ερευνητές μετά το τέλος της δουλειάς, «θυμήθηκε» ότι σχεδίασε την υπογραφή του σε κάποιο προχωρημένο σημείο, και παρατήρησε απλώς ως αξιοπερίεργο ότι το σχέδιό του μοιάζει με ένα τμήμα της υπογραφής. Όταν, στο τέλος, οι ερευνητές τού έδειξαν το καταγεγραμμένο υλικό της έρευνας και το πώς πραγματικά δούλεψε, ο ίδιος σοκαρίστηκε.

Το αξιοσημείωτο εδώ, που μας ενδιαφέρει και για το θέμα της ευτυχίας, είναι ότι ο φοιτητής ουσιαστικά πάλευε με τον εαυτό του, όχι με το πρόβλημα. Ένιωθε από την αρχή δυσαρέσκεια με το προηγούμενο σχέδιο, κάτι δεν του πήγαινε καλά. Νόμιζε ότι ήξερε τι ήταν αυτό που τον ενοχλούσε. Στην πορεία τού έκαναν κλικ οι καμπύλες γραμμές της υπογραφής του, και μόνο από κάποια στιγμή και μετά μπόρεσε να αρθρώσει την αιτία της δυσαρέσκειας. Τότε μόνο ήταν που ανακάλυψε το τέλος της σχεδιαστικής του δουλειάς (ότι ένα κτίριο χωρίς ευθείες και γωνίες θα είναι πιο φιλικό για τόσο μικρά παιδιά). Στο φινάλε, εκλογίκευσε και τον τρόπο εργασίας του, «θυμήθηκε» ότι ήθελε από την αρχή ένα κτίριο με καμπύλες κ.λπ. (αυτό το φαινόμενο έχει παρατηρηθεί σε πάμπολλους ντιζάινερς: αν θέλεις να μάθεις πώς δουλεύουν, δεν είναι η καλύτερη ιδέα να τους ρωτήσεις, συνήθως το τακτοποιούν και το εκλογικεύουν εκ των υστέρων, ακόμα και στον εαυτό τους, δίνουν μια κομψή αφήγηση. Καλύτερη ιδέα είναι να τους παρατηρήσεις την ώρα που δουλεύουν• τότε θα δείς κάτι διαφορετικό από αυτό που θα σου παρουσιάσουν οι ίδιοι κατόπιν. Η αυτοεξαπάτηση που επεσήμανε ο Κίρκεγκορ είναι πολυεπίπεδο φαινόμενο).

Ακριβώς αυτό που έκανε ο φοιτητής καλούμαστε να κάνουμε κι εμείς, αν θέλουμε κάποτε να πούμε: «είμαι ευτυχισμένος!». Κάτι δεν πάει καλά με τη ζωή μας, κάτι λείπει, έχουμε μπει σε τροχιά ποιήματος Κικής Δημουλά... Πρέπει καταρχήν να βρούμε το θάρρος και να τα ξαναδουλέψουμε όλα. Ας μη βιαστούμε να πούμε τι δεν πάει καλά, ας μη βιαστούμε να ξέρουμε τι φταίει. Το πιο πιθανό είναι ότι θα πούμε κάτι λάθος (όπως ο φοιτητής αρχικά). Θα πούμε: «φταίει που δεν έχω περισσότερα λεφτά, που δεν μ’ αγαπάει η Μαρία, που δεν έφυγα από την Ελλάδα, που...». Το σημαντικό είναι να μην επαναπαυτούμε. Να συνεχίσουμε να ψάχνουμε στο παρελθόν μας τις στιγμές που δεν έλειπε τίποτα, να καταλάβουμε τι ήταν αυτό που μας γέμισε τόσο πολύ τότε. Και να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας.

Όπως και στην πράξη του ντιζάιν, το ζώντας κριτικά περιλαμβάνει ένα φαινόμενο Ντάγκλας Άνταμς: πολλές φορές, το θέμα δεν είναι να βρούμε τη Μεγάλη Απάντηση, το 42• αντίθετα, κάτι μας κάνει κλικ ότι το 42 είναι μέρος της Απάντησης και ψάχνουμε να βρούμε την Ερώτηση, σε τι απαντά το 42. Δηλαδή, ενώ νομίζουμε ότι ξέρουμε τον εαυτό μας κι αυτό που ψάχνουμε στη ζωή, ανακαλύπτουμε ότι κάποιες από τις καταστάσεις στις οποίες εμπλεκόμαστε μάς τραβάνε και μας απορροφούν απροσδόκητα, μας αφήνουν μια αίσθηση vixi! (όπως οι αρχιτέκτονες που κάνουν απρόσμενες ανακαλύψεις στα σκίτσα τους, εντοπίζουν πράγματα που δεν τα είχαν υπόψη όταν τα σχεδίαζαν). «Η ευτυχία συνηθίζει να τρυπώνει από την πόρτα που ξέχασες ανοιχτή». Αυτή είναι η ώρα να αναθεωρήσουμε όσα νομίζαμε ότι ξέραμε για τον εαυτό μας• όχι «είμαι ο Χ και αυτό που ψάχνω στη ζωή είναι το Α», αλλά: «εφόσον το Β, κάτι διαφορετικό από το Α, είναι μέρος της απάντησης, τότε εγώ ποιος ακριβώς είμαι;»

Συμβαίνει επίσης και το συμπληρωματικό του: ενώ νομίζουμε ότι ξέρουμε τον εαυτό μας κι αυτό που ψάχνουμε στη ζωή, ανακαλύπτουμε ότι κάποιες από τις καταστάσεις στις οποίες στοχεύσαμε μάς αφήνουν τελικά με την απόγνωση του Τσάκωνα, «πού είναι τα χρόνια μου, ποιος τα έκλεψε;». Είναι εξίσου η στιγμή για να αναθεωρήσουμε όσα νομίζαμε ότι ξέραμε για τον εαυτό μας. Όλα χρειάζονται. Είναι σαν η ζωή να μας καλεί να φτιάξουμε ένα εξαιρετικό αρχιτεκτονικό σχέδιο, και πρέπει να καταλάβουμε τι ακριβώς είναι αυτό που δεν πάει καλά, τι μας ενοχλεί. Αναγκαστικά θα το εντοπίσουμε μέσα από την αίσθηση που αφήνουν οι καταστάσεις στις οποίες εμπλεκόμαστε. Αυτά είναι τα δικά μας πρόχειρα σκίτσα.

Σε κάποια στιγμή, στο μέτρο του θάρρους και της τιμιότητας προς τον εαυτό μας, θα καταλάβουμε το τέλος μας και όλα θα μπουν στη θέση τους – όπως ο φοιτητής κατάλαβε ότι τελικά αυτό που ήθελε ήταν ένα σχέδιο με καμπύλες. Και το κατάλαβε μέσα από την πράξη του, από το υλικό που είχε μπροστά του. Έτσι και σε μας: η ζωή μας είναι το υλικό μας.

Όμως το ζώντας κριτικά χρειάζεται αυτό που απουσιάζει από όλα τα ποιήματα της Κικής Δημουλά: θάρρος. Και τιμιότητα προς τον εαυτό μας. Πρέπει να βρούμε το κουράγιο και να εγκαταλείψουμε πεπατημένες, ενδεχομένως να θυσιάσουμε την άνεση και την ασφάλειά μας, την προβλεψιμότητα μιας κανονικοποιημένης ζωής και ποιος ξέρει τι άλλο, εφόσον κρίνουμε ότι αυτά οδηγούν στο «δεν είμαι ευτυχισμένος...». Όπως ο φοιτητής που είχε την τιμιότητα προς τον εαυτό του να μην καταπνίξει το ενοχλητικό συναίσθημα ότι κάτι δεν πάει καλά, και να ξαναπιάσει το σχέδιό του από την αρχή. Είπαμε, η ευτυχία είναι ηρωικό μέγεθος.

Εδώ μιλάει ένας άνθρωπος ο οποίος είναι απομακρυσμένος από το τέλος του και νιώθει τη ζωή του να γίνεται ποίημα Κικής Δημουλά:
Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
Tων μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
Kαι θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
Xωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ’ Αλγέρι και το Σφαξ
Θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
Kι εγώ σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
Θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

…………………………………………………

Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
Kαι λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,
Kι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
Θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.  
Εδώ είναι ο ίδιος άνθρωπος που στάθηκε τίμιος προς τον εαυτό του, βρήκε το θάρρος να ξαναδουλέψει τη ζωή του και να ταχθεί στο τέλος του:
Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει
Κάτι που πάντα βρίσκεται σε αιώνια εναλλαγή
Κάτι που σκίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων
Και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη

………………………..

Μακριά πολύ μακριά να ταξιδεύουμε
Kι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει
Εσείς τσιγάρο Κάμελ να καπνίζετε
Kι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουΐσκι

Οι πολιτείες ξένες να μας δέχονταν
Oι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
Κι εγώ σ’ αυτές απλά να σας εσύσταινα
Σαν σε παλιές γλυκές μου αγαπημένες.

Και μια βραδιά στην Μπούρμα ή στην Μπατάβια
Στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει
Γυμνή στα δεκαεφτά, στιλέτα ανάμεσα
Θα δείτε την Γκρέτα να επιστρέψει  
Είπαμε όμως, θα συμφωνούσαν και ο Αριστοτέλης και ο Β. Φρανκλ και ο Κίρκεγκορ σ’ αυτό: η ευτυχία είναι ηρωικό μέγεθος.