Η Πλάνη Που Επεσήμανε Ο Καβάφης

Άρεσε γενικώς στoυς κεντροαριστερούς,
Κατά την ολιγόμηνή του παρουσία,
Ο πολιτικός εκ Δυτικής Λιβύης
Θεοδωράκης, άνθρωπος του Μπόμπολα.
Αριστερός κι όμως δεξιός,
Ευρωπαϊστής, ανατρεπτικός, συγκροτημένος,
Τα άλλαζε όλα χωρίς να γκρεμίσει τη χώρα.
Τα στελέχη του άξια και άφθαρτα,
Χωρίς κομματικό παρελθόν,
Προ πάντων δε με επιστημονικές περγαμηνές.
Θάταν εξωσυστημικός, διεδίδετο,
Κ’ οι τέτοιοι την έχουν φυσική την εναλλακτική αισθητική.

Μήτε εξωσυστημικός ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πόνταρε περισσότερο στην αισθητική παρά στην πολιτική,
Να μαγνητίσει την ψαγμένη μεσαία τάξη
Με την πλάνη που επεσήμανε ο Καβάφης.
Κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
Και βγει αυτοδύναμος ο ΣΥΡΙΖΑ
Κι ο ίδιος περιοριστεί σε ρόλο κομπάρσου,
Ένα ακόμα καμένο χαρτί, και τον αδειάσουν τα ΜΜΕ
Ως είναι το συνήθειο τους, τα απαίσια.

Γι’ αυτό και περιοριζόταν σε αόριστες ηθικολογίες,
Για αξιοκρατία, ποιότητα, ήθος και υπευθυνότητα,
Για επαναπροσδιορισμό της σχέσης του πολίτη με την πολιτική,
Κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας
Φιλοδοξίες στοιβαγμένες μέσα του.

Αυτοί Που Έφαγαν Πολύ Ξύλο Από Τον Μπαμπά Τους

Λέμε συνήθως ότι η γνώση είναι δύναμη. Λοιπόν... υπάρχει μια περίεργη κατάσταση στη ζωή: ενίοτε η γνώση δεν είναι δύναμη, είναι κάλος στον εγκέφαλο. Και ενίοτε, η άγνοια δεν είναι αφέλεια και καθυστέρηση, είναι σοφία. Δεν είναι αλήθεια ότι όσο περισσότερη γνώση, τόσο το καλύτερο, έτσι άνευ όρων, παντού και πάντα. Θα πρέπει να το δούμε ως φάρμακον, με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης, δηλαδή κάτι που σε μικρές ποσότητες είναι γιατρικό και σε μεγάλες δηλητήριο. Έτσι συμβαίνει στη ζωή κάποιες φορές, πολλές φορές, ανησυχητικά πολλές φορές...

Εναλλακτική διατύπωση για τα παραπάνω: συνηθίζουμε να αποδίδουμε τον πολύ θετικό όρο «γνώση» (ή ακόμα και «επιστήμη») σε θέματα και καταστάσεις που δεν το αξίζουν. Αυτό που συχνά ονομάζουμε «γνώση» στην πραγματικότητα είναι τρολιά. Οπότε, φτάνουμε στο σημείο να τιμούμε τρολ, να τους δίνουμε βραβεία, να γράφουμε τα ονόματά τους με χρυσά γράμματα. Ας αναφέρω ένα παράδειγμα γι’ αυτήν την περίεργη κατάσταση που συγχέουμε τη «γνώση» με την τρολιά:

Όπως ξέρετε, πολλά παιδιά έχουν φανταστικούς φίλους (imaginary friends). Το φαινόμενο αυτό δεν είναι εύκολα εξηγήσιμο. Δεν ανάγεται στο «η φαντασία του οργιάζει» ή ότι το παιδί αισθάνεται μοναξιά και θέλει παρέα ή ότι προβάλει ένα μέρος του εαυτού του εξωτερικά κ.λπ. Έχουν δοκιμαστεί όλα αυτά και έχουν κριθεί ανεπαρκή να εξηγήσουν το φαινόμενο. Όπως διαβάζω εδώ, τα παιδιά με φανταστικούς φίλους δείχνουν να επικοινωνούν καλύτερα από τα άλλα παιδιά και να έχουν μεγαλύτερη ικανότητα να δουν τα πράγματα από τη σκοπιά κάποιου άλλου. Εδώ λέει ότι τα αυτιστικά παιδιά δεν έχουν σχεδόν ποτέ φανταστικούς φίλους. Εδώ λέει ότι τα παιδιά με φανταστικούς φίλους τείνουν να είναι λιγότερο ντροπαλά και να έχουν καλύτερη συγκέντρωση. Οπότε, αν το παιδί σας έχει φανταστικούς φίλους... δε μοιάζει κακό νέο.

Ποια είναι εδώ η σωστή τακτική για έναν γονιό; Απλά να παίξει το παιχνίδι: ο φανταστικός φίλος είναι τόσο πραγματικός όσο κι ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Είναι ευχάριστη είδηση αυτή για τον γονιό, σημαίνει ότι το παιδί του πιθανότατα ξέρει να βάζει τον εαυτό του στη θέση του άλλου, να κατανοεί τις καταστάσεις και να συγκεντρώνεται καλά. Ο γονιός πρέπει να παίξει το παιχνίδι και το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει ο φανταστικός φίλος είναι το τελευταίο που έχει σημασία. Όμως ο γονιός που, στο όνομα της «γνώσης» και της «αλήθειας», θα παρατηρήσει στο παιδί, «μα δεν υπάρχει κανένας εκεί πέρα!», αξίζει να συμπεριληφθεί στην Ύπατη Αρμοστεία Ξενερωσιάς και να λάβει το Χρυσό Βατόμουρο Ασχετοσύνης (σίγουρα θα ψηφίζει και Ποτάμι, δεν αμφιβάλλω). Το δάχτυλο δείχνει το φεγγάρι κι αυτός κοιτάζει το δάχτυλο. Το «μα δεν υπάρχει κανένας εκεί πέρα!» δεν είναι γνώση, είναι τρολιά. Και δεν είναι λάθος αυτό που παρατήρησε ο γονιός, είναι ξενέρωτο – κάτι που, στο προσωπικό μου σύστημα αξιών, αποτελεί μέγιστη αμαρτία. Νάις μπαλαμό, που στα γύφτικα σημαίνει: «φύγε, ρε ξενέρωτε!», έτσι μου το είχαν εξηγήσει παλιά κάποιοι γύφτοι από τον Δενδροπόταμο.

Αναφέρω το παραπάνω ως παράδειγμα διότι καταλαβαίνω ότι ακούγεται προκλητική η αξίωση πως η «γνώση», πολλές φορές, είναι τρολιά. Υπάρχουν όμως κι άλλα παραδείγματα, πολύ πιο τραγικά... Το κείμενο αυτό είναι μια μικρή προσωπική έρευνα που ξεκίνησα πριν αρκετά χρόνια, όταν δούλευα επιχειρηματίας. Ο λόγος ήταν ότι δεν μπορούσα να συμβιβάσω την εμπειρία μου, και την εμπειρία των συν-επιχειρηματιών στην πιάτσα μου, με τις θεωρήσεις που διάβαζα στα οικονομικά των δογματικών, γνωστά και ως «(νεο)κλασικά οικονομικά». Να δώσω πρώτα τον ορισμό να ξέρουμε για ποιο πράγμα μιλάμε. «(Νεο)κλασικά οικονομικά» καλείται:

- Ένα είδος αστρολογίας (Clower: “What we presently possess by way of so-called pure economic theory is objectively indistinguishable from what Richard Feynman, in an unflattering sketch of nonsense science, called cargo cult science” / Economics as an Inductive Science, σελ. 809),

- πολύ επικίνδυνης (κυρία Γκρούκμαν: «Σε άρθρο του το 2008 με τίτλο Η Kατάσταση των Μακροοικονομικών … ο Olivier Blanchard του ΜΙΤ, σήμερα επικεφαλής οικονομολόγος του ΔNT, δήλωνε ότι η κατάσταση των μακροοικονομικών είναι καλή. Οι διαμάχες του χτες, προσέθετε, έχουν πάρει τέλος και υπάρχει ευρεία σύγκλιση οπτικών. Και σε ό,τι αφορούσε τον πραγματικό κόσμο, οι οικονομολόγοι πίστευαν ότι είχαν τον έλεγχο των πραγμάτων: το κεντρικό πρόβλημα της αποτροπής των υφέσεων έχει επιλυθεί, διακήρυσσε ο Robert Lucas του Πανεπιστημίου του Σικάγο στην ομιλία του ως πρόεδρος της Αμερικανικής Οικονομικής Ένωσης στο συνέδριο του 2003» / Πώς τα Πήγαν Τόσο Χάλια οι Οικονομολόγοι;),

- που πάσχει από ιδεολογικές προκαταλήψεις (Stiglitz: “The tools are not strong enough to discriminate among fundamentally different hypotheses, or at least not strong enough to overcome differences in prior beliefs ... often influenced by ideological concerns” / Another Century of Economic Science, σελ. 134),

- άρνηση της πραγματικότητας (Hands: “Suppose the economists did reject all theories that were empirically falsified ... Nothing would be left standing; there would be no economics” / Reflection without Rules, σελ. 404),

- πολιτικές προκαταλήψεις (Hudson: “Policies fall into two categories: laissez faire or interventionist public regulation. Each set of advocates has its own preferred mode of mathematical treatment, choosing the approach that best bolsters their own conclusions” / The Use and Abuse of Mathematical Economics),

- μαθηματικό αυνανισμό (Lawson: “It is thus not at all surprising that mainstream contributions are found continually to be so unrealistic and explanatorily limited. The mathematical method, or rather the emphasis placed upon it in the modern economics academy, is the overriding problem” / Mathematical Modelling and Ideology in the Economics Academy),

- θεωρητικό αυνανισμό (Knudsen: “In economics this problem was solved by partitioning the core of pure theory with formal modeling from the applied and empirical research in the peripheral areas … the abstract models of the optimization paradigm have been ‘immunized’ from potential ‘empirical falsifications’ arising in the applied subfields” / Pluralism, Scientific Progress, and the Structure of Organization Theory, σελ. 274-275)

- και προβλεπτική ικανότητα σε επίπεδο δελφικών χρησμών (Rosenberg: “Economic theory seems permanently stuck at the level of generic predictions – predictions that some change will happen some time and some place, without ever telling us when and where and how much of a change will occur” / What is the Cognitive Status of Economic Theory?)

- Είναι μια αστρολογία την οποία ο κόσμος δεν εμπιστεύεται (Benetti & Cartelier: “It is clear that the public’s lack of faith in the scientific nature of economic knowledge is a fact, past and present” / Economics as an Exact Science: the Persistence of a Badly Shared Conviction, σελ. 211-212),

- ούτε οι ίδιοι οι οικονομολόγοι παίρνουν στα σοβαρά (Lawson: “Even econometricians using identical, or almost identical, data sets are regularly found to produce quite contrasting conclusions, usually with little attempt at explanation. The systematic result here, as the econometrician Edward Leamer observes, is that: hardly anyone takes anyone else’s data analysis seriously” / Mathematical Modelling and Ideology in the Economics Academy),

- ήξευραν βέβαια τι άξιζαν αυτά, τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες (Hudson: “Upon leaving office, each new president of the American Economic Association gives the expected speech showing that he knows full well it is all just a game, and chastises his colleagues for not being more realistic” / The Use and Abuse of Mathematical Economics). 

Λοιπόν, στα άρθρα των δογματικών – επιστημόνων που δεν έχουν δουλέψει επιχειρηματίες και δεν ξέρουν πώς είναι – έβλεπα τον εαυτό μου σαν μια συνάρτηση, μια μηχανή που οργανώνει τους συντελεστές παραγωγής, μαζεύει πληροφορίες, παρακολουθεί τιμές, ζυγίζει ρίσκα και επιλέγει κάποια πιθανολογικά βέλτιστη λύση. Δεν εύρισκα όμως πουθενά ένα καθημερινό χαρακτηριστικό όλης της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας παγκοσμίως: ότι περιλαμβάνει πάρα πολλή εμπιστοσύνη.


Τα Σαγόνια του Καρχαρία 
Ο κυριότερος ορισμός της εμπιστοσύνης στην επιστημονική φιλολογία είναι προθυμία να σταθείς ευάλωτος, να βασιστείς στον άλλον. Πάντα ρισκάρεις όταν εμπιστεύεσαι, είτε μιλάμε για οικονομικό, συναισθηματικό ή όποιο άλλο ρίσκο – π.χ. εμπιστοσύνη είναι και να ομολογείς τις αδυναμίες σου, να παραδέχεσαι τα λάθη σου, να ζητάς συγνώμη, να μην κρύβεις κάποια πλευρά του εαυτού σου που μπορεί να γελοιοποιηθεί (όλοι έχουμε). Άμα υπάρχει μεγάλη ή και απόλυτη σιγουριά ότι δεν διατρέχεις ρίσκο – δηλαδή άμα ο άλλος ξέρει ότι θα υποστεί κυρώσεις έτσι και δεν πράξει κατά έναν ορισμένο τρόπο – τότε δεν έχει νόημα να μιλάμε για εμπιστοσύνη. Από αυτήν την άποψη, το αντίθετο της εμπιστοσύνης είναι ο νόμος και όλα όσα παίζουν τον ρόλο του: η ύπαρξη ρυθμιστικών μηχανισμών και ελέγχων που ελαχιστοποιούν την έκθεση στο ρίσκο. Είναι απαραίτητος ο νόμος, δεν γίνεται χωρίς αυτόν.

Εξίσου απαραίτητη όμως είναι και η εμπιστοσύνη.

Ρωτήστε έναν οποιονδήποτε μικρό ή μεσαίο επιχειρηματία. Θα σας πει ότι δεν μπαίνουν όλα σε συμβόλαια, ιδιωτικά συμφωνητικά, καταστατικά. Η πραγματικότητα της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας είναι τέτοια ώστε δεν καλύπτεται αποκλειστικά από τη νομική περιχαράκωση του συμβολαίου, περιλαμβάνει και μεγάλο ποσοστό προθυμίας να εκτεθείς σε ρίσκο (= εμπιστοσύνη). Αυτά που κοινώς λέμε: «δώσαμε τα χέρια», «ο λόγος μου είναι συμβόλαιο», «ήπιαμε κρασί μαζί», «γνώρισα την οικογένειά σου, γνώρισες την οικογένειά μου», «το υποσχέθηκα και πρέπει να το κάνω» κ.α. Όλα αυτά είναι σαν προσύμφωνα πριν το προσύμφωνο, παραδοσιακά συμβόλαια ημιφιλίας, τυπικώς μη-δεσμευτικά, κατά τα οποία η μια πλευρά είναι εκτεθειμένη στο ρίσκο της μη-ανταπόδοσης.

Δεν ισχύει αυτό για τη μεγάλη επιχειρηματικότητα.

Αν πας να παίξεις με τα μεγάλα ψάρια και τα μεγάλα κεφάλαια, εκεί όλα τείνουν να είναι νόμος, περιχαρακωμένες καταστάσεις μηδαμινού ρίσκου. Όλα αυτά τα «δώσαμε τα χέρια», «είμαστε φίλοι», «μου έδωσες τον λόγο σου» κ.λπ. συνήθως δεν σημαίνουν τίποτα όταν παίζεις με τους καρχαρίες. Βρίσκεις μόνο κέρβερους στην περιφρούρηση των συμφερόντων τους, που δένουν ΤΑ ΠΑΝΤΑ με συμβόλαια, καταστατικά, ιδιωτικά συμφωνητικά, και δεν αφήνουν καθόλου χώρο για εμπιστοσύνη.

Όχι μόνο δεν αφήνουν, κάτι ακόμα περισσότερο: συχνά αντιλαμβάνονται την εμπιστοσύνη ως αδυναμία, ηλιθιότητα. Και την εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης ως εξυπνάδα, αξιοσύνη, υπεροχή.

Όμως στη μικρή & μεσαία επιχειρηματικότητα, όποιος νομίζει ότι όλα μπορούν να μπουν σε συμβόλαια και καταστατικά, τότε δεν έχει δουλέψει επιχειρηματίας. Ή αν έχει δουλέψει, δε μ' ενδιαφέρει να τον γνωρίσω κι εύχομαι στον λαιμό να του κάτσουν και στους γιατρούς να τα φάει (ξέρει αυτός).

Στα οικονομικά των δογματικών, η εμπιστοσύνη είναι η είδηση και η καχυποψία το νορμάλ (έχουν θεμελιώσει τη θεωρητική τους οπτική πάνω στις αξίες των μεγαλοκαρχαριών). Η καθιερωμένη θεώρηση της εμπιστοσύνης στην επιστημονική φιλολογία μοιάζει σαν να έχει βγει από τα βιβλία της Ayn Rand: πεποίθηση προερχόμενη από τις πληροφορίες και την εμπειρία που έχουμε. Δηλαδή, ο Α εμπιστεύεται τον Β ότι θα τηρήσει την υπόσχεσή του επειδή έχει θετικές πληροφορίες γι’ αυτόν, για τη φήμη του, για τα κίνητρά του, ή και τον γνωρίζει αρκετό καιρό οπότε έχει δείγματα γραφής (στη φιλολογία θα βρείτε αυτήν την αϊνραντική ερμηνεία της εμπιστοσύνης με τον όρο knowledge-based trust). Κατά την οικονομολογική αυτή αντίληψη, η απόφασή μας να εμπιστευθούμε κάποιον είναι υπολογιστική και αιτιολογούμενη: είτε το αντιλαμβανόμαστε είτε όχι, ζυγίζουμε τις πληροφορίες που έχουμε γι’ αυτόν, την προηγούμενή μας εμπειρία μαζί του και οποιοδήποτε άλλο σχετικό τεκμήριο. Κάτι σαν εκτίμηση ρίσκου, μια προβλεπτική προσδοκία αιτιολούμενη από τις εμπειρίες του παρελθόντος και τις παρεχόμενες εγγυήσεις. Κάτι παρόμοιο με την τραπεζική πίστη. Να δώσω ένα τυπικό παράδειγμα: στο Trust as a Commodity (1986), o Partha Dasgupta το θέτει ως εξής (σελ. 54): «Προκειμένου να αναπτυχθεί εμπιστοσύνη ανάμεσα σε πρόσωπα, πρέπει αυτά να έχουν επαναλαμβανόμενες συναντήσεις και κάποια μνήμη των προηγούμενων συναντήσεών τους. Επίσης, η εμπιστοσύνη σχετίζεται με τη φήμη, η οποία είναι κάτι που πρέπει να οικοδομηθεί». Δηλαδή, υποτίθεται ότι είμαστε μικρές τράπεζες και παρέχουμε στους άλλους δάνεια εμπιστοσύνης με βάση τις εγγυήσεις της φήμης τους και την εικόνα που έχουν στον Τειρεσία της εμπειρίας μας... 

Την τελευταία δεκαετία, αυτή η αφύσικη, αϊνραντική αντίληψη της εμπιστοσύνης έχει επικριθεί αρκετά, διότι έχουν μαζευτεί πλέον πολλές εμπειρικές έρευνες που δεν κολλάνε μαζί της. Το ερώτημα είναι αν οι πραγματικοί άνθρωποι στον πραγματικό κόσμο (όχι οι καρικατούρες των νεοκλασικών οικονομικών) λειτουργούν έτσι, σαν τα τμήματα δανείων μιας τράπεζας. Το παραδέχομαι φυσικά ότι είναι αρκετοί αυτοί που θεωρούν είδηση την εμπιστοσύνη, όχι την καχυποψία. Οικονομολόγοι, εξελικτικοί βιολόγοι, ψυχολόγοι, και άλλοι που έχουν φάει πολύ ξύλο από τον μπαμπά τους όταν ήταν μικροί, μεγαλώνοντας δικαιώνουν αυτό το ξύλο με γενικεύσεις περί της ατομιστικής ανθρώπινης φύσης, της ζωής ως έναν καθολικό ανταγωνισμό για περιορισμένους πόρους κ.λπ, δηλαδή το φτιάχνουν έτσι ώστε είδηση να είναι η εμπιστοσύνη, όχι η καχυποψία. Κάποιοι από δαύτους παίρνουν και Νόμπελ. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το αξιοσημείωτο είναι ο συγγραφέας, όχι τα κείμενά του. Θα ήταν ενδιαφέρον να τον γνωρίζαμε, να μας μιλούσε λίγο για την παιδική του ηλικία...




Σε αντίθεση με τους παραπάνω επαγγελματίες της καχυποψίας, αυτό που θα υποστηρίξω εδώ είναι ότι οι πραγματικοί άνθρωποι στον πραγματικό κόσμο δείχνουν συνεχώς εμπιστοσύνη πολύ πέρα από το σημείο που συνιστά η αιτιολόγηση με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες και την εμπειρία. Για την ακρίβεια, ότι οι σχέσεις τους με άλλους ανθρώπους ξεκινάνε από μια αφετηρία εμπιστοσύνης η οποία είναι ασύνειδη, μη-αιτιολογήσιμη. Σαν ένα άλμα πίστης, σαν ένα δώρο.

Στο βιβλίο της Requiem, η συγγραφέας Shizuko Go αναφέρει το γιαπωνέζικο ιδανικό της φιλοξενίας: «δεν θα συναντηθούμε άλλη φορά». Δηλαδή, αν συναντηθούμε κι άλλη φορά τότε παύει να είναι (πραγματική) φιλοξενία, γίνεται συναλλαγή, προσδοκία ανταπόδοσης• η (πραγματική) φιλοξενία οφείλει να είναι έτσι ώστε η Ayn Rand να την ονομάσει «ανορθολογισμός». Τώρα... όχι ότι είναι αναγκαστικά κακή η συναλλαγή, όμως δεν είναι το ιδανικό που έχουν οι Γιαπωνέζοι (και εγώ): η φιλοξενία πρέπει να είναι καθαρά ένα δώρο, κάτι μη-αιτιολογήσιμο με τους λόγους που τυπικά αντιλαμβάνεται ένας στερεοτυπικός οικονομολόγος ή ένας εξελικτικός ψυχολόγος (ή η Ayn Rand)

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την αφετηρία εμπιστοσύνης που υιοθετούν στις σχέσεις τους οι πραγματικοί άνθρωποι στον πραγματικό κόσμο (όχι οι καρικατούρες των οικονομικών). Δεν είναι knowledge-based, όπως στην κατεστημένη φιλολογία. Είναι μη-αιτιολογήσιμη, μη-εξηγήσιμη με όρους φήμης, πληροφοριών και πρότερης εμπειρίας. Όμως η απόσταση της αφύσικης, οικονομολογικής αντίληψης για την εμπιστοσύνη από την πραγματική εμπιστοσύνη πραγματικών ανθρώπων είναι αγεφύρωτη... Το θέμα δεν είναι απλά φιλοσοφικό, οι πρακτικές συνέπειές του είναι σφοδρές.

Ας ξεκινήσω με μια μεγάλη αποκάλυψη: ο Σαίξπηρ μίλησε για το facebook κάπου 400 χρόνια πριν. Και είχε ενδιαφέροντα πράγματα να πει.


Οι Κλέφτες Προσοχής
Αναφέρομαι στην έρευνα της Gershon, Un-friend my Ηeart (2011) που περιλαμβάνει συνεντεύξεις με δεκάδες φοιτητές 18 ως 22 ετών στις ΗΠΑ. Πολλοί από αυτούς σχολίασαν ότι το facebook είναι απειλή για τις σχέσεις και μπορεί να τις διαλύσει. Κάποιοι μάλιστα έκλεισαν τον λογαριασμό τους όταν έκαναν σχέση και κάποιοι τον κρατούσαν κλειστό προκειμένου ακριβώς να κάνουν μελλοντικές σχέσεις. Και όλοι συμβούλευαν τους φίλους τους να κλείσουν τον λογαριασμό τους αν έχουν σχέση. Με ενδιαφέρουν οι παρατηρήσεις των φοιτητών, για ποιο λόγο το facebook μπορεί να σκοτώσει τον έρωτα εκεί, στις μετεφηβικές ηλικίες. 

Πολλοί πιτσιρικάδες λοιπόν παραπονέθηκαν ότι το facebook τούς μεταμόρφωσε σε καχύποπτους ντετέκτιβ για τον σύντροφό τους. Διότι συνεχώς τους παρουσίαζε τμήματα της δραστηριότητας του συντρόφου – «φίλους» που προσθέτει, λάικ που δίνει και παίρνει, δώρα που στέλνει και δέχεται, φωτογραφίες που ανεβάζει, φωτογραφίες που ανεβάζουν άλλοι μ’ αυτόν/αυτήν, σχόλια στις φωτογραφίες – και δεν ήξεραν πώς να τα ερμηνεύσουν. Ποιος είναι αυτός που της έκανε λάικ; Ποια είναι αυτή που σχολίασε τη φωτογραφία του; Ποιος είναι αυτός που έγραψε στον τοίχο της;

Και κατόπιν, ακολουθούσε συνήθως η μεταμόρφωση σε καχύποπτους ντετέκτιβ. Γιατί, ενώ υποτίθεται ότι έχουμε σχέση, δεν ανεβάζει περισσότερες φωτογραφίες μου; Γιατί εγώ έκανα «φίλους» τους «φίλους» της, ενώ αυτή δεν κάνει «φίλους» τους «φίλους» μου; Γιατί η Α ανέβασε φωτογραφία μαζί του; Πόσο στενή σχέση έχει η φιλενάδα μου με αυτόν τον Β που της κάνει τακτικά λάικ; κ.ο.κ. Η κατάσταση γινόταν Δίλημμα του Φυλακισμένου που αναρωτιέσαι αν θα πρέπει να πράξεις ατομιστικά ή συνεργατικά με βάση τις ενδείξεις που έχεις ότι ο άλλος θα πράξει ατομιστικά ή συνεργατικά: το δηλητήριο μιας σχέσης... Όσοι από τους φοιτητές πήραν την απόφαση να κλείσουν τον λογαριασμό τους και να κόψουν το Δίλημμα του Φυλακισμένου, βρήκαν ηρεμία. Έπαψαν να είναι καχύποπτοι ντετέκτιβ, να βλέπουν στοιχεία και να μην ξέρουν τι συμπέρασμα να βγάλουν.

Τώρα που το σκέφτομαι... αυτό ακριβώς έκανε κι ο Ιάγος προκειμένου να δηλητηριάσει με υποψίες τον Οθέλο: απλά του επεσήμανε στοιχεία της δραστηριότητας της Δεισδαιμόνας και τον άφησε να μην ξέρει τι συμπέρασμα να βγάλει. Του έδειξε ότι ο Κάσσιος είναι «φίλος» της κι ότι κάνει λάικ στις αναρτήσεις της (ΙΑΓΟΣ: «Δεν έχω αποδείξεις ακόμα. Όμως παρακολούθα τη γυναίκα σου όταν είναι μαζί με τον Κάσσιο. Απλά παρακολούθα την, μην είσαι ούτε καχύποπτος ούτε όμως και αφελής» – Πράξη 3, Σκηνή 3).

Με άλλα λόγια, τι ακριβώς έκανε ο Ιάγος; Κατάφερε να βγάλει τον Οθέλο από την αφετηρία ασύνειδης εμπιστοσύνης που είχε στη γυναίκα του, και να τον βάλει στη οικονομολογική εμπιστοσύνη όπου όλα πρέπει να αιτιολογηθούν με στοιχεία και πληροφορίες• κατάφερε να τον κάνει μεγαλοκαρχαρία, κάποιον που αντιλαμβάνεται την εμπιστοσύνη ως βλακεία και αδυναμία. Ο Οθέλος στην αρχή εμπιστευόταν τη Δεισδαιμόνα όπως τα παιδιά τους γονείς τους, χωρίς καν να τους περνάει από το μυαλό ο λόγος. Δεν υπάρχει η έννοια της ένδειξης και του τεκμηρίου σ’ αυτήν την κατάσταση. Αν όμως ακούσεις ένα παιδί να αιτιολογεί την εμπιστοσύνη προς τους γονείς, π.χ. «δεν θα με κακομεταχειριστούν αλλιώς θα έχουν πρόβλημα με την αστυνομία», τότε αυτό είναι μάλλον σημάδι ότι κάτι δεν πάει καλά σ’ αυτήν την οικογένεια. Ο Οθέλος πέρασε από την ασύνειδη στην οικονομολογική εμπιστοσύνη, όπου αρχίζουν να υπάρχουν αρνητικές ή θετικές ενδείξεις και τεκμήρια, όλα είναι ζύγισμα του ρίσκου και του κόστους, όπου η καχυποψία είναι το νορμάλ και η εμπιστοσύνη είναι η είδηση. Κι ο Ιάγος δεν χρειάστηκε να πει ψέματα, «η γυναίκα σου γουστάρει τον Κάσσιο», ποτέ δεν το είπε αυτό. Μόνο χειραγώγησε την προσοχή του Οθέλου, την οδήγησε εκεί που ήθελε και τον άφησε να συμπληρώσει μόνος του τα κενά: ο Ιάγος ήταν ένας κλέφτης προσοχής. Όπως και το facebook είναι ένας κλέφτης προσοχής. Αν βρείτε αυτά τα γυαλιά από την ταινία Ζουν Ανάμεσά Μας και τα φορέσετε, θα δείτε ότι όλες οι σελίδες του facebook στην πραγματικότητα γράφουν: Πρόσεξε! Ασχολήσου! Δώσε βάση!
ΟΘΕΛΟΣ: Φύγε! Με βασάνισες μ’ αυτές τις σκέψεις. Ό,τι χειρότερο να τυραννιέσαι απ’ τις υποψίες, καλύτερα να σ’ εκμεταλλευτούν ξεκάθαρα.
ΙΑΓΟΣ: Τι σου συμβαίνει, αφέντη μου;
ΟΘΕΛΟΣ: Ούτε που το σκεφτόμουνα ότι η Δεισδαιμόνα μπορεί να με απατούσε. Ποτέ δεν το υποψιάστηκα και ποτέ δεν το είδα, οπότε και ποτέ δεν με πείραξε. Κοιμόμουν καλά, έτρωγα καλά κι ήμουν χαρούμενος. Ποτέ δεν είδα τα φιλιά του Κάσσιου στα χείλη της. Αν ληστευθείς και δεν το ξέρεις, είναι σαν να μη ληστεύθηκες καθόλου.
ΙΑΓΟΣ: Στεναχωριέμαι που τ’ ακούω αυτά.
ΟΘΕΛΟΣ: Θα ήμουν χαρούμενος ακόμα κι αν η Δεισδαιμόνα πήγαινε με όλο το στράτευμα, αρκεί να μην το ήξερα. Πάει πια η ηρεμία μου! Πάει η ευτυχία μου! (Πράξη 3, Σκηνή 3) 
Είναι αργά, ήδη έκανες το λάθος και πρόσεξες, ασχολήθηκες, έδωσες βάση. Το facebook μπορεί να έχει μια τέτοια δράση Ιάγου στις σχέσεις των πιτσιρικάδων: τους βγάζει από την ασύνειδη εμπιστοσύνη και τους βάζει σε φάση μεγαλοεπιχειρηματιών, που αντιλαμβάνονται την εμπιστοσύνη ως βλακεία, αδυναμία. Δεν τους κοροϊδεύω, αντίθετα τους παραδέχομαι που έκλεισαν τον λογαριασμό τους, ήταν πράξη σοφίας: Ει δε το facebook σκανδαλίζει σε, κλείστο και ξέχασέ το, καλόν σοι εστίν πορεύεσθαι εις την ζωήν άνευ facebook παρά μετά facebook βληθήναι εις το πυρ το αιώνιον της δηλητηριασμένης καχυποψίας. Μακάρι να το είχε κάνει κι ο Οθέλος.

Κι αυτό με φέρνει στο θέμα μου: οι καλές σχέσεις απαιτούν ένα υπόστρωμα ασύνειδης εμπιστοσύνης για να δουλέψουν («ούτε που το σκεφτόμουνα ότι η Δεισδαιμόνα μπορεί να με απατούσε. Ποτέ δεν το υποψιάστηκα και ποτέ δεν το είδα, οπότε και ποτέ δεν με πείραξε»). Και είναι σημαντικό η εμπιστοσύνη αυτή να είναι ασύνειδη – όπως ακριβώς το παιδί που εμπιστεύεται τους γονείς του χωρίς καν να ξέρει το γιατί. Όπως παρατηρεί πολύ σοφά ο Οθέλος, το θέμα δεν είναι η αντικειμενικότητα της εξωτερικής κατάστασης, το θέμα είναι υποκειμενικό, τι επιλέγεις να προσέξεις, να ασχοληθείς, να δώσεις βάση («αν ληστευθείς και δεν το ξέρεις είναι σαν να μη ληστεύθηκες καθόλου»). Η γνώση δεν είναι πάντα κάτι θετικό, ενίοτε είναι κλοπή προσοχής, τρολιά...

Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο είναι ποιος φταίει γι’ αυτήν την ερωτοκτόνο δράση του facebook: ο χρήστης ή το ίδιο το facebook; H εύκολη απάντηση είναι ότι φταίει ο χρήστης – όπως είναι η πάγια θέση του facebook σε οποιοδήποτε θέμα προκύψει: εμείς δεν φταίμε ποτέ, για όλα φταίνε οι χρήστες, εμείς προσφέρουμε την πλατφόρμα επικοινωνίας και είναι δικό τους θέμα να κάνουν συνετή χρήση της. Όμως οι φοιτητές που έκλεισαν τον λογαριασμό τους, και που συμβουλεύουν άλλους να απέχουν από το facebook για να μη δηλητηριαστεί η σχέση τους, απαντάνε έμμεσα εδώ: φταίει το ίδιο το facebook. Σε τρολάρει, τρέφεται από την προσοχή σου. Δεν έχω κατασταλαγμένη απάντηση. Κανένας δικαστής δεν θα καταδικάσει τον Ιάγο, όμως νιώθουμε ότι φέρει μεγάλο μέρος της ευθύνης. Όλοι οι δικαστές θα καταδικάσουν τον Οθέλο, όμως νιώθουμε ότι είναι θύτης μαζί και θύμα. Είναι έγκλημα να πονηρεύεις τον απονήρευτο; Το τέλος της αθωότητας;

Στο δικό μου σύστημα αξιών, ναι, πολλές φορές μπορεί να είναι τεράστιο έγκλημα.

Πέρα από τις σχέσεις όμως, η ασύνειδη αυτή εμπιστοσύνη βρίσκεται παντού, σε όλες τις συναναστροφές της ζωής μας. Κάθε φορά που μπαίνουμε σ’ ένα ταξί, θεωρούμε αυτονόητο ένα μίνιμουμ εμπιστοσύνης από τον ταξιτζή (δεν ισχύει για τους αθηναίους ταξιτζήδες). Κάθε φορά που ρωτάμε κάποιον στον δρόμο για οδηγίες, θεωρούμε φυσιολογικό ότι δεν θα λειτουργήσει σαν εγωιστικό γονίδιο αλλά θα μπει στον κόπο να μας κατευθύνει (ή να πει «δεν ξέρω»). Δεν υπάρχει καμία είδηση εδώ πέρα. Αντίθετα, είδηση θα είναι να μας εξαπατήσει συνειδητά ή να λειτουργήσει ως homo economicus και να μας προσπεράσει εφόσον δεν έχει κάτι να οφεληθεί από μας. Δείχνουμε εμπιστοσύνη κάθε φορά που πηγαίνουμε στον γιατρό, που αφήνουμε τα παιδιά μας σε παιδικούς σταθμούς, που αγοράζουμε φρούτα από τον μανάβη. Κάθε φορά που μας παίρνει ο ύπνος σ’ ένα τρένο, λεωφορείο, αεροπλάνο, είναι σαν να λέμε στους διπλανούς: «το θεωρώ αυτονόητο ότι δεν θα λειτουργήσετε ως μεγιστοποιητές χρησιμότητας να με εκμεταλλευτείτε». Συνεχώς πράττουμε αντι-δαρβινικά και αντι-οικονομολογικά, κάθε μέρα της ζωής μας, αλλά δεν το συνειδητοποιούμε. Αυτό πηγαίνει κόντρα στην κοσμοθεώρηση της Ayn Rand (που σίγουρα έφαγε κι αυτή πολύ ξύλο από τον μπαμπά της), η οποία τόσο παίνεψε τη βουλητική, συνειδητή, ορθολογική σκέψη, τη διαρκή εξέταση και στοιχειοθέτηση των αποφάσεών σου. Όμως ο «ορθολογισμός» δεν είναι πάντα σοφία, συχνά μπορεί να είναι ένας κλέφτης προσοχής, ο Ιάγος που σε μετατρέπει σε επαγγελματία της καχυποψίας. Η εμπιστοσύνη δεν είναι knowledge-based, όπως αντιμετωπιζόταν στην επιστημονική φιλολογία, είναι μια ασύνειδη αφετηρία στις σχέσεις μας με άλλους ανθρώπους, είναι σαν τον αέρα: ζούμε διαρκώς μέσα του αλλά τον προσέχουμε μόνο όταν ελαττωθεί ή μολυνθεί.
«Ο κόσμος είναι γεμάτος από ολοφάνερα πράγματα τα οποία κανείς ποτέ δεν προσέχει» ― Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, Το Σκυλί των Μπάσκερβιλ 


Η Ενδεκάτη Εντολή
Αναφέρω ένα ντε προφούντις, κάτι που μου είπε παλιά κάποιος ο οποίος γνώριζε τον Νίκο Γκάτσο. Όταν πέθανε ο πατέρας Γκάτσος, η οικογένεια κάθισε γύρω από ένα τραπέζι προκειμένου να μοιράσει την περιουσία του στην Αρκαδία (ένα σπίτι, κάποια χωράφια κ.α.). Τα συζήτησαν, κατέληξαν σε μια λύση που όλοι έκριναν δίκαιη και το έκαναν. Έτσι απλά, χωρίς δικηγόρους και συμβόλαια. Δεν ξέρω πώς το έχετε βρει εσείς στις οικογένειες, όμως όταν μιλάμε για σοβαρά περιουσιακά στοιχεία, είθισται το παιχνίδι να παίζεται με δικηγόρους, λογιστές, συμβολαιογράφους και το κακό συναπάντημα. Η οικογένεια Γκάτσου δεν τα χρειάστηκε όλα αυτά. Δώσαν μια υπόσχεση ο ένας στον άλλον και την τηρήσαν, έτσι απλά. Δεν περιχαρακώθηκαν, σαν μεγαλοκαρχαρίες, με δικηγόρους και συμβόλαια για να είναι προστατευμένοι, δεν το σκέφτηκαν καν ότι κινδυνεύουν αν οι άλλοι δεν τηρήσουν την αμοιβαία υπόσχεση (αυτό είναι το σημαντικό). Φαίνεται ότι είχαν ο ένας για τον άλλον ένα υπόστρωμα ασύνειδης εμπιστοσύνης, που είναι ΑΠΟΛΥΤΩΣ απαραίτητο για την οικοδόμηση καλών σχέσεων – ερωτικών, οικογενειακών, φιλικών, οτιδήποτε.

Σε αντιδιαστολή, με προβληματίζει πολύ ο θεσμός της μικροπίστωσης. Θεωρώ ότι ο αναγνώστης ξέρει κάποια πράγματα για το πώς λειτουργεί. Η μικροπίστωση έπαψε εδώ και πολλά χρόνια να είναι κάτι καινούργιο και εξωτικό, πλέον υποστηρίζεται από την Παγκόσμια Τράπεζα και κατά καιρούς παρουσιάζεται ως πανάκεια για τα προβλήματα των φτωχών – όπως και οποιοδήποτε άλλο μέτρο που, υποτίθεται, βοηθάει τους φτωχούς χωρίς να θίγει τα κεκτημένα των πλουσίων. Πολλά μπορεί να πει κανείς για το θέμα, εδώ θέλω να σταθώ μόνο σε ένα σημείο: φοβάμαι ότι σε πολλές αγροτικές κοινότητες της Ασίας, η μικροπίστωση λειτουργεί σαν Ιάγος. Διαλύει την προϋπάρχουσα ασύνειδη εμπιστοσύνη και μετατρέπει τους χωρικούς σε καχύποπτους ντετέκτιβ. Όπως το facebook στις σχέσεις των πιτσιρικάδων. Αντιγράφω το σημείο που με ενδιαφέρει από το Demystifying Microcredit (2008) της L. Karim, σελ. 17-18, αναφέρεται στο Μπαγκλαντές:
Οι γυναίκες που δανείζονταν χρήματα παρακολουθούσαν συνεχώς τις άλλες γυναίκες στην ομάδα τους και ενημέρωναν την τράπεζα (ή την ΜΚΟ). Με το φόβο ότι δεν θα μπορέσουν να επιστρέψουν τα δανεισμένα χρήματα, οι γυναίκες πληροφορούσαν τους μάνατζερς για την κατάχρηση που έκαναν οι άλλες. Το αποτέλεσμα ήταν οι καθημερινές έριδες που παρατηρούσα στις σχέσεις αυτών των κοινοτήτων. Καθότι αυτές οι γυναίκες κι οι οικογένειές τους ήταν αλληλοσυνδεδεμένες μέσω των δανείων, όλη η κοινότητα γινόταν ένας μηχανισμός επιτήρησης. 
Οι μάνατζερς των ΜΚΟ έλεγαν συνεχώς στις πελάτισσές τους: «Είστε υπεύθυνες για το δάνειο, βεβαιωθείτε ότι κανένας από την ομάδα σας δεν φτάνει στο σημείο να μην μπορεί να επιστρέψει τα χρήματα». Αυτή ήταν μια μεταφορά ευθύνης στις γυναίκες από τις ΜΚΟ για να μειώσουν τα λειτουργικά τους έξοδα (δεν χρειαζόταν να προσλάβουν προσωπικό για να ελέγχουν τους πιστολήπτες) και δημιουργούσε ένα αποτελεσματικό σύστημα αστυνόμευσης, όπου φτωχές γυναίκες επιτηρούσαν άλλες φτωχές γυναίκες.  
Αυτή η διαρκής επιτήρηση δεν είναι ο παραδοσιακός κοινοτισμός των ασιατικών χωριών, ο οποίος περιλαμβάνει πολλή και ασύνειδη εμπιστοσύνη. Φοβάμαι πως χάνεται κάτι πολύτιμο όταν η μικροπίστωση εμφανιστεί σε μια μέχρι πρότινως αθώα κοινότητα, παρόμοιο με το πολύτιμο που χάθηκε όταν ο Ιάγος είπε στον Οθέλο: «παρακολούθα τη γυναίκα σου!». Τον έχω ζήσει τον ασιατικό κοινοτισμό, ξέρω λίγο πώς δουλεύει. Υπάρχει κι εκεί αλληλεξάρτηση, υπάρχουν προστριβές, διαμάχες και συγκρούσεις συμφερόντων, όμως παραδοσιακά αυτές λύνονται με τον τρόπο της οικογένειας Γκάτσου: χωρίς πολλούς νόμους και ρυθμιστικούς μηχανισμούς, χωρίς λογιστική στις σχέσεις (τόσα μου χρωστάς, τόσα σου χρωστάω), χωρίς διαρκή επιτήρηση, αλλά με εμπιστοσύνη.

Και το κακό είναι ότι μετά την επιτήρηση ακολουθεί συνήθως η μεταμόρφωση, όπως στους πιτσιρικάδες με το facebook: η κοινότητα αποκτά κάτι από τη μισανθρωπία των μεγαλοκαρχαριών, οι οποίοι συνηθίζουν να αντιλαμβάνονται την εμπιστοσύνη ως βλακεία και αδυναμία. Συνοψίζω από το Μικροπίστωση, οι Μπίζνες της Αθλιότητας της Le Monde Diplomatique, το περιστατικό είναι από την Ινδία:
Ο Λαξμί και η γυναίκα του, Ράμα, δανείστηκαν από έναν οργανισμό μικροπίστωσης 5.000 ρουπίες (78 ευρώ) για να ανοίξουν ένα μαγαζάκι. Όμως ο Λαξμί αρρώστησε και δεν μπορούσε να δουλέψει για τέσσερις μήνες. Οι απλήρωτες δόσεις συσσωρεύονταν και μαζί τους οι τόκοι. Το ζευγάρι δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο τον οργανισμό που τους δανειοδότησε αλλά και τους γείτονες, καθώς οι εταιρείες του κλάδου έχουν καθιερώσει ένα πρωτοφανές σύστημα συνυπευθυνότητας: δανείζουν σε ομάδες ατόμων μιας περιοχής και, όταν ένας δανειολήπτης δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του, οι υπόλοιποι είναι αναγκασμένοι να τις αποπληρώσουν για λογαριασμό του. Το ζευγάρι, τρομοκρατημένο από τις παρενοχλήσεις των γειτόνων, συνάπτει ένα δεύτερο δάνειο να εξοφλήσει το πρώτο. Κι ύστερα ένα τρίτο να αποπληρώσει το δεύτερο… Το πέμπτο δάνειο ήταν της τάξης των 1.000 ευρώ. 
Οι δανειστές κατασκήνωσαν μπροστά στην παράγκα του Λαξμί και της Ράμα. Στη συνέχεια, κατέσχεσαν το μαγαζάκι της οικογένειας, την κουζίνα υγραερίου, τα χρυσά κοσμήματα της Ράμα και τη ραπτομηχανή με την οποία η Έγκα, η εικοσάχρονη κόρη τους, έραβε ρούχα και τα πουλούσε. Όταν η κοπέλα τούς ρώτησε πώς θα έχει πλέον η οικογένειά της ένα πιάτο φαγητό, της απάντησαν: «Ωραίο κορίτσι είσαι, να γίνεις πόρνη!». Μετά απ’ αυτόν τον εξευτελισμό, η κοπέλα αυτοπυρπολήθηκε. 
Τέτοια αναλγησία δεν είναι χαρακτηριστική στον παραδοσιακό ασιατικό κοινοτισμό. Περιλαμβάνει κι αυτός συνυπευθυνότητα, όμως τείνει να καλλιεργεί πολλή περισσότερη κατανόηση για τον συγχωριανό που αρρώστησε και δεν μπόρεσε να δουλέψει, πολλή λιγότερη περιχαράκωση στις σχέσεις των ανθρώπων, πολλή περισσότερη διάθεση να αφήσεις και κάτι να πέσει κάτω, να πάει στο καλό, να ξεχαστεί, να γίνει παρελθόν. Η καχυποψία είναι η είδηση στον παραδοσιακό ασιατικό κοινοτισμό, όχι η εμπιστοσύνη. Αυτή είναι το νορμάλ! Κατά τη γνώμη μου, δεν θα μπορούσε να υπάρξει αυτή η σκληρότητα, αν δεν είχε προηγηθεί η διαρκής αστυνόμευση, από εκεί ξεκινάει το κακό. Το τέλος της αθωότητας, το τέλος του ΑΠΟΛΥΤΩΣ απαραίτητου υποστρώματος ασύνειδης εμπιστοσύνης για την οικοδόμηση καλών σχέσεων. Σαν να εμφανίζεται ένας Ιάγος στην οικογένεια Γκάτσου και να αρχίσει να βάζει ιδέες: «Παρακολούθα τους άλλους! Κινδυνεύεις από αυτούς! Μπορεί να εκμεταλλευτούν την εμπιστοσύνη σου, να σε προδώσουν!». Είναι κάτι που συλλαμβάνεται από το ρήμα σκανδαλίζω, όπως το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι, δηλαδή δηλητηριάζω μια κατάσταση ασύνειδης εμπιστοσύνης: ος δ’ αν σκανδαλίση ένα των μικρών τούτων, συμφέρει αυτώ ίνα κρεμασθή μύλος ονικός εις τον τράχηλον αυτού και καταποντισθή εν τω πελάγει της θαλάσσης (Κατά Ματθαίον 18:6). Κάτι δεν έχουμε καταλάβει καλά, η γνώση δεν είναι πάντα δύναμη, ενίοτε είναι και δηλητήριο• η άγνοια δεν είναι πάντα καθυστέρηση και αφέλεια, ενίοτε είναι και σοφία.

Όπως και στην περίπτωση του facebook και του Οθέλου, έτσι κι εδώ ένα αντίστοιχο ερώτημα γι’ αυτό το τέλος της αθωότητας είναι: ποιος φταίει; Η εύκολη απάντηση είναι ότι φταίνε οι ίδιοι οι χωρικοί, που επέτρεψαν στις σχέσεις τους να δηλητηριαστούν. Αυτή είναι η απάντηση που βγάζει λάδι τις ΜΚΟ και τις διάφορες Grameen Bank της μικροπίστωσης, η στάνταρ απάντηση του facebook: εμείς δεν φταίμε σε τίποτα, για όλα φταίνε οι χρήστες. Δεν είναι όμως η δική μου απάντηση... Στον δικό μου πλανήτη είναι έγκλημα να δικαιώνεις ως ενήλικος το ξύλο που έφαγες ανήλικος από τον μπαμπά σου με μια συστηματοποίηση της καχυποψίας. Και καθότι ξεκίνησα με Νίκο Γκάτσο, ας κλείσω μ’ αυτόν. Ρίξε ένα βλέμμα σιωπηλό στον κόσμο τον αμαρτωλό και δες η γης πώς τρέμει:
Η Ενδεκάτη Εντολή: Ου τρολάρεις. Ου πονηρεύσεις τον απονήρευτο χειραγωγώντας την προσοχή του. Ου καταστήσεις είδηση την εμπιστοσύνη αντί της καχυποψίας. 
Δεν τη σεβάστηκες πολύ γι’ αυτό πονάς ακόμα... Μάλλον κι εσένα το σλόγκαν του μπαμπά σου ήταν: το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο.


to be continued

Ο Καλός Χαλίφης Και Ο Κακός Βεζύρης

Βρισκόμαστε τα χαράματα της 24ης Ιουνίου 1932 στην Μπανγκόκ, πρωτεύουσα του τότε Σιάμ (σημερινής Ταϊλάνδης). Κάτι έγινε στο παλάτι την προηγούμενη νύχτα κι ο κόσμος αρχίζει να μαζεύεται περίεργος στη βασιλική πλατεία. Γύρω στις έξι η ώρα, ένας αξιωματικός ανεβαίνει σ’ ένα τεθωρακισμένο και διαβάζει το Μανιφέστο του Λαϊκού Κόμματος – το οποίο μόλις κατήργησε 150 χρόνια απόλυτης μοναρχίας συλλαμβάνοντας μέσα στη νύχτα όλους σχεδόν τους ισχυρούς αριστοκράτες, πρίγκηπες και γαλαζοαίματους της βασιλικής κυβέρνησης. Το Μανιφέστο έγραψε ένας νεαρός επαναστάτης, ο Πριντί (Πανομγιόνγκ), 1900-1983, ο οποίος αργότερα έμελε να γίνει πρωθυπουργός, αντάρτης, εξόριστος και να συγκριθεί με τον Τσε. Στη σημερινή Ταϊλάνδη, το Μανιφέστο είναι ουσιαστικά απαγορευμένο παρόλο που αποτελεί κομμάτι της ιστορίας της, καθότι η χούντα προσπαθεί να επαναφέρει την απόλυτη μοναρχία. Ήταν ένα κείμενο με σημεία τόσο αιχμηρά, ώστε παραμένουν ριζοσπαστικά ακόμα και σήμερα. Και όχι μόνο για την Ταϊλάνδη...

Προκειμένου να καταλάβουμε καλύτερα αυτό που προσπαθούσε να κάνει ο Πριντί στο Μανιφέστο, αρκεί να θυμηθούμε τις αμέτρητες απολογητικές ερμηνείες που ακούσαμε και διαβάσαμε όλα τα χρόνια της κρίσης – και πριν από αυτήν. Μια μεγάλη σειρά εκλογικεύσεων στα κανάλια και τις κατεστημένες εφημερίδες μπορεί να συνοψιστεί: το ψάρι βρωμάει από την ουρά. Δηλαδή, ναι μεν ο τόπος βοά από τα καμώματα του Χ υπουργού, βουλευτή, συνεργάτη κ.λπ., όμως η ευθύνη φτάνει μόνο μέχρις αυτόν. Δεν αγγίζει υψηλότερα κλιμάκια. Ο χαλίφης είναι καλός, για όλα φταίει ο κακός βεζύρης Ιζνογκούντ. Αφήνω τον αναγνώστη να συμπληρώσει μόνος του τον χαλίφη και τον βεζύρη στην εξίσωση, είναι άφθονα τα παραδείγματα που ακούσαμε τα τελευταία χρόνια.

Νομίζω ότι μπορώ να ονομάσω αυτήν την πλάνη: ερμηνεία Στάθη Καλύβα (αναφέρομαι στην τοποθέτησή του για το περιστατικό Μπαλτάκου, όπου προσπαθούσε να μας πείσει ότι οι ευθύνες φτάνουν μόνο μέχρι τον Μπαλτάκο, ίσως ούτε μέχρις αυτόν, πάντως σε καμία περίπτωση δεν αγγίζουν την ηγεσία της ΝΔ). Εναλλακτικός τίτλος θα μπορούσε να είναι: ερμηνεία Παπαχελά. Όλα αυτά τα διάφορα, «η κυβέρνηση πρέπει επιτέλους να σοβαρευτεί...», «ο πρωθυπουργός πρέπει να απομονώσει αυτά τα στοιχεία στο εσωτερικό του κόμματός του...» κ.λπ., που μας κατηχούνε στην πλάνη ότι ο χαλίφης είναι καλός. Απονήρευτος μεν αλλά καλός. Ίσως δεν έχει σοβαρευτεί ακόμα, δεν παίρνει χαμπάρι τι παίζεται κάτω από τη μύτη του, όμως είναι καλός. Για όλα φταίει ο κακός βεζύρης Ιζνογκούντ.

Το αποκαλώ αυτό «πλάνη» και δεν είμαι ο μόνος. Πρόκειται για ένα από τα σημεία που θίγει ο Ian Kershaw στο βιβλίο του The "Hitler Myth": Image and Reality in the Third Reich (1987). Στη ναζιστική Γερμανία, πάρα πολύς κόσμος ήταν δυσαρεστημένος από το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, αν όχι εξοργισμένος. Διότι είχε να κάνει στην καθημερινότητά του με αξιωματούχους του κόμματος και έβλεπε πόσο διεφθαρμένοι και καταπιεστικοί ήταν αυτοί. Όμως η κατάσταση σωζόταν από τον μύθο ενός απόμακρου Χίτλερ, απομονωμένου στην κορυφή ενός υψηλού Ολύμπου, που ασχολείται μόνο με τα μεγάλα και τα ιστορικά, όχι με τα καθημερινά, χωρίς να γνωρίζει τα αίσχη των ανθρώπων του κόμματος• σε κάποια στιγμή που θα κοιτάξει κάτω και θα δει την ασυδοσία, θα τους συμμαζέψει όλους αυτούς. «Ένας υποσυνείδητος μηχανισμός αναπλήρωσης για τις ορατές ανεπάρκειες του Τρίτου Ράιχ», το χαρακτηρίζει ο Ian Kershaw (σελ. 97). Μια οικουμενική πλάνη - δεν περιορίζεται μόνο στη ναζιστική Γερμανία, κάθε άλλο - που οδηγεί κατά τ’ άλλα έξυπνους ανθρώπους να αυταπατώνται και να προστατεύουν την εικόνα του χαλίφη φορτώνοντας όλη την ευθύνη στον κακό βεζύρη Ιζνογκούντ.

Κάτι λέγαμε όμως για το Μανιφέστο του Πριντί στο Σιάμ του 1932...

24 Ιουνίου 1932 
Το Μανιφέστο του Λαϊκού Κόμματος 
Ο βασιλιάς είναι υπεράνω του νόμου. Τοποθετεί σε σημαντικές θέσεις συγγενείς και αυλοκόλακες, ανθρώπους που δεν έχουν ούτε γνώση ούτε ικανότητα, χωρίς να ακούει τον κόσμο. Επιτρέπει σε κρατικούς αξιωματούχους να χρησιμοποιούν την εξουσία τους ανέντιμα, να παίρνουν μίζες από κρατικές προμήθειες και έργα του δημοσίου, να χαραμίζουν τον πλούτο της χώρας. Στηρίζει όσους έχουν βασιλικό αίμα και θέλουν να απολαμβάνουν περισσότερα δικαιώματα από τον απλό κόσμο. Κυβερνά χωρίς αρχές 
Ο Πριντί το έθεσε ξεκάθαρα από τις πρώτες κιόλας γραμμές του Μανιφέστου: το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι. Δεν είναι μόνο οι διεφθαρμένοι αξιωματούχοι, είναι και ο βασιλιάς που δεν αγανακτεί με τις πομπές τους. Δεν είναι μόνο οι απατεώνες και οι μιζαδόροι σε θέσεις εξουσίας, είναι και ο βασιλιάς που τους επιτρέπει να επιδίδονται σε φαυλότητες. Δεν είναι μόνο όσοι θεωρούν ότι υπάρχουν ζώα πιο ίσα από τα άλλα ζώα, είναι και ο βασιλιάς που τους νομιμοποιεί. Ο Πριντί προσπαθούσε να προλάβει μια ερμηνεία Στάθη Καλύβα, που θα παρουσίαζε τον βασιλιά αθώο μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου, απόμακρο από τα κοινά και ανενημέρωτο για τα αίσχη των κυβερνητικών αξιωματούχων και των γαλαζοαίματων, έναν καλό αλλά απονήρευτο χαλίφη που δεν κατάλαβε πόσο κακός ήταν ο μεγάλος του βεζύρης. Δεν έχεις τέτοια ελαφρυντικά, λέει ο Πριντί, όχι όταν είσαι ηγέτης. Ίσως να είσαι κι εσύ ανέντιμος, ίσως απλά ανόητος, πάντως φέρεις ευθύνες για τη φαυλότητα των ανθρώπων σου. Όταν είσαι ηγέτης και οι άνθρωποί σου ασχημονούν, τότε είσαι και ένοχος μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου.

ΥΓ. Μπορείτε να διαβάσετε όλο το Μανιφέστο (στα αγγλικά) στο Thai Political Prisoners εδώ

 Πριντί: Ο κόσμος οφείλει να γνωρίζει ότι η χώρα ανήκει σ’ αυτόν, όχι στον βασιλιά

Charlie Hebdo: Κάτι Δεν Έχουμε Καταλάβει Καλά

Τι ξέρουμε για τους «ισλαμιστές τρομοκράτες» που κάνουν τέτοια αιματηρά χτυπήματα, όπως, από ό,τι λέγεται, το πρόσφατο στο Charlie Hebdo; (και τα παλαιότερα στους Δίδυμους Πύργους, στο Μπαλί το 2002, στη Μαδρίτη το 2004, στο Λονδίνο το 2005, στη Φρανγκφούρτη το 2011 κ.α.;). Ποιοι είναι, γιατί το κάνουν, πώς φτάνουν σε τέτοιο σημείο;

Την έχουμε την απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα, την έχουμε εδώ και χρόνια. Ακόμα κι εγώ που είμαι δύσπιστος, εδώ ειδικά πείθομαι, διότι πλέον είναι πολλοί και ανεξάρτητοι οι ερευνητές που όμως καταλήγουν σε παρόμοια συμπεράσματα:

- Η λάθος απάντηση. Είναι κάποιοι αφιονισμένοι μουσουλμάνοι, εγκεφαλοπλυμένοι από φονταμενταλιστές ιμάμηδες, καταπιεσμένοι και ταπεινωμένοι, αμόρφωτοι και φτωχοί, που ακολουθούνε τυφλά τις επιταγές της θρησκείας κ.λπ.

- Η σωστή απάντηση. Δεν είναι κάποιοι• είναι οι εμείς. Εσύ κι εγώ είμαστε, όχι κάποιοι άλλοι, διαφορετικοί από μας!

Αυτή είναι η σωστή απάντηση με λίγα λόγια. Με περισσότερα λόγια: 


The Ordinariness of Killers 
Ο πρώτος που το είχε επισημάνει ήταν ο Marc Sageman, ήδη από τα τέλη του 2001, μελετώντας τα διαθέσιμα τότε προφίλ των αλκαϊντιανών που χτύπησαν τους Δίδυμους Πύργους: δεν πρέπει να ψάχνουμε εξαιρετικές ερμηνείες για τους «ισλαμιστές τρομοκράτες», ούτε να τους φανταζόμαστε σαν ανθρώπους διαφορετικούς από μας. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία, είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας: μορφωμένοι, επαγγελματίες, μεσαία τάξη, δυτικοποιημένοι, κοσμικοί και αδιάφοροι για τη θρησκεία μέχρι λίγο καιρό πριν το χτύπημα, κοσμοπολίτες και κοσμοταξιδεμένοι, κάποιοι μιλάνε τρεις και τέσσερις γλώσσες, παντρεμένοι και με παιδιά. Αυτό ήταν το προφίλ του μέσου «τρομοκράτη» στην Αλ Κάιντα τότε. Έλεγε ο Sageman το 2004 (από εδώ, Meet the al-Qaeda Archetype):
“The terrorist stereotype – of poor, young, single men from the dusty backstreets of the Muslim world brainwashed into committing fanatical acts – doesn’t stick when it comes to al-Qaeda. Rather, most of them are well-educated, well-off, cosmopolitan and professional, with good jobs, wives and no history of mental illness” 
Κάτι δεν έχουμε καταλάβει καλά! Είναι απίστευτο πόσο συνεχίζει και σήμερα το παραπάνω στερότυπο του αμόρφωτου, φτωχού, εγκεφαλοπλυμένου φανατικού. Και δεν είναι ότι μας λείπουν τα στοιχεία – αντίθετα, υπάρχουν πλέον άφθονες πληροφορίες για πολλές εκατοντάδες τέτοιους «ισλαμιστές τρομοκράτες». Εδώ υπάρχει μια διαδικασία άρνησης, δεν εξηγείται αλλιώς. Αν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί με τις αντιλήψεις μου, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα. Διότι αριστεροί και δεξιοί, θέλουμε με κάποιον τρόπο να φανταζόμαστε τους «ισλαμιστές τρομοκράτες» διαφορετικούς από εμάς. Δεν είναι! Οι άνθρωποι που έκαναν τα παραπάνω χτυπήματα είστε εσείς και είμαι εγώ!
“I think it’s comforting to believe these guys are different from us, because what they do is so evil”, says Sageman. “Unfortunately, they aren’t that different” 
Και με ποιον τρόπο εμπλέκονται σε τρομοκρατικές οργανώσεις; Κι εδώ υπάρχει μια άλλη παρανόηση: «οργανώσεις» δεν είναι ο κατάλληλος όρος γι’ αυτό στο οποίο εμπλέονται οι μεσοταξικοί, μορφωμένοι, παντρεμένοι, δυτικοποιημένοι μουσουλμάνοι της διπλανής πόρτας. Καλύτερα να μιλάμε για «παρέες» – συγκεκριμένα, αντροπαρέες από μίζερους τύπους, επιτυχημένους μεν επαγγελματικά αλλά με ένα τεράστιο υπαρξιακό κενό μέσα τους, που κλαίνε τη μοίρα τους χορωδιακά:
“A bunch of guys smoking and drinking and generally bitching about their lives” 
Αυτό είναι η «τρομοκρατική οργάνωση»: ό,τι ακριβώς θα συναντήσετε σε κάθε ταβέρνα και ουζερί της Ελλάδας. Υποψιάζομαι, και σε κάθε εστιατόριο της Δύσης. Κάπου θα υπάρχει και το τραπέζι με τα φιλαράκια που μιζεριάζουν μαζί, κακούργα κοινωνία, ψεύτικος είναι ο ντουνιάς, ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Και γιατί οι τρομοκράτες της διπλανής πόρτας κάνουν τέτοια αιματηρά εγκλήματα; Εδώ δεν υπάρχει εύκολη απάντηση. Ό,τι ξέρετε ξέρω. Επισημαίνω μόνο πόσο λάθος είναι τα στερεότυπά μας για τον μέσο «ισλαμιστή τρομοκράτη» στη Δύση. Ως προς τα κίνητρά τους, το μόνο που παρατηρεί ο Sageman είναι ένα άλλο κοινό τους στοιχείο: νιώθουν μοναξιά, νιώθουν χαμένοι.
“Many of them will have become homesick, feeling lonely and marginalised and perhaps rejected by their new host society … there is a growing sense of atomisation and alienation in the West, not only among immigrants but across society. Homesick Arabs might feel it more acutely, but it affects everyone in British, American and European societies”  
Οι παρέες γράφουν ιστορία, έλεγε ο Σαββόπουλος, και έπεσε μέσα: γράφουν ιστορία, καμιά φορά δίνουν υλικό και για πρωτοσέλιδα, βάζουν βόμβες κ.α. Πιο καλή η μοναξιά, έλεγε ο Πάριος, όμως καμιά φορά γίνεται θανατηφόρα – ειδικά όταν βρεις κι άλλους μοναχικούς να θρηνείτε τη ζωή σας μαζί.

Όλα τα παραπάνω τα τόνιζε ο Marc Sageman ήδη από το 2001. Παρακολουθώ το θέμα από το 2004. Πλέον κι άλλοι ερευνητές φτάνουν στα ίδια συμπεράσματα για τους «ισλαμοφασίστες», είναι όμως αξιοσημείωτο πόσο επιμένει το στερότυπο του μουσουλμάνου φανατικού... Το 2010, ο Scot Atran παρατηρούσε κι αυτός (από εδώ, Talking to the Enemy) για τους «ισλαμιστές τρομοκράτες» ότι ήταν οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας:
“Τhe ordinariness of killers” 
Είναι συνηθισμένοι άνθρωποι! Σαν κι εσάς, σαν κι εμένα. Ψάχνουμε εξαιρετικές ερμηνείες, θέλουμε οπωσδήποτε οι «ισλαμοφασίστες» να είναι διαφορετικοί από μας, δεν μπορούμε να δεχτούμε με τίποτα ότι είναι άνθρωποι που θα μπορούσαμε να τους είχαμε γνωρίσει, να τους συμπαθούσαμε κιόλας, να συντρώγαμε, να συνπίναμε, να συνομιλούσαμε ή και να συνουσιαζόμαστε ακόμα, να απολαμβάναμε την παρέα και την παρουσία τους. Και ο Scot Atran βρίσκει ένα παρόμοιο προφίλ σε συντριπτικό βαθμό: μορφωμένοι, μεσαία τάξη, δυτικοποιημένοι, κοινωνικοί, «φυσιολογικοί άνθρωποι» (δηλ. έτσι θα τους αποκαλούσαμε):
“They are members of school clubs, sports teams or community organisations; they are proud fathers and difficult teenagers ... they lived normal, routine lives, for the simple reason that they were normal members of society” 
Και ο Atran λέει το ίδιο πράγμα: δεν πρέπει να τους φανταζόμαστε διαφορετικούς από μας, εμείς είμαστε! Δεν πρέπει να σκεφτόμαστε ότι το χτύπημα στον υπόγειο του Λονδίνου, στη Μαδρίτη κ.λπ. το έκαναν κάποιοι «άλλοι», αλλιώτικοι, απειλητικοί, σκοταδιστές, φανατικοί, φονταμενταλιστές κ.λπ. Ουσιαστικά, οι ίδιοι οι νεαροί Βρετανοί είναι αυτοί που σκότωσαν κόσμο στο Λονδίνο το 2005:
“The idea that young Britons themselves could be a threat was barely imagined” 
Η άλλη παρατήρηση που επίσης επιβεβαιώνει τον Sageman είναι για τις παρέες – δηλαδή τις «τρομοκρατικές οργανώσεις». Τα χτυπήματα στο Μπαλί το 2002:
“were largely planned and executed through local networks of friends, of kin, neighbours and schoolmates” … Terrorist networks, he points out, are "generally no different than the ordinary kinds of social networks”. 
«Οργανωμένη αναρχία» ονομάζει αυτές τις παρέες, δηλαδή αυθόρμητες, χωρίς κεντρικό στρατηγείο, ρευστές και ερασιτεχνικές, συχνά χαοτικές: μια παρέα από φιλαράκια.

Σας θυμίζουν κάτι αυτές οι «τρομοκρατικές οργανώσεις»/παρέες, αυτοί οι τρομοκράτες της διπλανής πόρτας; Εμένα μου θυμίζουν αυτά:
Tο 1982 όταν έμεινα στο πατρικό μου στην Kηπούπολη, ήταν περίοδος πολιτικοποίησης, μαζικών εργατικών και κοινωνικών διεκδικήσεων. Kάναμε συναντήσεις σε σπίτια σε ρεμπετομάγαζα, σε εκδηλώσεις Πανεπιστημίων σε εκδηλώσεις εργατικών και κοινωνικών διεκδικήσεων, κ.λπ. Mέσω ενός φίλου μου του Zαμπούφλου Kανέλλου, γνώρισα τον Xριστόδουλο Ξηρό όπου και με πλησίασε. Aρχίσαμε κάναμε παρέα και μετά από χρονικό διάστημα, αρχές 1985, μου είπε αν είμαι να κάνουμε κάτι. Eγώ του είπα δηλαδή τι να κάνουμε; Eκείνος μου είπε κάτι για βόμβες και τέτοια πράγματα. Eγώ του είπα, πώς εμείς οι δύο θα κάνουμε, οι δύο άσχετοι; H κουβέντα σταματούσε εκεί αλλά ο Xριστόδουλος ύστερα από κάποιες ημέρες μου είπε στα ίσα να μπω στην οργάνωση “E.O. 17 Nοέμβρη”
Έτσι ακριβώς είναι και οι «ισλαμοφασίστες»! Φιλαράκια που κάνουν συσκέψεις, στρατολογήσεις και αποφασίζουν χτυπήματα σε ουζερί και καφενεία. Όπως και στην περίπτωση της 17Ν, έτσι και στους «ισλαμοφασίστες», πρώτα έρχεται η παρέα και μετά η όποια ιδεολογία. Μόνο που σε αντίθεση με τη 17Ν, στους «ισλαμοφασίστες» δε μοιάζει να υπάρχει κάποιος Κουφοντίνας, δηλ. κάποιο ηγετικό και έμπειρο μέλος που κατευθύνει τους υπόλοιπους. Όλοι είναι χαμηλόβαθμοι, χωρίς αρχηγό και στρατηγείο. Τα χτυπήματα αποφασίζονται ξαφνικά και συλλογικά, την τελευταία στιγμή, αναβάλλονται για μια μέρα προκειμένου ο άλλος να πάει τη γυναίκα του στο νοσοκομείο, και γίνονται ερασιτεχνικά. Ουσιαστικά, αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν ιδεολογία – εννοώντας μ’ αυτό ότι θέλουν απλώς να δημιουργήσουν θόρυβο, να δώσουν υλικό για πρωτοσέλιδα, να αισθανθούν ότι η ζωή τους έχει κάποιο νόημα, και μετά βρίσκουν και την ιδεολογία, κάτι θα βρουν. Είναι όπως πολλοί δολοφόνοι στις ΗΠΑ που σκοτώνουν για να σκοτώνουν. Ο Zodiac, για παράδειγμα, γιατί σκότωνε κόσμο; Δεν φαίνεται να υπάρχει κανένας λόγος, σκότωνε για να σκοτώνει. Και για να δημιουργεί αίσθηση. Και κατόπιν το δικαιολογούσε στον εαυτό του με κάποιον τρόπο, κάτι θα έβρισκε.

Αντίστοιχα είναι και τα συμπεράσματα του Olivier Roy: οι «ισλαμοφασίστες» δεν είναι ούτε φτωχοί ούτε φανατισμένοι θρησκευτικά, αντίθετα, έχουν μεγαλώσει αδιάφοροι ως προς τη θρησκεία. Δεν είναι καν κάποιοι «άλλοι», διαφορετικοί από μας, είμαστε εμείς (από συνέντευξη του Olivier Roy το 2007):
"The first perception of the terrorists after 9/11 was that these guys are foreigners coming from the Middle East to export the Middle East crisis to the West. There was a feeling in the States, and in Europe too, of being under siege in a sense, of being attacked from abroad by a different civilization, a different culture, and so on. But in fact, if we look at the background of the terrorists …what is striking is that most of them have a Western background. None of them has a religious background … it's not a long process of religious brainwashing when younger, as school children, not at all"
Αντίστοιχο είναι κι αυτό που λέει ο Lawrence Wright: οι άνθρωποι που κάνουν αυτά τα χτυπήματα δεν είναι οι «τραγικής ποιότητας μετανάστες» του Δένδια, είναι αυτοί για τους οποίους οι γείτονες λένε, «πού να το φανταστούμε, τόσο καλό παιδί...». Είναι συνηθισμένοι, καθημερινοί τύποι, με καλή ζωή, που τρώνε σε φαστ-φουντ, μένουν σε καλά ξενοδοχεία, όμως αισθάνονται υπαρξιακό κενό και ψάχνουν ένα νόημα στη ζωή τους (The Q & A: Lawrence Wright):
The number-one name for a child born in Belgium is Mohammed. Mohammed is the most popular name in the whole world right now, so it's not that unusual. But if you happen to be of Flemish ancestry, you might think “Where is this going? What is happening in my country, my culture?” And if you're Mohammed you're probably thinking, “These people don't want me, I'll never be one of them.” It's very likely that Mohammed doesn't speak Arabic, and he may never have been to wherever his roots are. He's a person who doesn't really have a home. So it's not surprising that he goes to a mosque and meets up with other angry alienated displaced people just like him. That is a search for an identity
Είναι σαν ο Αθηναίος στα 25 του να ανακαλύπτει ξαφνικά ότι έχει κρητική (βλάχικη, αρβανίτικη κ.λπ. καταγωγή), αρχίζει να συναγελάζεται με άλλους συν-αθηναίους κρητικούς (βλάχους, αρβανίτες κ.λπ.), εκτοξεύουν όλοι μαζί την κρητική καταγωγή τους σε εξωπραγματικές διαστάσεις, και μια μέρα αποφασίζουν να σκοτώσουν τους μη-κρητικούς της Αθήνας, να κάνουν κάτι εντυπωσιακό για να προκαλέσουν θόρυβο και να αισθανθούνε ότι υπηρετούν έναν σκοπό.

Για να δούμε, οι δολοφόνοι στο Charlie Hebdo, αν τελικά εντοπιστούν (και αν πρόκειται πράγματι για «ισλαμιστές τρομοκράτες»), τι θα βγει ότι είναι; Φανατικοί φονταμενταλιστές, κάτι διαφορετικό από μας, ή αυτοί για τους οποίους οι γείτονες λένε: «πού να το φανταστούμε, τόσο καλό παιδί;...»



Συμπέρασμα
Κάτι δεν έχουμε καταλάβει καλά στους «ισλαμοφασίστες», κάτι μας διαφεύγει... Θα πρέπει να το δούμε διαφορετικά. Δεν είναι ένα θέμα που έχει να κάνει με «άλλους», με ανθρώπους αλλιώτικους από μας, όχι. Έχει να κάνει με ανθρώπους σαν κι εμάς. Εμείς είμαστε αυτοί που κάνουν αυτά τα τόσο αποτρόπαια εγκλήματα. Όπως το έθετε ο Scot Atran πιο πάνω για το χτύπημα στον υπόγειο του Λονδίνου το 2005, δεν είναι ότι η Βρετανία κινδυνεύει από κάποιους «άλλους», διαφορετικούς ανθρώπους• είναι ότι η Βρετανία κινδυνεύει από τους ίδιους τους νεαρούς Βρετανούς: “The idea that young Britons themselves could be a threat was barely imagined”

Και που τα λέω όμως δεν πρόκειται ν’ αλλάξει τίποτα, το ξέρω. Δέκα χρόνια τα λέω, κανένας δεν πείθεται. Συνεχίζει καμαρωτό το στερεότυπο του αμόρφωτου, φανατικού, φτωχού μουσουλμάνου που σαν πρόβατο ακολουθεί τυφλά τις εντολές του φονταμενταλιστή ιμάμη.

Luben's Just Another Word For Nothing Left to Lose

Είναι ένα συμπαθητικό αλλά άγνωστο τραγουδάκι που έλεγε ο Richard Thompson, ονομάζεται Μελισσόφτερο (Βeeswing). Υποθέτω ότι δεν το έχετε ξανακούσει. Ένας άντρας μιλάει για το κορίτσι που κάποτε αγάπησε (she was a lost child, she was runnin' wild, there was animal in her eyes). Αυτή δεν άντεχε τη μικροαστική ζωή (if you don't take me out of here, I'll surely lose my mind), οπότε παρατήσαν κι οι δυο τις δουλειές τους για να ζήσουν σαν τσιγγάνοι, συνέχεια στον δρόμο από δω κι από κει, βγάζοντάς την όπως-όπως. Σε κάποια στιγμή ο άντρας κουράστηκε, άρχισε να νοσταλγεί σπίτι, σταθερή δουλειά και οικογένεια. Όμως αυτά που για τον άντρα ήταν όνειρο, για το κορίτσι ήταν εφιάλτης (you foolish man, that surely sounds like hell). Οπότε οι δύο σύντροφοι χωρίσαν και δεν ξαναειδωθήκαν. Πολλά χρόνια αργότερα, ο άντρας άκουσε φήμες για το κορίτσι, ότι τελικά έγινε αλκοολική και κατέρρευσε. Maybe that's the price you pay for the chains that you refuse.





Υπάρχει και το αντίστροφο τραγούδι, που λέει την ιστορία από την πλευρά του κοριτσιού. Αυτό το ξέρετε σίγουρα, είναι πολύ γνωστό κομμάτι. Μαθαίνουμε και το όνομα του άντρα σ’ αυτό το τραγούδι: Bobby McGee.





Freedom’s just another word for nothing left to lose. Συνήθως αποκαλούμε λούμπεν όποιον φτάνει στην ιδιότυπη ελευθερία να μην έχει τίποτα να χάσει. Θα χρησιμοποιώ αυτή τη λέξη παρόλο που είναι αρνητικά φορτισμένη. Εμείς, οι μη-λούμπεν, έχουμε πάρα πολλά να χάσουμε, με πρώτο και καλύτερο το κοινωνικό μας πρόσωπο. Δηλαδή, νοιαζόμαστε να μη γελοιοποιηθούμε, να μη γίνουμε καραγκιόζηδες – νοιαζόμαστε για το πώς θα φανούμε στα μάτια των άλλων. Ένας λούμπεν όμως έχει ξεπεράσει αυτήν την εφηβεία. Είναι αυτοπροσδιοριζόμενος και αυτοαναφορικός, σαν τον Βούδα στη νιρβάνα. Σε όλους εμάς η κοινωνία έχει μόνιμες πρεσβείες και προξενεία στο μυαλό μας, ο λούμπεν όμως είναι έξω από το δικό μας κοινωνικό συμβόλαιο.

Γι’ αυτό και είναι τόσο δυνατός.

Είναι αλήθεια, ο λούμπεν έχει μια ιδιότυπη δύναμη• τη δύναμη αυτού που έχει φτάσει στον πάτο, έχει χάσει κάθε έννοια ντροπής και εξευτελισμού, δεν ελπίζει τίποτα, δε φοβάται τίποτα, είναι ελεύθερος. Ο λούμπεν έχει επίσης και μια ιδιότυπη γοητεία• αυτό μου το επισήμανε ένας σοφός Άγγλος (ναι, υπάρχουν και Άγγλοι που είναι σοφοί!), λεγόταν Σάιμον, επίθετο δεν ξέρω, μετά από μερικά ποτήρια ουΐσκι (ή μερικά μπουκάλια ουΐσκι, δεν είμαι σίγουρος), μου είχε πει: «Οι καλές γυναίκες δεν γοητεύονται από τους καλούς άντρες. Οι καλές γυναίκες γοητεύονται από τα χαμένα κορμιά, αυτούς που έχουν πάρει τον κατήφορο, ειδικά μάλιστα όταν νιώθουν ότι μπορούν να τους σώσουν από την απώλεια, να παίξουν τον ρόλο του Ιησού». Ο Erving Goffman είχε πιάσει αυτήν την ιδιότυπη δύναμη των λούμπεν όταν έγραφε στο On-Face Work (1955):
Ελάχιστη κοινωνική αντίληψη, ελάχιστο τακτ και κοινωνική διπλωματικότητα (savoir-faire), ελάχιστη αίσθηση περηφάνειας, ελάχιστη περίσκεψη, και το πρόσωπο αυτό παύει να είναι κάποιος στον οποίον μπορείς να βασίζεσαι ότι θα συνειδητοποιεί την εντύπωση που δίνει στους άλλους, την εντύπωση που δίνουν οι άλλοι, και ότι θα τους προστατέψει από τον εξευτελισμό ... Ένα τέτοιο πρόσωπο είναι απειλή για την κοινωνία, δεν μπορείς να κάνεις πολλά μ’ αυτόν
Με άλλα λόγια, το ιδανικό του βουδισμού. Η απελευθέρωση από την επιθυμία και τις προσκολλήσεις (you foolish man, that surely sounds like hell) δια της αποκάθαρσης του νου. Βουδισμός σε αντιδιαστολή, nirvana’s just another word for nothing left to lose. Στον κυριλέ βουδισμό, το ιδανικό αυτό επιτυγχάνεται ακολουθώντας το Ευγενές Οκταπλό Μονοπάτι• οι λούμπεν όμως κατακτάνε τη νιρβάνα με άλλες πνευματικές μεθόδους (αλκοόλ, ναρκωτικά, περιθωριοποίηση, κοινωνική κατάπτωση, «τι πα να πει βρωμιά και τρόμος, κατήφορος και προσβολές» κ.λπ.). Ο καθείς και τα όπλα του.

Η μόνη μέινστριμ ταινία που μιλάει για λούμπεν είναι, νομίζω, το The Big Lebowski. O Bruce Springsteen έγραψε επίσης δύο τραγούδια για τους λούμπεν. Το ένα είναι το Unsatisfied Heart. To άλλο είναι πιο γνωστό και πιθανώς το ξέρετε ήδη: Promised Land. Όπως και το παραπάνω του Richard Thompson, έτσι κι αυτό το τραγούδι μιλά για κάποιον που ζει μια καλή μικροαστική ζωή (I've done my best to live the right way, I get up every morning, go to work each day), όμως τελικά αυτό που για άλλους είναι όνειρο, για τον ίδιο είναι εφιάλτης (but your eyes go blind and your blood runs cold, sometimes I feel so weak, I just want to explode). Οπότε τελικά ο ήρωας τα παρατάει κι αυτός όλα για να συναντήσει τη δική του νιρβάνα (there's a dark cloud rising from the desert floor, I packed my bags and I'm heading straight into the storm). Στην ορολογία του βουδισμού, έγινε ένας αραχάτ, κάποιος που βρίσκεται στον δρόμο για τη φώτιση. Και που, κατά πάσα πιθανότητα, δεν πρόκειται να ζήσει για πολύ ακόμα. Συνήθως δεν μακροημερεύουν οι αραχάτ (= λούμπεν, στη δική μας ορολογία), όλοι αυτοί που οι πράξεις τους δε δημιουργούνε καρμικές συνέπειες (= που δεν νοιάζονται μην εξευτελιστούν, στη δική μας ορολογία). Αργά ή γρήγορα, μάλλον γρήγορα, περνάνε στην παρανιρβάνα (= πεθαίνουν, στη δική μας ορολογία). Maybe that's the price you pay for the chains that you refuse.
 




Πριν πεθάνουν όμως, οι λούμπεν συνήθως αφήνουν κάτι. Κάποιοι αφήνουν πίσω τους πολλά, δημιουργούνε ακόμα και καινούργιες θρησκείες όπως ο Βούδας κι ο Ιησούς• για κάποιους άλλους γράφονται τραγούδια, όπως για τον Νίκο Κοεμτζή. Αυτή όμως είναι η εξαίρεση. Οι περισσότεροι λούμπεν θα φύγουν (πρόωρα) και θα αφήσουν μόνο μια ατάκα, μια τοπική παροιμία, μια ανάμνηση σε ορισμένους ανθρώπους που τους γνώρισαν. Τίποτα περισσότερο. Κανένα βιβλίο ιστορίας δεν θα τους γράψει, καμία προτομή δεν θα ανεγερθεί για χάρη τους. Είπαμε, οι πράξεις τους είναι ουδέτερες, δε δημιουργούν καρμικές συνέπειες, ούτε αρνητικές ούτε θετικές.

Μετανάστες, πρεζόνια, περιθωριακοί, αλαφροΐσκιωτοι, ζητιάνοι, πόρνες, σκλάβοι, τέρατα του τσίρκου, ινδιάνοι, κακοποιοί, αλκοολικοί, τρόφιμοι ψυχιατρείων – τέτοια είναι τα μέλη της ιδιότυπης σάνγκα των λούμπεν (σάνγκα, στην ορολογία του βουδισμού, είναι η κοινότητα των μοναχών), όλων αυτών που έφτασαν να βλέπουν το τρίπτυχο σπίτι–δουλειά–οικογένεια σαν εφιάλτη, όχι σαν όνειρο, που δεν νοιάζονται μη γελοιοποιηθούν.

Ο Φώτης εμφανίστηκε στον Βόλο κάπου αρχές δεκαετίας του ‘80. Μόνιμα ήρεμος, ατημέλητος, ακούρευτος, αξύριστος, άπλυτος, με σκούρο δέρμα και μικρό ανάστημα, ήταν ένας από τους διάφορους τύπους που σεργιανούσαν στους δρόμους της πόλης χωρίς κάποιον προορισμό. Ορισμένες φορές τον έβλεπαν να μιλάει μόνος του, άλλοτε έπιανε κουβέντα με περαστικούς, πήγαινε στην παραλία και κοιτούσε τους γλάρους, τραγουδούσε, έκανε τον τροχονόμο σε διασταυρώσεις, τέτοια πράματα. Έμενε σε κάτι καλύβια που έχτισε ο ίδιος σε έναν λόφο έξω από τον Βόλο, και προφανώς κάποιος του έδινε χρήματα, δεν εξηγείται αλλιώς, ίσως κάποια εκκλησία, διότι ποτέ δεν δούλευε και ποτέ δε ζητιάνευε.

Στην αρχή, ο κόσμος τον έλεγε τρελό. Αυτή ήταν η πρώτη φάση. Οι φήμες έλεγαν ότι παλιά ήταν τσαγκάρης και τρελάθηκε για μια γυναίκα, ότι είχε δυο πλούσιες αδερφές που τον μισούσαν, όμως δεν ξέρω πόση βάση έχουν οι αναπόφευκτες φήμες που πάντα θα κυκλοφορούν σε μια μικρή πόλη. Σίγουρα πάντως ο Φώτης είχε κάποιο πεπρωμένο με τις γυναίκες γιατί πάντα ήταν ιδιαίτερα αβρός και ιπποτικός προς αυτές. Στο μπαρ Alter Ego, πάνω από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, υπήρχε παλιά μια σειρά φωτογραφιών που έβγαλε ο Φώτης με κάποιο γυμνό μοντέλο (υπάρχουν ακόμα; το Alter Ego υπάρχει ακόμα;).

Η δεύτερη φάση άρχισε κάπου τη δεκαετία του ’90, όταν άκουγα όλο και περισσότερους Βολιώτες να διαμαρτύρονται: «Και γιατί, δηλαδή, να τον λέμε τρελό τον Φώτη; Ας τον λέμε ιδιόρρυθμο, όχι όμως και τρελό! Ο Φώτης δεν πειράζει κανέναν». Όχι μόνο δεν πειράζει κανέναν, αλλά αντίθετα ο Φώτης δίνει όσο μπορεί. Όταν πιάσει λεφτά στα χέρια του τα μοιράζει στον κόσμο που θα συναντήσει στο δρόμο, συχνά προσφέρει λουλούδια στις κυρίες, είναι μια πολύ αντι-ευαγγελοβενιζελική παρουσιά: θέλει μόνο να δίνει, όχι να παίρνει. Δε θυμάμαι αν είπα ότι ο Φώτης τραγουδάει και ωραία, έχει καλή φωνή. Ένας φίλος μου παλιά όταν ήθελε να κάνει καντάδα στην κοπέλα του, έβαζε τον Φώτη να τραγουδάει κρυμμένος στη γωνία κι ο ίδιος καθόταν κάτω από το μπαλκόνι της κι ανοιγόκλεινε το στόμα του. Σταδιακά ο Φώτης εξελίχθηκε σε σήμα κατατεθέν του Βόλου, μια φιγούρα χωρίς την οποία η πόλη δεν θα είναι η ίδια.

Υπάρχει και τρίτη φάση. Αυτή ξεκίνησε αρκετά πρόσφατα. Το 2012 έψαξα στο ίντερνετ για τον Φώτη και δεν βρήκα τίποτα. Ο κόσμος τον συμπαθούσε μεν αλλά κανείς δεν σκεφτόταν να γράψει γι’ αυτόν, δεν τον έβλεπαν ως κάτι αξιοσημείωτο. Αυτό άλλαξε από το 2013 και μετά. Πλέον βρίσκω πολλά άρθρα, φωτογραφίες και υλικό γι’ αυτόν στο ίντερνετ – μπορείτε, για παράδειγμα, να διαβάσετε εδώ μια συρραφή κειμένων («κυρία, στο δρόμο προχθές περπατούσα με τη μητέρα μου και ένας φτωχός μάς έδωσε λεφτά!»), εδώ κάποιες πρόσφατες φωτογραφίες του που δίνει μαργαρίτες στις κυρίες σ’ ένα λεωφορείο, εδώ μια συνέντευξή του όπου τον ρωτάνε την άποψή του για την κρίση (!), παλιότερα υπήρχε κι ένα βίντεο μ’ αυτόν στο YouTube όμως το κατεβάσαν τώρα (αμφιβάλλω αν ο Φώτης ξέρει καν τι είναι το ίντερνετ). Τρέμω στην προοπτική ότι αργά ή γρήγορα κάποιος θα φτιάξει και σελίδα γι’ αυτόν στο facebook. Κοιτάξτε και τα σχόλια στις παραπάνω δημοσιεύσεις.

Τα δύο τελευταία χρόνια, πολύς κόσμος άρχισε να προσέχει τον Φώτη, και μάλιστα με συγκεκριμένο τρόπο. Αρκετοί τον λένε πλέον κοσμοκαλόγερο, του δίνουν προεκτάσεις ακόμα και πολιτικές ή θρησκευτικές, ψάχνουν να δουν τι διδάγματα προσφέρει η ζωή του, βλέπουν στον Φώτη αυτό που έχουν ανάγκη να δουν.

Αυτό, βέβαια, λέει περισσότερα για τον κόσμο παρά για τον Φώτη, ο οποίος ίδιος είναι εδώ και δεκαετίες, δεν έχει αλλάξει. Φαίνεται ότι πλέον κάνει εντύπωση στον κόσμο μια μορφή που μόνο δίνει, δεν παίρνει. Ακόμα κι 1 ευρώ, αν έχει, αλλά πάντως δίνει. Ίσως γιατί ο κόσμος αισθάνεται πως όλοι οι άλλοι του τα παίρνουν.

Επίσης, υπάρχει κι ένα Buddha effect: μέσα στις τόσες έγνοιες και προβλήματα που βασανίζουν τον κόσμο, εμφανίζεται ξαφνικά μια μορφή από άλλον πλανήτη, ένας αλαφροΐσκιωτος, που τον απασχολούν περισσότερο οι γλάροι στην παραλία παρά η Μέρκελ κι ο Σαμαράς, ατάραχος κι ανεπηρέαστος από την κρίση και τη λιτότητα, σαν να ανήκει σε άλλον κόσμο. Ίσως στο μέλλον δημιουργηθεί μια καινούργια θρησκεία από τον Βόλο, Φωτισμός, όπου η ζωή και το πρόσωπο του Φώτη θα περιβληθούν με μύθους και θρύλους, ίσως κάποιος παίξει και τον ρόλο του Απόστολου Παύλου. Πάντως η μοναδική μέινστριμ ταινία για έναν άλλον λούμπεν, το The Big Lebowski, δημιούργησε ήδη μεταξύ σοβαρού και αστείου μια καινούργια θρησκεία, έδωσε έμπνευση σε διάφορα φιλοσοφικοθρησκευτικά βιβλία και ποιος ξέρει τι έπεται στο μέλλον.




Τι σημαίνουν τελικά όλα τα παραπάνω για τους λούμπεν; Ίσως ότι δεν τα ξέρουμε όλα, κάτι μας διαφεύγει. Ίσως ότι έχουμε κάνει κάποιο λάθος στον κόσμο που χτίσαμε. Ίσως ότι η ζωή είναι πολύ πιο περίπλοκη και πλούσια από ό,τι φανταζόμαστε συνήθως, έχει πολύ περισσότερες διαστάσεις. Ίσως ότι η παραδοσιακή ψυχολογία, κοινωνιολογία, τα οικονομικά, ακόμα και η πεπατημένη κοινή λογική δεν μπορεί να συλλάβει όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης εμπειρίας, υπάρχει ένα φάντασμα στη μηχανή, ένα τυφλό σημείο στη θεωρία. Ίσως, ίσως... ωχ, να πω την αλήθεια, δεν ξέρω τι σημαίνουν, έπαψα να έχω τις απαντήσεις. Ας βγάλει ο καθένας τα συμπεράσματά του.

The Dude abides.